Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος gamer που δεν έχει αφιερώσει ένα σεβαστό μέρος του χρόνου του σε ένα (ή και περισσότερα) fighting game. Κάτι απόλυτα λογικό, αφού υπάρχουν σαν genre από τα μέσα της δεκαετίας του '80, με τίτλους όπως το Karate Champ της Data East. Βέβαια, η ύπαρξη τους και μόνο δεν ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει την δημοτικότητα που απέκτησαν με το πέρασμα των ετών, αφού η κατηγορία δεν είχε καταφέρει να γνωρίσει ευρεία αναγνώριση.
Όλα αυτά βέβαια μέχρι το τέλος της δεκαετίας, αφού η κυκλοφορία ενός τίτλου θα άλλαζε για πάντα την gaming σκηνή. Το όνομά του, οι πρωταγωνιστές του, ακόμα και οι κινήσεις του έμελλε να γίνουν ένα αναπόσπαστο μέρος όχι μόνο της gaming, αλλά και της σύγχρονης κουλτούρας, γενικότερα. Και αν με τα χρόνια το είδος έγινε... πολυπληθές, ακόμα όλοι ακολουθούν τον δρόμο που αυτό χάραξε. Αυτό δεν είναι άλλο από το Street Fighter.
Όλα ξεκίνησαν όταν η... Konami προσέλαβε τον Yoshiki Okamoto το 1982 στη θέση του δημιουργού (παρ'όλο που ο ίδιος δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτά). Στα δύο επόμενα χρόνια ο Okamoto δημιούργησε τα Time Pilot και Gyruss και αμέσως μετά ζήτησε αύξηση. Η απάντηση της Konami ήταν άμεση καθώς την επόμενη μέρα... απολύθηκε. Δεν έμεινε στην αφάνεια για πολύ όμως, αφού η Capcom κινήθηκε άμεσα για την απόκτησή του, αναθέτοντάς του το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν, αφού πολύ σύντομα έκανε την εμφάνισή του το 1942, ένα από τα πιο γνωστά shooters της arcade εποχής, ωστόσο η Capcom ήθελε να κυκλοφορήσει ένα fighting game που θα έκανε τη διαφορά. Ο Okamoto λοιπόν ανέθεσε τη δουλειά στον Takashi Nishiyama και τον Hiroshi Matsumoto, μαζί με τον -τότε 22χρονο- πολλά υποσχόμενο γραφίστα... Keiji Inafune.
To concept της παραγωγής ήθελε τις μάχες να διεξάγονται ανάμεσα σε δύο αντιπάλους, με τον κάθε έναν να έχει τη δική του ιστορία και προσωπικότητα. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε ο κεντρικός χαρακτήρας Ryu, ο οποίος συμμετέχει σε ένα τουρνουά πολεμικών τεχνών που λαμβάνει χώρα σε πέντε χώρες, αντιμετωπίζοντας δέκα διαφορετικούς αντιπάλους. Το όνομα του πρωταγωνιστή είναι μια ιστορία... ματαιοδοξίας, αφού έτσι προφέρεται η πρώτη συλλαβή του ονόματος Takashi (Nishiyama). Οι παίκτες μπορούσαν να εκτελέσουν τρεις διαφορετικές επιθέσεις με γροθιές και κλοτσιές, ενώ ο συνδυασμός των εντολών καθιστούσε εφικτή την εκτέλεση τριών ειδικών κινήσεων. Αυτές δεν ήταν άλλες από τα -πλέον πασίγνωστα- Hadouken, Shoryuken και Tatsumaki Senpuukyaku. Επιπρόσθετα, ένας δεύτερος παίκτης μπορούσε να συμμετάσχει, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο του μεγαλύτερου αντιπάλου του Ryu, Ken.
Το Street Fighter κυκλοφόρησε το 1987 στα arcade cabinets της εποχής, ενώ η μετάβασή του στα συστήματα οικιακής ψυχαγωγίας έγινε μέσα από ports για τα Commodore 64, ZX Spectrum, Amstrad CPC, αλλά και MS-DOS, Atari ST και Amiga. Η αλήθεια είναι πως δε γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία σε καμία πλατφόρμα, ωστόσο το Street Fighter εισήγαγε ορισμένους από τους θεμελιώδεις μηχανισμούς gameplay για τα fighting games, όπως τα six-button controls και το σύστημα ειδικών εντολών για την επίτευξη ειδικών κινήσεων. Πολύ σύντομα ο Nishiyama -μαζί με τη πλειοψηφία των δημιουργών του Street Fighter- έφυγε από την Capcom και προσελήφθη από την SNK, όπου και συνέχισε να δημιουργεί fighting games. Εκεί δημιούργησε το ανεπίσημο sequel, Fatal Fury. Η ειρωνεία ήταν πως η πλειοψηφία του κοινού και των κριτικών το χαρακτήρισε ως κλώνο του Street Fighter, παρόλα αυτά συνέχισε τη δική του σειρά γνωρίζοντας σχετική επιτυχία.
Διαβάστε τη συνέχεια του αφιερώματος στο Enternity.gr