Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 31ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…

Στο προηγούμενο επεισόδιο: «Αν δεν μιλήσει θα πεθάνει» φώναξα και τον πέταξα με δύναμη κάτω. Ο Jesse James έμεινε ασάλευτος για μερικά δευτερόλεπτα. Έκατσε στα γόνατα και σήκωσε το κεφάλι του. «Εντάξει…» είπε και άρχισε να μιλάει…

Η αρχή του τέλους

Αθήνα-Σεπτέμβριος 1995

Σκοτάδι. Το μόνο που αντίκριζε ήταν σκοτάδι. Έκανε μία προσπάθεια να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα του άλλα μάταια. Τίποτα δεν έμοιαζε σωστό. Απολύτως τίποτα. Δεν είχε καμία αίσθηση του σώματος του και ταυτόχρονα δεν μπορούσε να δει. Αυτή ήταν μία κατάσταση που η μητέρα του σίγουρα θα αποκαλούσε «παλιαμπέλι». Ποτέ δεν είχε βγάλει νόημα με αυτή τη φράση, αλλά την είχε συνδυάσει με περιπτώσεις δύσκολες στο χειρισμό. Κάτι τέτοιο του συνέβαινε και τώρα. Κολλημένος σε ένα μέρος που τίποτα δεν έμοιαζε λογικό. Μόνο σκοτάδι. Ποια ήταν η τελευταία του ανάμνηση; Να φεύγει από το φροντιστήριο και να γυρνάει σπίτι. Έκανε την κλασική διαδρομή. Χωρίς αλλαγές γιατί αυτό ήταν κάτι που θα του χάλαγε την κοσμοθεωρία του. Όταν διάλεγε έναν δρόμο τον ακολουθούσε πιστά. Και ας έκανε μεγαλύτερη απόσταση. Κάποιοι θα το έλεγαν ψυχαναγκασμό. Θα είχαν δίκιο ότι και να έλεγαν. Προσπαθούσε να θυμηθεί. Προσπαθούσε με όλη του την ψυχή. Άλλα τίποτα. Ίσως να ήταν ένα κακό όνειρο. Το μόνο που μπορούσε να αισθανθεί, ήταν ότι βρισκόταν σπίτι του και αποκλείεται να έκανε λάθος. Μπορεί να μην έβλεπε και να μην αισθανόταν, αλλά μπορούσε να μυρίσει. Και ήξερε πολύ καλά ότι οι μυρωδιές του χώρου ήταν αυτές του σπιτιού του. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να έκανε λάθος.

Από τη μία στιγμή στην άλλη όλα μοιάζουν διαφορετικά. Αρχίζει να μπαίνει στην πραγματικότητα. Πρώτα έρχονται οι λάμψεις που ενεργοποιούν τις αισθήσεις. Το σκοτάδι δίνει τη θέση του στο φως. Ένα φως τόσο έντονο που και πάλι τον εμποδίζει να διακρίνει το οτιδήποτε. Τα βλέφαρα του τρεμοπαίζουν. Τα συναισθήματα τον πλημμυρίζουν. Θολές αναμνήσεις τόσο έντονες που του φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Τίποτα συγκεκριμένο όμως. Μόνο ασαφείς εικόνες. Ακόμα δεν μπορεί να θυμηθεί το πώς βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση.

Η λάμψη γίνεται λιγότερο έντονη τώρα. Αρχίζει να διακρίνει σχήματα. Λίγο μετά συνειδητοποιεί ότι όντως είναι στο σπίτι του. Κάτι μοιάζει διαφορετικό όμως. Όλα τα παντζούρια είναι κλειστά και το μοναδικό φως έρχεται από το παράθυρο της κουζίνας. Αν μπορεί να υπολογίσει καλά πρέπει να είναι απόγευμα. Κάτι είναι σίγουρα διαφορετικό. Τα μάτια του έχουν καθαρίσει εντελώς τώρα. Βρίσκεται στο δωμάτιο του. Βλέπει πάνω στο παλιό κομοδίνο μία φωτογραφία του. Δεν την έχει ξαναδεί σε αυτό το σημείο. Είναι πρόσφατη όμως. Του θυμίζει μία εκδήλωση του σχολείου του. Ναι είναι περσινή. Στη γωνία της κορνίζας διακρίνει ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα. Δεν χρειάζεται πολύ ώρα για να συνειδητοποιήσει ότι είναι νεκρός και έχει εγκαταλείψει το σώμα του. Είναι νεκρός. Είναι νεκρός. Το επαναλαμβάνει για να το πιστέψει. Τρέχει σαν τρελός μέσα στο σπίτι. Τα μικροσκοπικά του πόδια δεν κάνουν παρά ελάχιστο θόρυβο. Σκέφτεται την μητέρα του. Το σπίτι μοιάζει άδειο για μήνες. Σκέφτεται και πάλι την μητέρα του και δάκρυα έρχονται και πάλι στα μάτια του.

Τα χνουδωτά αυτιά του τινάζονται από ένα θόρυβο στην πόρτα. Ο ήχος μοιάζει με κλειδιά που προσπαθούν να ανοίξουν. Ναι. Έχει χνουδωτά αυτιά. Και δεν βλέπει τον κόσμο πλέον από το 1.80μ. αλλά από τα 50 εκατοστά. Η πόρτα ανοίγει και ακούει δύο παιδία να ψιθυρίζουν. Είναι σίγουρα ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Κρατάει την ανάσα του για μερικά δευτερόλεπτά. «Μην ακουμπήσεις τίποτα», λέει το αγόρι στο κορίτσι. Σκέφτεται ότι κάτι πρέπει να κάνει. Πρέπει να επιστρέψει στο δωμάτιο του. Είναι το μόνο μέρος που αισθάνεται ασφαλής, όσο και αν η ασφάλεια δεν είναι μία αίσθηση που τον γεμίζει αυτή τη στιγμή. Βάζει όλη του την ενέργεια και τρέχει προς το δωμάτιο. Τα βήματα του ακούγονται ελάχιστα, αλλά είναι σίγουρος ότι τα παιδία κάτι έχουν καταλάβει και κοντοστέκονται.

«Πάμε να φύγουμε» κλαψουρίζει η μικρή ενώ αυτός έχει ανέβει στο κρεβάτι και κάθεται ασάλευτος.

«Να ρίξω μόνο μια ματιά μέσα» λέει το αγόρι και με την άκρη του ματιού του το βλέπει να στέκεται στην είσοδο του δωματίου του. «Πάμε να φύγουμε τώρα. ΦΟΒΑΜΑΙ» λέει το κορίτσι αλλά το αγόρι της έχει αφήσει ήδη το χέρι και έχει μπει στο εσωτερικό του δωματίου.

Αντικρίζει αφίσες από συγκροτήματα στους τοίχους. Η μία από αυτές δείχνει το εξώφυλλό του Heaven and hell με τους τρεις αγγέλους να καπνίζουν. Μια ηλεκτρική κιθάρα είναι προσεκτικά τοποθετημένη στη βάση της και εκατοντάδες cd σε μία τεράστια ραφιέρα. Το αγόρι κάνει στροφή για να φύγει όταν το μάτι του πέφτει πάνω σε κάτι εντελώς παράταιρο με την διακόσμηση του υπόλοιπου δωματίου.

Κάθεται ακίνητος πάνω στο κρεβάτι. Το αγόρι τον βλέπει. Τον βλέπει αλλά δεν καταλαβαίνει. Θα καταλάβει πολύ αργότερα όταν θα είναι πια πολύ αργά γι αυτόν. Τον αρπάζει με τα δύο του χέρια και τον δίνει στην αδερφή του. «Άντε παρ’ το.. για να μην παραπονιέσαι» λέει το αγόρι στην αδερφή του και το πρόσωπο της ξαφνικά λάμπει. Βγήκαν γρήγορα από το σπίτι κλείδωσαν δύο φορές και κατέβηκαν γρήγορα τα σκαλιά.

Ο Jesse James είναι στην αγκαλιά του κοριτσιού. Αυτό θα είναι το όνομα του πλέον. Κανένας δεν τον φώναζε έτσι μέχρι τότε. Μόνο η μητέρα του όταν ήταν μικρός για να τον πειράξει. Αυτό το όνομα θέλει να θυμάται και η μητέρα του και αυτό γράφει πάνω στον τάφο του. Δεν θέλει να σκαλίσει πάνω στην πέτρα το πραγματικό όνομα του 18χρονου γιού της. Δεν θέλει να πιστέψει ότι έχει φύγει από κοντά της για πάντα…

Οι μέρες περνάνε γρήγορα. Ο Jesse James μπορεί να μιλήσει αλλά δεν το κάνει. Προσπαθεί να θυμηθεί αλλά δεν τα καταφέρνει. Τις νύχτες όταν τα παιδιά κοιμούνται ξετρυπώνει από το σπίτι και ανεβαίνει μέχρι τον τέταρτο όροφο. Από ένα σπασμένο τζάμι στο μπαλκόνι μπαίνει στο δωμάτιο του και κάθεται εκεί μέχρι να ξημερώσει. Η πίκρα και η θολούρα στο μυαλό του μετατρέπονται κάθε μέρα όλο και περισσότερο σε οργή.

Όταν το πρώτο φως εμφανίζεται στον ουρανό κατεβαίνει ξανά κάτω και τρυπώνει στο κρεβάτι. Δεν το έχουν καταλάβει. Όμως το αγόρι έχει αρχίσει και υποψιάζεται. Το αγόρι μέρα με τη μέρα μοιάζει επιφυλακτικό όταν τον πλησιάζει. Ώσπου μια μέρα προσπαθεί να τον αρπάξει από τα χέρια της αδερφής του. Αυτή τον δαγκώνει. «Μην το ξαναγγίξεις ποτέ…» λέει. Χαϊδεύει το κεφάλι του Jesse James και κλαίει με λυγμούς. «Κανένας δεν θα σε ξαναπάρει. Από εδώ και πέρα είσαι δικός μου…» λέει το κορίτσι. «Ε όχι και δικός σου» σκέφτεται ο Jesse James που έχει αρχίσει να χάνει την όποια λογική του έχει απομείνει. Φυλακισμένος σε ένα άλλο σώμα. Μια ψυχή που ζητά εκδίκηση. Δεν ξέρει από ποιον αλλά δεν τον νοιάζει. Δεν ξέρει τι είναι αυτό που τον σκότωσε, αλλά θέλει κάποιος να πληρώσει…

Αθήνα Μάιος 2010

Φύγαμε από την εγκαταλελειμμένη οικοδομή λίγο πριν τα μεσάνυχτά. Κανένας μας δεν μίλησε για αρκετή ώρα. Ο νεαρός συνάδελφος κάτι μουρμούριζε σε ολόκληρη τη διαδρομή. Ήταν προφανές ότι μίλαγε μόνος του, γι αυτό δεν του έδωσα σημασία. «Με συγχωρείς αν σε πόνεσα» είπα στον Jesse James. «Δεν πειράζει. Και εγώ στη θέση σου δεν ξέρω τι θα έκανα» . Συνεχίσαμε να προχωράμε μέχρι τον ηλεκτρικό. Από εκεί πήραμε το τρένο για Καλλιθέα, αγνοήσαμε πάνω από μία φορά έναν τύπο που προσπαθούσε να μας πουλήσει χαρτομάντιλα επειδή μόλις αποφυλακίστηκε και φτάσαμε έξω από το γραφείο λίγη ώρα μετά. Δεν μιλήσαμε ξανά εκείνη την ημέρα για τα όσα μας εξομολογήθηκε ο Jesse James. Ο νεαρός συνάδελφος συνέχιζε το μουρμουρητό που κάποια στιγμή κατάντησε ενοχλητικό. «Θα πάψεις;» του είπα.

Πετάχτηκε. Έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του και η φωνή μου μάλλον τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Δεν νομίζω ότι πρέπει να χωριστούμε απόψε» είπε ο Jesse James. «Καλύτερα να είμαστε μαζί ότι και να προκύψει». Είχε δίκιο. Ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε ο Μακαρίτης ήταν πλέον χειροπιαστός. Είχαμε δει με τα ίδια μας τα μάτια το τι μπορούσε να κάνει αυτός ο άνθρωπος. Η σκέψη ότι ο πιλότος Καραγιάννης μας είχε οδηγήσει σε παγίδα δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό μου. Και στο κάτω κάτω πως ξέραμε ότι ο πιλότος Καραγιάννης ήταν όντως με το μέρος μας; Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα θα έπρεπε να ήμασταν επιφυλακτικοί με όλους και ίσως να ήταν μεγάλο λάθος το ότι ανοιχτήκαμε στο πιλότο.

Με το που κατεβήκαμε στο υπόγειο έκανα μερικά τηλέφωνα. Δεν είναι δύσκολο να δωροδοκήσεις έναν υπάλληλο αεροπορικής εταιρίας όταν σε έχουν συστήσει οι κατάλληλοι άνθρωποι.

«Δεν υπάρχει κανένας πιλότος με το επώνυμο Καραγιάννης στα αρχεία μας» ήταν η απάντηση της υπαλλήλου στην ερώτηση μου. Έκανα μία μεγάλη παύση. Δεν ήξερα τι άλλο να πω. Έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα τον Jesse James που είχε καταλάβει βέβαια το αποτέλεσμα της συνομιλίας μου. Ο νεαρός συνάδελφος καθόταν αμίλητος στη γωνία. Έμοιαζε με άνθρωπο που είχε ακούσει κάτι πολύ επώδυνο και πάλευε να το δεχτεί. «Γιατί είσαι έτσι ρε;» του φώναξα. Δίστασε για λίγο αλλά τελικά είπε: «Δεν είναι τίποτα, μάλλον θα με πείραξε το φαγητό το μεσημέρι». «Τι έφαγες;» είπε ο Jesse James.

«Μου είχε φτιάξει η μάνα μου αγκινάρες»

Καταραμένες αγκινάρες. Τις σιχαινόμουν. Και μόνο στο άκουσμα τους ξέχασα όλα όσα είχαν γίνει και επικεντρώθηκα στο απύθμενο μένος μου για τις αγκινάρες. Καταραμένο φαγητό. «Μη την ξαναφας αυτή την μαλακία είπα τελικά.

«Μα γιατί; Κάνουν καλό στον οργανισμό»!

«Αν θες να τα έχουμε καλά μην ξανά αναφέρεις αγκινάρες εδώ μέσα» είπα και σηκώθηκα απειλητικά από την καρέκλα. Ένα μπαλάκι του τένις προσγειώθηκε στο κεφάλι μου με την ευγενική προσφορά του Jesse James. «Σοβαρέψου που κάνεις θέμα με τις αγκινάρες» είπε.

«Δεν μπορώ με τις καταραμένες. Τις σιχαίνομαι»

«Δεκτό. Αλλά σοβαρέψου»

Ότι και να μου έλεγε είχα δίκιο και το ήξερα. Και που στο διάολο το είχε βρει το καταραμένο το μπαλάκι; Οι τόνοι έπεσαν και αποφασίσαμε να παραγγείλουμε φαγητό. Είκοσι λεπτά μετά ο ντελιβεράς είχε φτάσει στο κατώφλι. Του έδωσα πενήντα ευρώ και περίμενα τα ρέστα. «Δεν έχω ρέστα από πενηντάρικο θα πρέπει να πάτε να το χαλάσετε» μου είπε. «Είσαι σοβαρός, αφού είπα στην κοπέλα ρέστα από πενηντάρικο. Και που να βρω να χαλάσω τέτοια ώρα;». Ο νεαρός ντελιβεράς πήρε ένα περιφρονητικό βλέμμα και δεν μίλησε. Το εννοούσε. Περίμενε να πάμε έξω για να χαλάσουμε το πενηντάρικο. «Φίλε μου αν δεν το χαλάσεις δεν παίρνουμε τίποτα» του είπα.

«Άντε γαμήσου ρε»!

«Ποιος το είπε αυτό» φώναξε ο Jesse James και πετάχτηκε από το ράφι του.

Είχα μείνει αποσβολωμένος να κοιτάω τον νεαρό ντελιβερά που μου είχε πει «Άντε γαμήσου ρε» χωρίς κανένας προφανή λόγο. Κάτι πολύ βαρύ πρέπει να είχε καταπιεί ο πούστης και δεν το άντεχε με τίποτα. Ο Jesse James εμφανίστηκε μπροστά στην πόρτα με μια βαλιτσούλα στο χέρι. Την άνοιξε, έβγαλε από μέσα ένα άσπρο σεντόνι και το άπλωσε στο πάτωμα. «Μπορείς να ανέβεις λίγο πάνω;» είπε στον νεαρό ντελιβαρά που αποκρίθηκε θετικά με ένα ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη. Ο Jesse James έβγαλε από τη βαλίτσα του ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια και τα φόρεσε.

«Τι θες τα γάντια και το σεντόνι;» του είπα.

«Ε, να μη λερώσουμε με το αίμα του μαλάκα το πάτωμα».

Τον άρπαξα αμέσως και τον έβαλα στο ράφι του ενώ εκείνος φώναζε «θα τον σκοτώσω τον πούστη».

«Άστον ρε παιδί μου».

«Θα τον σκοτώσω τον πούστη, που θα έρθει σπίτι μας και θα μας πει να πάμε να γαμηθούμε». Ο νεαρός μαστουρωμένος ντελιβεράς συνέχιζε να χαμογελά σαν ηλίθιος ενώ στεκόταν πάνω στο σεντόνι. «Αφού είναι βλαμμένος δεν το βλέπεις;».

«Έχω εγώ ψιλά» είπε ο νεαρός συνάδελφος και κατευθύνθηκε προς την πόρτα ενώ εγώ συνέχιζα να κρατάω τον Jesse James. Έδωσε τα λεφτά στον ντελιβερά που άφησε τις πίτσες έκανε μεταβολή και έφυγε. «Γεια σας μαλάκες» φώναξε ενώ ανέβαινε τις σκάλες.

Ο Jesse James σταμάτησε να κουνιέται και είπε «Ήταν όντως βλαμμένος ο τύπος». «Εγώ δεν θέλω πίτσα» είπε ο νεαρός συνάδελφος και άφησε τις πίτσες πάνω στο τραπέζι. «Και τι θα φας ρε νούμερο» είπε ο Jesse James. «Έχω αγγινάρες από το μεσημέρι».

«Είδες! Κι άλλος βλαμμένος» είπε ο Jesse James…

Λίγα λόγια από τον αφηγητή

Δεν ξέρω για εσάς άλλα εγώ έχω την αίσθηση ότι βαδίζουμε προς το τέλος. Αγκινάρες, πίτσες. Κάτι πρέπει να σημαίνουν όλα αυτά έτσι δεν είναι; Πάντως το είχα το προαίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά με τον πιλότο Καραγιάννη. Δεν μπορώ να ξέρω αν είναι ο κακός της υπόθεσης ή όχι, πάντως το γεγονός ότι το όνομα του δεν υπάρχει καταγεγραμμένο στην εταιρία είναι περίεργο από μόνο του. Μαλακίες. Αυτό έχω να προσθέσω εγώ. Μαλακίες. Δηλαδή θα πρέπει να πιστέψουμε ότι ο Jesse James είναι απλά η ψυχή ενός παιδιού που πεθανε στα δεκαοχτώ του και μετακόμισε στο σώμα ενός λούτρινου σκύλου; Δεν μπορούσε να βρει κάτι πιο χρήσιμο για να κατοικήσει αυτή η ψυχή; Ένα άλλο ανθρώπινο σώμα ας πούμε. Ή έστω ένα κανονικό ζώο. Σκύλο, γάτα, ορτύκι άντε το πολύ πολύ μία τίγρη της Σούματρας. Οποιοδήποτε από αυτά σίγουρά θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο.

Άλλα τι να κάνεις έτσι τα φέρνει καμιά φορά η ζωή. Μαλακίες. Αυτό έχω μόνο να πω εγώ. Μαλακίες. Πάντως το συναίσθημα ότι πλησιάζουμε προς το τέλος δεν λέει να με αφήσει. Αυτός ο Μακαρίτης πρέπει να φταίει. Μοιάζει για πολύ αιμοβόρος τύπος δεν συμφωνείτε; Θέλω να δω τι θα κάνει. Και θέλω να δω ξανά και τη Βικτόρια. Ήταν ωραία γκόμενα. Η καριόλα. Μην ανησυχείτε. Όλα θα απαντηθούν. Καλά όχι και όλα… μην το δένετε σχοινί κορδόνι, αλλά τουλάχιστον κάποια από αυτά που χρειάζεται για να βγει ένα υποτυπώδες νόημα. Δεν κάνουμε εκπτώσεις, άλλα δεν ξεπουλάμε κιόλας.

Αρκετά όμως για σήμερα. Οι τρείς πρωταγωνιστές μας, έφαγαν και έσκασαν. Οι δύο από τις πίτσες και ο τρίτος από τις αγκινάρες. Την ώρα που σας αφήνω σουρουπώνει. Χαλαρώστε κι εσείς λίγο. Και μην ξεχνάτε ότι κάπου εκεί έξω βρίσκετε κάποιος που σας αγαπάει. Είναι μία παρήγορή σκέψη αυτή ε;

Αθήνα Σεπτέμβριος 1995

Ο θυμός του Jesse James μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Δεν πρέπει να μιλήσει και αυτό τον τρελαίνει. Το μυαλό του δεν σκέφτεται καθαρά πλέον. Έχει αρχίσει και τριγυρνάει μέσα στο σπίτι όταν οι άλλοι λείπουν. Κάπου πρέπει να ξεσπάσει την οργή του και αυτό το αγόρι… Αυτό το αγόρι τον τρελαίνει. Ξέρει. Δεν μπορεί να καταλάβει πως στο διάολο μπορεί να έχει καταλάβει. Αλλά ξέρει. Το καταλαβαίνει στο βλέμμα του. Το αγόρι πρέπει να πεθάνει. Ναι. Το αγόρι πρέπει να πεθάνει. Αυτή η σκέψη τον γεμίζει αδρεναλίνη.

Ακούει το αγόρι στην κουζίνα. Τρέχει γρήγορα και κρύβεται κάτω από το τραπέζι. Το αγόρι βάζει ένα ποτήρι νερό από την βρύση και το πίνει χωρίς ανάσα. Όταν γυρίζει, o Jesse James που έχει ανέβει πάνω στο τραπέζι του καρφώνει ένα μαχαίρι στη καρδία. Το αγόρι γουρλώνει τα μάτια από την έκπληξη και ξεψυχάει. Ο Jesse James δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα πλέον. Η οργή και ο θυμός που θόλωσαν το μυαλό του εξατμίζονται. Βλέπει το κορίτσι να στέκεται στην πόρτα. Έχει παρακολουθήσει ολόκληρη τη σκηνή. Την κοιτάει αλλά καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο πλέον από το να εξαφανιστεί. Φεύγει τρέχοντας από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας…

Αθήνα Μάιος 2010

«Μπορείς να ξεκινήσεις. Δεν θέλω να παίξω άλλο μαζί τους. Θέλω να πεθάνουν» λέει η γυναικεία φωνή στο τηλέφωνο. «Όπως θέλετε» απαντάει ο Μακαρίτης και σβήνει το πούρο του στο τασάκι…

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Το επεισόδιο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλου Ronnie James Dio.



Υ.Γ Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.



*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Blood_and_the_city@hotmail.gr

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube