Δεν θέλουμε μετάλλιο, δεν θέλουμε ημιτελικά ή προημιτελικά. Η μόνη «απαίτηση» που ως Έλληνες πρέπει να έχουμε από την Εθνική (γενικά τα εθνικά συγκροτήματα ή και τους αθλητές) μας στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας είναι να φτάσει μέχρι εκεί που την οδηγούν οι δυνάμεις της.
Αποστολή στην Ισπανία: Χρήστος Ρομπόλης
Ασφαλώς και αν καταφέρει να τρυπήσει το ταβάνι της-αφού όπως λένε για να αποκτήσεις κάτι που δεν είχες πρέπει να κάνεις κάτι που δεν έχεις ξανακάνει-κάθε υπέρβαση είναι ευπρόσδεκτη. Όμως αυτό που «απαιτούμε» από τη δική μας ομάδα, αλλά θα πρέπει κι από τους ίδιους μας τους εαυτούς σε κάθε πτυχή της ζωής μας, είναι να φτάσει όπου μπορεί αρχικά, κι ακόμη παραπέρα αν είναι εφικτό. Κάτι που δυστυχώς δεν έχει καταφέρει μετά το χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ του 2009 (με εξαίρεση την έκτη θέση στη διοργάνωση του 2011 που δεδομένων των απουσιών ήταν επιτυχία) και που πρώτοι που το αναγνωρίζουν είναι οι ίδιοι οι παίκτες.
Όλοι στην ομάδα-από την πρώτη μέχρι την τελευταία μέρα της προετοιμασίας-απέφυγαν επιμελώς τη σαφή οριοθέτηση στόχων. Και πολύ καλά έκαναν. Το πάθημα των προηγούμενων διοργανώσεων έγινε μάθημα και η «πτώση» από τους υψηλούς στόχους που είχαν τεθεί ήταν… άσχημη κι έμοιαζε με γκρεμοτσάκισμα. Τα μεγάλα λόγια, ακόμη κι αν βάσει δυνατοτήτων ή δειγμάτων στα φιλικά είναι σε έναν βαθμό δικαιολογημένα, δεν βοηθούν σε τίποτα. Βαραίνουν τις πλάτες με άγχος και προσδοκίες, κινητοποιούν περισσότερο τους αντιπάλους κι αφήνουν πολύ μεγαλύτερα τα περιθώρια για αποτυχία παρά για επιτυχία.
Ο ρόλος αυτός παραδοσιακά δεν μας ταιριάζει. Συνήθως, δε, όχι απλώς δεν πιστοποιείται ο τίτλος του φαβορί, αλλά ακολουθεί… κατραπακιά. Θυμηθείτε το Μουντομπάσκετ του 2010 ή το περσινό Ευρωμπάσκετ. Αντιθέτως, όλες μα όλες οι μεγάλες στιγμές αυτής της ομάδας έχουν έρθει από τη θέση του αουτσάιντερ. Από το έπος του 1987 και την απόδειξη πως δεν ήμασταν «πυροτέχνημα» του 1989, μέχρι το θρίαμβο του 2005 και το χάλκινο του 2009. Όχι, δεν παραλείψαμε το 2006. Ίσα-ίσα, είναι η τρανότερη απόδειξη των παραπάνω. Γιατί μετά το θαύμα επί των ΗΠΑ στον ημιτελικό από τη θέση του απόλυτου αουτσάινερ, ήρθε η ανώμαλη προσγείωση στον τελικό απέναντι στην Ισπανία από τη θέση του μεγάλου φαβορί μέσα σε δύο μέρες.
Προτιμούμε, λοιπόν, τις ευχάριστες εκπλήξεις από τις δυσάρεστες. Καλύτερα η Εθνική να μας αφήσει με το στόμα ανοιχτό, παρά με το κεφάλι σκυμμένο και την ουρά στα σκέλια.
Δεν ξέρουμε πού θα φτάσει η Εθνική. Κανείς δεν ξέρει. Και μάλλον η νοητή διαχωριστική γραμμή μεταξύ πετυχημένης παρουσίας και αποτυχίας ή απλού… καθήκοντος είναι το ματς των «16», που δεν θα είναι εύκολο κόντρα σε μια εκ των Ισπανίας, Σερβίας, Γαλλίας και Βραζιλίας.
Γι’ αυτό που δεν αμφιβάλλουμε είναι πως τα παιδιά που βρίσκονται ήδη στη Σεβίλλη θα προσπαθήσουν για το καλύτερο. Γουστάρουν να βρίσκονται εκεί, δεν βαρυγκωμούν που έχασαν έναν μήνα διακοπών, ούτε θα φυλάνε τα χέρια και τα πόδια τους για τις ομάδες και τα συμβόλαιά τους. Κι όταν χάσουν, θα είναι επειδή ο αντίπαλος ήταν καλύτερος από αυτούς, ήταν πιο εύστοχος, πηδούσε ψηλότερα, έτρεχε περισσότερο… Κι όχι γιατί οι ίδιοι δεν ήταν διατεθειμένοι να το κάνουν ή δεν προσπάθησαν.
Η οποιαδήποτε συζήτηση για απόντες-δικαιολογημένους όπως ο Σπανούλης ή αδικαιολόγητους όπως ο Κουφός-πρέπει να σταματήσει εδώ. Μάλλον δεν έπρεπε να είχε αρχίσει ποτέ. Η ιστορία γράφεται από τους παρόντες κι εμείς αυτούς έχουμε, αυτούς εμπιστευόμαστε και με αυτούς πορευόμαστε. Κι όπου μας βγάλει…
Follow @ChristosRobolis