Άνθρωπος. Σε έναν πλανήτη ηλικίας 4,6 δισεκατομμυρίων ετών. Με μόλις μερικές χιλιάδες χρόνια «ζωής», ωστόσο, το είδος μας έχει προλάβει -πολλάκις- να επιβεβαιώσει ότι είναι ό,τι πιο αποκρουστικό και ζημιογόνο έζησε ποτέ στη Γη. Άλλο ένα πρόσφατο παράδειγμα, τα όσα διεστραμμένα συνέβησαν πριν από μερικές ημέρες στο Μεξικό, στην αναμέτρηση Κερετάρο-Άτλας, με το άγριο ξύλο ανάμεσα στους οπαδούς των δύο ομάδων.

Αν πιστέψουμε τη μεξικανική κυβέρνηση, νεκρούς, τελικά, δεν είχαμε. Από θαύμα. Διότι οι εικόνες-σκέτη κτηνωδία, που είδαν το «φως» της δημοσιότητας, «γέννησαν» τον φόβο ότι δεκάδες έχασαν τη ζωή τους. Τα βίντεο, με ανθρώπους να κλοτσούν άλλους ανθρώπους, που κείτονταν αναίσθητοι (και όχι νεκροί, σύμφωνα με τις πρώτες αναφορές) στο έδαφος, είναι γροθιά στο στομάχι. Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώθηκε απλά ότι ο άνθρωπος έχει πάρει τη λογική, που τον διαχωρίζει από τα ζώα, και τη χρησιμοποιεί, για να κάνει ό,τι χειρότερο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Τα πρόσφατα επεισόδια, λοιπόν, στο Μεξικό -που το 2026, να θυμίσουμε, θα διοργανώσει μαζί με ΗΠΑ και Καναδά το Παγκόσμιο Κύπελλο- σε μια περίοδο, δε, όπου μαίνεται ο χειρότερος πόλεμος, που έχει δει η Ευρώπη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ουκρανία, μας θύμισαν μια άλλη, θλιβερή ιστορία. Τοπίο και αυτής της ιστορίας, σε ένα… τρίτο επίπεδο, το Μεξικό. Αλλά πρωταγωνίστριες ήταν δύο άλλες χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Και στη μέση το ποδόσφαιρο.

Γράφει ο Νίκος Ράλλης



Μετά από 90 λεπτά στο στάδιο ''Azteca'' της Πόλης του Μεξικού, το σκορ ήταν στο ισόπαλο 2-2. Αυτό ήταν το τρίτο παιχνίδι μεταξύ Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ τις τελευταίες εβδομάδες. Ανάμεσά τους «παιζόταν» η πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, στο Μεξικό. Μια διοργάνωση, στην οποία καμία δεν είχε συμμετάσχει ποτέ πριν.

Η Ονδούρα κέρδισε με σκορ 1-0 τον πρώτο αγώνα στην πρωτεύουσά της, Τεγκουσικάλπα, με γκολ στις καθυστερήσεις. Αμέσως το Ελ Σαλβαδόρ έκανε λόγο για στημένο παιχνίδι. Ο τρόπος, δε, που έχασε το Ελ Σαλβαδόρ, προκάλεσε την αυτοκτονία της 18χρονης Αμέλια Μπολάνιος, η οποία, όταν σκόραρε στο 90' ο Ρομπέρτο Καρντόνα το νικητήριο γκολ, πήρε το όπλο του πατέρα της και αυτοπυροβολήθηκε. «Δεν μπόρεσε να αντέξει την ταπείνωση, που υπέστη η πατρίδα της», έγραφε την επόμενη μέρα η εφημερίδα «El Nacional».

Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε η ρεβάνς στο Ελ Σαλβαδόρ, στο γήπεδο ''Fior Blanca''. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ομάδα της Ονδούρας βίωσε μια κόλαση. Το βράδυ πριν τον αγώνα, πλήθος οργισμένων οπαδών κατέφθασε στο ξενοδοχείο της ομάδας. Η συνέχεια ήταν εφιαλτική. Άλλοι έσπασαν παράθυρα, άλλοι πέταξαν κλούβια αυγά και ψόφιους αρουραίους, ενώ όλοι κρατούσαν πορτρέτα της εθνικής ηρωίδας, πλέον, Αμέλια Μπολάνιος.



Την ημέρα του αγώνα, καθώς έπαιζε από τα ηχεία ο ύμνος της Ονδούρας, σύσσωμο το στάδιο «έβραζε». Στη θέση της σημαίας της Ονδούρας υψώθηκε μια βρώμικη, ξεσκισμένη απομίμησή της. Το μοναδικό πράγμα, που είχαν στο μυαλό τους οι φιλοξενούμενοι, από το σφύριγμα μέχρι και τη λήξη, ήταν το αν θα βγουν ζωντανοί από τον αγωνιστικό χώρο. Το Ελ Σαλβαδόρ, τελικά, νίκησε 3-0. «Ευτυχώς, που χάσαμε αυτόν τον αγώνα», είχε δηλώσει φοβισμένος ο προπονητής της Ονδούρας, Μάριο Γκρίφιν.

Η ομάδα έφτασε μέχρι το αεροδρόμιο, ορισμένοι οπαδοί της, ωστόσο, δεν είχαν την ίδια τύχη. Μέσα σε χαμό από ξυλοδαρμούς, δύο άνθρωποι σκοτώθηκαν. Δεκάδες μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία. Περίπου 200 αυτοκίνητα με πινακίδες από την Ονδούρα πυρπολήθηκαν! Για να φτάσουμε στο τρίτο ματς…

Καθώς ο καθοριστικός αγώνας έμπαινε στο 11ο λεπτό της παράτασης, ο Πίπο Ροντρίγκες του Ελ Σαλβαδόρ μπήκε στην περιοχή του πέναλτι, έλαβε τη… συστημένη σέντρα και νίκησε τον τερματοφύλακα της Ονδούρας, Χάιμε Βαρέλα, μέσα σε πανδαιμόνιο. «Όταν πέτυχα το γκολ, αμέσως σκέφτηκα ότι δεν ήταν δυνατόν, με τόσο λίγο χρόνο να απομένει, να μας ισοφαρίσουν», είπε 50 χρόνια μετά ο Ροντρίγκες. «Ήμουν σίγουρος ότι με αυτό το γκολ θα νικούσαμε».

Το Ελ Σαλβαδόρ, πράγματι, κράτησε το 3-2 και πήρε το «εισιτήριο» για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Παρά τη δεδομένη ένταση και στα τρία παιχνίδια, και τα άγρια επεισόδια, φυσικά, μεταξύ των οπαδών, οι παίκτες αγκαλιάστηκαν, έδωσαν τα χέρια και έφυγαν από το γήπεδο. Μέσα σε τρεις εβδομάδες, οι χώρες τους βρίσκονταν σε πόλεμο.


Η ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ πριν το τρίτο παιχνίδι με την Ονδούρα στις 27 Ιουνίου 1969

Το Ελ Σαλβαδόρ -στο μέγεθος, περίπου, της Ουαλίας- είχε πληθυσμό περίπου 3 εκατομμυρίων το 1969. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ελεγχόταν από μια ελίτ γαιοκτημόνων με τις ευλογίες της στρατιωτικής χούντας στη χώρα, αφήνοντας πολύ λίγο χώρο για τους φτωχότερους αγρότες του Σαλβαδόρ. Η Ονδούρα -στην οποία κυριαρχούσε ομοίως ένας μικρός αριθμός ιδιοκτητών γης, επίσης… ευλογημένων από την εκεί στρατιωτική χούντα- ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη και την ίδια χρονιά είχε πληθυσμό περίπου 2,3 εκατομμυρίων.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι κάτοικοι του Ελ Σαλβαδόρ να μετακομίζουν στην Ονδούρα, για να επωφελούνται από την περισσότερη γεωργική γη και να εργάζονται για τις αμερικανικές εταιρείες φρούτων, που λειτουργούσαν στη χώρα. Περίπου 300.000 ζούσαν στο γειτονικό κράτος εκείνη τη χρονιά.



Η μικρή ελίτ των γαιοκτημόνων του Ελ Σαλβαδόρ υποστήριζε τη μαζική μετανάστευση, καθώς μειώνονταν, έτσι, οι πιέσεις στη γη τους και οι απαιτήσεις για αναδιανομή της. Ωστόσο, οι αφίξεις μεταναστών προκάλεσαν δυσαρέσκεια στους αγρότες της Ονδούρας, που αγωνίζονταν με τη σειρά τους για περισσότερη γη από τη δική τους ελίτ εκείνη την εποχή. Έτσι, η κυβέρνηση της Ονδούρας ψήφισε έναν νόμο αγροτικής μεταρρύθμισης, για να αμβλύνει τις εντάσεις.

Ωστόσο, οι αρχές δεν επικεντρώθηκαν, φυσικά, στη γη, που κατείχαν οι ελίτ και οι αμερικανικές εταιρείες φρούτων, αλλά στις εκτάσεις, που είχαν εγκατασταθεί οι μετανάστες του Ελ Σαλβαδόρ. Ο πρόεδρος της Ονδούρας, Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο, άρχισε να απελαύνει χιλιάδες Σαλβαδοριανούς από τα σπίτια τους. Παράλληλα, σιγοβράζονταν χερσαίες και θαλάσσιες διαφωνίες για τα σύνορα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων νησιών στον Κόλπο του Φονσέκα -έναν μικρό όγκο νερού στην ακτή του Ειρηνικού, που μοιράζεται μεταξύ των δύο χωρών και της Νικαράγουας. Το Ελ Σαλβαδόρ, άλλωστε, ήδη από τον 19ο αιώνα, όταν και χαράχθηκαν τα σύνορά του με την Ονδούρα, τα αμφισβητούσε.


Χιλιάδες στοιβαγμένοι Σαλβαδοριανοί αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους στην Ονδούρα

Η κυβέρνηση του προέδρου του Ελ Σαλβαδόρ, Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες, προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον μεγάλο αριθμό των επαναπατρισθέντων μεταναστών, ενώ οι… μεγαλοτσιφλικάδες της χώρας άρχισαν να πιέζουν για στρατιωτική δράση, ενώ εμπρηστικές αναφορές για διώξεις, ακόμη και καταγγελίες για βιασμούς και δολοφονίες, εμφανίστηκαν στις εφημερίδες, με τον Τύπο, φυσικά, να παίζει και πάλι καθοριστικό ρόλο, σε αυτό, που ακολούθησε.

Στη μέση όλου αυτού του αυξανόμενου θυμού, οι δύο χώρες συναντήθηκαν και στο γήπεδο.

«Υπήρχαν πολύ μεγαλύτερα, πολιτικά ζητήματα», είχε πει πριν από μερικά χρόνια ο Ρικάρντο Οτέρο, ένας Μεξικανός αθλητικός δημοσιογράφος στο τηλεοπτικό δίκτυο Univision. «Αλλά υπήρξε αυτή η σύμπτωση, των τριών αγώνων για την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Και δεν βοήθησε καθόλου. Το ποδόσφαιρο εδώ (σ.σ. στη Λατινική Αμερική) είναι πολύ, πολύ παθιασμένο -και το λέω αυτό για καλό και για κακό».

Ο χρυσός σκόρερ του Ελ Σαλβαδόρ, Πίπο Ροντρίγκες, θυμάται: «Αισθανθήκαμε ότι είχαμε πατριωτικό καθήκον να κερδίσουμε για το Ελ Σαλβαδόρ. Νομίζω ότι όλοι φοβόμασταν μην χάσουμε, γιατί, υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν μια ατίμωση, που θα μας ακολουθούσε για όλη μας τη ζωή. Αυτό, όμως, που δεν γνωρίζαμε ήταν η σημασία αυτής της νίκης και η ιστορική σημασία αυτού του στόχου -ότι θα χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο ενός πολέμου».

Στις 27 Ιουνίου και καθώς οι παίκτες προετοιμάζονταν για τον καθοριστικό αγώνα εκείνο το βράδυ στην πρωτεύουσα του Μεξικού, το Ελ Σαλβαδόρ διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ονδούρα. Ο υπουργός Εσωτερικών της χώρας, Φρανσίσκο Χοσέ Γκερέρο, είπε ότι σχεδόν 12.000 Σαλβαδοριανοί είχαν εγκαταλείψει την Ονδούρα μετά τον δεύτερο αγώνα, με τη βρετανική εφημερίδα Guardian να αναφέρει ότι έριξε το φταίξιμο σε μια «υποτιθέμενη δίωξη… που προήλθε από διεθνή ποδοσφαιρικό αγώνα». Στην ανακοίνωσή του, το Ελ Σαλβαδόρ έλεγε μεταξύ άλλων: «Η κυβέρνηση της Ονδούρας δεν έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για την τιμωρία αυτών των εγκλημάτων, που συνιστούν γενοκτονία, ούτε έχει δώσει εγγυήσεις για αποζημίωση ή αποζημίωση για τις ζημίες που προκλήθηκαν στους πολίτες μας».

Την επομένη του αγώνα, το αμερικανικό πρακτορείο ειδήσεων UPI δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Ποδοσφαιρικός "Πόλεμος" που κέρδισε το Ελ Σαλβαδόρ, 3-2». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, 1.700 Μεξικανοί αστυνομικοί παρακολούθησαν τον αγώνα, για να αποτρέψουν πιθανά επεισόδια, καθώς οι οπαδοί του Ελ Σαλβαδόρ φώναζαν «δολοφόνοι, δολοφόνοι» από την κερκίδα! «Οι άνθρωποι στο εξωτερικό στιγμάτισαν το παιχνίδι, και έγραφαν ότι από αυτό ξεκίνησε ο πόλεμος», λέει ο Ροντρίγκες. «Ο πόλεμος θα είχε συμβεί ούτως ή άλλως».


Ο Μαουρίσιο «Πίπο» Ροντρίγκες

Τις ημέρες, που ακολούθησαν, οι αψιμαχίες στα σύνορα των δύο χωρών εντάθηκαν. Στις 14 Ιουλίου, τελικά, το Ελ Σαλβαδόρ διέταξε τις δυνάμεις του να εισβάλουν στην Ονδούρα, στέλνοντας πολεμικά αεροσκάφη, να βομβαρδίσουν τη χώρα. Ωστόσο, μεγάλο μέρος του κόσμου δεν έμαθε, παρά πολύ αργότερα, τι γινόταν στην Κεντρική Αμερική. Η προσοχή ήταν στραμμένη αλλού. Δύο μέρες μετά την έναρξη της εισβολής, το Απόλλων 11 είχε απογειωθεί από το Διαστημικό Κέντρο Κένεντι στη Φλόριντα. Ο στρατός του Ελ Σαλβαδόρ βρισκόταν ακόμη στην Ονδούρα όταν ο Μπαζ Όλντριν και ο Νιλ Άρμστρονγκ πατούσαν στο φεγγάρι.

Ο περίφημος Πολωνός δημοσιογράφος Ρίσαρντ Καπουσίνσκι, με τα δεκάδες βραβεία, που υπήρξε υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ήταν ένας από τους λίγους ξένους ανταποκριτές στην περιοχή όταν ξεκίνησε η εισβολή. Από αυτόν έλαβε η Δύση τις πρώτες αναφορές για τη σύγκρουση. Αργότερα, ο Καπουσίνσκι έγραψε για όσα έζησε στην Ονδούρα και «βάφτισε», τελικά, τη σύγκρουση στα απομνημονεύματά του, το 1978, ''The Soccer War'', δηλαδή ο «Πόλεμος του ποδοσφαίρου». Στο βιβλίο του αφηγείται ότι είδε γκράφιτι, που έλεγε «Κανείς δεν νικάει την Ονδούρα» και «Θα εκδικηθούμε 3-0».


Η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ χρησιμοποίησαν αμφότερες αεροπλάνα αμερικανικής κατασκευής της εποχής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου

Μέχρι τη στιγμή, που ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών κατόρθωσε την κατάπαυση του πυρός, στις 18 Ιουλίου, πιστεύεται ότι είχαν πεθάνει περίπου 3.000 άνθρωποι -η πλειοψηφία τους άμαχοι πολίτες της Ονδούρας. Κάτω από διεθνή πίεση, το Ελ Σαλβαδόρ απέσυρε τις δυνάμεις του από την Ονδούρα τον Αύγουστο. Αλλά το δράμα δεν τελειώσει εκεί. Αντίθετα, μόλις είχε ξεκινήσει.

Το εμπόριο σταμάτησε μεταξύ των δύο κρατών για δεκαετίες και τα σύνορα έκλεισαν. Ο «Πόλεμος του ποδοσφαίρου» ή «Πόλεμος των 100 ωρών», όπως έμεινε γνωστός στην ιστορία ο τετραήμερος πόλεμος του 1969 μεταξύ της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ, επηρέασαν το δεύτερο κυρίως και έγιναν η απόλυτη αιτία του εμφυλίου πολέμου από το 1979 έως το 1992. Περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι πιστεύεται ότι έχασαν τη ζωή τους στη σύγκρουση.



Ακόμη και σήμερα, εξακολουθούν να υπάρχουν εντάσεις ανάμεσα σε Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρα. Οι συνοριακές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών συνεχίζονται, παρά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου (ICJ) για το θέμα. Αλλά για τον άνθρωπο, που σημείωσε το χρυσό και παράλληλα μοιραίο, θα μπορούσε να πει κανείς, γκολ για το Ελ Σαλβαδόρ, δεν υπάρχει καμία μνησικακία.

«Για μένα, αυτό το γκολ θα είναι πάντα πηγή αθλητικής υπερηφάνειας», τονίζει ο Ροντρίγκες, ο οποίος είναι τώρα 76 ετών. «Αυτό για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι οι αρχές και οι πολιτικοί χρησιμοποίησαν τη νίκη μας, για να δοξάσουν την εικόνα του Ελ Σαλβαδόρ».

Και παρά τα όσα ακολούθησαν, ο Ροντρίγκες τονίζει κατηγορηματικά ότι η ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ είχε μια τεράστια «εκτίμηση και σεβασμό» για τους αντιπάλους της στην Ονδούρα. «Ούτε από τους παίκτες της Ονδούρας ούτε από την πλευρά μας ήταν τα παιχνίδια μεταξύ εχθρών. Μόνο μεταξύ αντιπάλων μέσα στο γήπεδο».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube