Ο Ιούνιος του 2023 είχε βρει την Κηφισιά να πανηγυρίζει την ιστορική πρώτη άνοδο στη Stoiximan Super League. Για τον Αλέξανδρο Αναγνωστόπουλο, η χαρά αυτή ήταν μεγάλη αλλά σίγουρα όχι κάτι καινούργιο.
«Πονάμε σε αυτόν τον τομέα, σε παράγοντες και ανθρώπους όπως είναι ο κ. Πρίτσας. Να πληρώνει στην ώρα του, να σου παρέχει τα πάντα, να είναι εκτός από πρόεδρος και σαν δεύτερος πατέρας των παικτών, να τον παίρνεις τηλέφωνο για προσωπικό σου θέμα».
Άλλες τρεις φορές στο παρελθόν είχε συμβάλει στο να ανέβει μια ομάδα από τη Super League 2 στα σαλόνια, ωστόσο ποτέ δεν είχε πάρει την ευκαιρία να δείξει τι αξίζει στο κορυφαίο επίπεδο.
Εντέλει η τέταρτη ήταν και η φαρμακερή. Ο Έλληνας τερματοφύλακας κατάφερε σύντομα να αφήσει πίσω του το βαρύ βιογραφικό του Όγκμουντουρ Κρίστινσον, που αποκτήθηκε το περασμένο καλοκαίρι και αποτέλεσε τον φύλακα-άγγελο του συλλόγου των βορείων προαστίων, μετρώντας συνολικά 24 συμμετοχές και δεκάδες επεμβάσεις, σε μία δύσκολη σεζόν που εντέλει ολοκληρώθηκε με την Κηφισιά να πίνει το πικρό ποτήρι του υποβιβασμού.
Λίγες εβδομάδες μετά το πέρας των playouts, με τους παλμούς να έχουν πέσει και το μυαλό να έχει καθαρίσει, ο Αλέξανδρος Αναγνωστόπουλος μίλησε στο sport-fm.gr για όσα έγιναν φέτος, για όσα θα γίνουν στο κοντινό μέλλον, την καριέρα του και πολλά άλλα...
«Ήταν μια χρονιά που ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο, η ομάδα λειτουργούσε σε πολύ επαγγελματικά επίπεδα παρότι ήρθε για πρώτη φορά στη Σούπερ Λίγκα. Κι έχω περάσει από μεγάλες ομάδες, όπως είναι ο Παναθηναϊκός, ο Άρης και ομάδες με μεγάλη ιστορία και στη Β’ Εθνική, όπως ο Απόλλων Σμύρνης και ο Ιωνικός. Η Κηφισιά ξεκίνησε να λειτουργεί σε άκρως επαγγελματικά επίπεδα.
Και από πέρυσι συνέβαινε αυτό αλλά από το καλοκαίρι που άρχισε ο σχεδιασμός, με κινήσεις, με γήπεδα, με προπονητικά κέντρα κι από τα πιο απλά πράγματα, όπως τα ρούχα, με χορηγούς... Από εκεί καταλαβαίνεις» ανέφερε ξεκινώντας την κουβέντα του με τον Γιάννη Πολιά, λέγοντας στη συνέχεια ότι «θεωρώ πως και στο αγωνιστικό ξεκινήσαμε καλά, δεν ήμασταν στις τελευταίες θέσεις μέχρι τα πρώτα 8-9 ματς. Είχαμε μαζέψει 6-7 βαθμούς και νομίζω δεν το περίμενε κανείς. Ήταν και πρόβλημα μέχρι να βρούμε τη βάση μας τα ματς σε Καισαριανή και Λαμία.
Στο τέλος μας έμεινε μια πικρία, το ρόστερ και η ποιότητα της ομάδας μπορούσαν να σταθούν στη Σούπερ Λίγκα, είχαμε πολύ καλές μονάδες. Στο τέλος όμως, καλώς ή κακώς, κερδίζει η ομάδα, όχι οι προσωπικότητες, ούτε οι μονάδες. Γιατί δεν έχουμε φτάσει σε ένα σημείο να λέμε ότι έχουμε... Ρονάλντο ή Μέσι για να μπορούν να καθαρίσουν ματς μόνοι τους. Έχουμε τον Αναγνωστόπουλο, έχουμε τον Βαφέα, τον οποίο αναφέρω γιατί είμαστε μαζί από τη Β’ Εθνική, έχουμε πάρει μαζί δύο ανόδους, είναι πολύ καλός μου φίλος. Υπήρχαν βέβαια ποδοσφαιριστές με καριέρα, με συμβόλαια που ήρθαν για να κάνουν τη διαφορά.
Σε κάποια ματς βγήκε, σε κάποια όχι, θεωρώ ότι εντέλει αυτό που έφταιξε είναι η ομοιογένεια, η ομαδικότητα. Βέβαια ο πρόεδρος, όταν είδε τον Ιανουάριο ότι υπάρχει κάπου πρόβλημα, είπαμε πως λειτουργεί επαγγελματικά, θα ενισχύσει την ομάδα εκεί που πονάει.
Ήρθαν παίκτες για να βοηθήσουν και όχι απλά για να υπάρχουν στο ρόστερ. Και όταν κάνεις μεταγραφές τον Γενάρη κάνεις και υπερβάσεις, γιατί είναι πιο δύσκολο να φέρεις έναν παίκτη όταν η ομάδα είναι χαμηλά στη βαθμολογία.
Υπήρχε καλό κλίμα, μέχρι την τελευταία μέρα χαιρόμασταν αυτό που κάναμε, την προπόνηση, τα ματς, μας τα παρείχαν όλα. Δυστυχώς στο τέλος δεν δώσαμε στον πρόεδρο και τον τεχνικό διευθυντή, που έκαναν μια υπερπροσπάθεια, αυτή τη γλύκα, να σωθεί η ομάδα και να εδραιωθεί στην κατηγορία, όπως έκανε ο Αστέρας Τρίπολης, που ανέβηκε στην Α’ Εθνική, έμεινε για χρόνια και έπαιξε μέχρι και Ευρώπη.
Θεωρώ ότι αυτό ήταν το πλάνο του προέδρου, το μεράκι του και η αγάπη του ήταν για τέτοια πράγματα, όπως φαίνεται και στην πράξη. Γιατί είναι ακόμα εκεί, έχει βάλει πολλά από τα δικά του χρήματα εδώ και πολλά χρόνια. Κι όμως η ομάδα έπεσε κατηγορία αλλά δεν απογοητεύτηκε, δεν τα παράτησε. Γιατί γενικά πονάμε σε αυτόν τον τομέα, σε παράγοντες και ανθρώπους όπως είναι ο κ. Πρίτσας.
Να πληρώνει στην ώρα του, να σου παρέχει τα πάντα, να είναι εκτός από πρόεδρος και σαν δεύτερος πατέρας των παικτών, τον παίρνεις τηλέφωνο για προσωπικό σου θέμα, έχει πρόβλημα η μητέρα σου, η κοπέλα σου, η γυναίκα σου, είναι εκεί να σου δώσει λύση, να πάρει τηλέφωνα, να ασχοληθεί πολύ ενεργά. Δεν είναι ο εξαφανισμένος, που τα έχω ζήσει κι αυτά, που τον βλέπεις μια φορά το δίμηνο και λες απλά μια καλησπέρα».
Όπως συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις ομάδων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια της σεζόν, η Κηφισιά προχώρησε σε δύο αλλαγές προπονητών, με τον Γιάννη Αναστασίου να κάθεται στον πάγκο στο πρώτο σκέλος της χρονιάς, τον Ντέιβιντ Νίλσεν να τον διαδέχεται και τον Κώστα Μπράτσο να αναλαμβάνει στην τελική ευθεία.
«Αλλάξαμε τρεις προπονητές, δεν είναι εύκολο, ο κάθε ένας από αυτούς θέλει να περάσει το πλάνο του. Και όταν η ομάδα καίγεται για βαθμούς, πολλές φορές πλάνα και τακτικές πάνε στον βρόντο και δεν μπορείς να βρεις μια αγωνιστική ταυτότητα από τη μια μέρα στην άλλη. Μπορεί ο νέος προπονητής να ζητά κάτι εντελώς διαφορετικό από τον προηγούμενο.
Δεν είναι εύκολο να το εμφανίσεις στο γήπεδο, είσαι κι εσύ μπερδεμένος, λες παίζω για να επιβιώσω, να νικήσω με κάθε τρόπο ή παίζω για να βγει το πλάνο του προπονητή. Ακόμα και στις επιλογές της ενδεκάδας, μπορεί ένας προπονητής να σε έχει βασικό και με τον επόμενο να είσαι εκτός αποστολής. Όλα αυτά φέρνουν μια σύγχυση στο γκρουπ, μπαίνουν σκέψεις στο μυαλό σου. Δεν είσαι μια ομάδα όπως ο Ατρόμητος, που θα είναι πάντα ψηλά στη βαθμολογία και όταν αλλάξει ο προπονητής θα παίζεις για να υποστηρίξεις το πλάνο του. Όταν είσαι χαμηλά στη βαθμολογία, μπαίνει το αίσθημα της επιβίωσης μέσα σου.
«Χάθηκε χρόνος με τον κ. Νίλσεν. Παίζαμε με τον ΠΑΟΚ στην Καισαριανή και μας έλεγε πριν το ματς να τους αιφνιδιάσουμε, να τους νικήσουμε, να κάνουμε το 2-0 και να τους στείλουμε διακοπές. Κι εμείς λέγαμε τα πιστεύει αυτά που λέει;»
Γενικά είμαι της φιλοσοφίας του Έλληνα προπονητή, του ανθρώπου που ξέρει το πρωτάθλημα έστω. Δεν θα κρίνω κανέναν από τους τρεις, έχουν κάνει όλη την πορεία τους. Με τον κ. Αναστασίου είχα συνεργαστεί και στον Παναθηναϊκό. Θεωρώ πάντως ότι αν είχε μείνει εκείνος, ή αν μετά την αποχώρησή του είχε έρθει απευθείας ο κ. Μπράτσος , θα είχαμε περισσότερες πιθανότητες να σωθούμε.
Κατά την προσωπική μου άποψη, χάθηκε χρόνος με τον κ. Νίλσεν. Ήταν ένας άνθρωπος που πράγματι ήθελε να ανάψει τη σπίθα, γι’ αυτό θεωρώ πως επιλέχτηκε, έχει μια έντονη προσωπικότητα. Αλλά από ένα σημείο και μετά πρέπει να είσαι ρεαλιστής, να μπορείς να παλέψεις με όλα σου τα όπλα, όποια και αν είναι αυτά και να μπορείς να παίρνεις το μάξιμουμ από αυτά και θεωρώ ότι σε αυτόν τον τομέα το είχε χάσει. Και στη διαχείριση, στα αποδυτήρια. Περισσότερο μιλούσαμε παρά κάναμε.
Ο άνθρωπος είχε πάρα πολλή όρεξη να δουλέψει, δεν το συζητώ. Αλλά ήρθε μόνος του, δεν είχε το επιτελείο του, βρήκε ανθρώπους που δεν τους ήξερε μία μέρα πριν. Και αν δεν έχεις και έναν έμπειρο δίπλα σου να μπορεί να σου ανοίγει τα μάτια την ώρα που έχεις 300 παλμούς στον πάγκο, είναι πολύ δύσκολο. Σαν άνθρωπος ήταν πολύ καλός, όλοι στενοχωρήθηκαν όταν έφυγε.
Αλλά πρέπει να είσαι ρεαλιστής, παίζαμε στην Καισαριανή με τον ΠΑΟΚ, που ήταν η πιο φορμαρισμένη ομάδα τότε και μας έλεγε πριν το ματς ότι θα παίξουμε με τρεις μπροστά και όχι δύο, να τους αιφνιδιάσουμε, να τους νικήσουμε, να κάνουμε το 2-0 και να τους στείλουμε διακοπές... Κι εμείς λέγαμε τώρα τα πιστεύει αυτά που λέει, να τα πιστέψουμε κι εμείς; Βλέπαμε τον ΠΑΟΚ να βάζει πέντε γκολ σε κάθε ματς και λέγαμε μήπως να πάμε πιο σφιχτά, να παίξουμε λίγο πιο πολύ με το μυαλό τους; Και τελικά, έτσι όπως εξελίχτηκε το ματς, θα μπορούσαμε να χάσουμε και 12-0. Έφαγα έξι γκολ και έκανα άλλες 6-7 επεμβάσεις.
Ο Μπράτσος ήταν πιο ρεαλιστής, ήξερε το πρωτάθλημα και τους αντιπάλους, πώς να τους προσεγγίσεις, πού να τους χτυπήσεις. Έδινε συγκεκριμένες και στοχευμένες οδηγίες, που μπορούν να κρίνουν ένα ματς. Ξεκινήσαμε καλά, όπως βέβαια και με τον Νίλσεν, η αλλαγή προπονητή μπορεί να σου αναπτερώσει το ηθικό.
Με τον Μπράτσο η ομάδα δεν έχασε, μετά τη νίκη φέραμε πολλές ισοπαλίες, και σε δύσκολα ματς. Με 2-3 βαθμούς που ίσως θα μπορούσαμε να έχουμε πάρει, μπορεί και να καταφέρναμε να σώσουμε και την παρτίδα», είπε ενδεικτικά.
Παρότι βασικός στην ιστορική σεζόν 2022/23 στη Β' κατηγορία, η άνοδος βρήκε τον Αναγνωστόπουλο πίσω από τον Κρίστινσον, κάτι που είχε συμβεί ξανά στην καριέρα του.
Όπως λέει, «η χρονιά για μένα ξεκίνησε πάλι κουβαλώντας τον σταυρό του Νο2. Στην Ελλάδα δεν έχουμε μάθει να εμπιστευόμαστε ντόπιους ποδοσφαιριστές, αυτή είναι η αλήθεια. Δεν έχει να κάνει με τον οργανισμό ή τους ανθρώπους, είναι μια άσχημη κατάσταση που βιώνει το ελληνικό ποδόσφαιρο και γι’ αυτό δεν έχουμε και πληθώρα Ελλήνων παικτών.
Δυστυχώς όταν ένας ξένος και ένας Έλληνας παίκτης είναι ισάξιοι ποδοσφαιρικά, θα παίξει ο ξένος. Δεν μπορεί να το συλλάβει το δικό μου μυαλό αυτό αλλά εντάξει, έχουμε μάθει με αυτό. Για μένα αυτή ήταν η τέταρτη άνοδος, κάθε φορά που ανέβαινα κατηγορία με μια ομάδα, καμία ποτέ δεν με εμπιστεύτηκε, να μου πει Άλεξ, ανέβασες την ομάδα, θα παρθεί ένας τερματοφύλακας, θα ξεκινήσεις εσύ και αν δεν πας καλά στο πρώτο ματς, γιατί εδώ πέρα δεν συγχωρούνται λάθη και δυστυχώς όταν μια ομάδα πέσει, θα το πληρώσω με τον χειρότερο τρόπο –μιλάω σαν πρόεδρος- θα σε βγάλω έξω και θα βάλω το άλλο παιδί. Και αν δεν πάει καλά κι αυτός, θα πάρω κι άλλον τον Γενάρη. Πολύ ξεκάθαρα τα πράγματα και πολύ φυσιολογικά για μένα.
Όλες τις φορές εγώ βίωσα μια μεταγραφή τερματοφύλακα με βαρύ συμβόλαιο, που, σε εισαγωγικά, θα πρέπει να παίζει. Ξέρετε πως είναι πολύ πιο δύσκολο να αλλάξει ένας τερματοφύλακας.
Πήγα λοιπόν στην προετοιμασία με τον... σταυρό του Νο2, με το σκεπτικό να δείξω πάλι ποιος είμαι, ενώ είχα δείξει από την προηγούμενη χρονιά ποιος είμαι. Ήρθε λοιπόν ο Κρίστινσον, ένα πάρα πολύ καλό παιδί, παίζαμε για μία θέση αλλά προς Θεού δεν είχαμε ποτέ προβλήματα. Καταλαβαίναμε ότι ο καθένας κάνει τη δουλειά του και πως τις επιλογές δεν τις κάνουμε εμείς.
Έκανα λοιπόν μια τρομερή προετοιμασία, ένιωθα σαν ένα παιδί 20 ετών και όχι κοντά 30. Να μην προστατεύω καθόλου το σώμα μου, να δίνω το 1000% στην προπόνηση για να μπορέσω να ξεκινήσω να παίξω στη Σούπερ Λίγκα. Στα φιλικά είχα πάρα πολύ καλή εικόνα. Δεν εκθειάζω ποτέ τον εαυτό μου αλλά είχα καλή εικόνα, φαινόταν πως ήμουν σε πολύ καλή κατάσταση.
Ξεκίνησα το πρωτάθλημα στον πάγκο, όπως με κάθε ομάδα που ανέβηκα. Κι αυτό το λέω με πικρία. Γιατί ήμουν στον Άρη, πήραμε την άνοδο, καταλαβαίνω πως ήταν μια μεγάλη ομάδα, ένα σωματείο που δεν θα μπορούσε να με εμπιστευτεί ως πρώτο, έπρεπε να δαπανήσει λεφτά. Έφερε τον Κουέστα, του βγήκε, το καταλαβαίνω. Κι εγώ πιο μικρός τότε.
Αλλά ανέβασα τον Ιωνικό, δεν μου έδωσε ποτέ την ευκαιρία, στον Απόλλωνα Σμύρνης δεν πήρα ποτέ την ευκαιρία μου. Ευτυχώς δεν τρίτωσε το κακό, η Κηφισιά μου έδωσε γρήγορα την ευκαιρία. Ο Αναστασίου μετά το ματς με τον Πανσερραϊκό με φώναξε και με ρώτησε πώς νιώθω. Του είπα πως ένιωθα μια χαρά. Με ρώτησε πώς έβλεπα την ομάδα και του είχα πει ότι δεν είναι δουλειά μου να σχολιάζω την ομάδα, με ρώτησε πώς έβλεπα τον συνάδελφό μου, αν θεωρούσα πως μπορούσε να έχει καλύτερες αντιδράσεις.
Εγώ δεν σχολιάζω ποτέ τους συμπαίκτες μου, ειδικά στη θέση μου, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς είναι, είμαστε δυστυχώς εύκολα δακτυλοδεικτούμενοι. Του είπα εγώ νιώθω καλά, είμαι έτοιμος και μου απάντησε πως θα με ξεκινήσει στο ματς με τη Λαμία, μετά το Καραϊσκάκη. Και κάπως έτσι βρέθηκα για πρώτη φορά βασικός στη Σούπερ Λίγκα, σχεδόν στα 30 μου!
Μετά βγήκα από την ενδεκάδα μόνο στο ματς με τον Ολυμπιακό που είχε παίξει ο Κρίστινσον και στο τέλος, με τον Γιάννη τον Νικοπολίδη. Έπαιξε με τον Ατρόμητο κι εγώ ήμουν τρεις μέρες στο νοσοκομείο με πολύ βαριά ίωση, φαντάσου βγήκα και έκανα ξανά εισαγωγή, είχα πυρετό κοντά 41.
Βγήκα τελικά Πέμπτη και έκανα προπόνηση Παρασκευή, Σάββατο τους είπα μπορώ να παίξω. Γενικά σαν παιδί δύσκολα θα κάτσω έξω, πρέπει να είμαι πολύ χάλια. Εμείς οι τερματοφύλακες μπορούμε να προστατευτούμε, δεν σπριντάρουμε, παίζεις με την εμπειρία σου και μπορείς να δίνεις μια Α ασφάλεια στους συμπαίκτες σου γιατί είσαι ο βασικός, έχεις παίξει τόσα ματς.
Τελικά δεν επέλεξαν να με ξεκινήσουν, η ομάδα νίκησε τον Ατρόμητο και αποφασίστηκε να μείνω στον πάγκο και στο επόμενο ματς. Δεν είχα κάτι, ήταν μια τακτική προσέγγιση του προπονητή».
Δεύτερος σε επεμβάσεις στο πρωτάθλημα μετά τον Κοσέλεφ της Λαμίας, ο έμπειρος γκολκίπερ στάθηκε στη συμβολή του στα όσα πέτυχε η Κηφισιά λέγοντας ότι «θεωρώ πως σε πολλά ματς βοήθησα την ομάδα να πάρει βαθμούς. Στο 1-1 με τη Λαμία είχα καλή παρουσία, μετά πήγαμε στη Θεσσαλονίκη με τον Άρη, η ομάδα έμεινε στο ματς μετά από 1-2 επεμβάσεις μου και πήραμε τον βαθμό. Με τον ΟΦΗ εντός έδρας έπιασα πέναλτι στο τέλος, ήρθε η ΑΕΚ, έκανα το καλύτερο παιχνίδι της ζωής μου και πήραμε τον βαθμό. Με τον Παναθηναϊκό χάσαμε 1-0 με το ζόρι, κι εκεί έκανα ματσάρα. Είχα μια ροή συνεχόμενων καλών ματς που αντικατοπτριζόταν και με βαθμούς.
Είχαν αξία τα ματς αυτά και ίσως με έκαναν κι εμένα πιο δυνατό. Σε προσωπικό επίπεδο θεωρώ πως είχε θετικό πρόσημο η παρουσία μου αλλά δεν μπορείς να το καρπωθείς απόλυτα όταν η ομάδα έχει υποβιβαστεί. Και αυτή είναι η πικρία που σου μένει στο τέλος, δεν μπορείς να θυμάσαι τις καλές σου στιγμές κι ας είμαστε επαγγελματίες. Αυτό που νιώθω είναι εντέλει δυσάρεστο, που δεν καταφέραμε να εξασφαλίσουμε την παραμονή για την ομάδα. Γιατί η Κηφισιά δεν με αντιμετώπισε σαν χρήματα, παρότι οι ομάδες είναι επιχειρήσεις. Να το ξέρει αυτό ο κόσμος που σκοτώνεται στα γήπεδα. Εγώ που είμαι ποδοσφαιριστής και το ζω από μέσα δεν μπορώ να διανοηθώ και να δεχτώ ότι κόσμος σκοτώνεται για ομάδες, για οπαδικά, όλες αυτές τις τριτοκοσμικές καταστάσεις.
Επικρατεί χάος δυστυχώς, ο κόμπος δεν έφτασε στο χτένι και δεν θα φτάσει ποτέ. Έγινε ευρωπαϊκός τελικός με ελληνική ομάδα εδώ και εμείς σκεφτόμασταν να μην συναντηθούν οπαδοί του Ολυμπιακού με της ΑΕΚ αντί να είναι όλη η Ελλάδα έξω από το γήπεδο»...
Στην Κηφισιά, ο 29χρονος ποδοσφαιριστής βρήκε κατά μία έννοια την Ιθάκη του, με τους ανθρώπους του κλαμπ να παίζουν μεγάλο ρόλο στο να δεθεί ακόμη περισσότερο με αυτό.
Όπως λέει, «η Κηφισιά δεν με αντιμετώπισε σαν χρήματα, εγώ έχω πολύ καλή σχέση με την οικογένεια Πρίτσα, δεν είμαστε εργοδότης και παίκτης. Όπως και με τον Στέφανο τον Κοτσόλη, τον ξέρω πόσα χρόνια και έχουμε άριστη σχέση, ήμουν επιλογή του. Τον κ. Πρίτσα και τα παιδιά του τους έχω σαν οικογένειά μου. Ό,τι χρειαζόμουν, σήκωνα το τηλέφωνο και ήταν ο αμέσως επόμενος μετά τον πατέρα μου.
Είναι ο άνθρωπος που βρέθηκα μαζί του πριν από λίγο καιρό και μου είπε ότι εγώ θέλω το καλύτερο δυνατό για σένα, να εξαργυρώσεις τη χρονιά σου, να πας, ενώ έχω ακόμα έναν χρόνο συμβόλαιο, στην καλύτερη επιλογή που μπορείς, να πάρεις τα περισσότερα χρήματα που μπορείς να καρπωθείς για τη δική σου χρονιά σε ατομικό επίπεδο γιατί εμένα αυτή θα είναι η χαρά μου, γιατί σε έχω σαν παιδί μου. Να τα ακούς αυτά από έναν πρόεδρο, που θα μπορούσε να πει να κερδίσω δύο δραχμές από τον Αλέξανδρο γιατί έκανε καλά ματς ή να μην τον αφήσω να φύγει για να τον κρατήσω εδώ στη Β’ Εθνική.
Του είπα ότι επειδή έφτασα 30 και έχω οικογένεια θέλω να εξαργυρώσω τη χρονιά και να πάρω ένα καλό συμβόλαιο που δεν έχω καταφέρει μέχρι τώρα να το πάρω. Έχω φτάσει 30 και δεν έχω πάρει χρήματα από το ποδόσφαιρο όπως τα φαντάζεται ο κόσμος. Και πριν προλάβω να του εκμυστηρευτώ τις σκέψεις μου, μου είπε ότι θέλει να κάνω την καλύτερη επιλογή, “να πάρεις τα περισσότερα χρήματα και αν χρειαστεί θα πάρω εγώ τηλέφωνο σε ομάδες, θα σε βοηθήσω”.
Του είπα ότι ήρθα εδώ και ήθελα να σου πω ότι ιδανικά δεν θα ήθελα να κάτσω στη Β’ Εθνική γιατί έφτασα 30 και την έχω ζήσει την κατηγορία, θα ήταν πισωγύρισμα για μένα. Κι όμως μου είπε όλα αυτά μόνος του. Γι’ αυτό σου λέω, είναι οικογένεια, έτσι σου μιλάει ο πατέρας σου. Μου είπε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να μιλάω με ατζέντηδες, με ομάδες στο εξωτερικό, θα είμαι ο πρώτος που θα χαρεί. Σας το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα...
Δεν θέλω να παίξω στη Β’ Εθνική πια, δεν θέλω να ακουστεί άσχημα. Αλλά εγώ δεν έχω άλλα να δώσω στην κατηγορία αυτή, έκανα τέσσερις ανόδους, έπαιξα πέντε χρόνια εκεί. Έχω δει και έχω κάνει τα πάντα, δεν θα μπορούν να μου δώσουν και αυτά που θέλω. Δεν είμαι πια 20 ετών να μην κοιτάζω το βιοποριστικό.
Αν έρθει μια ομάδα των πρώτων θέσεων της βαθμολογίας είναι διαφορετικά. Αν με προσεγγίσει μία των πιο χαμηλών, για Νο2 δεν θα πήγαινα. Θα πήγαινα αν μου έλεγαν ότι θα είμαστε δύο τερματοφύλακες και θα παίξει ο καλύτερος – αρκεί να μου το έδειχναν και εμπράκτως, με χρήματα. Γιατί πάντα είναι πιο εύκολο να παίξει αυτός που έχει μεγαλύτερο συμβόλαιο».
Ενθυμούμενος τη σεζόν και τις 24 συμμετοχές του, όταν του ζητήθηκε να ξεχωρίσει τις σημαντικότερες επεμβάσεις του, κατέληξε ότι «ήταν με ΟΦΗ το πέναλτι στο τέλος, με την ΑΕΚ του Γκαρσία μετά από δική μου λανθασμένη αντίδραση. Έγινε η σέντρα του Ελίασον, βγήκα να καθαρίσω και μου έφυγε, έμεινε ζωντανή η μπάλα και έκανε επί τόπου σουτ ο Λιβάι και μου βγήκε ότι πρέπει να το σώσω και το έκανα με το πόδι, δεν ξέρω κι εγώ πώς την είχα κάνει»!
Αναφορικά δε με τους καλύτερους σέντερ φορ που αντιμετώπισε, τόνισε πως «ο Λιβάι Γκαρσία είναι μόνιμη πηγή κινδύνου, είναι και πολύ αθλητικός, αν δεν είχε τραυματισμούς φέτος... Έχω δεχτεί γκολ μόνο με κεφαλιά από εκείνον, πρέπει να έχω κάνει 15 επεμβάσεις σε προσπάθειες από τα πόδια, σε πέναλτι και μου έχει βάλει δύο γκολ με το κεφάλι!
Ο Μορόν είναι τρομερά κινητικός, δημιουργεί μόνος του φάσεις, πρέπει να είσαι 200% alert όταν η μπάλα πλησιάζει εκείνον, όχι όταν την πάρει. Τότε είναι αργά, έχει ήδη αποφασίσει τι θα κάνει. Το γυριστό στον Κοτάρσκι, έχει πει πριν σεντράρει ο Οντουμπάτζο ότι θα κάνει γυριστό χωρίς να βλέπει».
«Λέω όχι τέτοια πράγματα από εσάς, στον αγωνιστικό χώρο. Μου λέει γιατί, τι είπα; Του λέω ξέρετε πολύ καλά τι είπατε. Λέει δεν το είπα εγώ, το είπε αυτός. Και μου δείχνει τον φροντιστή της ομάδας του».
Δυστυχώς, μεταξύ των αναμνήσεων που άφησε η αγωνιστική χρονιά, ήταν και η ρατσιστική επίθεση κατά του συμπαίκτη του, Αντρέα Τετέι, στο εντός έδρας ματς με τον Βόλο.
Με δικά του λόγια, «η μόνη λέξη που μπορώ να χρησιμοποιήσω είναι αδιανόητο. Εν έτει 2024 να γίνονται ρατσιστικές επιθέσεις, να λες μαϊμού έναν άνθρωπο για το χρώμα του δέρματός του. Που ο Αντρέας είναι πολύ περισσότερο Έλληνας από αυτούς που τον έχουν βρίσει και μπορώ να στο εγγυηθώ. Κι όχι μόνο επειδή έχει γεννηθεί εδώ, μιλάει άπταιστα ελληνικά και λειτουργεί σαν Έλληνας. Ξέρει περισσότερα πράγματα, τον άνθρωπο δεν τον κάνει Έλληνα μόνο το πού έχει γεννηθεί. Μιλάς για ένα θέμα πολιτικό ή οικονομικό, ξέρει πιο πολλά από σένα.
Ήμουν στον πάγκο, ακριβώς σε εκείνη την εστία και πήγα να εκτελέσω εγώ το φάουλ. Άκουσα όλον τον διάλογο και ήμουν ο πρώτος που απάντησε. Λέω όχι τέτοια πράγματα από εσάς, στον αγωνιστικό χώρο. Μου λέει γιατί, τι είπα; Του λέω ξέρετε πολύ καλά τι είπατε. Λέει δεν το είπα εγώ, το είπε αυτός. Και μου δείχνει τον φροντιστή της ομάδας του. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Τον επηρέασε αυτό τον Αντρέα. Σε πιάνει το γαμώτο, το πεθάναν το παιδί, έχανε προπονήσεις για να πάει να καταθέσει και να παρακολουθεί πράγματα τριτοκοσμικά. Είχα πει ότι αν χρειαστεί να καταθέσω, θα πάω. Αλλά δεν χρειάστηκε, όλα πήραν τον δρόμο τους».
Συζητώντας για τους τερματοφύλακες του πρωταθλήματος, δεν δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει μερικούς συναδέλφους τους, εκφράζοντας παράλληλά το παράπονό του αναφορικά με τους Έλληνες.
«Πολύ ολοκληρωμένος και σε πολύ καλή ηλικία ο Κοτάρσκι, πολύ σταθερός και φέτος ο Κουέστα, πολύ ανεβασμένος είναι τελευταία ο Τζολάκης. Φαντάσου τι δουλειά έχει γίνει για να είναι έτοιμος τώρα ο Τζολάκης. Και δεν είναι μόνο τα πέναλτι, δεν είναι αυτά τα κριτήριά μου. Έχει κάνει πολύ καλές επεμβάσεις και στα ματς, είναι βελτιωμένος με τα πόδια του, βγάζει εμπειρία. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να κουβαλήσεις τον Ολυμπιακό στην πλάτη σου.
Το μαράζι μου είναι οι Έλληνες, θέλω να παίζουν οι Έλληνες. Ο Μανδάς παίζει στη Λάτσιο, στην Ελλάδα άκουγα ότι έχει πάρει τόσες ευκαιρίες, ότι δεν κάνει, ότι κρεμάει την ομάδα του. Και όχι στα καφενεία, από ανθρώπους του ποδοσφαίρου.
Και με τον Γιάννη τον Νικοπολίδη χάρηκα, δεν έχει να κάνει ότι μπορεί να παίξει στη θέση μου, ποτέ δεν το έβλεπα έτσι, έχουμε πολύ καλή σχέση. Εγώ μια ζωή με τους τερματοφύλακες ήμουν στο ίδιο δωμάτιο. Με τον Κουέστα, τον Διούδη, τον Κοτσόλη. Ο Στέφανος με έφερε και στην Κηφισιά. Έχει κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά για να μπορεί να λειτουργεί η ομάδα σε τρομερά επαγγελματικά επίπεδα. Κι εμένα με έχει βοηθήσει πάρα πολύ και με έχει στηρίξει», ανέφερε.
Ακολούθως, μέσω ερωτήσεων για τα πρώτα του χρόνια στο ποδόσφαιρο, φτάσαμε από τον Παναθηναϊκό στους... Έλληνες φορ!
Με δικά του λόγια, «μπάλα έπαιζα από τα πέντε μου, στην ακαδημία του Βάντσικ που μετά πήγε μαζί με αυτή του Βαζέχα στον Γέρακα. Στο σχολείο ή και στο 5x5 με φίλους μέσα παίζω, έχω τρέλα. Και παίζω και πολύ καλά.
Στον Παναθηναϊκό έκανα δοκιμαστικά και με πήραν. Πήγα εκεί γιατί είχα έναν φίλο χρόνια, τον Σπύρο τον Ρισβάνη, που πήγε λίγο πριν από μένα και μου είπε έλα, δοκιμάζουν τερματοφύλακες.
Δασκάλους είχα πολλά χρόνια τον κ. Αγριογιάννη, τρομερός στη δουλειά του και πολύ καλός άνθρωπος, και τον Βαγγέλη τον Λάππα, που συνεργάστηκα ξανά στην Κηφισιά, επίσης πολύ καλός άνθρωπος και δουλευταράς.
Γίνεται καλή δουλειά, δεν είναι θέση που πονάμε, μένουν εκτός καλοί τερματοφύλακες στην Εθνική.
Πονάμε στα φορ, ο Φώτης ο Ιωαννίδης έχει κάνει μια τρομερή χρονιά, δείχνει πως είναι κάτι διαφορετικό, είχαμε καιρό να δούμε κάτι τέτοιο. Έχουμε συγκεκριμένες επιλογές για τα φορ. Είναι 4-5 άτομα, Γιακουμάκης, Παυλίδης, Δουβίκας και Ιωαννίδης, δεν θα βρεις άλλους».
Όντας έτοιμος να κλείσει τα 30 του χρόνια, ο Αλέξανδρος Αναγνωστόπουλος μπορεί να κοιτάξει πίσω και να δει μια μακρά καριέρα. Ερωτώμενος για το αν θεωρεί πως υπήρξε κάποια επιλογή του που μετάνιωσε, εξήγησε πως «όλες οι επιλογές μας κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Το μόνο που ίσως θα άλλαζα, και αυτό βάσει αποτελέσματος, είναι όταν έφυγα από τον Άρη ενώ είχα συμβόλαιο, και μάλιστα διπλάσιο από αυτό στον Απόλλωνα Σμύρνης, όπου πήγα για να παίξω.
Έφυγα από την Α’ Εθνική όπου ήμουν πίσω από τον Κουέστα για να πάω στη Β’ και τον Απόλλωνα όπου δεν έπαιξα ενώ το άξιζα κιόλας. Άφησα ένα συμβόλαιο στον Άρη όπου ήμουν Νο2, με είχε εμπιστευτεί ο Σάββας ο Παντελίδης σαν δεύτερο. Και έφυγα για να κάνω τον Νο2 στον Απόλλωνα στη Super League 2. Και ήταν η χρονιά που έπαιξε και ο Τσιλιγγίρης και έκανε μεταγραφή στον ΑΠΟΕΛ. Όσο ήμουν στον Άρη, ο Κουέστα δεν είχε ανεβάσει ούτε δέκατα, εκείνη τη σεζόν έπαθε εξάρθρωση ώμου και έμεινε τέσσερις μήνες έξω.
Έπαιξε ο Έμαν, που έδειξε ότι δεν μπορούσε να σταθεί στον Άρη. Ο Τσιλιγγίρης ήταν τρίτος, πήρε κάποιες ευκαιρίες, είχε κάνει μεγάλο ματς στο ΟΑΚΑ με την ΑΕΚ και είχε πάει μετά στον ΑΠΟΕΛ με συμβόλαιο ζωής. Κι εγώ επέλεξα να κάνω το Νο2 στη Β’ κατηγορία... Και εκείνη τη χρονιά ήταν που εμφανίστηκε και ο Covid και έφτασα σε σημείο να σκεφτώ να σταματήσω την μπάλα. Είχε σταματήσει το πρωτάθλημα, παίξαμε λίγα ματς. Πήρα τελικά αγώνες, μισούς μισούς με τον Χουάντερσον. Αλλά ήταν χρονιά στράφι, μια επιλογή που δεν μου βγήκε στο ελάχιστο».
«Έπαιξα φέτος σε δύο έδρες που έχω περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου και το καλύτερο που άκουσα ήταν να πεθάνει όποιος αγαπάω».
Με τη συνέντευξη να γίνεται τις μέρες που ήταν προγραμματισμένος και ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδας Betsson στο άδειο Πανθεσσαλικό Στάδιο, η συζήτηση πήγε και στο ζήτημα των οπαδών. Όπως είπε, «ακούω πολύ συχνά πως η Κηφισιά δεν έχει κόσμο αλλά είναι μια ομάδα που είναι πάρα πολλά χρόνια, έχει διακρίσεις και σε άλλα αθλήματα, δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο. Έχει μπάσκετ, έχει στίβο, ο Μίλτος ο Τεντόγλου είναι από την Κηφισιά, ένας άνθρωπος που υποστηρίζει την ομάδα δεν είναι μόνο για το ένα άθλημα, είναι για ό,τι συνεπάγεται το κλαμπ.
Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ξέρει όλος ο κόσμος γιατί ακούγονται πολλά πράγματα και δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε μάθει να κρίνουμε αρνητικά, θέλουμε να τα ισοπεδώνουμε όλα.
Δεν έχουμε μάθει στο υγιές, ούτε να εκτιμάμε. Έπαιξα φέτος σε δύο έδρες που έχω περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου, στη Λεωφόρο και στο Βικελίδης και το καλύτερο που άκουσα ήταν να πεθάνει όποιος αγαπάω. Από μια ομάδα που βοήθησα να ανέβει κατηγορία και από μια άλλη στην οποία έπαιζε από οκτώ ετών, ανδρώθηκα εκεί, με μηδαμινά χρήματα, έδινα τη ζωή μου. Και επειδή δεν πήρα την ευκαιρία μου αποχώρησα.
Και γύρισα πίσω, εκεί που πίστευα ότι έχω αφήσει φίλους και όχι χειροκρότημα δεν άκουσα, άκουσα τα χειρότερα. Μέχρι και σύνθημα φώναξαν. Εκεί είπα τέλος, δεν εκτιμά κανείς τίποτα, όλοι ξεχνούν στο βωμό της νίκης της ομάδας τους.
Ότι δεν έπρεπε να παίξω καλά επειδή είχα περάσει κάποτε από τις ομάδες τους. Αυτή είναι η νοοτροπία της Ελλάδας. Ότι αφού περασα κάποια χρόνια εκεί, πρέπει να κάτσω να χάσω. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι εγώ ζω από αυτό».
Τέλος, στην ερώτηση για το τι κάνει στον ελεύθερό του χρόνο, δεν αποκρίθηκε όπως συμβαίνει συχνά, με... Netflix και ταινίες, αλλά αναφέρθηκε στο πάθος του για τα σκυλιά αλλά και το μπάσκετ!
Με δικά του λόγια, «έχω δύο πολύ ωραία σκυλάκια, είμαι πολύ φιλόζωος, είμαι εθελοντής σε καταφύγια, προσπαθώ να συμμετέχω ενεργά. Να βοηθάω με τροφές, με φάρμακα, με λεφτά, με ό,τι χρειάζεται. Το ένα το πήρα από τη Σπάρτη, για το οποίο είχε ανεβάσει η Εριέττα Κούρκουλου με νεκρά σκυλιά σε καταφύγιο και το έκλεισε με δική της καταγγελία.
Πήγα εκεί, είδα ένα σκυλί ταλαιπωρημένο, θα πέθαινε, και το πήρα. Και το άλλο το είχα πάρει από το Μάτι, στις φωτιές. Γενικά είμαι πολύ κάθετος κατά της άποψης της αγοράς σκύλου, είναι αμαρτία, όποιος το κάνει, ας έρθει μαζί μου μια βόλτα και μετά ας πάει αν είναι ηθικά και συναισθηματικά σαν άνθρωπος εντάξει και ας βγάλει λεφτά από την τσέπη του για να αγοράσει ένα σκυλί. Που κι αυτό γίνεται υπό πολύ άσχημες συνθήκες, με αιμομοξίες, που μπορεί μια σκυλίτσα να πεθάνει μέχρι να γεννήσει 50 κουτάβια.
Η νομοθεσία για τα σκυλιά στην Ελλάδα είναι εδώ και έναν χρόνο, ξαφνικά είναι κακούργημα να κακοποιήσεις, να σκοτώσεις ένα σκυλί. Έχει ποινή φυλάκισης. Αυτό έπρεπε να είναι δεδομένο, υπάρχουν σκυλιά φύλακες, οδηγοί, σκυλιά που φροντίζουν ανθρώπους.
Παίζω καλύτερα μπάσκετ από ποδόσφαιρο, κάτι δεν έκανα σωστά. Έπρεπε να έχω γίνει μπασκετμπολίστας, ξεκάθαρα. Είμαι aggressive! Να σε παίξω ποστ με πλάτη (σ.σ. γέλια)... Είμαι στιλ Μάικ Τζέιμς, ρώτα τον Κοτσόλη, ξέρει»...
*Θερμές ευχαριστίες στο Godmama's Yard στο Περιστέρι για τη φιλοξενία. ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube