Το Blood and the City είναι μια φανταστική ιστορία σε συνέχειες, που έκανε πρεμιέρα στο sport-fm.gr, το 2009. Δημοσιευόταν κάθε Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα και η δεύτερη σεζόν ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2010 με σκοπό να συνεχιστεί από τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Επειδή όμως ο τύπος που την σκέφτεται και την παρουσιάζει δεν φημίζεται για την συνέπεια του η συνέχεια έρχεται τελικά με μία μικρή καθυστέρηση, μόλις δύο χρόνων.
Επειδή είναι απόλυτα λογικό πολλοί αναγνώστες να μην έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάμε, όσοι έχετε όρεξη και διάθεση για διάβασμα, εδώ μπορείτε να βρείτε όλες τις περιπέτειες του αθλητικού συντάκτη με τα νεκρά εγκεφαλικά κύτταρα, του Jesse James (του λούτρινου σκύλου που μιλάει) και του νεαρού συνάδελφου.
Χωρίς πολλά λόγια πάμε κατευθείαν στο ζουμί. Αυτό είναι το Blood and the City. Αυτό είναι το πρώτο επεισόδιο της τρίτης σεζόν.
Ιούλιος 2010
Ο νεαρός συνάδελφος ανοιγόκλεισε δύο φορές τα μάτια του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως βρέθηκε αυτό το πιστόλι στα χέρια του. Σήκωσε το βλέμμα του και προσπάθησε να καταλάβει που βρίσκεται. Ξύλινοι τοίχοι. Μια ανοιχτή πόρτα και έξω μόνο σκοτάδι…
Αντιλαμβάνεται τι έχει κάνει. Θυμάται. Τώρα θυμάται τα πάντα. Ξεσπάει σε λυγμούς. Τα χέρια του τρέμουν. Κοιτάει για τελευταία φορά τους άλλους δύο στο πάτωμα. Στρέφει το όπλο πάνω του.
Από κάπου μακριά ακούστηκε μια σειρήνα…
Ιούνιος 2012 Δωμάτιο 412-Τέταρτος όροφος
Αν αυτή η γυναίκα ξαναμπεί ακριβώς την ίδια ώρα μέσα στο δωμάτιο, ορκίζομαι σε όποιον θεό προσεύχεται ο κόσμος για να του συγχωρέσει τις αμαρτίες, ότι θα την πυροβολήσω πάνω από 46 φορές. Μπορεί να θέλει να κάνει τη δουλειά της, αυτό το καταλαβαίνω, αλλά είναι δύο εβδομάδες τώρα που δεν αργεί ούτε δευτερόλεπτο. Δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος που εκνευρίζομαι με την, σε σημείο αυτισμού, συνέπεια. Και να είμαι όμως δεν με νοιάζει. Κάπως έτσι δεν ξεκίνησαν όλα τα μεγάλα κινήματα; Από έναν άνθρωπο που σκέφτηκε κάτι, το είπε σε κάποιον άλλον, βρήκε θετική ανταπόκριση και στη συνέχεια μαζεύτηκαν πολλοί να δοξάζουν αυτόν που το σκέφτηκε πρώτος; Και μετά πίνουν όλοι μαζί δηλητήριο νομίζοντας ότι έτσι θα βρεθούν στο διαστημόπλοιο που θα τους οδηγήσει μακριά από τη γη;
Τώρα που το ξανασκέφτομαι μάλλον μπερδεύω τα κινήματα με τις αιρέσεις.
Η γυναίκα είναι γύρω στα 40 αλλά δείχνει πολύ μεγαλύτερη. Έχει παρατήσει τον εαυτό της εδώ και καιρό και μαντεύω ότι για αυτό φταίνε τα πάνω από δύο παιδιά της και ο καραφλός άντρας της με την κοιλίτσα και την άσπρη φανέλα, που την έπεισε πριν από χρόνια, ότι ως ζευγάρι εκτέλεσαν την αποστολή τους σε αυτό τον κόσμο, να κάνουν παιδιά δηλαδή και τώρα μπορούν να σαπίσουν με την ησυχία τους και ταυτόχρονα να μιζεριάσουν εμάς τους υπόλοιπους.
Πάει καιρός από την τελευταία φορά που σκέφτηκα θετικά πράγματα για κάποιον και ίσως αυτός ο μισανθρωπισμός που εκδηλώνεται, να φταίει για τις δολοφονικές τάσεις απέναντι στη γυναίκα που την ώρα που σας λέω όσα σας λέω κάνει πάλι την ίδια καταραμένη κίνηση. Χύνει το νερό από το βάζο με τα λουλούδια στη γλάστρα που βρίσκεται στο μικρό μπαλκονάκι, με συνοπτικές διαδικασίες ξαναγεμίζει τα βάζο και το αφήνει πάνω στο κομοδίνο.
«Θα σε σκοτώσω με ακούς; Και το χειρότερο είναι ότι θα το ευχαριστηθώ κιόλας» της φωνάζω. Ως συνήθως δεν μου δίνει καμία σημασία και ολοκληρώνει την πεντάλεπτη επίσκεψη της, ανοίγοντας την τηλεόραση σε εκνευριστικά χαμηλή ένταση. Κλείνει την πόρτα πίσω της με δύναμη και εγώ παλεύω να ακούσω. Δεν τα καταφέρνω και προσπαθώ να στρέψω την προσοχή μου σε κάτι άλλο.
Δεν είναι αλήθεια πολλά τα πράγματα αυτό τον καιρό που μου κινούν την προσοχή. Και όσα τα καταφέρνουν είναι με αρνητικό τρόπο.
Εδώ και μερικές ημέρες τα έχω βάλει με αυτό τον πίνακα που είναι τοποθετημένος ακριβώς απέναντι και κάτω από την τηλεόραση. Έχω μάθει απ’ έξω κάθε του λεπτομέρεια. Απεικονίζει ένα μικρό παιδί που κρατάει το καλάμι του και ψαρεύει σε μια λίμνη. Από τα χρώματα καταλαβαίνω ότι ο ζωγράφος ήθελε να μας δείξει ότι εκείνη την ώρα ο ήλιος δύει.
Αυτό που δεν μας λέει και μπορώ πλέον να το διαπιστώσω, είναι ότι το αγόρι δεν έχει καμία δουλειά, τέτοια ώρα, μόνο του στην εξοχή. Ή δεν έχει γονείς ή έχει φύγει από το σπίτι ή έχει ξεχαστεί και έχει περάσει η ώρα. Πάντως μαντεύω ότι εκτός κι αν είναι γιος εφοπλιστή με ιδιωτική λίμνη και το σπίτι του είναι ακριβώς πίσω (κάτι που δεν πιθανό αν κρίνω από το υπόλοιπο τοπίο) όταν θα φύγει από εκεί και θα προσπαθήσει να επιστρέψει κάτι κακό θα του συμβεί. Κάτι πολύ κακό. Βαρέθηκα όμως με τον πίνακα.
Από το φως του ήλιου καταλαβαίνω ότι η ώρα πρέπει να είναι 11 και 17 το πρωί. Θα ήθελα παρά πολύ πραγματικά να έχω αποκτήσει τέτοια ικανότητα, να διαβάζω δηλαδή την ώρα από το φως, αλλά απλά βλέπω το τεράστιο ηλεκτρονικό ρολόι που βρίσκεται στο κομοδίνο δεξιά μου.
Αυτό με τους μεγάλους κόκκινους αριθμούς που την ημέρα μοιάζουν άκακοι, αλλά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας μπορούν να μεταμορφωθούν στα πιο σουβλερά δόντια. Δεν θα με δαγκώσουν το ξέρω, αλλά μόνο και μόνο η σκέψη μερικές φορές με κάνει να ανατριχιάζω.
Έχω μέρες να δω το φιλαράκι μου. Νομίζω μερικές φορές ότι είναι ο μόνος που με καταλαβαίνει. Είναι ο επιστάτης που πέρναγε κάθε Τρίτη και Πέμπτη. Έχει όμως να φανεί μια εβδομάδα. Μπορεί να έχει πάρει άδεια, μπορεί όμως και να τον έδιωξαν. Δύσκολα θα το μάθω αυτό. Ερχόταν συνήθως μετά τις δέκα το βράδυ άνοιγε την τηλεόραση και καθόταν στη μεγάλη πολυθρόνα δίπλα στην πόρτα. Καθόταν κάθε φορά πάνω από δύο ώρες και νόμιζα ότι μπορούσα να του μιλήσω χωρίς πρόβλημα. Βασικά ήταν ο μόνος που δεν με εκνεύριζε, γι αυτό ίσως να ένιωθα πιο άνετα όταν ήταν στο δωμάτιο. Τα είχε φάει τα ψωμιά του είναι η αλήθεια, αφού ήταν πάνω από 60 χρονών και οι κινήσεις του ήταν αργές και νωχελικές. Πρώτα καθάριζε (πολύ πρόχειρα και πολύ γρήγορα) και μετά άραζε στην πολυθρόνα! Πάντα προτιμούσα τους ανθρώπους που δεν έλεγαν πολλά. Πάντα ήμουν αρνητικός με αυτούς που άνοιγαν κουβέντα χωρίς κάποιον προφανή λόγο.
Πάντα ήμουν τις άποψης ότι πρέπει να μιλάς μόνο όταν έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις και δεν θα άλλαζε αυτή μου η πεποίθηση τώρα.
Το φιλαράκι μου λοιπόν είχε να φανεί πάνω από μια εβδομάδα και όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο μου έμπαινε η σκέψη ότι δεν έλειπε ούτε σε άδεια, ούτε ήταν άρρωστος, ούτε τον είχαν διώξει. Είχε πεθάνει. Αυτό είχε συμβεί. Εδώ και δύο χρόνια δεν είχε λείψει πότε. Είχε πεθάνει.
Η σκέψη αυτή με στεναχώρησε. Και είναι η πρώτη φορά εδώ και καιρό που δεν είμαι νευριασμένος, αλλά θλιμμένος. Ωραία, αυτό μου έλειπε τώρα. Συγχωρήστε πραγματικά αλλά πρέπει να περάσετε έξω.
Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα, θα ήταν να με δει κάποιος στεναχωρημένο. Η πόρτα είναι εκεί δεξιά. Ανοίξτε την, αλλά σας παρακαλώ να την κλείσετε ξανά.
Δεν μπορώ να βλέπω και να ακούω όλο αυτό τον κόσμο που πηγαινοέρχεται στο διάδρομο.
Το πιο ευγενικό από μέρους μου θα ήταν να σας συνοδέψω μέχρι την έξοδο, αλλά, ξέρετε, υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι.
Είμαι σε κώμα εδώ και δύο χρόνια…
(Η συνέχεια την επόμενη εβδομάδα)
Το Blood and the city είναι εβδομαδιαίο. Για όλες τις λεπτομέρειες κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook.
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας… ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube