9 Απριλίου 1865. Σε ένα άσχημο χωριουδάκι της Βιρτζίνια υπογράφεται η παράδοση των Νοτίων. Το τέλος του εμφυλίου βρίσκει τις ΗΠΑ ρημαγμένες, να θρηνούν 400.000 νεκρούς στα πεδία των μαχών, με την απαγόρευση της δουλείας να μπαίνει, τελικά, ως άρθρο στην τροποποίηση του Συντάγματος.
Έξι μέρες μετά, στις 15 Απριλίου, ο πρόεδρος Λίνκολν πηγαίνει σε ένα θέατρο, στην Ουάσινγκτον. Ένας ηθοποιός, φανατικός οπαδός της δουλείας, ο Τζον Μπουθ, ορμά καταπάνω του, τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Ανεβαίνει στη σκηνή και μπροστά στο σοκαρισμένο κοινό, φωνάζει: «Έτσι πεθαίνει η τυραννία». Το αντίθετο. Μόλις τώρα ξεκινά, στην πιο σκληρή και αδυσώπητη μορφή της.
Τα επόμενα χρόνια θα είναι για τους μαύρους ίσως και χειρότερα από πριν, με τη μακριά νύχτα του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων να ρίχνει το πέπλο της πάνω από την αμερικανική ήπειρο. Ακόμη και δεκαετίες μετά το τέλος του εμφυλίου, το χρώμα του δέρματος έφερνε συνειρμούς γύρω από τη δουλεία και την υποταγή. Σίγουρα, πάντως, ο πόλεμος δεν ήταν αρκετός για να υπάρξει αποδοχή και συμφιλίωση.
Μέχρι να εμφανιστεί ο Τζακ Τζόνσον…
Γράφει ο Νίκος Ράλλης
Χρόνια πριν ο Μάρτιν Λόυθερ Κινγκ μιλήσει για το όνειρό του, ήρθε στη ζωή ένας άνθρωπος που -σχεδόν- το έκανε πραγματικότητα... Είχαν περάσει 13 χρόνια από το τέλος του εμφυλίου, όταν γεννήθηκε στην κωμόπολη Γκάλβεστον του Τέξας ένας μπόμπιρας. Ένας μπόμπιρας που έμελλε να γίνει γίγαντας: Ο Τζακ Τζόνσον, ένας από τους μεγαλύτερους πυγμάχους όλων των εποχών. Ο πρώτος μαύρος παγκόσμιος πρωταθλητής. Ο πρώτος μαύρος που ενέπνευσε, ένωσε και έδωσε δικαίωμα στο όνειρο. Σε όλους.
Ο Τζόνσον ήταν «μπουμπούκι». Ανήσυχος, ατίθασος, δυναμικός. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως από πολύ μικρή ηλικία αντιλαμβανόταν πράγματα και του κακοφαινόταν το γεγονός πως οι γονείς του, Χένρι και Τίνα, ήταν σκλάβοι, που μάτωναν σε χειρονακτικές εργασίες, προκειμένου να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Δεν του άρεσε αυτό. Καθόλου. Θύμωνε. Οπότε, 12 χρονών την… κοπάνησε από το σπίτι. Ήθελε να φύγει μακριά από τις Νότιες Πολιτείες, όπου ακόμα οι Αφροαμερικανοί δεινοπαθούσαν. Ήταν ελεύθεροι τυπικά, είχαν να αντιμετωπίσουν, όμως, τον ρατσισμό των λευκών συμπολιτών τους, αλλά και τους απίστευτους νόμους που έθεταν σε εφαρμογή χρόνο με τον χρόνο οι Αρχές του Νότου, προκειμένου να τους εμποδίσουν την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την εργασία, ακόμη και την ψυχαγωγία. Ο Τζακ έφυγε, λοιπόν, με ένα τρένο, για τη Νέα Υόρκη. Αλλά δεν πήγε μακριά. Στη διαδρομή, τον εντόπισαν και αφού τον… σάπισαν στο ξύλο, τον πέταξαν έξω. Η πιο οδυνηρή στιγμή της παιδικής του ηλικίας, ωστόσο, ίσως ήταν εκείνη που του άλλαξε τη ζωή…
Ο «ταλαντούχος δέκατος»
Στα 17 του, ο Τζόνσον έπρεπε να εγκαταλείψει το σχολείο. Η μόρφωση ήταν, πια, ένα άπιαστο όνειρο. Αναγκάστηκε να δουλέψει, ώστε να βοηθήσει την οικογένειά του. Πήγε σε ένα μαγαζί που πουλούσε άμαξες. Και εκεί ξεκίνησαν όλα. Το αφεντικό του, ένας πρώην μποξέρ, τον «σύστησε» στο άθλημα. Και το άθλημα… τον λάτρεψε. Όπως και εκείνος αυτό. Ήταν σαν η πυγμαχία να περίμενε έναν Τζακ Τζόνσον για να περάσει σε άλλο επίπεδο… Αργότερα, όταν έπιασε δουλειά στις αποβάθρες του λιμανιού του Γκάλβεστον, άρχισε να χρησιμοποιεί τις γροθιές του σε… συναδέρφους του, κερδίζοντας ένα μερίδιο από τα χρήματα που έδιναν οι περαστικοί, για να παρακολουθήσουν αυτούς τους αυτοσχέδιους αγώνες του δρόμου. 1,5 δολάριο ήταν η αμοιβή του Τζακ.
Τότε, περίπου, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν που ξεκίνησε και ένα ρεύμα υπέρ των Αφροαμερικανών. Καμία σχέση, βέβαια, με ό,τι ακολούθησε στα μέσα του 20ού αιώνα, αλλά ήταν κάτι. Μια αρχή. Τότε ήταν που ο πρώτος Αφροαμερικανός ακτιβιστής, ο κοινωνιολόγος, Γουίλιαμ Έντουαρντ Μπέργκχαρντ Ντι Μπουά (που, σε μία σατανική σύμπτωση, πέθανε μία μέρα πριν την ιστορική ομιλία του Κινγκ, «έχω ένα όνειρο», το 1963), εισήγαγε τον όρο «ταλαντούχος δέκατος», υποστηρίζοντας ότι ένας στους δέκα μαύρους θα μπορούσε να αποκτήσει ηγετική θέση στον κόσμο μέσω της σωστής εκπαίδευσης, μόρφωσης και παιδείας. Ο Τζακ Τζόνσον, όμως, δεν έδινε δεκάρα καμιά για όλη αυτήν τη θεωρία. Ήξερε ακριβώς τι ήταν, πόσο άξιζε και πώς μπορούσε να το αποδείξει. Ενώ, λοιπόν, το περίφημο «αμερικανικό όνειρο» βασιζόταν πάνω στις πλάτες της καταναγκαστικής εργασίας και στο αίμα των Αφροαμερικανών, ο «Γίγαντας του Γκάλβεστον» έχτισε μόνος του, το δικό του όνειρο. Με την ευστροφία και τις γροθιές του. Και ο κόσμος, ανεξαρτήτου χρώματος, τον λάτρεψε.
Στα κρατητήρια
Μετά από πολλούς αγώνες σε μπαρ και αλάνες, ο Τζόνσον ξεκίνησε, επιτέλους, την επαγγελματική του καριέρα την 1η Νοεμβρίου 1898, απέναντι στον Τσάρλι Μπρουκς. Τον έβγαλε νοκ άουτ μόλις στον δεύτερο γύρο και κατέκτησε τον τίτλο της Πολιτείας του Τέξας στην κατηγορία μεσαίων βαρών. Επόμενος αντίπαλος, ο «Μαύρος Ηρακλής», Τζον Χέινς, που αποκαλούταν και «Κλοντίκε» και θεωρούταν ο -άτυπος- μαύρος παγκόσμιος πρωταθλητής. Έδωσαν τρεις αγώνες. Στον πρώτο, στο Σικάγο, ο Τζόνσον έχασε. Στον δεύτερο, στην ίδια πόλη, ο «Κλοντίκε», έπειτα από μία ανεπανάληπτη «μάχη», αποσύρθηκε στον 14ο γύρο. Ο Τζόνσον αρνήθηκε να του απονεμηθεί ο τίτλος του νικητή. Ήθελε να νικήσει κανονικά, τίμια, ντόμπρα. Όπως και έγινε, στον τρίτο μεταξύ τους αγώνα, για να έρθει το «ραντεβού», στη γενέτειρα του Τζακ, με τον Τζο Χοίνσκι, έναν πολύ έμπειρο -λευκό- αθλητή, με διακρίσεις στην κατηγορία βαρέων βαρών, την ώρα που ο Τζόνσον μόλις τώρα άρχιζε να βρίσκει τα πατήματά του σαν μποξέρ… Οι αναφορές από τότε λένε πως ο Χοίνσκι χτύπησε πολύ άσχημα τον Τζακ, που… σώθηκε, τελικά, από την αστυνομία, που διέκοψε το ματς και τους… μπαγλάρωσε, καθώς η νομοθεσία του Τέξας δεν επέτρεπε τους επαγγελματικούς αγώνες.
Η εγγύηση ορίστηκε στα 5.000 δολάρια. Ασύλληπτο νούμερο για την εποχή… Όντας μεγάλος φαν της πυγμαχίας, όμως, ο τοπικός σερίφης είχε μία πραγματικά φαεινή ιδέα: Θα τους έσβηνε το πρόστιμο και θα τους άφηνε να πηγαίνουν για ύπνο στο σπίτι τους κάθε βράδυ, αρκεί να πυγμαχούσαν στα κρατητήρια, ενώπιον κοινού, που θα μαζευόταν να τους δει! Έτσι και έγινε. Μετά από 23 ολόκληρες μέρες ασταμάτητης πυγμαχίας, ο σερίφης, ικανοποιημένος, τους άφησε ελεύθερους. Όμως, είχε συμβεί κάτι καταπληκτικό. Ο Τζόνσον έγινε αχώριστος φίλος με τον Χοίνσκι. Ο τελευταίος τού είπε, μάλιστα: «Κανένας που κινείται σαν εσένα στο ρινγκ δεν πρέπει να δέχεται καθαρά χτυπήματα. Ούτε ένα»! Αλλά είχε συμβεί και κάτι άλλο. Ο Τζόνσον είχε μάθει να πυγμαχεί σαν ένας μεγάλος μποξέρ. Αυτές οι μέρες τον ολοκλήρωσαν και πολλά χρόνια αργότερα θα δηλώσει σε συνέντευξή του ότι τότε ήταν που έμαθε να χρησιμοποιεί τις γροθιές του.
Ψάχνοντας αντίπαλο
Αναπτύσσοντας ένα δικό του στιλ -με πολύ αργό τέμπο στην αρχή κάθε αγώνα και… λυσσαλέο στο τέλος- που λατρεύτηκε, αλλά και κατακρίθηκε, ο Τζακ Τζόνσον έγινε μέσα σε λίγα χρόνια πασίγνωστος. Το 1903 κατέκτησε τον τίτλο του «Μαύρου Πρωταθλητή», που υπερασπίστηκε 17 φορές! Απέναντι σε αθλητές, δε, που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στο άθλημα, όπως ο Τζο Τζάνετ, ένας άλλος μεγάλος μαύρος πυγμάχος, τον οποίο ο Τζακ κέρδισε τέσσερις φορές.
Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν άλλο. Κανένας λευκός παγκόσμιος πρωταθλητής δεν καταδεχόταν να αγωνιστεί με τον Τζόνσον. Θεωρούσαν αδιανόητο να συναγωνιστούν με έναν μαύρο για τον τίτλο. Ο Τύπος, ωστόσο, πίεζε, όπως και ο κόσμος, με πολλούς λευκούς να παίρνουν το μέρος του Τζόνσον, που εναγωνίως έψαχνε αντίπαλο. Πιο δύσκολο ήταν να βρει έναν, παρά να τον νικήσει! Χρειάστηκαν, τελικά, 30.000 δολάρια από έναν μάνατζερ για να πεισθεί ένας, το 1908, και να δεχθεί: Ο Τόμι Μπερνς! Ο αγώνας κανονίστηκε να γίνει στο Σίδνεϊ. Η μάχη ήταν φαινομενικά αβίαστη. Οι δύο αθλητές δεν… ίδρωναν ιδιαίτερα. Ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν. Ο Μπερνς έπεφτε ορμητικά πάνω στον Τζόνσον, που με εξαιρετική τεχνική απέφευγε σχεδόν όλα τα χτυπήματα, ξεθεώνοντας τον αντίπαλό του. Στους τελευταίους γύρους ο Μπερνς δεν είχε μόνο εξαντληθεί. Είχε ταπεινωθεί! Τότε, ο Τζόνσον, με αλλεπάλληλα χτυπήματα, ζάλισε τον Καναδό μποξέρ, τον οποίο έσωσε η αστυνομία, που έσπευσε να σταματήσει τον αγώνα. Ο Μπερνς δεν είχε βγει πραγματικά νοκ άουτ, αλλά ο τίτλος ανήκε στον Τζόσνον. Ο κόσμος είχε τον πρώτο μαύρο παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών!
Ο Τζόνσον είχε καταφέρει κάτι μοναδικό. Κάτι ανεπανάληπτο. Κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ ξανά. Και κάτι που είχε προκαλέσει οργή… Ναι, υπήρχαν μαύροι αθλητές που στο παρελθόν είχαν κατακτήσει τίτλους στην πυγμαχία, αλλά στις ελαφρότερες κατηγορίες. Κανείς, στην επιτομή της πυγμαχίας, την κατηγορία βαρέων βαρών! Γιατί, απλά, η επικρατούσα άποψη ήταν πως στην κορυφαία κατηγορία στον κόσμο, κορυφαίος αθλητής θα είναι μόνο ένας λευκός. Ήταν αδιανόητο ένας μαύρος να είναι ο καλύτερος κάπου. Στο πλαίσιο αυτό, ο Τζόνσον μπήκε στο «στόχαστρο» πολλών λευκών αθλητών, που τώρα τον… κυνηγούσαν για να αγωνιστεί, ώστε να ξεπλύνουν την ντροπή και «να φέρουν τον τίτλο πίσω», όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Ο Φράνκ Μόραν και ο Στάνλει Κέτσελ προσπάθησαν, αλλά απέτυχαν. Η τελευταία ελπίδα των… θιγμένων λευκών ήταν ο Τζιμ Τζέφρις, ο προηγούμενος πρωταθλητής της κατηγορίας, που είχε πάρει τον τίτλο αήττητος…
Η μάχη του αιώνα
Νεβάδα. 4 Ιουλίου 1910. Ακριβώς… Ο αγώνας ορίστηκε ανήμερα της εθνικής επετείου των ΗΠΑ, μπροστά σε 20.000 θεατές, σε μία… αναβίωση του εμφυλίου. Σε κλίμα έντονης πόλωσης, οι μισοί υποστήριζαν τον Τζόνσον και οι άλλοι μισοί τον Τζέφρις, με την αστυνομία να κάνει ελέγχους για όπλα και να απαγορεύει δια ροπάλου την κατανάλωση αλκοόλ. Το εντυπωσιακό ήταν πως αυτός ο γίγαντας από το Τέξας είχε «αναγκάσει» πολλούς λευκούς ανάμεσα στο πλήθος να… εναντιωθούν στους «δικούς τους». Αυτό έκανε ακόμη πιο έκρυθμη την κατάσταση. Ο Τζέφρις είχε να αγωνιστεί έξι χρόνια, ήταν, όμως, σε εξαιρετική κατάσταση. Δεν είχε καμία διάθεση να αφήσει τη ζωή του, πλέον, σαν αγρότης, αλλά του έδωσαν πολλά λεφτά για να μπει άλλη μία φορά στο ρινγκ, προκειμένου να «αποκαθηλώσει» τον «αυθάδη νέγρο», όπως έλεγαν μεταξύ τους.
Ο αγώνας, που ονομάστηκε «η μάχη του αιώνα», ήταν συγκλονιστικός, με τον Τζόνσον να ανατρέπει τα προγνωστικά και να αναγκάζει τον αντίπαλό του να αποσυρθεί στον 15ο γύρο, για να μη χάσει πρώτη φορά στην καριέρα του με νοκ άουτ. Είχε προλάβει, ωστόσο, να τον ρίξει δύο φορές κάτω, κάτι που δεν είχε συμβεί ΠΟΤΕ στον Τζέφρις, με τον Τζόνσον να δηλώνει μετά το ματς: «Μετά το άπερκατ που του έριξα στον 4ο γύρο, ήξερα πως το παλιό σκαρί θα βουλιάξει». Όσο για τον αντίπαλό του, η παραδοχή της ήττας του ήταν χαρακτηριστική, καθώς είπε: «Δεν θα μπορούσα να χτυπήσω τον Τζόνσον ακόμη και στα καλύτερά μου. Όχι, δεν θα μπορούσα. Δεν θα μπορούσα να τον φτάσω καν, ούτε σε 1000 χρόνια»!
Το αποτέλεσμα του αγώνα, ωστόσο, πυροδότησε ταραχές στους δρόμους 50 μεγαλουπόλεων των ΗΠΑ! Αγανακτισμένοι λευκοί, μην αντέχοντας να βλέπουν τους μαύρους -που είχαν, στο μεταξύ, μάθει τη μεγάλη νίκη του Τζακ Τζόνσον- να πανηγυρίζουν στους δρόμους, τους επιτέθηκαν και ο απολογισμός ήταν τραγικός: Είκοσι άνθρωποι σκοτώθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν, σε άλλη μία απόδειξη πως ο εμφύλιος δεν είχε τελειώσει ακόμα, παρά μόνο στα χαρτιά.
«Mόνο για λευκούς...»
Ο Τζόνσον παρέμεινε ανίκητος ως το 1915, όταν και παρέδωσε τον τίτλο του στον -λευκό- Τζες Βίλαρντ. Όλα αυτά τα χρόνια, από τα κρατητήρια ως την κορυφή της παγκόσμιας πυγμαχίας, είχε καταφέρει να γίνει αρεστός, όσο κανένας μαύρος εκείνη την εποχή, στον κόσμο, αλλά και στον Τύπο, που τον αποθέωναν. Την ίδια στιγμή, είχε φανατικούς εχθρούς.
Παντρεύτηκε τρεις φορές, πάντα με λευκές γυναίκες, κάτι που ήταν από κατακριτέο… μέχρι παράνομο! Σε ένα απίστευτο περιστατικό, το 1912, συνελήφθη με την κατηγορία πως παραβίασε τη νομοθεσία που απαγόρευε τη μεταφορά ιερόδουλων από Πολιτεία σε Πολιτεία, διότι θεωρήθηκε ότι η τότε λευκή ερωμένη του δεν θα μπορούσε να είναι μία «καθώς πρέπει» γυναίκα, αφού είναι μαζί με έναν μαύρο! Την ίδια χρονιά, δε, κατηγορήθηκε ακόμη και για την αυτοκτονία της πρώτης του συζύγου, μόνο και μόνο επειδή ήταν μαύρος! Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής του. Ίσως μαζί με εκείνο το ξύλο που έφαγε πιτσιρικάς, στο τρένο με το οποίο δοκίμασε να το σκάσει… Ο Τζακ Τζόνσον έκανε πραγματικότητα το δικό του όνειρο, στην αμερικανική κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα. Είπε ότι θα τα καταφέρει και τα κατάφερε. Όχι μόνο έγινε ο πρώτος μαύρος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών στην πυγμαχία, αλλά έδωσε ελπίδα σε μία τεράστια ομάδα ανθρώπων, επιτρέποντάς της να ονειρεύεται.
Όπως και όταν ήταν μικρός, έτσι και σε όλη του τη ζωή, ο Τζόνσον δεν ανεχόταν ρατσιστικές συμπεριφορές. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον θυμό που του προκαλούσαν. Το 1948, σε ηλικία 68 ετών, πήγε σε ένα εστιατόριο για φαγητό. Δεν είδε την ταμπέλα που έγραφε «μόνο για λευκούς». Μπήκε μέσα. Ο κόσμος γύρισε και τον κοίταξε σαν να είδε κάτι αποκρουστικό. Έκατσε σε ένα τραπέζι. Φώναξε τον σερβιτόρο, ουδείς, όμως, ανταποκρίθηκε. Ξανά. Τίποτα. Όλοι αρνήθηκαν να τον εξυπηρετήσουν. Έφυγε έξαλλος. Και έτσι οδήγησε. Έξαλλος, αυξάνοντας συνεχώς ταχύτητα. Μέχρι που έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του. Ο γίγαντας είχε χαθεί.