Ο Βασίλης Τοροσίδης έκανε τον κύκλο του στον Ολυμπιακό. Ίσως μάλιστα να άργησε να πάρει την απόφαση να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο εξωτερικό.
Η Ξάνθη τον «ανέδειξε», στον Ολυμπιακό αντιλήφθηκε ότι είναι φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα. Μεσούσης της σεζόν, την περίοδο 2006-07 κατηφόρισε στον Πειραιά. Με το καλησπέρα βρήκε θέση στην ενδεκάδα κι από τότε δεν ξαναβγήκε. Πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της εξέδρας και «κόκκινο πανί» για τους αντιπάλους.
Ο δυναμισμός του, τα ηγετικά του χαρακτηριστικά, το πάθος που έβγαζε στο χορτάρι τον έκανε γρήγορα -εκτός από ένα από τα αγαπημένα παιδιά της εξέδρας- τον αρχηγό της ομάδας έπειτα από την αποχώρηση του Αντώνη Νικοπολίδη από την ενεργό δράση.
Με την φανέλα του Ολυμπιακού συνέβαλε στην κατάκτηση 5 πρωταθλημάτων, 3 Κυπέλλων, ενός Σούπερ Καπ, ενώ το 2010 τιμήθηκε με τον τίτλο του καλύτερου Έλληνα ποδοσφαιριστή.
Παράλληλα με την καριέρα του στους «ερυθρόλευκους», ξεκίνησε κι εκείνη στην Εθνική ομάδα, αγωνιζόμενος πότε ως δεξί μπακ και πότε ως αριστερό, παίζοντας πάντα στο κόκκινο κάτι που του στοίχισε αρκετούς τραυματισμούς.
Στην καλή του μέρα, ο Τοροσίδης μπορούσε να αλλάξει την εικόνα του Ολυμπιακού. Κι όταν ήταν συγκεντρωμένος έκανε την διαφορά. Τον τελευταίο καιρό δεν βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση. Έμοιαζε να έχει χάσει το κέφι του. Εκτός από κάποιες αναλαμπές, δεν θύμιζε σε τίποτα τον καλό Τοροσίδη των προηγούμενων χρόνων. Και την ίδια στιγμή ο κόσμος άρχισε να χάνει την υπομονή του όσο το θέμα παρέμενε ανοικτό.
Και την ώρα λοιπόν που άρχισαν να «φουντώνουν» οι συζητήσεις για την παραμονή του ή μη στο λιμάνι και τον Βαγγέλη Μαρινάκη να περιμένει την απάντησή του, ήρθε η πρόταση από το εξωτερικό. Ήταν το κατάλληλο τάιμινγκ.