Blood and the city και στο Facebook: ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 32ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…

Ο διάβολος φιλούσε υπέροχα

Ματιά στο μέλλον

«Λες να υπάρχει τίποτα μετά από εδώ;» λέει ο Jesse James. «Αν δεν υπάρχει, κάτι μου λέει ότι την έχουμε πολύ άσχημα» του απαντάω. Βρισκόμαστε σε ένα σκοτεινό μονοπάτι. Παντού τριγύρω υπάρχουν δέντρα. Πανύψηλα δέντρα. Πως στο διάολο βρεθήκαμε μέσα στο δάσος δεν θα μπορέσω να το καταλάβω. Αλλά και πάλι πολλά ήταν αυτά που δεν μπόρεσα να καταλάβω από την αρχή και όμως συμφώνησα σε αυτά. Συμφωνήσαμε και οι τρείς. Ο νεαρός συνάδελφος είναι ο πιο ήσυχος. Έχει ένα γαλήνιο βλέμμα που δείχνει ότι είναι ο μόνος που αισθάνεται άνετα με αυτή την κατάσταση. Αυτός ήταν που μας πρότεινε αυτή τη λύση και όσο εξωφρενική και αν μας ακούστηκε στην αρχή, δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να την ακολουθήσουμε.

Ο νεαρός συνάδελφος στέκεται στην άκρη του μονοπατιού και παρατηρεί εμένα και τον Jesse James που προσπαθούμε να επαναφέρουμε το μυαλό μας σε πλήρη λειτουργία όσο δύσκολο και να μοιάζει εκείνη τη στιγμή. Τα πανύψηλα δέντρα είναι αποθαρρυντικά όπως και να το κάνεις. Κανείς από τους τρεις μας δεν ήταν ποτέ άνθρωπος της φύσης για να αισθάνεται άνετα σε ένα τέτοιο περιβάλλον μέσα στο σκοτάδι και με τον δρόμο που απλώνεται μπροστά εντελώς άγνωστο.

Ο νεαρός συνάδελφος σκίζει ένα κομμάτι από τη μπλούζα του και το τυλίγει σε ένα χοντρό κλαδί που βρίσκει σπασμένο στο έδαφος.

«Έχεις κανείς σας αναπτήρα;». Ο Jesse James του πετάει έναν από αυτούς τους διαφημιστικούς του Hondos Center. «Είδες που με κορόιδευες; Τώρα πως μπορείς να δικαιολογήσεις τον αναπτήρα;» λέει ο νεαρός συνάδελφος. Ο Jesse James δεν απαντάει. Σκύβει το κεφάλι και με το πόδι του κλοτσάει ελαφρά κάτι πετραδάκια. Δεν έχει όρεξη για αστειάκια. Η διάθεση για χιούμορ τον έχει εγκαταλείψει.

Ο νεαρός συνάδελφος ανάβει την πρόχειρα φτιαγμένη δάδα και μπροστά του φωτίζεται το μονοπάτι. Μοιάζει ατελείωτο αλλά θα πρέπει να το περπατήσουμε. Το που οδηγεί δεν το ξέρουμε ακόμα όμως δεν έχουμε άλλη επιλογή. Ή το μονοπάτι ή μία αιωνιότητα σε αυτή τη γωνία του δάσους χαζεύοντας του σκίουρους και τις κουκουβάγιες. Και είπαμε κανένας από εμάς δεν είναι φυσιολάτρης. Από κάπου μακριά φτάνουν στα αυτιά μας παράξενοι ήχοι. Θα έπαιρνα όρκο ότι κάποιοι από αυτούς μοιάζουν με αλυσίδες που σέρνονται. Το χειρότερο όμως είναι οι πνιχτές κραυγές. Όλα αυτά όμως είναι ακόμα μακριά. Κάτι μου λέει όμως ότι ο προορισμός μας είναι η πηγή των ήχων. Και αν εκεί που πάμε είναι ένα μέρος όπου άνθρωποι είναι δεμένοι με αλυσίδες και βγάζουν κραυγές πόνου τότε σίγουρα δεν πάμε για διακοπές.

Πως φτάσαμε όμως στο σκοτεινό μονοπάτι μέσα στην καρδιά του δάσους. Τι μας οδήγησε εκεί. Μία σειρά από συμπτώσεις που οδήγησαν σε μία σειρά από κινδύνους που οδήγησαν σε μία σειρά από επιλογές που οδήγησαν σε μία σειρά από εξωφρενικά γεγονότα που και αυτά οδήγησαν… Δε γαμιέται όμως. Όπου και να οδήγησαν το θέμα είναι το τώρα. Και το που πάμε. Για εσάς όμως το θέμα είναι το πριν. Και το πώς πήγαμε. Μπέρδεμα ε;

Τρένο

Το τρένο φτάνει στον προορισμό του. Ο χρόνος του ταξιδιού δεν μπορεί να μετρηθεί με κανέναν συμβατικό τρόπο. Ο μοναχικός ταξιδιώτης κατεβαίνει αργά τα σκαλιά. Οι πόρτες του τρένου κλείνουν πίσω του και το ταξίδι ξεκινάει και πάλι. Ο ταξιδιώτης κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό και το μισό φεγγάρι που μοιάζει με διαβολικό χαμόγελο. Κρατάει πάντα στο δεξί του χέρι τη μεταλλική βαλίτσα. Ο σταθμός είναι άδειος. Δεν είναι προσβάσιμος από τον υπόλοιπο κόσμο. Από τα ηχεία που θα έπρεπε κανονικά να ακούγονται ανακοινώσεις για τα δρομολόγια, ξεχύνεται μια μελώδια. Ο ήχος της μοιάζει να έρχεται από πικάπ, ο ταξιδιώτης μπορεί να ακούσει το γρατζούνισμα της βελόνας πάνω στον δίσκο. Ρίχνει μία τελευταία ματιά γύρω του και αρχίζει να περπατάει προς την έξοδο. Περνάει μέσα από την αίθουσα αναμονής, όμως και αυτή είναι άδεια. Η μελωδία από τα ηχεία συνεχίζεται και ο ταξιδιώτης αρχίζει να σιγοτραγουδάει μαζί της, είναι το «the evening train» του Τζόνι Κας.

Βλέπει μπροστά του τη μεγάλη πόρτα που οδηγεί στον προορισμό του. Στον κανονικό κόσμο. Εκεί που έχει να κάνει μια μία σημαντική δουλεία. Δεν θα το κάνει μόνος του απλά θα δώσει λίγη ώθηση. Το βιβλίο που βρίσκεται μέσα στη βαλίτσα έχει την απάντηση. Το ερώτημα θα δημιουργηθεί λίγο αργότερα.

Ο ταξιδιώτης φτάνει μπροστά στη μεγάλη πόρτα. Στέκεται για μερικά δευτερόλεπτα και απλά την κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. Μια συνηθισμένη πόρτα εκ πρώτης όψεως. Παίρνει μία βαθιά ανάσα και την ανοίγει. Το μυαλό του γεμίζει με ήχους. Τα μάτια του γεμίζουν με εικόνες. Δεκάδες άνθρωποι περνάνε από μπροστά του. Βρίσκεται τώρα σε μία μεγάλη αίθουσα αναμονής. Μπορεί να καταλάβει ότι αυτό είναι ένα αεροδρόμιο. Κοιτάει προς τον μεγάλο πίνακα ανακοινώσεων. Δεν ξέρει από πριν ποια είναι η πτήση του, αλλά όταν τη δει στον πίνακα θα το καταλάβει.

Από μία αίθουσα δίπλα σε ένα γκισέ ακούει μία παράξενη συζήτηση. Κανονικά η ακοή του δεν θα έπρεπε να πιάνει τέτοιους ήχους, αλλά είπαμε δεν είναι και ο πιο συνηθισμένος άνθρωπος στον κόσμο.

«Κύριε αυτά κατάσχονται. Δεν ξέρω αν είναι δικά σας ή όχι, πάντως έχουμε τα στοιχεία σας και να περιμένετε έναν έλεγχο στο άμεσο μέλλον».

«Όχι τον εκτοξευτήρα φωτοβολίδων».

«Πάψε ρε, δεν λες πάλι καλά που τη γλυτώσαμε με τις μαλακίες σου και θα μας αφήσουν να πετάξουμε»

«Εγώ στο λέω ότι ο εκτοξευτήρας φωτοβολίδων θα μας χρειαστεί».


Ακούει πεντακάθαρα ολόκληρο τον διάλογο και καταλαβαίνει ότι βρίσκεται στο σωστό σημείο, τη σωστή ώρα. Από τα μεγάφωνα ανακοινώνεται ότι η πτήση για Λονδίνο θα αναχωρήσει κανονικά. Αυτό είναι το αεροπλάνο του.
Πλησιάζει την κοπέλα στον έλεγχο, της δείχνει μία ταυτότητα, κάτι της λέει και αρχίζει να περπατάει τον διάδρομο που οδηγεί στην είσοδο του αεροπλάνου. Χαμογελάει στην αεροσυνοδό που δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ αλλά την έχουν ήδη ειδοποιήσει για την έκτακτη αλλαγή του προγραμματισμού. Μπαίνει στο πιλοτήριο και βάζει μέσα σε ένα ντουλαπάκι τη μεταλλική βαλίτσα του. Λίγη ώρα μετά το αεροπλάνο βρίσκεται ήδη στον αέρα. Παίρνει στα χέρια του το μικρόφωνο επικοινωνίας με την καμπίνα και αρχίζει να μιλάει… «Καλησπέρα σας… (παύση) είμαι ο πιλότος …Καραγιάννης και μαζί πετάμε ήδη (παύση) με προορισμό το Λονδίνο»...

Υπόγειο

Είναι αλήθεια και δεν μπορώ να πω ψέματα με τίποτα. Οι πίτσες μας είχαν κάτσει περίεργα στο στομάχι. Ίσως τελικά να μην ήταν και η πιο ενδεδειγμένη επιλογή για την ώρα. Ο νεαρός συνάδελφος από την άλλη που είχε βολευτεί με τις αγκινάρες της μαμάς του έδειχνε πιο άνετος από εμάς. «Μήπως έχουμε καμία σόδα;» είπε ο Jesse James. Το τελευταίο ανθρακούχο που είχε βρει τον δρόμο του για το ψυγειάκι μου, ήταν μία κοκα κολα βανίλια. Είχα πάθει εξάρτηση από εκείνη την καταραμένη έκδοση της κοκα κόλα πίσω στο μακρινό 2002, αλλά όπως αποδείχθηκε γρήγορα πρέπει να ήμουν ο μόνος, αφού το αναψυκτικό αποσύρθηκε μέσα σε ένα χρόνο και πλέον είμαστε ελάχιστοι αυτοί που το θυμόμαστε με νοσταλγία. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή να φτιάξω ένα γκρουπ στο facebook με τον πανέξυπνο τίτλο «Φέρτε πίσω την κόκα κόλα βανίλια αλλιώς θα πεθάνετε» αλλά στην πορεία της σκέψης μου συνειδητοποίησα ότι το όνομα ήταν λίγο αόριστο. Ποιος θα πέθαινε και γιατί;

«Δεν έχουμε σόδα. Να σου καθαρίσω ένα μήλο;» είπα. «Τελείωσαν τα μήλα, έφαγα το τελευταίο πριν από δύο λεπτά» είπε ο νεαρός συνάδελφος. Μας είχε πιάσει μία μανία τις τελευταίες ημέρες με τα μήλα και όπως όλα τα κολλήματα έτσι και αυτό θα τελείωνε σύντομα. Είναι εκείνο το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν το μυαλό σου δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά. Το πάθος σου για κάτι σε οδηγεί σε πράξεις που σε φυσιολογικές συνθήκες δεν θα φανταζόσουν ότι ήσουν ικανός. Έτσι και εγώ είχα πάει στον μανάβη και έκανα μία εικονική ληστεία. Του είπα να μου βάλει γρήγορα σε μια τσάντα όλα του τα μήλα, απειλώντας τον με ένα αυτοσχέδιο πριόνι. Δεν τα έκλεψα όμως. Στο τέλος του άφησα λεφτά και του είπα και την ατάκα «Keep the change you filthy animal» που πάντα ονειρευόμουν να χρησιμοποιήσω. Το κόλλημα με τα μήλα θα τελείωνε λοιπόν μέχρι να ερχόταν κάτι άλλο εξίσου ανούσιο και παράλληλα διασκεδαστικό. Γιατί τι είναι η ζωή χωρίς τέτοιες μικρές απολαύσεις; Να σας πω εγώ τι είναι. Μια σειρά από τυχαία γεγονότα που οι περισσότεροι βρίσκουν σε αυτά κάποιο μεγάλο νόημα, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ωραιότατο και απόλυτα βολικό παιχνίδι του μυαλού.

Ο Jesse James περπατούσε πέρα δώθε στο ράφι του. Είχα παρατηρήσει εδώ και πολύ καιρό ότι το ράφι έγερνε αλλά κάθε φορά που έλεγα να το φτιάξω κάτι άλλο αποσπούσε την προσοχή μου και στο τέλος το ξέχναγα. Δεν θα αργούσε η μέρα που το ράφι θα έπαιρνε τέτοια κλίση που θα έριχνε τον Jesse κάτω. Αλλά και η δικιά του προσοχή σε τέτοια ζητήματα δεν ήταν καλύτερη. Αυτό που είχε βγάλει σαν συμπέρασμα από την κλίση που είχε πάρει το ράφι, ήταν ότι μάλλον είχε πρόβλημα στα πόδια του. «Γιατί κουτσαίνω;» μου είπε μια μέρα αλλά δεν μπήκα στη διαδικασία να του πω ότι το πρόβλημα δεν ήταν δικό του. Είχε πλάκα να τον παρατηρώ όταν έπαιρνε εκείνο το ύφος της απόγνωσης, αλλά όπως εγώ έτσι και αυτός αμέσως θα σκεφτόταν κάτι άλλο και η προσοχή του θα ξέφευγε από το θέμα. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να το φτιάξω το καταραμένο το ράφι όμως.

«Τι μουρμουράς πάλι;» είπε ο Jesse James στον νεαρό συνάδελφο που καθόταν στη γωνία και έμοιαζε σαν να ψιθυρίζει.

«Ε… τίποτα, τίποτα». Φυσικά και κάτι ψιθύριζε και ας το αρνιόταν. Όταν έλεγε ψέματα γινόταν πιο κόκκινος και από παντζάρι στα ντουζένια του. Και εκείνη τη στιγμή είχαμε μπροστά μας ένα τεράστιο παντζάρι στα ντουζένια του. «Γιατί δεν μας λες ρε παιδάκι μου; Όλη μέρα το ίδιο πράγμα σου λέμε. Τι μουρμουράς;».

Ο νεαρός συνάδελφος σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το κέντρο της αίθουσας. Κοίταζε μία εμένα και μία τον Jesse James. «Είστε σίγουροι ότι θέλετε να μάθετε;» είπε.

«Καλά εγώ δεν καίγομαι κιόλας» είπε ο Jesse James. «Πάψε μωρέ. Άφησε τον να μας πει. Ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να είναι κάτι σημαντικό».

Ο νεαρός συνάδελφος άρχισε να μιλάει. Μας υπενθύμισε (γιατί η αλήθεια είναι ότι το είχαμε ξεχάσει) ότι το φάντασμα του παιδιού από το site τον επισκεπτόταν συχνά. Μας είπε επίσης ότι πλέον δεν έψαχνε για εκδίκηση και είχε συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου του. Με μία ιδέα όμως δεν είχε συμβιβαστεί ακόμα. Με την παρουσία του ακόμα μέσα στον κόσμο των ζωντανών. Αλλά και αυτό θα τελείωνε σύντομα όπως μας είπε ο νεαρός συνάδελφος. Το παιδί από το site (ή μάλλον το φάντασμα του για να το θέσουμε καλύτερα) ήταν συνέχεια δίπλα στον νεαρό συνάδελφο τις τελευταίες ώρες. Και του μιλούσε. Πολλά από αυτά που έλεγε δεν έβγαζαν νόημα και δεν είχαν καμία συνοχή. Ένα πράγμα όμως ήταν ξεκάθαρο.

«Τι είναι ξεκάθαρο μωρέ; Πες μας» είπε ο Jesse James. «Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι το πότε θα μπορεί η ψυχή του να αναπαυθεί και να φύγει από τον κόσμο των ζωντανών». «Όταν πάρει το Μουντιάλ η Αγγλία;» είπα σε μία απόπειρα να ελαφρύνω την κουβέντα. «Μπαααα. Η ψυχή του θα μείνει για πάντα εδώ αν περιμένει αυτό» είπε ο Jesse James που τσίμπησε αμέσως. «Δεν θα σοβαρευτείτε ποτέ; Θέλετε να μάθετε ή όχι».

«ΘΕΛΟΥΜΕ»

Ο νεαρός συνάδελφος έκανε μία παύση μερικών δευτερολέπτων. Κοίταξε το πάτωμα όπως συνήθιζε όταν δυσκολευόταν να πει κάτι και στη συνέχεια σήκωσε το κεφάλι και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το παιδί από το site είπε ότι θα ελευθερωθεί όταν πεθάνουμε. Και οι τρείς. Και ότι αυτό θα γίνει σύντομα». Τι μπορούσαμε να πούμε μετά από αυτό. Η σιωπή μιλάει καλύτερα σε τέτοιες περιπτώσεις. «Αυτό που είναι ακόμα πιο παράξενο όμως…».

«Υπάρχει και πιο παράξενο από αυτό;» είπε ο Jesse James. «Ναι υπάρχει. Αυτό που είναι πιο παράξενο όμως, είναι ότι όπως λέει θα αποδεχθούμε τον θάνατο μας ως τη μοναδική λύση…». Ποιος καθυστερημένος θα επέλεγε να πεθάνει για να λύσει το οτιδήποτε; Δεν είχα σκοπό να αφήσω κανέναν πούστη να με σκοτώσει πάνω στο άνθος της ηλικίας μου. Εντάξει όχι και άνθος αλλά σίγουρα είχα ακόμα πολλά μήλα να φάω μέχρι να πω το αντίο μου σε αυτό τον κόσμο. Χώρια που θα ήθελα να γευτώ ακόμα μία κοκα κολα βανίλια πριν το τέλος. Ήταν αυτά τα δύο σημαντικότερα πράγματα στη ζωή μου; Όχι αλλά είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Εσείς τι θα απαντούσατε σε αυτή την ερώτηση; Και μην ακούσω υπερβολές του τύπου «θέλω να ταξιδέψω σε ολόκληρο τον κόσμο» (δεν θα ταξιδέψετε σε ολόκληρο τον κόσμο) ή «θέλω να βρω τον άνθρωπο που θα δώσει νόημα στη ζωή μου» (δεν θα βρείτε αυτό τον άνθρωπο γιατί πολύ απλά η ζωή θα πρέπει να έχει νόημα από μόνη της). Εγώ λοιπόν θέλω μήλα και κόκα κόλα βανίλια. Γούστο μου και καπέλο μου.

«Πόσο σύντομα;» είπε ο Jesse James.

«Το ρολόι μετράει ήδη αντίστροφά» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Ποιο ρολόι»; είπα. «Ένα θεωρητικό ρολόι». «Γαμώ τα θεωρητικά ρολόγια» είπε ο James James και άρχισε να περπατάει πάλι πάνω κάτω στο ράφι του που έγερνε περισσότερο από ποτέ…

Λίγα λόγια από τον αφηγητή…

Εγώ δεν κατάλαβα και πολλά για τον πιλότο Καραγιάννη εκτός από το γεγονός ότι του αρέσει να ταξιδεύει με τρένα και αεροπλάνα. Από πού στο διάολο ήρθε και δεν είχε καθόλου κόσμο στην αίθουσα αναμονής; Έχει πάει ποτέ στα ΚΤΕΛ του Κηφισού το μεσημεράκι της Μεγάλης Πέμπτης να δει τη γλύκα; Επίσης δεν κατάλαβα με ποιανού το μέρος είναι. Και ποιος άνθρωπος στις μέρες μας κουβαλάει μεταλλικές βαλίτσες φόρα παρτίδα;

Συγχωρέστε μου τις επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις αλλά μερικές φορές με πνίγουν τα ερωτηματικά. Κανονικά δεν θα έπρεπε να τα χρησιμοποιούμε καθόλου. Να τα καταργήσουμε και να αντικαταστήσουμε με κάτι πιο σαφές. Αλλά τα περισσότερα τα καταραμένα σύμβολα είναι πιασμένα. Η παύλα είναι το μείον, δύο παύλες οριζόντια και κάθετα το συν η νεκροκεφαλή είναι των πειρατών και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Τελείες, κόμματα όλα πιασμένα και όλα αντιπροσωπεύουν κάτι. Ίσως λοιπόν θα πρέπει να φτιάξουμε κάτι από την αρχή. Δύσκολα βέβαια στις μέρες μας μπορείς να συναντήσεις παρθενογένεση, αφού σίγουρα κάποιος άλλος σε κάποιο σημείο του κόσμου θα έχει σκεφτεί κάτι παρόμοιο με εσένα, αλλά δεν είναι κακό να «κλέψουμε» μερικές ιδέες, να τις ενώσουμε και να φτιάξουμε κάτι εντελώς δικό μας. Έτσι θα αντικαταστήσουμε το ερωτηματικό.

Και ερχόμαστε πάλι στο θέμα μας. Ούτε αυτό με το δάσος και το σκοτεινό μονοπάτι που κάπου οδηγεί κατάλαβα. Και τι είναι αυτό πάλι με τις αλυσίδες που σέρνονται και τα βογκητά; Μήπως κατευθύνονται σε κάποιο πρότυπο κέντρο σαδομαζοχισμού; Και αν ναι ποια είναι η διεύθυνση επειδή την θέλει ένας φίλος μου; Όχι εγώ. Ένας φίλος μου.

Όπως και να χει έχω την εντύπωση ότι αυτό το κομμάτι με το δάσος θα ξαναχρησιμοποιηθεί αργότερα όταν αυτός το μέρος της ιστορίας θα έχει ολοκληρωθεί. «Μια ματιά στο μέλλον» και μαλακίες. Με το παρόν τι γίνεται; Πως μπορεί ένας αφηγητής να κάνει τη δουλεία του όταν δεν έχει συγκεκριμένες πληροφορίες για την εξέλιξη της πλοκής. Δεν πρέπει να κάνει το συνδικάτο των αφηγητών μια ωραία απεργία για αυτή την περίπτωση. Αλλά ξέχασα. Δεν υπάρχει συνδικάτο αφηγητών γιατί δεν θα ήταν λέει ωφέλιμο για το κοινωνικό σύνολο. Ε λοιπόν γαμώ και το κοινωνικό σύνολο.

Συγχωρέστε μου την ένταση αλλά μερικές φορές με πνίγει το δίκιο μου. Θα πιώ μια τζιτζιμπίρα και θα συνέλθω, αλλά πριν κλείσω θέλω να καταθέσω τον προβληματισμό μου και για το παιδί από το site. Το φάντασμά του δεν μας χρησιμεύει σε τίποτα. Μπορεί να περιφέρει το άυλο σώμα του εδώ και εκεί αλλά στην πραγματικότητα θα πρέπει να πάει στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Άκου εκεί θα ελευθερωθεί όταν πεθάνουν και οι τρεις. Εμάς μας ρωτάς; Αν πεθάνουν οι πρωταγωνιστές τι δουλειά θα κάνουμε μετά; Πως μπορείς να αφηγηθείς μία ιστορία όταν δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές. Άρα ο αφηγητής θα μαραζώσει. Ε όχι λοιπόν. Από το να μαραζώσω προτιμώ να πάω να δουλέψω ως αφηγητής στις σειρές του Παπακαλιάτη. Εκεί τουλάχιστον έχει και ωραία γκομενάκια…

Βικτόρια

«Μπορείς να ξεκινήσεις. Δεν θέλω να παίξω άλλο μαζί τους. Θέλω να πεθάνουν» λέει η γυναικεία φωνή στο τηλέφωνο. «Όπως θέλετε» απαντάει ο Μακαρίτης και σβήνει το πούρο του στο τασάκι. Η Βικτόρια σηκώνεται από τον καναπέ της με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πανέμορφο πρόσωπο της. Δεκαπέντε χρονιά τώρα ετοιμάζει την εκδίκηση της. Είχαν έρθει πολλές στιγμές που δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να ψάχνεις έναν λούτρινο σκύλο που έχει σκοτώσει τον αδερφό σου. Ήταν όμως αποφασισμένη και τίποτα δεν θα τη σταματούσε. Ήταν διατεθειμένη να κάνει τα πάντα, ακόμα και να πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο για να φτάσει μέχρι το τέλος. Και αυτό τελικά έκανε. Δεν είναι και μικρό τίμημα. Τον γνώρισε έναν χρόνο πριν. Τη βοήθησε να σηκώσει τα πράγματα της από τον δρόμο μία ημέρα που παραλίγο να τη χτυπήσει ένα αμάξι. Αυτό το βλέμμα τη μαγνήτισε από την πρώτη στιγμή. Τον ερωτεύτηκε και για λίγο καιρό άφησε στο πίσω μέρος του μυαλού της την αναζήτηση για τον δολοφόνο του αδερφού της.

Όμως δεν ξέχασε. Και όταν ήρθε και πάλι η ώρα να ξεκινήσει να ψάχνει, ήξερε ότι έπρεπε να μιλήσει σε αυτό τον άντρα που είχε έρθει για να αλλάξει τη ζωή της. Ήταν μυστήριος τύπος είναι η αλήθεια. Δεν μίλαγε πολύ για τον εαυτό του. Για την ακρίβεια δεν μίλαγε καθόλου για τον εαυτό του. Ήταν υπομονετικός, καλοσυνάτος και υπερβολικά ευγενικός. Και πάνω από όλα… φιλούσε υπέροχα.

Ένα βράδυ που του μίλησε για την μεγάλη και πικρή ιστορία της ζωής της κατάλαβε ότι δεν είχε να κάνει με έναν απλό άνθρωπο. Κάτω από το φως των κεριών της είπε ότι είναι ο διάβολος και ότι θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Ήταν αυτό αλήθεια; Όσο εξωφρενικό και αν ακουγόταν ότι ο άνθρωπος που είχε απέναντί της ήταν ο διάβολος άλλο τόσο εξωφρενικό ήταν ότι ένας λούτρινος σκύλος είχε σκοτώσει τον αδερφό της. Του είπε ότι τον πιστεύει και ότι θα έκανε ότι ήταν δυνατόν για να καταφέρει να πάρει την εκδίκηση. Είπε ότι θα θυσιάσει την ψυχή της. Και το έκανε. Δεν κατάλαβε βέβαια καμία διαφορά. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν άλλαξε για εκείνη. Ο διάβολος όμως χαμογέλασε και της έδωσε ένα μικρό μαχαίρι. «Με αυτό θα πρέπει να πεθάνουν και οι τρείς» της είπε. «Ποιοι είναι οι άλλοι δύο;» ρώτησε η Βικτόρια. «Είναι φίλοι του, τον βοηθάνε σε όλα. Πρέπει να πεθάνουν».

«Θα πεθάνουν τότε» είπε η Βικτόρια και από εκείνη την ημέρα άρχισε να τους κυνηγάει. Ήθελε πρώτα να παίξει μαζί τους. Να τους βασανίσει. Και όταν ερχότανε εκείνη η ώρα το μαχαίρι θα έκανε τη δουλειά του. Όχι μόνο θα πέθαιναν αλλά θα υπέφεραν για μια αιωνιότητα. Πίστευε όντως ότι είχε συναντήσει τον διάβολο; Δεν θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια, αλλά τουλάχιστον η αναζήτηση της είχε αποδώσει καρπούς. Τους είχε βρει και αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε. Η εκδίκηση της θα ήταν όπως ακριβώς την είχε ονειρευτεί.

Ο χρόνος στο θεωρητικό ρολόι μετρούσε ήδη αντίστροφα…

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Υ.Γ Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.



*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Blood_and_the_city@hotmail.gr

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube