Στις 6 Μαΐου του 1967, η Μαρίν Γουίλτον, ένα 13χρονο κορίτσι από ένα προάστιο του Τορόντο του Καναδά, προσπάθησε να σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ γυναικών στο μαραθωνίο, που εκείνη τη στιγμή ήταν 3:19, σε μια μικρή κούρσα που έλαβε χώρα λίγα μίλια από το σπίτι της. Υπό την καθοδήγηση της προπονήτριάς της, Σάι Μα, η Γουίλτον ήταν ήδη μια από τις καλύτερες δρομείς της ηλικίας της.
Βλέποντας τη δυνατότητά της για μεγάλα πράγματα σε επίπεδο μαραθώνιου, ο Μα έδωσε μάχη με την Καναδική Ερασιτεχνική Αθλητική Ένωση προκειμένου να της επιτρέψει να αγωνιστεί στον μαραθώνιο. Αρχικά, το αίτημα δεν έγινε δεκτό.
Το όνομά της έμεινε εκτός του επίσημου προγράμματος. Παρ ‘όλα αυτά, έτρεξε σε μια κούρσα 8 χιλιομέτρων για 5 γύρους και κάτι, μαζί με άλλους 28 άνδρες και μια γυναίκα, την Κάθριν Σουίτζερ.
Η Κάθριν Σουίτζερ ήταν η πρώτη γυναίκα που έσπασε τα ταμπού της εποχής και έτρεξε στον Μαραθώνιο της Βοστώνης μόλις δύο εβδομάδες πριν από την ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω.
Το runnfun.gr θυμάται τη συναρπαστική ιστορία της Μαρίν Γουίλτον, μέσω ενός αποσπάσματος από το βιβλίο «Η ατρόμητη Μα: Η αληθινή ιστορία της 13χρονης που προκάλεσε επανάσταση στους μαραθώνιους».
Η Μαρίν έμοιαζε πολύ μικρή καθώς στεκόταν στο χορτάρι στο πλάι του ραγισμένου ασφαλτοστρωμένου δρόμου, έμοιαζε σαν ένα παιδί που βρισκόταν σε μια εκδήλωση για ενήλικες. Οι εφημερίδες σχολίαζαν τακτικά το ύψος της όταν μιλούσαν για τους αγώνες της στον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Την αποκαλούσαν «μικρή» και «μικροσκοπική». Παρά τα 13 της χρόνια, ήταν πράγματι πολύ κοντούλα. Αλλά το ύψος της ήταν απλά ένα χαρακτηριστικό της. ‘Ενα άλλο χαρακτηριστικό της, το βασικό, ήταν πως όταν έτρεχε κόντρα σε αγόρια και κορίτσια της ηλικίας της, δεν υπήρχε καμία σύγκριση, ήταν πολύ πιο μπροστά από αυτά.
Στους δρόμους της Νέας Υόρκης, βόρεια του Πανεπιστημίου της πόλης, η Μαρίν δεν είχε φανεί ποτέ μικρότερη. Είκοσι οκτώ άνδρες στεκόντουσαν και συζητούσαν κατά μήκος του δρόμου. Φαινόντουσαν σαν δέντρα έτοιμα να ξεριζωθούν από μια καταιγίδα. Και εκείνη σαν ένα μικρό λουλούδι, απρόθυμο να δεχθεί την καταιγίδα.
«Πήγαινε προς τα εκεί. Ο αγώνας ξεκινάει», της είπε η Μάργκαρετ, η μητέρα της.
Το άγχος έκανε πάρτι στο στομάχι της Μαρίν. Όχι για τον αγώνα – τον αγώνα ήξερε πως θα μπορούσε να τον διαχειριστεί. Αγχωνόταν με την ιδέα της προσέγγισης αυτών των ανδρών. Ήξερε κάποιους από αυτούς, τους είχε πετύχει σε προπονήσεις. Φαινόντουσαν αρκετά φιλικοί αλλά φοβόταν την αντίδρασή τους όταν θα καταλάβαιναν πως θα τρέξει μαζί τους.
«Τι θα πουν άραγε;», σκέφτηκε η Μαρίν.
«Πήγαινε. Θα ξεκινήσουν», της είπε πάλι η μαμά της.
Η Μαρίν έβγαλε τη φαρδιά φόρμα της και πλησίασε στο σημείο. Ανάμεσα στους άντρες που έκαναν διατάσεις, ένιωθε λες και μπήκε σε ένα ιδιωτικό δωμάτιο κατά τη διάρκεια μιας σημαντικής συνάντησης. Σαν να άνοιξε χωρίς να το θέλει την λάθος πόρτα ενός γραφείου και όλοι γύρισαν το κεφάλι για να δουν τον απρόσκλητο επισκέπτη. Περπάτησε ακριβώς δίπλα στους άνδρες. Κάποιοι έκαναν στην άκρη για να την αφήσουν να περάσει. Οι πιο πολλοί έμοιαζαν μπερδεμένοι.
Μήπως το κορίτσι αυτό έκανε λάθος; Δεν θα έπρεπε να είναι με τα άλλα κορίτσια;
Οι υπόλοιπες γυναίκες βρισκόντουσαν σε άλλο σημείο. Υπήρχαν μερικές δεκάδες εξ΄ αυτών σε έναν δίπλα δρόμο και περίμεναν τη δική τους κούρσα. Μόνο μία άλλη γυναίκα πλησίασε την γραμμή εκκίνησης όπου βρίσκονταν οι υπόλοιποι άντρες: η Κάθριν Σουίτζερ. Αλλά η Μαρίν δεν το πρόσεξε. Ήταν τυλιγμένη στις δικές της σκέψεις και φόβους. Ανησυχούσε για αυτό που μπορεί να σκεφτόταν ο καθένας. Όχι μόνο οι άνθρωποι εδώ, αλλά οι άνθρωποι παντού. Ένιωθε τόσο μικρή. Λίγη.
«Δρομείς, στις θέσεις σας», φώναξε ένας άνθρωπος που βρισκόταν δίπλα στο δρόμο. Ο Σάι πλησίασε δίπλα στην Μαρίν. Αγωνιζόταν επίσης.
«Ετοιμάσου», της είπε.
Οι δυο τους πήραν μια συλλογική αναπνοή. Οι μύες της Μαρίν σφίξανε. Κοίταξε ευθεία μπροστά. Στα αριστερά της έβλεπε μια σειρά κτιρίων, στα δεξιά της, μια μεγάλη αγροτική περιοχή. Στον δρόμο δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Ξαφνικά, έπαψε να βλέπει τους άνδρες γύρω της. Με τις στιγμές που ακολούθησαν, ένιωθε απόλυτα εξοικειωμένη: μπορούσε να προσαρμοστεί άνετα σε αυτή την ήρεμη ένταση πριν τον πυροβολισμό.
Ο πυροβολισμός ακούστηκε!
Είκοσι οκτώ άνδρες, μια νεαρή γυναίκα και ένα κορίτσι 13χρονών ξεκίνησαν να τρέχουν. Μόνο ένα άτομο από όλα αυτά προσπαθούσε να σπάσει ένα παγκόσμιο ρεκόρ.
«Αυτός ο ρυθμός είναι τόσο αργός», σκέφτηκε η Μαρίν μετά το πρώτο μίλι.
Ο Σάι έτρεχε δίπλα της. Είχαν σχεδιάσει να μείνει δίπλα της σε όλο τον αγώνα, βοηθώντας την να συνεχίσει. Αυτός ήταν ο πρώτος μαραθώνιος της Μορίν. Αλλά ήταν και ο πρώτος μαραθώνιος του Σάι.
Επτά λεπτά και τριάντα δευτερόλεπτα: κάθε λίγα μίλια, η Μαρίν κοιτούσε το χρονόμετρο.
Πολύ καλό ξεκίνημα για ένα αρχάριο άτομο. Η Μαρίν αισθανόταν σαν να μπορούσε να τρέχει για πάντα.
Ήταν μια παράξενη αίσθηση γι ‘αυτήν. Σε άλλους αγώνες, η ένταση δεν σταματούσε μετά το άκουσμα του πυροβολισμού. Σε κανένα άλλο αγώνα δεν είχε αισθανθεί τόσο άνετα. Ήταν απλά ευτυχής όσο απομακρυνόταν από τη γραμμή εκκίνησης. Έκανε αυτό που αγαπούσε να κάνει. Έτρεχε. Έτρεχε για αυτήν.
Επτά λεπτά και τριάντα δευτερόλεπτα. Επτά λεπτά και τριάντα δευτερόλεπτα.
Αυτό συνέχισε να σκέφτεται, επαναλαμβάνοντας τον χρόνο στο μυαλό της. Στην πραγματικότητα, δεν χρειαζόταν καν το ρολόι. Δεν χρειαζόταν κάποιον, κάθε λίγα χιλιόμετρα, να της λέει πόσο γρήγορος ήταν ο ρυθμός της. Μπορούσε να τον αισθανθεί.
Τέσσερα μίλια. Πέντε μίλια. Ήταν εύκολο. Είχε πλάκα. Η Μαρίν βρισκόταν δίπλα στον προπονητή της και έτρεχε μαζί του λες και βρισκόταν στο εξοχικό της και έκανε την προπόνησή της.
Χαιρέτησε το πλήθος που στέκονταν στο τέλος του πρώτου γύρου. «Είστε υπέροχοι», σκέφτηκε.
Η πίεση ξεφλούδιζε μέσα της σαν κρεμμύδι. Όλο αυτό δεν έμοιαζε με κανέναν αγώνα που είχε τρέξει στο παρελθόν. Δεν υπήρχαν κορίτσια ανάμεσά της, εκτός από εκείνη που δεν γνώριζε (η Καθρίν είχε μείνει πολύ πίσω από την Μαρίν από την αρχή της κούρσας). Οι πνεύμονές της δεν έκαιγαν, δεν προσπαθούσε απεγνωσμένα να φτάσει στη γραμμή τερματισμού όπως σε άλλους αγώνες.
Στο τέλος κάθε γύρου, υπήρχε από μια σκηνή που ήταν τοποθετημένη στο έδαφος. Χρησίμευσε ως ένας μικρός χώρος ανασύνταξης για τους δρομείς, ένας χώρους όπου μπορούσαν να πιουν κάτι ή να πάνε στην τουαλέτα. Η Μαρίν σκέφτηκε ότι αυτό ήταν αστείο, ότι στη μέση μιας κούρσας, θα μπορούσε να κάνει την ανάγκη της όποτε ήθελε.
Η απόσταση μειωνόταν και η Μαρίν αναρωτιόταν γιατί είχε πάρει τόσο στα σοβαρά αυτόν τον αγώνα πριν ξεκινήσει. Γιατί έπρεπε να αισθάνεται τόσο άβολα στη γραμμή εκκίνησης; Γιατί ένιωθε σαν να μην ανήκει εκεί;
Λίγα ακόμη μίλια και η Μαρίν Γουίλτον θα γινόταν η πρώτη γυναίκα από τον Καναδά που θα έχει τερματίσει σε ένα μαραθώνιο. Η ιστορία είναι αστεία. Εκείνοι που την γράφουν δεν το καταλαβαίνουν ότι το κάνουν, τη στιγμή που το κάνουν. Η Μαρίν σίγουρα δεν το καταλαβαίνε.
Αυτό είναι το θέμα των μαραθώνιων. Δεν είναι εύκολοι. Υπάρχουν λόγω μιας μάχης, που δόθηκε πριν από χιλιάδες χρόνια και με κάποιο τρόπο είναι αυτό ακριβώς ακόμα και σήμερα. Δίνεις μάχη με το σώμα σου, του ζητάς να κάνει περισσότερα από ό, τι έχει κάνει ποτέ πριν. Ο Σάι δεν θέλησε να το δείξει, αλλά αυτός ο αγώνας τον έφθειρε περισσότερο από κάθε άλλη κούρσα στη ζωή του. Οι μύες του είχαν καταπονηθεί, τα πόδια του είχαν εξαντληθεί.
Είχε τρέξει με την Μαρίν για δεκαπέντε μίλια. Δεν ήξερε πόσο περισσότερο θα μπορούσε να αντέξει.
«Πρέπει να βρέξω το κεφάλι μου. Συνέχισε. Θα σε προλάβω», της είπε.
Χαμογέλασε και βγήκε από το δρόμο.
«Πώς γίνεται να είναι τόσο εύκολο γι ‘αυτήν;», σκέφτηκε.
Ήξερε την απάντηση, φυσικά. Κάτω από την καθοδήγησή του τα είχε καταφέρει η μικρή. Εκπαιδεύτηκε από αυτόν για τρία χρόνια. Το σώμα της ετοιμάστηκε για να καταβροχθίσει αυτή την απόσταση. Έκανε σκληρή δουλειά, ώστε να το καταφέρει αβίαστα.
Όταν ο Σάι κάθισε μέσα στη σκηνή, ήξερε ότι δεν θα επέστρεφε στον αγώνα. Η Μαρίν είχε απομακρυνθεί, δεν είχε ιδέα πόσο μακριά είχε φτάσει. Εκείνος απλά κατέρρευσε στη σκηνή.
«Δεν μπορώ να κάνω άλλο γύρο, θα με σκότωνε αυτό», σκέφτηκε. Έβγαλε το αριστερό του παπούτσι. Η βαμβακερή κάλτσα ήταν μούσκεμα τόσο από τον ιδρώτα όσο και από μια φουσκάλα που είχε σχηματιστεί στο πέλμα του ποδιού του και έσκασε λίγα μίλια πίσω. Ένα φλεγόμενο κόκκινο κομμάτι δέρμα τον έκανε να υποφέρει ανά βήμα.
Το αγαπημένο του σύνθημα για να εμπνεύσει τους αθλητές του ήταν: «Ποτέ μην πεις ότι πεθαίνεις». Και να που ειχε βγει από τον αγώνα και έλεγε στον εαυτό του ότι ένιωθε πως θα πεθάνει αν συνεχίσει, να που δεν ήξερε πραγματικά τι σημαίνει να τρέχεις σε ένα μαραθώνιο. Ποτέ δεν είχε τρέξει τόσο πολύ πριν στη ζωή του.
Σίγουρα, ήξερε τα βασικά. Τα πράγματα που πρέπει να μάθει κανείς για έναν μαραθώνιο μέσα από αθλητικά περιοδικά. Ήξερε ότι επειδή θα είναι τόσο μακρύς ο δρόμος θα είναι και πολύ δύσκολος, αλλά τόσες λεπτομέρειες δεν ήξερε. Το 1967 άλλωστε, δεν έτρεχαν πολλοί άνθρωποι στον κόσμο.
Δεν θεωρούσε ποτέ τον εαυτό του γρήγορο δρομέα αλλά σίγουρα δεν ένιωθε και ανίκανος. Όμως, ένιωθε ανίκανος εκείνη τη στιγμή. Το να συνεχίσει να κάθεται ήταν πολύ πιο δελεαστικό σε σύγκριση με τη σκέψη να συνεχισει για ένα ακόμα γύρο. Ένας 45χρονος δρομέας κατέρρευσε στην στην άκρη του δρόμου.
Η Μαρίν ένιωθε πως ανεβάζει στροφές όσο περνάει η ώρα. Μετά από ένα γύρο βρισκόταν στην 16η θέση. Μετά από δυο γύρους ήταν 15η. Οι περισσότεροι δρομείς έτρεχαν ανα μικρές ομάδες δυο ή τριών ατόμων. Οι φιλόδοξοι δρομείς άρχισαν να επιβραδύνουν στον τρίτο γύρο για να κάνουν οικονομία δυνάμεων. Όταν η Μορίν μπήκε στον τέταρτο γύρο ξεπέρασε τους δρομείς που βρίσκονταν κοντά της. Πέρασε τέσσερις ακόμα άντρες στα επόμενα πέντε μίλια. Βγαίνοντας στον τελευταίο γύρο, η Μαρίν είχε φτάσει στην όγδοη θέση. Κάπου πίσω της, πολλοί άνδρες είχαν αρχίσει να τα παρατάνε. Το κορίτσι που υποτίθεται ότι δεν ήταν σε θέση να το κάνει αυτό χαμογέλασε. Της έμενε μόνο ένας γύρος.
Ξαφνικά ένιωθε πως τρέχει αργά. Ανησυχούσε. Είχε περάσει το τελευταίο περίπτερο, βρισκόταν ακριβώς ένα μίλι από τη γραμμή τερματισμού.
Η Μάργκαρετ ένιωθε καταπληκτικά περιμένοντας την κόρη της να γράψει ιστορία. Ήθελε να είναι αυτή που θα έλεγε στην Μαρίν τα καλά νέα, πως έχει κάνει ρεκόρ.
Θα ήταν μια ανακουφιστική παρουσία για την κόρη της στο τέλος του πιο σημαντικού της αγώνα. Γιατί γι ‘αυτό είναι οι μητέρες. Για να βρίσκονται εκεί στα πιο σημαντικά γεγονότα.
Η Μάργκαρετ είδε πέντε άντρες να τα παρατάνε μπροστά της όσο περίμενε την κόρη της. Πρώτος ο Τζίμι Μπέιστι, ένας πολύ έμπειρος δρομέας, που όμως εκείνη τη στιγμή έδειχνε να περισσότερο να πονά και λιγότερο να είναι αποφασισμένος να τερματίσει. Λίγα λεπτά αργότερα ένα κολλεγιόπαιδο, ο Τζιμ Ρι, έδειξε να μην αντέχει άλλο μετά από 25 μίλια τρεξίματος. Οι άλλοι τρεις έμοιαζαν με ζόμπι. Υπέφεραν από τον μαραθώνιο.
Όμως που ήταν η Μαρίν; Πως να τα πήγαινε; Η Μάργκαρετ είχε αγωνία.
Ο αγώνας ξεκίνησε το μεσημέρι. Για να κάνει ρεκόρ, η Μαρίν έπρεπε να τερματίσει ακριβώς στις 3:19. Για να το καταφέρει αυτό έπρεπε να περάσει μπροστά από την Μάργκαρετ στις 3:11 ακριβώς.
Η Μαρίν δεν φορούσε ρολόι αλλά μπορούσε να νιώσει πως ήταν εντός χρόνου. Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό της ότι δεν θα τα κατάφερνε. Μπήκε στο 20ο μίλι και ένιωθε ότι έτρεχε σταθερά. Λίγο πριν μπει στο 25ο μίλι, είδε στη γωνία την μαμά της. Η Μάργκαρετ κοιτούσε με αγωνία το ρολόι της. Μετά σήκωσε το κεφάλι της και το βλέμμα της διασταυρώθηκε με εκείνο της κόρης της, που έφτανε στο σημείο.
«Τρέχεις αργά, δεν θα τα καταφέρεις», της φώναξε η Μάργκαρετ.
Αυτή η ατάκα έδωσε ένταση στην Μαρίν, σαν να είχε φάει μόλις ένα χαστούκι. «Τι εννοείς τρέχω αργά», φώναξε προς το μέρος της μητέρας της αλλά είχε ήδη απομακρυνθεί πολύ από αυτή για να ακούσει την απάντηση. Ένιωσε μπερδεμένη. Ενοχλημένη. Δεν καταλάβαινε. Πίστευε πως ξεπερνούσε κάθε μίλι τη σωστή στιγμή.
Μια μικρή φωνή μέσα της άρχισε να μιλάει. Μήπως κάνεις λάθος; Μήπως τρέχεις αργά; Το 25ο μίλι ενός μαραθώνιο είναι πολύ κρίσιμο. Η δύναμη της θέλησης είναι τόσο μεγάλη που αυτή η φωνή μέσα σου ακούγεται πιο δυνατά. Ηρέμησε. Μην προσπαθείς πολύ. Πάρε μια ανάσα. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν μπορεί να νικήσει τον χρόνο.
Εκτός και αν η αίσθηση του ανταγωνισμού είναι πολύ έντονη μέσα σου. Τότε αγνοείς τη φωνή και παλεύεις όπως και να έχει. Η Μορίν ανέβασε ταχύτητα. Ένιωσε πως τρέχει σαν ένα γρήγορο αμάξι σε έναν άδειο δρόμο. Όλο και πιο γρήγορα μέχρι που τα πόδια της είχαν αρχίσει να την πονάνε. Ακόμα και αν δεν κατάφερνε να σπάσει το ρεκόρ, τουλάχιστον έπρεπε να αποδείξει πως ήταν ικανή να τερματίσει.
Μπήκε στην τελική ευθεία. Μπορούσε να δει την γραμμή τερματισμού. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, τα χέρια της έσκιζαν τον αέρα. Τα έδωσε όλα.
Ο αδερφός της, ο Γκορντ που στεκόταν κοντά στη γραμμή τερματισμού της φώναζε ατάκες παρότρυνσης, της έδινε επιπλέον ώθηση, ενίσχυε τη θέλησή της.
Όταν έφτασε σε απόσταση αναπνοής την γραμμή τερματισμού, δυο πράγματα δεν ήξερε. Πρώτον, αν είχε καταφέρει να σπάσει το ρεκόρ των τριών ωρών και 19 λεπτών. Και δεύτερον, ότι καμία άλλη Καναδή γυναίκα δεν είχε ολοκληρώσει μαραθώνιο πριν από εκείνη.
Ήξερε μόνο ένα πράγμα: η γραμμή τερματισμού απείχε λίγα μόλις βήματα. Έδωσε μια επιπλέον ώθηση στον εαυτό της, χρησιμοποίησε όση ενέργεια της είχε απομείνει και τερμάτισε. Σταμάτησε και άρχισε να παίρνει συνεχόμενες ανάσες.
«Έσπασε το ρεκόρ;», άκουσε κάποιον να φωνάζει!
«Ξέρουμε αν έτρεξε από την αρχή;», είπε κάποιος άλλος.
Αν κάποια στιγμή βρεθείτε στο Τορόντο θα δείτε μια 65 χρονη κυρία να τρέχει στους λόφους με τα σκυλιά της.
Θα σας κάνει εντύπωση η ευκολία με την οποία τρέχει, αλλά αυτό που δεν ξέρετε είναι ότι η Μαρίν Γουίλτον έτρεξε σε 3:15:22 τον Μαραθώνιο δρόμο το 1967, στα 13 της χρόνια και μετά απλά γύρισε σπίτι.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.