Ήταν τέλη της δεκαετίας του '50, όταν είχε αρχίσει να βασανίζει την πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα που παρακολουθούσε σοκαρισμένη τις εξελίξεις, η ιστορία του «δράκου του Σέιχ Σου», ενός άνδρα που επιτίθονταν, βίαζε και δολοφονούσε με… λιθοβολισμό, στο διάσημο δάσος της συμπρωτεύουσας.

Στις 6 Μαρτίου του 1959, ο Κωνσταντίνος Ραΐσης και η Ευδοκία Παληογιάννη βρίσκονται δολοφονημένοι στην ευρύτερη περιοχή της Μίκρας, με τη γυναίκα να φέρει ξεκάθαρα σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης, ενώ πριν καν περάσει ένας μήνας, άγνωστος σκοτώνει με πέτρα και ληστεύει τη Μελπομένη Πατρικίου, η οποία εργαζόταν ως ράφτρα στον Δημοτικό Νοσοκομείο της πόλης. Τα πρώτα θύματα του «δράκου» ήταν και τα μόνα που δεν έχασαν τη ζωή τους. Ο Αθανάσιος Παναγιώτου και η Ελεονόρα Βλάχου δέχθηκαν επίθεση, αλλά κατάφεραν να επιβιώσουν λόγω της μεγάλης παγωνιάς που επικρατούσε εκείνον τον Φλεβάρη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να σταματήσει αιμορραγία που είχε προκληθεί στα σώματά τους.



Έχοντας καταφέρει να γλυτώσουν από τα… δόντια του «δράκου», οι δυο τους κλήθηκαν από την αστυνομία, η οποία έψαχνε απεγνωσμένα υπόπτους για να ανακουφίσει μια πόλη που είχε κυριευθεί από φόβο. Η περιγραφή που έδωσαν στις Αρχές έκανε λόγο για έναν «παχουλό και μαυριδερό άνδρα που φορούσε πάντα το ίδιο πουλόβερ».

Προφανώς, πολλοί ήταν εκείνοι που ταίριαζαν στη συγκεκριμένη περιγραφή και κάπου εδώ μπαίνει στην ιστορία μας ο Γιώργος Χιώτης. Ο 24χρονος, τότε, τερματοφύλακας του Ηρακλή, είχε λάβει ειδική άδεια ώστε να πάρει μέρος σε αγώνες με την ποδοσφαιρική ομάδα της Αεροπορίας, η οποία έδινε εκείνη την περίοδο αγώνες σε διάφορες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας. Μόλις επέστρεψε στο σπίτι του, τον περίμενε μια σοκαριστική έκπληξη, αφού συνελήφθη, όπως και πολλοί ακόμα, από τη Γενική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης ως ένας εκ των ύποπτων για τις δολοφονίες του «δράκου».



«Υπηρετούσα στην αστυνομία της Αεροπορίας. Αγωνιζόμουν και με την ομάδα της. Εκείνη την εποχή έτυχε αμέσως μετά το έγκλημα του Σέιχ Σου να φύγω με την ομάδα μου περιοδεία σε διάφορες πόλεις της Βορείου Ελλάδος. Η τύχη το είχε να έχω τα ίδια χαρακτηριστικά με τον απαίσιο δράκο. Ακόμα και το κλειστό πουλόβερ που συνηθίζω να φορώ έμοιαζε με το δικό του. Μόλις επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη με συνέλαβαν. Μεγάλη ταλαιπωρία. Ειδικά για τη μητέρα μου που ήταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα της πόλης…», είχε δηλώσει λίγες μέρες μετά τη σύλληψή του ο 24χρονος τότε τερματοφύλακας, ο οποίος από την πρώτη στιγμή δήλωνε αθώος και παντελώς άσχετος με την υπόθεση των αδίστακτων δολοφονιών.

Η παρεξήγηση τελικά λύθηκε, με την αστυνομία να αντιλαμβάνεται το τραγικό της λάθος, να αφήνει ελεύθερο τον γκολκίπερ του Ηρακλή και να εστιάζει τις έρευνές της αλλού, πριν καταλήξει στον Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος τελικά κρίθηκε ένοχος, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε τον Φεβρουάριο του 1968. Μέχρι και σήμερα, πολλοί πιστεύουν πως ούτε εκείνος ήταν ο πραγματικός ένοχος, με τις Αρχές να βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα και να πιέζονται για να κλείσουν μια υπόθεση που βασάνιζε ολόκληρη τη χώρα.



Όσο για τον Γιώργο Χιώτη, όλη αυτή η περιπέτεια τον σημάδεψε για πάντα, αφού εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο εκείνη την περίοδο, ενώ χρειάστηκε πολλά χρόνια για να αφήσει πίσω του μια για πάντα την απίστευτη περιπέτεια που έζησε.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube