Τη φετινή σεζόν, ο Νίκος Καρέλης τη χρειαζόταν και την έψαχνε. Μετά από μία περίοδο αναζητήσεων σε ΠΑΟΚ, Μπρέντφορντ και Ντεν Χάαγκ, ο Έλληνας επιθετικός είχε καταφέρει, αρχικά, να ξαναβρεί τον καλό του εαυτό με τη φανέλα του Παναιτωλικού και να καθιερωθεί, σκοράροντας δέκα φορές τη σεζόν 2021/22.
Εντέλει, την αγωνιστική χρονιά που πλησιάζει στο τέλος της, ο 31χρονος πλέον ποδοσφαιριστής θύμισε τον παλιό, πολύ καλό του εαυτό πετυχαίνοντας 13 τέρματα και σπάζοντας κάθε ρεκόρ του συλλόγου στη Stoiximan Super League.
Για να φτάσει ως εδώ ο έμπειρος φορ, πέρασε από πολλά. Από πάνω και από κάτω, από το το οικείο του Ηράκλειο έως το μακρινό Περμ στα βάθη της Ρωσίας. Από τις πράσινες γωνιές της Αθήνας, μέχρι το Γκενκ, όπου ο κόσμος κοιμάται νωρίς.
Θεσσαλονίκη, Μπρέντφορντ, Χάγη, εσχάτως Αγρίνιο. Δύο σοβαροί τραυματισμοί που τον έκαναν να αναρωτηθεί «γιατί» αλλά τον έβγαλαν πιο δυνατό – πάντοτε με τη στήριξη της αγαπημένης του συζύγου, που τον ακολούθησε στις περιπέτειές του στο εξωτερικό, αλλά και με τα δύο παιδάκια τους.
«Είναι σαν να έχω ζήσει μία ζωή μέχρι τα 25 και μία μετά», είπε χαμογελώντας ο Νίκος Καρέλης όταν οι διηγήσεις του έφτασαν στο τέλος τους. Διηγήσεις... 4.500 λέξεων, από το τώρα, στο τότε. «Σιγά σιγά θα τα θυμηθούμε», τα λόγια του στο ξεκίνημα της συνέντευξης!
Ο επαναπατρισμός και η δικαίωση
Η κουβέντα δεν μπορούσε παρά να ξεκινήσει από τον Παναιτωλικό. Με τη σεζόν να ολοκληρώνεται σύντομα άλλωστε, είναι μια καλή ώρα για έναν απολογισμό.
«Ήταν μια χρονιά με πάνω και κάτω, αρκετά καλά, με το ξεκίνημα της προετοιμασίας και του πρωταθλήματος, δείξαμε ότι μπορούμε να καταφέρουμε κάτι καλό.
Από εκεί και πέρα είχαμε τα πάνω μας και τα κάτω μας, πετύχαμε κάποιους στόχους, βγήκαμε 7οι στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος.
Στα playouts δεν ήμασταν όπως έπρεπε, χάσαμε τις ισορροπίες μας και δεν είχαμε και την τύχη που είχαμε στο ξεκίνημα του πρωταθλήματος.
Δεν θέλει και πολύ να σε πάρει από κάτω όταν χάσεις 1-2 ματς, σε βλέπει και ο αντίπαλος διαφορετικά μετά, παίρνει... αέρα, σου λέει μπορούμε να διεκδικήσουμε κάτι.
Σίγουρα μας έχει επηρεάσει λίγο το ιδιοκτησιακό, όμως εμείς δεν πρέπει να κοιτάμε αυτό το κομμάτι, η δουλειά μας είναι μέσα στο γήπεδο και τα εκτός πρέπει να τα αφήνουμε στην άκρη».
«Η οργάνωση του Παναιτωλικού είναι ομάδας που θα έπρεπε να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις, σε λίγους συλλόγους τη βρίσκεις στην Ελλάδα»
Με τα 13 γκολ να είναι η καλύτερη συγκομιδή μετά τη σεζόν 2016/17, η ερώτηση για το πού κατατάσσεται η φετινή ήταν μάλλον φυσιολογική.
Όπως είπε, «δεν θα πω ότι είναι η καλύτερή μου χρονιά, όμως υπήρξαν τραυματισμοί στην καριέρα μου, υπάρχουν και άλλα που μπορούσα να κάνω. Αλλά είναι μία καλή σεζόν, είχα στόχο τον διψήφιο αριθμό γκολ. Οι επιθετικοί πρέπει να βάζουμε έναν στόχο στην αρχή της χρονιάς, είναι σημαντικό να εστιάζουμε σε αυτόν και στο τέλος να βλέπουμε τι πετύχαμε.
Μπορείς να πεις πως είναι αδικία τα λιγότερα ματς στα playouts σε σχέση με τα playoffs για τον πρώτο σκόρερ αλλά δεν μπορούμε να το σκεφτόμαστε αυτό, εμείς ξέρουμε πόσα ματς έχουμε μπροστά μας και θα πρέπει μέσα από αυτά να κάνουμε ό,τι μπορούμε.
Πιο σημαντικά ήταν πιστεύω τα γκολ με τον ΠΑΣ Γιάννινα, το χατ τρικ, γιατί μετά πήραμε ώθηση. Εκείνη ήταν πιστεύω και η καλύτερη στιγμή της χρονιάς για μένα.
Χειρότερη στιγμή ήταν η κόκκινη κάρτα με τον Βόλο, ήταν η πρώτη στην καριέρα μου, μόνο στις μικρές εθνικές δύο φορές που ήμουν και πιο πιτσιρικάς είχα ξαναπάρει. Με στενοχώρησε πολύ γιατί αυτή η κίνηση δεν είναι του χαρακτήρα μου, δεν με αντιπροσωπεύει, ήταν κάτι που βγήκε στην ένταση του αγώνα, στοίχισε και στην ομάδα γιατί χάσαμε το ματς.
Η σκέψη μου πριν έρθω ήταν να βρω μια ομάδα να ξαναβρώ τα πατήματά μου. Δεν είχα σκοπό να γυρίσω στην Ελλάδα, απλά προέκυψε και ο Παναιτωλικός έδειχνε ως μία πολύ καλή επιλογή για να ξαναβρώ τα πατήματά μου. Η οργάνωση είναι ομάδας που θα έπρεπε να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις, σε λίγες ομάδες τη βρίσκεις στην Ελλάδα.
Ήταν δύσκολα αλλά φτάσαμε σε ένα σημείο που μπορώ να πω ότι και εγώ δικαιώνομαι, και η ομάδα που με επέλεξε σε μία δύσκολη στιγμή. Με βοήθησε αρκετά και χαίρομαι που βοηθάω κι εγώ με τον τρόπο μου».
Ως ο πρώτος Έλληνας σκόρερ του πρωταθλήματος, και από την στιγμή που ο Νίκος Καρέλης έχει καιρό να δει το όνομά του στις κλήσεις για την Εθνική ομάδα, είναι φυσικό το όνομά του να μπαίνει στη συζήτηση ενόψει του αγώνων του Ιουνίου.
«Σίγουρα πιστεύω πως η χρονιά μου δεν έχει περάσει απαρατήρητη. Υπάρχουν βέβαια καλοί επιθετικοί. Τα 13 γκολ σίγουρα βάζουν ένα θετικό πρόσημο για να κοιτάξει ο προπονητής, από εκεί και πέρα όμως αυτός ξέρει και αποφασίζει, δεν μπορεί να πει κανείς "θέλω να πάω στην Εθνική" και να πάει. Περίμενα θα έλεγα μια κλήση αλλά όπως είπα δεν είναι στο χέρι μου, κάνω ό,τι μπορώ για να έρθει η κλήση και ελπίζω να συμβεί».
Σχόλιο δεν γινόταν να μην υπάρξει και για το φετινό πρωτάθλημα συνολικά. Το πιο ανταγωνιστικό εδώ και πολλά χρόνια, με τον τίτλο να κρίνεται την 35η αγωνιστική και μαθηματικά στο φινάλε.
«Το φετινό πρωτάθλημα είναι από τα πιο ανταγωνιστικά και για τον τίτλο αλλά και στα playouts.
ΑΕΚ και Παναθηναϊκός δίκαια έφτασαν μέχρι εδώ. Η ΑΕΚ έχει έναν αέρα, με νέο γήπεδο, πολύ επιθετικογενείς και ταχυδυναμικούς παίκτες, προσπαθεί να βάλει δύο και τρία γκολ σε κάθε ματς. Πιο ουσιαστικός και σφιχτός από την άλλη ο Παναθηναϊκός, πιο αποτελεσματικός, με έμπειρους παίκτες. Και στις δύο ομάδες υπάρχουν καλοί προπονητές και ρόστερ.
Όσον αφορά τους σκόρερ, δεν γίνεται να μην αναφέρεις τον Μπακαμπού αλλά και τον Λιβάι Γκαρσία. Τα στοιχεία του είναι εξωπραγματικά, ταχυδυναμικός, αλτικός. Με τις φάσεις που δημιουργεί η ΑΕΚ, θέλοντας και μη, έγινε σέντερ φορ».
Κλείνοντας με τα φετινά, ο 31χρονος φορ αναφέρθηκε στο φινάλε αλλά και τη νέα σεζόν.
«Έχει μείνει ένα τελευταίο ματς, θα ήθελα να τελειώσει καλά η χρονιά, μακάρι και με ένα γκολ ακόμη. Θα ξεκουραστώ για το καλοκαίρι θα πάρω δυνάμεις και θα θέσω στόχους. Σίγουρα θα ήθελα ξανά διψήφιο αριθμό γκολ.
Φέτος δείξαμε ότι είχαμε τις βάσεις για τα playoffs, θα έπρεπε να είμαστε πιο σταθεροί, πρέπει να δουλέψουμε σαν ομάδα. Έχουμε την ικανότητα, το δείξαμε και θα πρέπει να βρούμε σταθερότητα να μείνουμε ψηλά».
Όσο για τη νέα επιτυχημένη συνύπαρξη με τον Γιάννη Αναστασίου, μετά τον Παναθηναϊκό πριν από μια δεκαετία;
«Σε έναν παίκτη παίζει μεγάλο ρόλο ο προπονητής και η εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Από την στιγμή που ο Αναστασίου μου δείχνει εμπιστοσύνη, κάνω τα πάντα για να τον δικαιώσω, όπως και την ομάδα.
Είχα έρθει πριν τον Αναστασίου εδώ, είχε τελειώσει άσχημα η χρονιά, είχαμε σωθεί στο τέλος. Περίμενα να δω ποιος θα αναλάβει. Με την άφιξή του, σίγουρα έπαιξε ρόλο ότι γνωριζόμασταν. Εγώ φυσικά δεν σταμάτησα να δουλεύω. Όταν έρχεται ένας προπονητής είναι δύσκολο να σου δώσει χρόνο συμμετοχής εάν δεν είσαι σε καλή κατάσταση, ειδικά εάν υπάρχει ανταγωνισμός».
«Πράσινα» χαμόγελα και εθνόσημο
Ο Γιάννης Αναστασίου είχε αναλάβει τον Παναθηναϊκό τον Μάιο του 2013 και μέσα στο καλοκαίρι και την πρώτη του μεταγραφική περίοδο ως τεχνικός των «πρασίνων», θα φορούσε τα πράσινα ο Καρέλης. Στα 21 του χρόνια τότε, ο νεαρός επιθετικός προερχόταν από μια ενδιαφέρουσα εμπειρία στο εξωτερικό με τη φανέλα της ρωσικής Άμκαρ Περμ...
«Μετά την Άμκαρ είχα μπει στη διαδικασία ότι “κατεβαίνω Ελλάδα για διακοπές αλλά κάτι βλέπω, κάτι γίνεται”. Ο μάνατζέρ μου, ο Χρήστος Γάτσης, ήξερε πως ο Παναθηναϊκός θα πήγαινε σε άλλο πρότζεκτ και πως ήταν σημαντικό να πάω εκεί. Ο νέος προπονητής της Άμκαρ μας είχε δώσει το ΟΚ, σε εμένα και άλλους δύο ξένους παίκτες να φύγουμε αν θέλαμε.
«Είχε τελειώσει η πρώτη σεζόν με τον Παναθηναϊκό και το χαμόγελο δεν έφευγε από το πρόσωπό μου»
Την πρώτη φορά που έμαθα για το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού, έπαιζα μπόουλινγκ, με παίρνει ο μάνατζερ τηλέφωνο και μου λέει “Νίκο, πρέπει να σου πω”. Βγήκα έξω λοιπόν, μου είπε και εγώ... έμεινα. Γυρίζω μέσα, με βλέπει η γυναίκα μου μού λέει "τι έπαθες", σου λέει κάτι έγινε. Της λέω αυτό κι αυτό. Και μου λέει “και είσαι έτσι”; Είχα πάθει σοκ».
Η πρώτη σεζόν στο «τριφύλλι», ήταν ονειρική. Ο Καρέλης θα έκανε τότε την πρώτη του γεμάτη χρονιά, καταγράφοντας οκτώ γκολ και ισάριθμες ασίστ σε 41 αγώνες – και φυσικά το Κύπελλο Ελλάδας.
«Ήταν πάρα πολύ ωραίο συναίσθημα να παίρνω χρόνο συμμετοχής και να παίρνουμε το Κύπελλο στην πρώτη μου χρονιά. Τελείωσε η σεζόν και το χαμόγελο δεν έφευγε από το πρόσωπό μου.
Είχα μπει στην προεπιλογή της Εθνικής για τη Βραζιλία, εντάξει δεν με πήραν, ΟΚ, αλλά την επόμενη χρονιά κλήθηκα».
Θα ακολουθούσε μία ακόμη πιο γεμάτη, αυτή τη φορά με 50 αγώνες, 19 γκολ και τέσσερις ασίστ, καθώς και η πρώτη συμμετοχή στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στους ομίλους του Europa League, με Ντινάμο Μόσχας, Εστορίλ και Αϊντχόφεν. «Μου είχε κάνει εντύπωση πόσο γρήγορα έπαιζε η PSV, πόσο γρήγορα άλλαζαν την μπάλα και πρέσαραν οι παίκτες της. Αλλά κι εμείς έπρεπε να κάνουμε αυτό που ξέρουμε», θυμάται.
Κάπου εκεί ήρθε και η πρώτη κλήση στην Εθνική ομάδα των ανδρών. Το φθινόπωρο του του 2014, στο κρύο Ελσίνκι, η Ελλάδα θα έπαιρνε το 1-1 από τη Φινλανδία, σε ένα από τα λίγα θετικά αποτελέσματα σε εκείνη την καταστροφική προκριματική διαδικασία για το Euro 2016.
«Στην Εθνική τότε δεν υπήρχε πλάνο, δεν υπήρχε οργάνωση, άλλαξαν πολλά όταν έφυγε ο Σάντος. Είχαν φύγει και παίκτες έμπειροι από την ομάδα, είχαμε πάει πολλά παιδιά νέα που δεν ξέραμε την πραγματικότητα του να παίζεις στην Εθνική.
Παίζεις για την Ελλάδα, σε πιάνει μια ανατριχίλα, ήμουν εντυπωσιασμένος που βρισκόμουν σε μια ομάδα με παίκτες που έβλεπα στην τηλεόραση να νικούν μεγάλους αντιπάλους. Αλλά πήγα εγώ και ερχόταν η μία σφαλιάρα μετά την άλλη...
Ένιωθα ντροπή, έπαιζα με το εθνόσημο και έχανα. Έχανες από τα Φερόε και σε έδειχναν με το δάχτυλο, αλλάξαμε 3-4 προπονητές. Στην Εθνική επέστρεψα αργότερα με Αναστασιάδη, μετά τον τραυματισμό μου. Πήγε να αναλάβει μια Εθνική που είχε πάρει την κάτω βόλτα, προσπάθησε να περάσει τη δική του νοοτροπία, ήταν ένας προπονητής με διαφορετική φιλοσοφία, των προηγούμενων χρόνων.
«Στην Εθνική τότε δεν υπήρχε οργάνωση, δεν υπήρχε πλάνο. Ένιωθα ντροπή, έπαιζα με το εθνόσημο και έχανα»
Ήμασταν μικροί σε ηλικία, μας επηρέασε όλο αυτό, είχαμε συνηθίσει άλλα πράγματα, στην πίεση, στο πρέσινγκ, οπότε δεν βγήκαν τα πράγματα στο παιχνίδι, δεν υπήρχε ένα σωστό σύνολο.
Έχω δει εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, φαίνεται και στα αποτελέσματα, υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ήρθαν προπονητές που έβαλαν το λιθαράκι τους στο να βγάζει αυτό το πρόσωπο πλέον η Εθνική. Μπήκαν παίκτες από το εξωτερικό που έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε καλές ομάδες. Έχουν άλλες εμπειρίες, άλλη νοοτροπία, βοηθά αυτό».
Εξόρμηση στο Γκενκ
Η τρίτη χρονιά στους «πράσινους» θα έμενε... μισή. Βλέπετε, το ενδιαφέρον που ήδη υπήρχε από ομάδες του εξωτερικού από το καλοκαίρι του 2015 θα μετουσιωνόταν μεσούσης της σεζόν σε πρόταση. Αρχικά βέβαια, δεν υπήρχε από πλευράς συλλόγου διάθεση για να παραχωρηθεί ο Καρέλης. Ωστόσο, ο καταστροφικός αποκλεισμός από την Καμπάλα στα playoffs του Europa League θα άλλαζε τα δεδομένα...
«Από το καλοκαίρι είχε έρθει η Γκενκ με προσφορά καλύτερη από εκείνη που με απέκτησε τελικά τον χειμώνα. Εμείς παίζαμε τότε προκριματικά στην Ευρώπη οπότε στον Παναθηναϊκό δεν μπήκαν στη διαδικασία να το σκεφτούν και πολύ.
Κι εγώ τότε δεν το σκεφτόμουν και τόσο πολύ, ήμουν στον Παναθηναϊκό, ήμουν ένας από τους πρωταγωνιστές. Τον Δεκέμβριο ήρθε πάλι η Γκενκ, με παρακολουθούσε, είχε έρθει με λιγότερα χρήματα. Η ομάδα τα χρειαζόταν τα χρήματα γιατί είχαμε αποκλειστεί από την Καμπάλα. Ήταν σοκ, και για μας, δεν το περιμέναμε, στενοχωρήσαμε πολύ κόσμο».
Κάπως έτσι, η χειμερινή μεταγραφική περίοδος θα έφερνε τη δεύτερη μετακίνηση στο εξωτερικό, μετά από 2,5 χρόνια στον Παναθηναϊκό. Το Γκενκ θα ήταν μια πολύ διαφορετική κατάσταση, που θα έφερνε τον 24χρονο τότε επιθετικό σε μια καλοστημένη ομάδα που θα τον βοηθούσε να εξελιχτεί.
«Ήταν σοκ ο αποκλεισμός από την Καμπάλα, δεν το περιμέναμε, στενοχωρήσαμε πολύ κόσμο»
«Εγώ δεν γνώριζα πολλά για το βελγικό πρωτάθλημα, όταν πήγα κατάλαβα πως είχα πάει σε μία πολύ καλή ομάδα. Μιλούσαν αγγλικά, φλαμανδικά, γαλλικά, ο προπονητής μιλούσε αγγλικά, ήταν όλα καλά. Εγώ ήξερα από μικρός αγγλικά, είχα το πτυχίο, το μόνο που μου άρεσε από μαθήματα. Πιο πολύ βέβαια έμαθα από σειρές κλπ, πήγαινα όμως από μικρός και είχα πάρει το lower.
Ήμουν και από 15 ετών στην πρώτη ομάδα του Εργοτέλη οπότε είχα έρθει σε επαφή με ξένους παίκτες. Ο Ογκουνσότο βέβαια... μιλούσε ελληνικά!
Δεν χρειάστηκα προσαρμογή, με το που μπήκα έβαλα ένα γυριστό, νικήσαμε 2-1 με αυτό, αμέσως μετά πήγαν όλα καλά. Και στο δεύτερο ματς έβαλα ένα ψαλιδάκι οπότε πήγαν όλα πολύ καλά. Κάθε εμφάνιση μου έχει μείνει αξέχαστη. Έλεγα σουτάρω, γκολ, κεφαλιά, γκολ, ψαλιδάκι, γκολ».
Το αναγνωριστικό πρώτο εξάμηνο θα ολοκληρωνόταν με έντεκα γκολ και δύο ασίστ σε 20 ματς και η συνέχεια θα προμηνυόταν ακόμα καλύτερη. Ο Καρέλης είχε προσαρμοστεί στη νέα του ομάδα αλλά και την πόλη, κι ας ήταν αρκετά διαφορετική από όσα είχε δει μέχρι τότε.
«Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο Γκενκ ήταν ότι μετά τις 18:00, 19:00 δεν συναντούσες άνθρωπο, δουλεύουν από το πρωί έως το απογευματάκι, κατά τις 18:00 με 19:00 στα σπίτια τα φώτα ήταν κλειστά, στην ουσία πήγαιναν για ύπνο»...
Ρίχνοντας δε μια ματιά στο τότε ρόστερ των Βέλγων, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο Έλληνας ποδοσφαιριστής είχε την τύχη να παίξει δίπλα σε παίκτες που αργότερα θα έκαναν μεγάλη καριέρα.
«Πέτυχα μια φουρνιά καταπληκτική στο Γκενκ, πολύ καλή ομάδα, αυτό έκανε και πιο εύκολο το έργο του φορ. Όταν έχεις από πίσω σου παίκτες που πρωταγωνιστούν σήμερα στα μεγάλα πρωταθλήματα...
Παρέα έκανα με Ποθουέλο, Μαλινόφσκι, με τον Ούρονεν, τον Τροσάρ, που ήρθε την επόμενη χρονιά μετά από δανεισμό. Δεν είχε καλή σχέση με τον προπονητή, γύρισε μετά που έφυγε εκείνος και μετά έγινε αυτός που έγινε σήμερα.
Μέσω Instagram πλέον κρατώ κάποια επαφή, κυρίως με Μέλε και Καστάνιε.
Όλο αυτό ξεκινά από τις ακαδημίες, είναι 15-16 και τους βλέπεις στα εργομετρικά πρώτους, μπαίνουν και ξέρουν τι να κάνουν σε κάθε θέση, να βλέπουν καταστάσεις στο γήπεδο και να ξέρουν πώς να ανταπεξέλθουν, είναι ήδη έτοιμοι για την πρώτη ομάδα.
Μπαίνεις, παίζεις, φεύγεις, αυτός είναι ο σχεδιασμός. Κάποιες χρονιές κρατά τον κορμό, άλλες χρονιές πουλάει, αυτό είναι το στιλ, κάτω από 10 εκατ. δεν αφήνει κανέναν».
Η δεύτερη σεζόν στο Γκενκ θα ξεκινούσε με τρομερά πράγματα από τον Έλληνα επιθετικό. Λίγο πριν βγει το 2016, το κοντέρ έλεγε 18 γκολ και δύο ασίστ σε 32 συμμετοχές. Στις 27 Δεκεμβρίου, στο ματς με την Γάνδη, ο Καρέλης θα έβρισκε δίχτυα με πέναλτι στο 26’, κάνοντας το 2-0 – που θα ήταν και το τελικό σκορ. Λίγο μετά την έναρξη του δευτέρου μέρους όμως, όλα θα άλλαζαν...
«Είχα βάλει γκολ πριν χτυπήσω, κόλλησε το πόδι μου με το που ξεκίνησε το δεύτερο μέρος, ήταν και λίγο παγωμένο κάτω το τερέν. Έλεγα “όχι τώρα, όχι τώρα”. Μπήκα στα αποδυτήρια, καταλάβαινα πως κάτι είχε γίνει και παρακαλούσα να μην είναι χιαστός. Μετά κάναμε τις εξετάσεις...
Ήμουν στο αυτοκίνητο με έναν από τους φυσιοθεραπευτές και τη γυναίκα μου. Μου είπε "είναι χιαστός, το ξέραμε αλλά έπρεπε να κάνουμε μαγνητική για να σιγουρευτούμε. Λυπάμαι". Με πήραν τα δάκρυα κατευθείαν, ήταν σοκ. Με επηρέασε, όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και ψυχολογικά.
Τα επόμενα δύο χρόνια μπορεί να σκεφτόμουν γιατί να συνέβη τότε. Αραιά και πού θα έλεγα "ρε γαμώτο, γιατί το έπαθα τότε". Ήταν δύσκολο, με βοήθησε πολύ η γυναίκα μου, και για εκείνη όπως και για μένα ήταν πρωτόγνωρο. Ήταν και έξι μηνών ο μεγάλος μας γιος, είχε γεννηθεί στο Βέλγιο»...
Ο σοβαρός αυτός τραυματισμός θα έβαζε πρόωρο τέλος στη σεζόν για τον Καρέλη. Αυτό που ακολούθησε, ήταν ο μακρύς και δύσβατος δρόμος της αποθεραπείας. Μακρύς, κυριολεκτικά, καθώς μετά το χειρουργείο, έπρεπε να πηγαίνει καθημερινά σε άλλη πόλη!
«Ήμουν στο αυτοκίνητο με έναν από τους φυσιοθεραπευτές και τη γυναίκα μου. Μου είπε "είναι χιαστός, λυπάμαι". Με πήραν τα δάκρυα κατευθείαν, ήταν σοκ»
«Πήγαινα μία ώρα στην Αμβέρσα για αποκατάσταση, για τέσσερις μήνες έφευγα 9:00 και γυρνούσα 17:00. Η σύζυγός μου ήταν όλη μέρα μόνη της με το παιδί σε μία ξένη χώρα, χωρίς καμιά βοήθεια. Είναι πάρα πολύ δυνατή.
Είχα μείνει έξω γύρω στους έντεκα μήνες, στους 5,5 είχα κάνει μια αρθροσκόπηση στον μηνίσκο και πήρε λίγο παραπάνω, το καθυστερήσαμε για να είναι πιο έτοιμο το πόδι.
Μπήκα, έβαλα 3-4 γκολ, ενώ όλα έδειχναν πολύ καλά πριν τα playoffs, είχαμε παίξει και τελικό Κυπέλλου. Έγινε η διακοπή των εθνικών ομάδων, βάζω γκολ στο φιλικό με την Αίγυπτο, γυρνάω και πήρα για κάποιον λόγο μόνο 1-2 συμμετοχές»...
Νταμπλ με ΠΑΟΚ, αλλά...
Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, η πορεία στην Γκενκ ολοκληρώθηκε το 2018. Γιατί μπορεί ο Έλληνας ποδοσφαιριστής να είχε συμβόλαιο έως το 2019, όμως την τελευταία του χρονιά θα την περνούσε ως δανεικός πίσω, στην Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ.
«Πριν τον ΠΑΟΚ υπήρξαν συζητήσεις με άλλη ελληνική ομάδα αλλά δεν προέκυψε πρόταση. Περίμεναν πρώτα να συμφωνήσω με άλλη ομάδα...
Όταν έπαιξα το πρώτο ματς ήταν μετά τη διακοπή των εθνικών. Ο Πρίγιοβιτς έλειπε, έπαιξα εγώ, πήγα συμπαθητικά, είχε το στιλ του o Σέρβος και τους παίκτες να τον πλαισιώνουν, είχε χτίσει και ο Λουτσέσκου την ομάδα στο προφίλ το δικό του.
Εκείνη την περίοδο είχε έρθει και ο Άκπομ, που φέτος έκανε παπάδες με τη Μίντλεσμπρο, έβαλε όλα τα γκολ της καριέρας του.
«Ο Λουτσέσκου προτιμούσε τον Άκπομ, ήρθε και ο Σβιντέρσκι, δεν με έβλεπε από κάποια στιγμή και μετά»
Όταν μπήκα εγώ και έπαιξα μερικά ματς τα αποτελέσματα δεν ήταν και τόσο καλά. Είχαμε φέρει ένα Χ με τον Άρη στην έδρα μας, όσο να ‘ναι κιόλας δεν μπορείς να αφήσεις έξω τον Πρίγιοβιτς που ήταν πρώτος σκόρερ την προηγούμενη χρονιά και που είχε βάλει τόσα γκολ κι εκείνη τη σεζόν. Ο ΠΑΟΚ έπαιζε με έναν φορ, αναγκαστικά λοιπόν πήγα στην άκρη.
Όταν έφυγε ο Πρίγιοβιτς, δεν πήρα τις ευκαιρίες που έπρεπε να πάρω. Ήταν ξεκάθαρα απόφαση του προπονητή πιστεύω, προτιμούσε τον Άκπομ.
Ήρθε και ο Σβιντέρσκι μετά και απλά δεν με έβλεπε από κάποια στιγμή και μετά. Γίνεται αυτό, δεν είναι προσωπικό, το βλέπουμε, σε όλες τις ομάδες θα υπάρχει ένας παίκτης που νιώθει αδικημένος για τον οποιονδήποτε λόγο και που βρίσκεται εκτός ομάδας ή ενδεκάδας. Από εκεί και πέρα ποδόσφαιρο είναι, δεν το παίρνω προσωπικά.
Αρχικά στη σεζόν είχε παίξει το σενάριο να μείνω κανονικά, με μεταγραφή, όμως μετά μπήκε στον πάγο».
Η επιστροφή στο Βέλγιο μετά το τέλος του δανεισμού στον ΠΑΟΚ δεν θα διαρκούσε πολύ, καθώς το συμβόλαιο του Καρέλη ολοκληρώθηκε. Η συνέχεια θα τον έβρισκε ξανά στο εξωτερικό αλλά σε άλλη χώρα και για πρώτη φορά στη Β’ κατηγορία. Πιθανότατα όμως, στη μοναδική Β’ κατηγορία που... βάζει κάτω πολλές Α’! Ο λόγος, φυσικά, για την Championship, με την Μπρέντφορντ να αποκτά ως ελεύθερο τον Έλληνα παίκτη.
Β' κατηγορία... Α' ποιότητας & ατυχία ξανά
«Όταν μιλάς για Championship δεν χρειάζονται πολλά, είναι ένα από τα πιο ανταγωνιστικά πρωταθλήματα και ένα από τα κορυφαία στην Ευρώπη μετά το top-5.
Ενθουσιάστηκα όταν προέκυψε η Mπρέντφορντ. Πήγα να μιλήσω με τον προπονητή, τον Τόμας Φρανκ και τον ποδοσφαιρικό διευθυντή, τον Ράσμους Άνκερσεν, που έχει γράψει βιβλία και ουσιαστικά έβαλε τα λογιστικά μέσα στο ποδόσφαιρο
Ήταν μαγική εμπειρία το να μιλάς με αυτούς τους ανθρώπους. Και μου έκανε εντύπωση που ήταν σίγουροι πως θα ανέβουν. Έλεγαν αν όχι φέτος, του χρόνου. Εκεί έπαιξα με παίκτες όπως ο Γουότκινς, ο Μπενραχμά, ο Εμποέμο.
Από τα καλύτερα κλαμπ που έχω πάει, και από οργάνωση, γήπεδα φοβερά, κόσμο είχε αλλά όχι τόσο πολύ. Τότε παίζαμε στο παλιό γήπεδο, το ιστορικό Γκρίφιν Παρκ, μέσα στην πόλη με παμπ ολόγυρα. Μετά, αφού έφυγα, είχε ανοίξει το καινούργιο, όταν ήμουν εγώ μας είχαν πάει στο εργοτάξιο, με κράνος κανονικά, έζησα στιγμές που δεν θα ξαναζήσω».
Δυστυχώς, μόλις ο Καρέλης άρχισε να βρίσκει τα πατήματά του και να φτάνει στην πρώτη του συμμετοχή στο βασικό σχήμα – μετά από τρεις ως αλλαγή – η ατυχία του χτύπησε ξανά την πόρτα. Μια δεύτερη ρήξη χιαστού, αυτήν τη φορά στο άλλο πόδι, στο ματς με τη Μίλγουολ...
«Αν με ρωτάς τώρα, είναι... μοιρασμένη η κατάσταση στα γόνατα.
Είχα μπει αλλαγή σε κάποια ματς, μετά ήταν η διακοπή των εθνικών. Δουλέψαμε πολύ φυσική κατάσταση για να μπω στους ρυθμούς. Πρώτο ματς, βασικός με την Μίλγουολ, ήταν ο Λουκ Στιλ εκεί και με είδε να με παίρνουν με το φορείο.
Υποδέχτηκα την μπάλα, κάνω κοντρόλ και γυρνάω, βλέπω ότι έρχεται ένας πίσω από την πλάτη μου και έβαλα όλο το βάρος στο ένα πόδι. Και με το μικρό σπρώξιμο που μου έκανε ο αντίπαλος γύρισε το πόδι προς τα μέσα και... χαιρέτησα.
Κατάλαβα ακριβώς τι είχε συμβεί. Νιώθεις τα κρακ, γυρνάει το πόδι, δεν είναι ένα, είναι λες και τρίζει όλο το πόδι. Αλλά με την κίνηση και μόνο κατάλαβα αμέσως.
«Πρώτο ματς βασικός, με τη Μίλγουολ, ήταν ο Λουκ Στιλ εκεί. Με είδε να με παίρνουν με το φορείο»
Είναι πολλά αυτά που σκέφτεσαι. Εγώ σκεφτόμουν "άντε, να ξαναπεράσει ο καιρός". Αλλά επειδή είναι γόνατο, είναι άρθρωση, δεν ξέρεις τι μπορεί να έχει πειραχτεί και πόσο μπορεί να σε επηρεάσει στην αποθεραπεία και μετά στην απόδοσή σου».
Η διαδικασία, ήταν πλέον γνώριμη. Αλλά οι συνθήκες διαφορετικές. Βλέπετε, ο Έλληνας επιθετικός βρέθηκε στην Αθήνα προκειμένου να χειρουργηθεί και λίγες ημέρες αργότερα η σύζυγός του θα έφερνε στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους... στο Ηράκλειο! Λίγους μήνες μετά δε, η πανδημία του κορωνοϊού θα πετύχαινε την τετραμελή, πλέον, οικογένεια, στην Αγγλία...
«Η γυναίκα μου γέννησε στο Ηράκλειο ενώ εγώ ήμουν σε έναν καναπέ στην Αθήνα, είχα μόλις χειρουργηθεί μια εβδομάδα πριν και ήμουν με το πόδι δεμένο, δεν μπορούσα να ταξιδέψω. Μετά έκανα 1,5 μήνα αποκατάσταση στην Ελλάδα. Και μετά πήγαμε οικογενειακώς πάλι στην Αγγλία.
Εκτός από την Άμκαρ Περμ, η γυναίκα μου ήταν σε όλα μου τα ταξίδια, τη γνώρισα στο Ηράκλειο μόλις έφυγα από τη Ρωσία και παντρευτήκαμε όταν ήμουν 24.
Με βοηθά πάρα πολύ. Τα περνάμε όλα μαζί, εκείνη μπορώ να σου πω και περισσότερο. Όταν έχεις τραυματισμούς δεν μπορείς να κάνεις και πολλά, όσο και να θες να βοηθήσεις, όσο και να προσπαθεί ο άλλος να κάνει κάτι παραπάνω δεν γίνεται, θα πρέπει να πηγαίνεις στάνταρ με τα πρωτόκολλα.
Έχουμε περάσει πολλές καταστάσεις, μας έκανε πιο δυνατούς και τους δύο, και σαν οικογένεια, δεθήκαμε. Τώρα δόξα τω Θεώ έχουμε την υγεία μας έχουμε τα παιδάκια μας. Είναι επτά ετών ο μεγάλος και 3,5 ο μικρός.
Τότε που ήμουν με τον χιαστό στην Αγγλία, το πρωί με έπαιρνε ο οδηγός, πηγαίναμε στο Λονδίνο που ήταν 50 λεπτά, όπου έκανα την αποκατάστασή μου σε μια κλινική.
Έφευγα πρωί, γυρνούσα απόγευμα, η γυναίκα μου έμενε σπίτι με τα παιδιά, καθόμασταν εκεί, ήταν όλα κλειστά δεν πηγαίναμε πουθενά. Έχει πολύ μεγάλα πάρκα στην περιοχή και σου έλεγαν βγες να περπατήσεις, πήγαινα εγώ με το πρόγραμμα από την ομάδα, έτρεχα μόνος μου με ρολόι, με GPS και έκανα την αποκατάστασή μου στα πάρκα και μετά ξεκίνησα σιγά σιγά να επανέρχομαι. Τα πάρκα εκεί είναι σαν γήπεδα... άλλων χωρών».
Η χρονιά τελείωσε... μετά κόπων και βασάνων λόγω Covid-19 το καλοκαίρι, με την Μπρέντφορντ να χάνει την άνοδο με τρόπο σπαρακτικό. Πρώτα δύο ήττες στα δύο τελευταία ματς της κανονικής διάρκειας της Championship θα της στερούσαν την απευθείας άνοδο, εν συνεχεία η Φούλαμ θα λύγιζε τις «μέλισσες» στην παράταση στον τελικό των playoffs. Η άνοδος θα ερχόταν έναν χρόνο μετά, δικαιώνοντας τους ανθρώπους του συλλόγου, όμως ο Καρέλης δεν θα βρισκόταν εκεί.
Σύντομη... βόλτα στην Ολλανδία
Η νέα του ποδοσφαιρική στέγη θα εντοπιζόταν λίγους μήνες μετά στην Ολλανδία και στην Ντεν Χάαγκ. Μία εμπειρία πάντως που θα κρατούσε λίγο και θα ήταν η συντομότερη στην καριέρα του ποδοσφαιριστή.
«Ο νέος προπονητής στην Ντεν Χάαγκ μιλούσε μόνο ολλανδικά, δεν έδινε σημασία. Κι εμείς ψαχνόμασταν»
Έντεκα συμμετοχές δίχως γκολ ή ασίστ σε πρωτάθλημα και Κύπελλο μεταξύ φθινοπώρου και Ιανουαρίου, ο απολογισμός. Μια κατάσταση περίεργη, όπως τη χαρακτηρίζει.
«Ντεν Χάαγκ είχα πάει Νοέμβριο, ήταν περίεργη η κατάσταση γιατί η ομάδα πάλευε για να μείνει κατηγορία. Υπήρχε ένας Σέρβος προπονητής που με έβαλε να παίξω ενώ είχα πάει 2-3 μέρες πριν.
Μετά όμως ήρθε ένας Ολλανδός και οι ξένοι σταμάτησαν να παίζουν. Αυτός μιλούσε μόνο ολλανδικά, δεν έδινε σημασία, μας μιλούσε μία ώρα, έλεγε μετά “κατάλαβες; Πες στον τάδε να σου πει". Και ψαχνόμασταν εμείς»...
Κάπως έτσι, κάπου εκεί, θα ερχόταν ο Παναιτωλικός...
Όλη αυτή η πορεία όμως, που θα έφτανε σε διαφορετικές γωνιές της Ευρώπης, είχε ξεκινήσει με τον Έλληνα φορ να απολαμβάνει το ποδόσφαιρο στα μέρη όπου μεγάλωσε. Βλέπετε, είχε τη χαρά, όπως ο ίδιος λέει, να αγωνιστεί επαγγελματικά στην ομάδα της πόλης του. Τον Εργοτέλη...
Από το ζεστό Ηράκλειο, στο παγωμένο Περμ
«Ο πατέρας μου ήταν στον Εργοτέλη, είχε φτάσει μέχρι τη Γ’ κατηγορία.
Με μια μπάλα, ήμουν όλη μέρα, με είχε γράψει ο πατέρας μου όταν ήμουν πολύ μικρός. Στην αρχή δεν μου άρεσε και του είχα πει ότι δεν θέλω να ξαναπάω! Έκανα και κολύμβηση τότε, για δύο χρόνια, και μετά του ξαναείπα γύρω στα οκτώ μου.
Ήταν η καλύτερη εποχή του Εργοτέλη. Υπήρχε πολύ καλό κλίμα, με Καραγεωργίου στον πάγκο. Νομίζω δεν υπάρχει καλύτερο για ένα παιδί να παίζει σε επαγγελματική ομάδα στην πόλη όπου μεγάλωσε. Πήγαινα στη δουλειά μου, πήγαινα στο σχολείο μου και μετά σπίτι, τώρα που τα θυμάμαι μου φαίνεται σαν δεύτερη ζωή. Έχουν περάσει 15 χρόνια και είναι να έχω κάνει μία ζωή 15 με 25 και μία από τα 25 και μετά».
Όλα τα ωραία όμως κάποτε τελειώνουν, και μαζί τους και η πορεία του συλλόγου στη μεγάλη κατηγορία. Το 2012 ήρθε ο υποβιβασμός, που εντέλει επισκιάστηκε από τον χαμό του Απόστολου Παπουτσάκη... Ο Καρέλης έμεινε ελεύθερος και το πρώτο του βήμα μακριά από το σπίτι θα ήταν μάλλον πιο μακριά απ’ όσο θα φανταζόταν ο ίδιος!
«Ήρθε γρήγορα η μεταγραφή στη Ρωσία. Έμεινα ελεύθερος από τον Εργοτέλη, είχε πεθάνει τότε και ο κ. Παπουτσάκης. Ένας άνθρωπος που βοήθησε πολύ την ομάδα και εμένα προσωπικά, με είχε σαν παιδί του, στενοχωρήθηκα πολύ τότε.
Η ομάδα είχε χρέη, ήταν δύσκολο να συνεχίσω. Είχα μιλήσει με κάποιες ομάδες, τίποτα το προχωρημένο όμως. δεν ήξερα τι θα κάνω και τότε μου είπε ο μάνατζέρ μου ότι υπήρχε αυτή η προοπτική, της Άμκαρ Περμ. “Είναι στην Πολωνία για προετοιμασία, θες να πάμε;” Πάμε, του λέω.
Πήγαμε, μίλησα με τον προπονητή, έκανα μία προπόνηση, μου λένε "προχωράμε". Φεύγω, γυρίζω Ελλάδα, παίρνω τη βαλίτσα και φεύγω.
Μια πόλη στη μέση του πουθενά, στα Ουράλια Όρη. Μεγάλη πόλη, ένα εκατομμύριο κάτοικοι, αν και γι' αυτούς είναι σαν χωριό. Τότε, καλοκαίρι είχε καλό καιρό, τον χειμώνα είχε -18, -20.
Ήταν διαφορετικό κρύο. Μπότα, μπουφάν και σκούφος, έπαιρνα το αμάξι, πήγαινα στο σούπερ, γύριζα μαγείρευα, αυτό. Αγγλικά μιλούσαν 2-3, έκανα παρέα με έναν πιο μικρό που ήξερε. Καθόμουν στον υπολογιστή, τους πρώτους τρεις μήνες δεν έκανα τίποτα. Μετά ήρθε ο αδερφός μου και έκατσε για έναν μήνα μέχρι τη χειμερινή διακοπή που θα κατεβαίναμε μαζί Κρήτη. Πηγαίναμε για ένα τσάι, γυρνούσαμε, αυτό.
Τα βράδια είχε ζωή το Περμ αλλά κυρίως το Σαββατοκύριακο. Μετά από κάθε ματς, εντός κυρίως, πηγαίναμε όλοι μαζί για φαγητό, τρώγαμε, πίναμε, όποιος ήθελε πήγαινε σε κλαμπ.
«Παίρναμε ένα ελικοφόρο αεροπλάνο για όλα τα εκτός έδρας ματς, που έλεγες “πέφτει, δεν πέφτει”. Πουθενά δεν ήταν λιγότερο από δίωρο»
Κάποιες φορές που πήγαινα για προπόνηση το πρωί έβλεπα ανθρώπους να πηγαίνουν για δουλειά με την μπύρα στο χέρι. Μου φάνηκε επίσης πολύ περίεργο το χιόνι, στην Κρήτη μόνο στα βουνά έβλεπες. Κανείς δεν μιλούσε αγγλικά, ούτε στην πόλη. Το πρώτο τρίμηνο έκανα μαθήματα ρωσικών, ακόμα θυμάμαι μερικά.
Ο προπονητής με χαιρετούσε με “καλημέρα, μ@@@α”. Αγωνιστικά λίγες συμμετοχές, έπαιξα βασικός με την Ανζί με Ετό και πολύ καλούς παίκτες. Τότε είχε -18 βαθμούς...
Έπρεπε να πάρουμε αεροπλάνο για τα εκτός έδρας. Πουθενά δεν ήταν λιγότερο από δίωρο. Παίρναμε ένα ελικοφόρο, που έλεγες "πέφτει, δεν πέφτει". Όπου κατεβαίναμε παίρναμε λεωφορείο και μετά άλλες δύο ώρες. Παίξαμε ένα ματς Κυπέλλου με μία ομάδα στα σύνορα με την Κίνα, κάναμε τέσσερις ώρες, σταματήσαμε, μείναμε ένα δίωρο μέσα στο αεροπλάνο για ανεφοδιασμό, άλλες τέσσερις να φτάσουμε μετά. Παίξαμε την ίδια μέρα και γυρίσαμε την ίδια μέρα!
Δεν με επηρέασε το πού ήταν, το κρύο, ούτε είπα ποτέ πω πού ήρθα, το είχα πάρει καλά, ήμουν πιτσιρικάς και δεν καταλάβαινα τίποτα. Αν πήγαινε καλά ίσως να έμενα. Αλλά δεν είχα πολλές συμμετοχές, εμφανίστηκε και η προοπτική του Παναθηναϊκού. Ήταν πολύ καλή εμπειρία, δεν ξέρω άλλος με διαφορετικό χαρακτήρα αν θα άντεχε»...