Η προσέγγιση στο ντέρμπι της Τούμπας ήταν διαφορετική από τους δύο προπονητές. Όπως λέει και ο τίτλος του κειμένου «ο ΠΑΟΚ ήθελε αλλά δεν μπορούσε, ο Ολυμπιακός ήξερε πώς να προστατευτεί». Διότι μπορεί οι γηπεδούχοι να εμφανίστηκαν πιο επικίνδυνοι στον αγωνιστικό χώρο, αλλά οι φιλοξενούμενοι ήξεραν πολύ καλά πώς να φύγουν αλώβητοι από τη Θεσσαλονίκη.

Ο Λουτσέσκου πόνταρε στους μπαρουτοκαπνισμένους ποδοσφαιριστές του, με την ενδεκάδα του να έχει πέντε ποδοσφαιριστές από εκείνο το 3-1 του 2019 απέναντι στον Ολυμπιακό που κλείδωσε το πρώτο πρωτάθλημα του ΠΑΟΚ μετά από 34 χρόνια. Πασχαλάκης, Ίνγκασον, Βιεϊρίνια, Μπίσεσβαρ και Άκπομ ήταν τότε και τώρα, με τον Ζαμπά που μπήκε ως αλλαγή να είναι ο 6ος. Από το εν λόγω ματς, ο Ολυμπιακός από τη μεριά του δεν είχε κανέναν στην ενδεκάδα. Μόνο οι Μπουχαλάκης, Μ. Καμαρά, Μασούρας που ήταν τότε στον πάγκο, ήταν και σήμερα στο ματς.

Ο ΠΑΟΚ μπήκε με ορμή, ξέροντας πως ο Ολυμπιακός δεν «τρέχει» πολύ φέτος και πως οι χαφ του (Εμβιλά, Μ. Καμαρά) είναι ντεφορμέ. Με την τριπλέτα στον άξονα (Κούρτιτς, Τσιγγάρας, Αουγκούστο) οι γηπεδούχοι πήραν το κέντρο, είχαν την κατοχή και απειλούσαν. Βέβαια, μετά το πρώτο δεκάλεπτο και τις καλές στιγμές της, η ομάδα του Λουτσέσκου έχασε την ορμή με την οποία μπήκε στο ματς και πήγε σε σετ παιχνίδι. Είναι άλλωστε μια ομάδα με μεγάλο μέσο όρο ηλικίας και δεν μπορεί να παίζει διαρκώς στα «κόκκινα», γι’ αυτό και έχει σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή του. Προσπαθούσε κυρίως με πλαγιοκοπήσεις, βρήκε με αυτό τον τρόπο το φάουλ από το οποίο προήλθε το γκολ, αλλά κατάφερε σε ένα ημίχρονο που σε γενικές γραμμές ήταν πιο απειλητικός και ήλεγχε τον αγώνα, να δεχτεί την ισοφάριση ένα λεπτό αργότερα.

Η φάση του γκολ του Τικίνιο είχε συμβεί και στο 17’. Ακριβώς ίδια, με τον Βραζιλιάνο να κάνει τραγικό τελείωμα, ενώ πάλι είχε ξεκινήσει από κακό σουτ του Μαντί Καμαρά. Η άμυνα του ΠΑΟΚ πιάστηκε δις στον ύπνο σε φάσεις καρμπόν, ενώ είναι συχνό φαινόμενο να δέχεται ευκαιρίες στην πλάτη της άμυνας. Ο Ολυμπιακός έχει την ποιότητα να το εκμεταλλευτεί αυτό, το έκανε και κάπου εκεί έληξε το ματς.

Ο Μαρτίνς είχε επιλέξει εκ νέου την τριάδα στον άξονα, θέλοντας για ένα ημίχρονο τουλάχιστον (ίσως και για την πρώτη ώρα) να διασφαλίσει το μηδέν και μετά να χτυπήσει το ματς. Δεν του βγήκε αρχικά, αλλά η ομάδα του ισοφάρισε άμεσα. Παρόλα αυτά, με το 3-4-3 και τη χρησιμοποίηση του Αγκιμπού στο πλάι, έχασε από τρεξίματα στον άξονα, οι Μ. Καμαρά, Εμβιλά δεν μπορούσαν να «ματσάρουν» τα αντίπαλα χαφ, ενώ ο Ολυμπιακός είχε χάσει και τη δημιουργία και την μπούκα που έχει ο πιτσιρικάς. Αυτό, μάλιστα, έκανε τον Τικίνιο πιο απομονωμένο, με τον Μασούρα να κλείνει διαρκώς προς τον άξονα για να πάρει μπάλες ή να κάνει κινήσεις στην πλάτη. Ο Πορτογάλος θέλησε να το φτιάξει στο ημίχρονο με τις αλλαγές, έριξε Μπουχαλάκη αντί του Μπα και το γύρισε σε 4-3-3, ενώ έβγαλε και τον Ανδρούτσο που είχε προωθήσεις στο πρώτο μέρος αλλά δεν εκμεταλλεύτηκε καμία από αυτές, βάζοντας τον Λαλά που του έδωσε μεγαλύτερο ασφάλεια και ισορροπία σε όλες τις γραμμές.

Η αλήθεια είναι πως ο Μαρτίνς χρησιμοποιεί την τριάδα στην άμυνα για να προστατέψει την ομάδα του. Ξέροντας πως τα χαφ του είναι ντεφορμέ, πως επιθετικά δεν τραβάνε οι Πειραιώτες και δεν έχουν φρεσκάδα, αλλά ούτε και την ταχύτητα που επιθυμεί ο ίδιος και είχε ο Ολυμπιακός τα περασμένα χρόνια. Φτιάχνει την ενδεκάδα γύρω από τα προβλήματά του, φροντίζει σε ζόρικα ματς που δεν είναι καλύτερος όπως κόντρα σε Παναθηναϊκό και ΠΑΟΚ να φεύγει ατσαλάκωτος, κρατάει τη διαφορά που θα του δώσει τον τίτλο και σε λίγο καιρό θα μπορεί να σχεδιάζει το σύνολο της νέας σεζόν…


ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube