Το θερμόμετρο το βράδυ της Τρίτης στο Μάντσεστερ έδειχνε 17 βαθμούς κελσίου. Η καλύτερη θερμοκρασία για μπάλα.
Τα πρόσωπα που έβλεπες να γεμίζουν το Ολντ Τράφορντ από νωρίς ήταν χαμογελαστά. Πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε.
Η αγαπημένη τους Γιουνάιτεντ επέστρεφε στο Τσάμπιονς Λιγκ (έστω και σε προκριματικό) μετά από δύο χρόνια και αυτό το γεγονός από μόνο του αρκούσε για να κάνει το παιχνίδι με την Μπριζ γιορτή.
Το αυτογκόλ του Κάρικ όμως στο πρώτο δεκάλεπτο, γέμισε ανησυχία τον κόσμο και τον Λουις Φαν Χάαλ και για λίγα λεπτά όλοι έζησαν με τις μνήμες της προηγούμενης κακής διετίας για την ομάδα.
Πέντε λεπτά αργότερα όλα άλλαξαν. Ήταν το 13ο λεπτό όταν μια όχι και τόσο γνώριμη φάτσα με μία πολύ γνώριμη φανέλα, ήρθε να ξαναβάλει το τρένο στις ράγες του.
Ο Μέμφις Ντεπάι πέτυχε το πρώτο του γκολ στην Ευρώπη με τη φανέλα των «κόκκινων διαβόλων» και με άλλο ένα λίγο πριν βγει το πρώτο ημίχρονο, έβαλε τις βάσεις για το τελικό 3-1 που δίνει στην ομάδα σοβαρό προβάδισμα για επιστροφή στους ομίλους.
Η γνώριμη φανέλα ήταν αυτή με το νούμερο 7. Ένα θρυλικό νούμερο για τη Γιουνάιτεντ με το οποίο μεγαλούργησαν, ο Τζόρτζ Μπεστ, ο Ερικ Καντονά, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ και ο Κριστιάνο Ρονάλντο.
Τα τελευταία έξι χρόνια όμως όσοι το φόρεσαν δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που αυτομάτως δημιουργεί. Μάικλ Όουέν, Βαλέντσια, Ντι Μαρία.
Είναι μόλις 21 ετών αλλά μέσα σε μία διετία πρόλαβε να φτιάξει το όνομα του με την Αιντχόβεν, ενώ την περσινή σεζόν ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με 22 γκολ οδηγώντας την στην κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Αυτές του οι επιδόσεις αλλά και το γεγονός ότι τον ήξερε καλά από την Εθνική Ολλανδίας οδήγησαν τον Λουις Φαν Γκααλ να βγάλει από τα ταμεία της Γιουνάιτεντ περίπου 35 εκατ. Ευρώ για να τον φέρει στο Ολντ Τράφορντ.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά όταν ζήτησε το θρυλικό «7» του το έδωσε. Δείγμα του πόσο πιστεύει σε αυτόν.
Θέλει να τον φωνάζουν απλά Μέμφις. Με το μικρό του όνομα δηλαδή. Όχι, δεν το κάνει γιατί δείχνει πρώιμα σημάδια ντίβας, που δεν θα δικαιολογούνταν από τα όσα έχει πετύχει μέχρι σήμερα.
Το κάνει για ένα πολύ προσωπικό και απόλυτα σεβαστό λόγο. Δεν θέλει να τον συνδέουν με τον επώνυμο του πατέρα του. Ένας πατέρας που εξαφανίστηκε από τη ζωή του όταν οι γονείς του χώρισαν. Από τα τέσσερα του χρόνια λοιπόν και μετά, το πατρικό πρότυπο που είχε ήταν αυτό του παππού του, που έφυγε από τη ζωή μία ημέρα μετά τα 15α γενέθλια του Μέμφις.
Ένα από τα πολλά τατουάζ που γεμίζουν το κορμί του είναι αφιερωμένο σε αυτόν. Όταν τον ρωτάνε για τα υπόλοιπα τατουάζ του δεν λέει πολλά. Τονίζει ότι είναι απλά κάτι που του αρέσει και περιμένει από τον κόσμο απλά να το σεβαστεί.
Το ντεμπούτο του σε ευρωπαϊκή διοργάνωση με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ξύπνησε σε πολλούς αναμνήσεις από αυτό του Ρούνεϊ κόντρα στη Φενερμπαχτσέ το 2004.
Ο τωρινός αρχηγός της ομάδας είχε βάλει τότε τρία γκολ, μία επίδοση που ακόμα μνημονεύεται αφού δεν έχει ξεπεραστεί.
«Είμαι λιγάκι απογοητευμένος που δεν κατάφερα να σκοράρω στις δύο τελευταίες μου ευκαιρίες. Θα μπορούσα να κάνω το χατ-τρικ. Θα το σκεφτώ το βράδυ πριν κοιμηθώ και το αύριο το πρωί θα το έχω ξεχάσει».
Μια «βαριά» φανέλα που φόρεσαν μεγαθήρια, συγκρίσεις με τις επιδόσεις του αρχηγού της ομάδας. Όλα αυτά μοιάζουν αρκετά για να «λιώσουν» με την πίεση τους έναν πιτσιρικά μόλις 21 ετών.
Ο Μέμφις όμως δείχνει ότι πατάει γερά στο έδαφος και είναι στο χέρι του να αποδείξει στο γήπεδο ότι αξίζει το ιστορικό «7» στην πλάτη.
Το αν θα τα καταφέρει είναι μια ιστορία σε εξέλιξη και πολλές σεζόν ακόμα μπροστά της.