Σαν τη σταγόνα της βροχής που σε παιδεύει, σαν τη νιφάδα του χιονιού που εσύ λατρεύεις. Και σαν τη μέρα που δεν θέλεις να τη ζήσεις, θα μετανιώσεις όταν δεν θα προχωρήσεις.
Και τα Χριστούγεννα που έρχονται με αγάπη, αλλά δεν θες να σηκωθείς από το κρεβάτι, και η χαρά της αλλαγής του χρόνου να’ τη, γιορτές και κάλαντα σου αφήνουν αμανάτι…
Ποίηση και μαλακίες. Αυτό είναι το Blood and the city.
Chronicles of…
Το που και το πότε δεν είχαν ποτέ σημασία. Αντίθετα, αυτό που μετράει είναι το γιατί και κυρίως το πώς. Η απελευθέρωση από την αναζήτηση του μετά και τη νοσταλγία του πριν, μας φέρνει στο τώρα. Αλλά και πάλι… Το «τώρα» είναι σχετικό. Διαφέρει για τον καθένα. Μπορεί να αναφέρεται σε μία στιγμή που έζησες και δεν θες να ξεφύγεις ποτέ από αυτήν. Για σένα, εκείνη ακριβώς η στιγμή, θα είναι για πάντα το τώρα. Οπότε ας μη μπλέξουμε με τους χρονικούς προσδιορισμούς, αφού κανένας από τους δυο μας δεν θα βγει κερδισμένος. Φαντάζομαι ότι συμφωνείς.
Κι αν δεν συμφωνείς, well, as my grandpa used to say: “don’t treat something like it’s yours to treat, you’ll soon realize that you’d never really had it”. Τώρα το γιατί ο παππούς μου αν και βέρος καλαματιανός με τη μουστάκα του και τα όλα του, μου έδινε τις συμβουλές του, με άψογη προφορά αμερικανικού Νότου δεν θα το καταλάβω ποτέ.
Χρονικοί προσδιορισμοί και μαλακιές. Αυτό είναι το Blood and And the city.
It happened in Christmas
Μισοζαλισμένος να το πω; Μισολιπόθυμος να το πω; Μισοκοιμισμένος να το πω; Όπως και να το πω περιλαμβάνει μια κατάσταση στην οποία το μυαλό μου ήθελε να λειτουργήσει, αλλά το κουράγιο που χρειαζόταν για να δώσει ώθηση σε όλα τα υπόλοιπα μέλη του σώματος για να κινηθούν είχε εξανεμιστεί. Όχι γιατί έσκαβα. Ούτε γιατί είχα να κοιμηθώ πολλές μέρες. Αντίθετα μάλιστα. Η τελευταία φορά που είχα σκάψει το οτιδήποτε, ήταν για να προσπαθήσω να φτιάξω μία γιγαντιαία γούβα στην παραλία, που θα την κάλυπτα με μία πετσέτα και θα παρατηρούσα τους άλλους να πέφτουν μέσα.
Ο πρώτος τελικά που έπεσε μέσα ήμουν εγώ και δυσκολεύτηκα πολύ να βρω κάποιον να με βγάλει έξω, αφού οι υπόλοιποι που ήταν μαζί μου έβρισκαν πιο ενδιαφέρον το να προσπαθούν να με πετύχουν με μικρές πέτρες, που όσο κι αν φαίνονται λείες και ακίνδυνες λόγω της έκθεσης στο νερό και τον ήλιο, πονάνε πολύ όταν έρχονται καταπάνω σου σε μικρές ομάδες των 7-8.
Ούτε με τον ύπνο είχα πρόβλημα. Οι 18 από τις 24 ώρες της ημέρας τον τελευταίο καιρό ήταν αφιερωμένες σε αυτόν. Μπορεί η καρέκλα του γραφείου να ήταν άβολη και να μου είχε δημιουργήσει πρόβλημα στη μέση, που θα το ξεπερνούσα μόνο με γυμναστική, που δεν είχα όμως σκοπό να κάνω, ούτε αν με έδεναν πάνω σε ένα φάρο την ώρα που ο Ποσειδώνας έβγαινε από τη θάλασσα και αποφάσιζε να τρυπήσει με την τρίαινα του όσους είναι δεμένους πάνω σε ένα φάρο… αλλά παρόλα αυτά ο χώρος μου προσέφερε ησυχία.
Γιατί ήμουν μισό-ζαλισμένο-λιπόθυμο-κοιμισμένος λοιπόν; Τα τρία άδεια μπουκάλια ουίσκι δίπλα μου ίσως να έδιναν την εξήγηση. Για να είμαι ειλικρινής και χωρίς ίσως, τα τρία άδεια μπουκάλια ουίσκι ήταν σίγουρα η εξήγηση. Μια άλλη εξήγηση που έψαχνα απελπισμένα να βρω μέσα στο μυαλό μου, ήταν το γιατί προσπαθούσα να καταστρέψω όλα τα εγκεφαλικά μου κύτταρα με τόσο αλκοόλ. Δεν μπορούσα όμως να θυμηθώ τίποτα. Έτσι συνέχισα να βρίσκομαι σε αυτή την κατάσταση για πολύ ώρα ακόμα. Δεν είχα διάθεση να κάνω τίποτα.
«Σκούντα τον» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Σκούντα τον, αλλιώς δεν πρόκειται να ξυπνήσει». Ο Jesse James ούτε καν σάλεψε πάνω στο ράφι του. Κρατούσε στα χέρια του ένα περιοδικό και είχε παραμείνει στην ίδια σελίδα για πάνω από μισή ώρα. «Γιατί δεν τον σκουντάς ρε παιδάκι μου, πρέπει να σας πω κάτι πολύ σημαντικό».
«Αν συνεχίσεις να με ενοχλείς θα πάρω αυτή τη γραβάτα που φοράς, που ανάθεμα αν μπορώ να διανοηθώ πόσο άθλια είναι, θα στην τυλίξω από το λαιμό και θα σε κρεμάσω στο φωτιστικό» είπε ο Jesse James χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το περιοδικό.
«Πρώτον. Η γραβάτα μου έκανε θραύση. Και δεύτερον το φωτιστικό το είχαμε πάρει από τα ΙΚΕΑ. Μόνο το δάχτυλο μου να ακουμπήσω πάνω θα πέσει». Ο νεαρός συνάδελφος έβγαζε μία πρωτόγνωρη για αυτόν αυτοπεποίθηση στον τρόπο που μίλαγε. Το πιο πιθανό ήταν να του είχε δώσει κάποιος ένα ποτήρι κρασί. Δεν χρειαζόταν παραπάνω για να αρχίσει να κελαηδαεί. Αντίθετα στο δεύτερο ποτήρι έπεφτε ξερός. Τους άκουγα να μιλάνε με τα μάτια κλειστά. Ήμουν σίγουρος ότι είχαν πιστέψει ότι βρισκόμουν σε κωματώδη κατάσταση. Δεν ξέρω αν θα είχα τη δυνατότητα να κουνηθώ, αφού το hangover ήταν κάτι παραπάνω από τεράστιο, αλλά παρόλα αυτά είχα καταφέρει να τους ξεγελάσω. Παρέμενα ένας πολύ καλός ψεύτης όταν το ήθελα. Και συνήθως το ήθελα.
«Δεν κοιμάται. Κάνει ότι κοιμάται και νομίζει κιόλας ότι τον έχουμε πιστέψει» είπε ο Jesse James.
Καταραμένε λούτρινε σκύλε. Με μυριζόταν από μίλια μακριά. Δεν θα του έκανα τη χάρη να τον δικαιώσω. Δεν θα άνοιγα τα μάτια μου μέχρι να με πιστέψουν. Στο κάτω κάτω είχα σημαντικότερα πράγματα να σκεφτώ. Θα προσπαθούσα να θυμηθώ γιατί μεθούσα συνέχεια. Ποιος είναι ο λόγος; Ποια είναι η αφορμή;
«Το χειρότερο που κάνει είναι ότι προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν θυμάται για ποιο λόγο μεθάει. Αφού ξέρει πολύ καλά ο μαλάκας. Άσε που το στυλάκι Νίκολας Κέιτζ, στο Leaving Las Vegas, δεν του πάει. Μετά από κάθε δεύτερο ποτό τρώει τρία κομμάτια πίτσα για να μην τον πειράξει. Εκτός από ψεύτης λοιπόν είναι και μαλάκας» είπε ο Jesse James στον νεαρό συνάδελφο, χωρίς να πάρει ούτε για δευτερόλεπτο το βλέμμα του από το περιοδικό.
«Ναι αλλά σκούντα τον. Έχουμε δουλειά να κάνουμε, και τι κοιτάς τόση ώρα σε αυτό το περιοδικό;»
«Είμαι σίγουρος ότι το 7 κάθετα δεν είναι φανουρόπιτα».
«Και τι είναι;»
«Πάντως σίγουρα δεν είναι φανουρόπιτα».
Ωραία. Είχαν βρει κάτι για να ασχολούνται οπότε ίσως να με άφηναν στη ησυχία μου. Ίσως. Πως πέρασε έτσι γρήγορα η χρονιά δεν θα το καταλάβαινα ποτέ. Αλλά ακόμα και να μην ήθελα να το αποδεχτώ, αυτό το καταραμένο το εορταστικό κλίμα με τα λαμπάκια και τους αγιοβασίληδες θα ήταν εκεί για να μου το υπενθυμίζει, κάθε φορά που θα περπάταγα στους δρόμους. Υπήρχε όμως λύση. Να μην έβγαινα στο δρόμο. Αλλά πως θα προμηθευόμουν τα απαραίτητα; Δεν χρειαζόμουν πολλά, μόνο ουίσκι και πατατάκια μπάρμπεκιου. Αλλά και πάλι έπρεπε να πάω έξω να τα πάρω. Και δεν είχα καμία διάθεση.
Τους άκουσα να ψιθυρίζουν πάλι. Κάτι σκάρωναν.
«Φιιιιιιιιιιιιιιιιιιδι». Η κραυγή του νεαρού συνάδελφου «έσκισε» τη σιωπή του γραφείου. Πετάχτηκα από την καρέκλα σαν ελατήριο. Λίγα ήταν τα πράγματα που φοβόμουν σε αυτή τη ζωή. Το ένα που μπορούσα να θυμηθώ με πρόχειρη σκέψη, ήταν οι τύποι που πουλάνε κάστανα. Πάντα είχα την εντύπωση ότι κάποιο ύπουλο παιχνίδι παίζουν και δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο ήταν αυτό. Το άλλο ήταν σίγουρα τα φίδια. Έτσι πετάχτηκα από την καρέκλα. Τινάχτηκα πέρα δώθε. Ψαχούλεψα τον εαυτό μου από πάνω μέχρι κάτω για να σιγουρευτώ ότι το φίδι δεν ήταν πάνω μου. Τελικά προσπάθησα να επαναφέρω την ανάσα μου σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Και τότε με χτύπησε το hangover…
«Είσαι περισσότερο βλαμμένος από όσο νόμιζα τελικά» είπε ο Jesse James χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το περιοδικό. Γύρισα και τον είδα να κάθεται πάνω στο ράφι του. Τι γαμημένος πονοκέφαλος ήταν αυτός. Μετά γύρισα προς τον νεαρό συνάδελφο. Φορούσε τα καλά του λες και ερχόταν από πανηγύρι. Και η γραβάτα που φορούσε ήταν άθλια.
«Μα καλά, πίστεψες όντως ότι υπάρχει φίδι στο γραφείο;». Αφού είχε καταφέρει ο νεαρός συνάδελφος να με ξεγελάσει, τότε μάλλον η κατάσταση μου ήταν χειρότερη από όσο νόμιζα. Και ακόμα δεν μπορούσα να θυμηθώ για ποιο λόγο το είχα ρίξει στις απόπειρες αυτοκτονίας με αλκοόλ. Αλλά έπρεπε να γυρίσω την κατάσταση υπέρ μου. Και ο καλύτερος τρόπος ήταν να επιτεθώ.
«Το κατάλαβα ότι δεν υπάρχει φίδι. Απλά ήθελα να δω αν θα τρομάξετε εσείς από την απότομη κίνηση μου».
«Αφού δεν φοβήθηκες δεν έχεις πρόβλημα αν σου πω ότι το φίδι προσπαθεί, όση ώρα μιλάς, να μπει στο παντελόνι σου» είπε ο Jesse James. Αυτή τη φορά τινάχτηκα ακόμα πιο ψηλά, τράκαρα πάνω σε μία καρέκλα σωριάστηκα κάτω και χτύπησα το κεφάλι μου πάνω στο ένα από τα άδεια μπουκάλια.
«Και βλαμμένος και ευκολόπιστος» είπε ο Jesse James. Είχα γίνει περίγελος, έπρεπε να το αποδεχτώ και να το αποδεχτώ σαν άντρας. Να παραδεχτώ την ήττα μου δηλαδή. Δεν το είχα καταφέρει ποτέ μέχρι εκείνη την ώρα. Να παραδεχτώ την ήττα μου δηλαδή. Πάντα έριχνα το φταίξιμο στον άλλον, στον διπλανό, στον τύπο που πουλάει κάστανα, στα φίδια, στην Μεγάλη Άρκτο, στη Μικρή Άρκτο και σε όλους τους γνωστούς στον άνθρωπο αστερισμούς. Έτσι μου ήταν πολύ δύσκολο να παραδεχτώ τώρα την ήττα μου.
«Γιατί είσαι ντυμένος πλασιέ;» είπα στον νεαρό συνάδελφο.
«Δεν είμαι ντυμένος πλασιέ. Είχα πάει σε έναν γάμο. Και ήταν πολύ ωραία αν θες να ξέρεις. Μέχρι και σε σένα θα άρεσε». Όσο ωραία και να ήταν αποκλείεται να μου άρεσε. Οι κοινωνικές εκδηλώσεις τέτοιου τύπου, μου έφερναν συναισθήματα παρόμοια με αυτά που είχα την πρώτη φορά που προσπάθησα να δω ολόκληρη ταινία του Αλμοδοβάρ. Όχι δεν θα μου άρεσε με τίποτα ο γάμος.
«Θα σου άρεσε, θα σου άρεσε. Για να φανταστείς η νύφη και ο γαμπρός χόρεψαν τραγούδι από αυτούς τους παππούδες με τα μαλλιά που ακούς. Αυτούς που το όνομα τους μοιάζει με το ρεύμα».
«Αλήθεια; ΑC/DC; Ποιο τραγούδι; Άστο ξέρω. Το long way to the top».
«Όχι όχι. Το άλλο. Αυτό για τους Thundercats»
«Τι;»
«Αυτό που λέει Thu-nder, Thu-nder, Thundercats»
«Σίγα μη λέει και για την Κάντι Κάντι. Και εσύ τι σκατά κοιτάς τόση ώρα σε αυτό το περιοδικό;».
«Είμαι σίγουρος ότι το 7 κάθετα δεν είναι φανουρόπιτα» είπε ο Jesse James.
«Και τι είναι;»
«Πάντως σίγουρα δεν είναι φανουρόπιτα. Και για να χουμε καλό ερώτημα, σου πέρασε το hangover; Θυμήθηκες γιατί μεθάς;». Ο ειρωνικός του τόνος ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής και το να προσπαθώ να σας τον περιγράψω με κάνει να νιώθω σαν συγγραφέα φτηνών γυναικείων μυθιστορημάτων. Ξέρετε αυτά που λένε για « το φλογερό σπαθί του που βρήκε αγαλλίαση στη ζεστή φωλιά της».
«Δεν μου πέρασε και δεν θυμάμαι». Πρέπει να ήταν από τις λίγες φορές που απαντούσα αλήθεια σε δύο συνεχόμενες ερωτήσεις. Εντυπωσιάστηκα με τον εαυτό μου και άφησα να μου ξεφύγει ένα χαμόγελο.
«Που τα πουλάς αυτά ρε κονιόρδε; Θυμάσαι και θυμάσαι πολύ καλά».
«Δεν θυμάμαι». «Θυμάσαι». «Δεν θυμάμαι». «Θυμάσαι». «Δεν θυμάμαι, γαμώ τη γαμημένη αγανάκτηση που με δέρνει». «Θυμάσαι γαμώ τη γαμημένη αγανάκτηση που σε δέρνει».
«Ρε παιδιά, ρε παιδιά. Μη βρίζετε! Χριστούγεννα είναι! Μη βρίζετε ρε παιδιά. Θα βάλω τα κλάματα». Ο νεαρός συνάδελφος ήταν όπως πάντα ευσυγκίνητος.
«Άντε γαμήσου κι εσύ». O Jesse James όπως πάντα δεν ήταν.
Ο νεαρός συνάδελφος περίμενε μέχρι να ηρεμήσει λίγο η ατμόσφαιρα και έκανε ένα βήμα μπροστά. Ήθελε κάτι να μας πει.
«Είστε απαράδεκτοι που δεν έχετε στολίσει. Τι άνθρωποι είστε εσείς. Χριστούγεννα έχουμε. Η γιορτή της αγάπης και της συμφιλίωσης και της αδελφοποίησης και της καλοσύνης…».
«Και του καυτού σεξ με πολλές ιταλίδες ταυτόχρονα ξέχασες» πετάχτηκε ο Jesse James.
«Σωστά. Και του καυτού σεξ με πολλές ιταλίδες ταυτόχρονα και της συντροφικότητας και της ε…. Τι λες μωρέ; Μη με μπερδεύεις! Λοιπόν ακούστε με και αφήστε τις αηδίες. Την ξέρετε εκείνη τη στοιχειωμένη μονοκατοικία δυο στενά πιο πάνω;».
Την ήξερα πολύ καλά εκείνη τη μονοκατοικία. Κάθε φορά που πέρναγα απ’ έξω, με ανατρίχιαζε η καταραμένη. Λίγο τα ξεραμένα λουλούδια στη μικρή αυλή, λίγο η κούνια που έτριζε ενώ πήγαινε πέρα δώθε από τον αέρα και ακόμα περισσότερο το μόνιμο σκοτάδι στο εσωτερικό της. Κάποιος έμενε εκεί μέσα, αυτό ήταν σίγουρο. Αλλά φως δεν είχαμε δει ποτέ. Με ανατρίχιαζε η καταραμένη.
«Ποια στοιχειωμένη ρε χαζούλη. Απλά είναι λίγο απεριποίητη» είπα τελικά.
«Και γιατί κάθε φορά που περνάμε απ’ έξω λες ‘ανατρίχιασα πάλι ρε πούστη μου’;». Αν δεν πεταγόταν ο Jesse James θα έσκαγε.
«Όχι μόνο είναι στοιχειωμένη, αλλά τα τελευταία βράδια υπάρχει και φως. Και ακούγονται και διάφοροι ήχοι. Περίεργοι ήχοι. Και νομίζω ότι ξέρω τι συμβαίνει. Αυτός που είναι μέσα… θέλει να καταστρέψει τα Χριστούγεννα».
O νεαρός συνάδελφος πίστευε πολλές τέτοιες ασυναρτησίες. Πίστευε ότι έπρεπε να κλειδώνει δυο φορές την πόρτα, γιατί με τη μία φορά δεν προφυλασσόταν από τα κακά πνεύματα, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του όταν πέρναγε από εκκλησία, έλεγε φτου φτου σκόρδα για να μη ματιάσει κάποιον και ήμουν σίγουρος ότι πίστευε μέχρι και στον Άγιο Βασίλη, ακόμα και αν δεν το παραδεχόταν. Όποτε ήταν λογικό, ότι αυτή τη στιγμή πίστευε ότι υπάρχει ένας τύπος που προσπαθεί να καταστρέψει τα Χριστούγεννα.
« Εγώ λέω να πάμε να δούμε τι γίνετε. Καιρός να ξεμουδιάσουμε λίγο» . Ο Jesse James άφησε το περιοδικό και κατέβηκε από το ράφι του.
«Τι έγινε με το 7 κάθετα τελικά;».
«Δεν ξέρω, πάντως σίγουρα δεν ήταν φανουρόπιτα. Άντε πάμε».
Δεν ήθελα να πάω πουθενά. Τι σκατά τους είχε πιάσει και τους δύο κι είχαν όρεξη για εξόδους; Δεν ήθελα να πάω πουθενά. Ήθελα μόνο να πιω ένα ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα και να μεθύσω ξανά.
«Θυμήθηκες μήπως γιατί πίνεις;» είπε ο Jesse James. «Όχι…».
«Τότε πάμε, ίσως η βόλτα σε βοηθήσει να θυμηθείς. Ψεύτη».
«Μη με ξαναπείς ψεύτη. Σου λέω δεν θυμάμαι. Έχει μπλοκάρει το μυαλό μου τελείως».
«Γιατί το είχες και ποτέ για να μπλοκάρει. Καραγκιόζη!».
«Μη τσακώνεστε ρε παιδιά».
Αλλά συνεχίσαμε τον τσακωμό για ένα δεκάλεπτο ακόμα. Και στο τέλος τα βρήκαμε και αποφασίσαμε να πάμε στο στοιχειωμένο σπίτι. Μόνο και μόνο για να ηρεμήσει λίγο ο νεαρός συνάδελφος. Βγήκαμε στο δρόμο και η γιορτινή ατμόσφαιρα με χτύπησε κατακούτελα. Δεν σας έχω αναφέρει μέχρι στιγμής ότι ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Και το μόνο που είχα ανάγκη ήταν ένα ποτό ακόμα. Αλλά δεν θυμόμουν γιατί…
Στάσιμον Τραγωδίας με τη συμμετοχή του χορού (ποίηση από τον Άκη Βαΐου):
Γιατί να πίνει; Ποιος ο λόγος; Ποια η αιτία;
Ποιος παίζει στο κεφάλι του παιχνίδια;
Η όψη του σκορπάει αλητεία,
αρκεί να μην αναφερθεί κάτι για φίδια.
Ο λούτρινος περπάταγε στη σκέψη.
Η όψη του σκορπάει αλητεία.
Στο 7 καθέτως όμως έλειπε η λέξη.
Ίσως υπάρχει μες στη μονοκατοικία.
Ο νεαρός σιγοτραγούδαγε στο δρόμο
σαν κάλαντα, σαν θεία λειτουργία.
Τρίζαν τα γόνατα και προμηνύαν τρόμο.
Η όψη του σκορπάει… άλλη μία;
Η όψη του σκορπάει αοριστία.
Η όψη τους σκορπάει αλητεία.
Μα ο κακός των Χριστουγέννων; Ο αλήτης;
Μοιάζει να γράφεται μπροστά τους η ιστορία.
Δίχως ταυτότητα το θύμα και ο θύτης.
Μα είχαν ταυτότητα αυτοί και προχωρήσαν.
Ο συνάδελφος, ο ήρωας κι ο Τζέσι.
Στην τύχη τίποτα ποτέ τους δεν αφήσαν,
βέβαια έτυχε, όχι πως τους αρέσει.
Κι όπως ανέμιζε η γραβάτα στον αέρα
και δεν χωρούσε η φανουρόπιτα στο εφτά
όπως κυλούσε το αλκοόλ νύχτα και μέρα
η συνέχεια έρχεται ολοένα πιο κοντά…
Συνεχίζεται...
Λεπτομέρειες για το πότε θα δημοσιευθεί το δεύτερο μέρος θα μάθετε στη σελίδα του Blood And The City
Υ.Γ. Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Blood_and_the_city@hotmail.gr