Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 26ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…

Στo προηγούμενo επεισόδιo:

Η φωνή του νεαρού συνάδελφου όμως δεν έλεγε να φύγει από τη σκέψη μου. Μια τρομακτική ιστορία ε; Ήθελα να την ακούσω…

Πληρωμένος δολοφόνος

Υπήρχε μία άτυπη συμφωνία και αυτό ήταν φανερό. Ο πιλότος Καραγιάννης είχε εξηγήσει στον Jesse James την κατάσταση. Ήμουν σίγουρος ότι δεν του είχε πει όμως όλα όσα ήξερε. Θεωρητικά βρισκόμουν στο σκοτάδι, πρακτικά τα κομμάτια του παζλ είχαν αρχίσει να συνδέονται ένα ένα στο κεφάλι μου. Ίσως να πέρναγε καιρός μέχρι να αποκτήσω την ολοκληρωμένη εικόνα αλλά τουλάχιστον νομίζω ότι είχα κάνει μία καλή αρχή. Ο κίνδυνος που μας είχε προειδοποιήσει ο πιλότος Καραγιάννης είχε να κάνει με το παρελθόν του Jesse James. Πως είμαι τόσο σίγουρος; Είναι το μόνο θέμα που τον έκανε να δείχνει κάποια σημάδια ευαισθησίας. Για την ακρίβεια δεν ήθελε να μιλάει ποτέ γι αυτό. Οπότε, μόνο κάποιος που ήξερε το παρελθόν του, θα μπορούσε να τον πάρει με το μέρος του τόσο εύκολα. Αυτό λοιπόν έκανε ο πιλότος Καραγιάννης.

Πρώτο πρωινό στο Λονδίνο, μετά από όλη την ταλαιπωρία της προηγούμενης ημέρα που μου φάνηκε σαν αιώνας. Ξύπνησα αναζωογονημένος. Δέκα ώρες ύπνου σε κάνουν περδίκι όσο κουρασμένος κι αν νομίζεις ότι είσαι. Βέβαια δέκα ώρες ύπνου, σε καθημερινή βάση, μπορούν να σε μετατρέψουν σε ζόμπι και αυτή είναι μια αλήθεια που δύσκολα θα την παραδεχτούν οι επιστήμονες. Πως νομίζατε τόσα χρόνια ότι εμφανίζονται τα ζόμπι; Και μην τολμήσετε να πείτε ότι δεν πιστεύετε σε αυτά. Θα είναι ψέματα και το ξέρετε πάρα πολύ καλά. Αν δεν υπάρχουν ζόμπι, τότε τι στο διάολο ήταν αυτό που ήρθε στην πόρτα μου ένα βράδυ και ζητούσε απεγνωσμένα ένα ποτήρι αίμα και μισό κιλό ανθρώπινη σάρκα; Και όσοι δεν με πιστεύετε, μπορείτε να συνεχίσετε να ακούτε Πάνο Κιάμο και να νιώθετε ικανοποιημένοι με τον εαυτό σας… δεν είμαι εδώ για να αποδώσω κατηγορίες σε κανέναν. Αν σας εκφράζει ο στίχος «σφύριξα και έληξες» εμένα μου περισσεύει. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει όμως η διευκρίνιση, αν λήγει το ημίχρονο ή ολόκληρος ο αγώνας;

Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ελαττώματα τους. Για παράδειγμά ένα γνωστός μου απολαμβάνει το κουνουπίδι. Μπορώ να τον κατηγορήσω γι’ αυτό; Φυσικά και μπορώ αλλά δεν θα το κάνω. Κάποιες φορές είναι καλύτερα να το παίζεις μεγαλόψυχος έστω κι αν δεν είσαι. Μπορείτε λοιπόν να επιστρέψετε στο κουνουπίδι σας. Η ακόμα καλύτερα μπορείτε να τρώτε το κουνουπίδι σας ενώ ταυτόχρονα σιγοτραγουδάτε μια μεγάλη επιτυχία του Αλέκου Ζαζόπουλου. Όσοι μείνουμε εδώ πιστεύουμε στα ζόμπι. Και στους φτερωτούς δράκους. Και δεν νηστεύουμε σαράντα ημέρες. Γούστο μας και καπέλο μας.

Θα μου πείτε τώρα εσείς… «Τι γίνεται όμως στο Λονδίνο;». Έχετε απόλυτο δίκιο να ρωτάτε, αλλά κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται άσχετα με το αν διακόπτουν την πλοκή. Αν θέλετε πλοκή να αγοράσετε ένα βιβλίο του Νταν Μπράουν. Μόλις τελειώσετε την ανάγνωση μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε σαν σουβέρ. Ακόμα καλύτερα μπορείτε να το στερεώσετε στην πόρτα για να μην κουνιέται όταν φυσάει.

Έχω ένα προαίσθημα και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Νομίζω ότι ο νεαρός συνάδελφος δεν είναι άρρωστος. Κάτι πρέπει να του συνέβη. Κάτι πρέπει να έμαθε. Όπως και να’ χει αυτό το κάτι πρέπει να είναι σοβαρό. Αυτό είναι το προαίσθημα μου και χαίρομαι που το μοιράστηκα μαζί σας. Νομίζω ότι όταν γυρίσουμε στην Αθήνα τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Μένει να δούμε αν θα πέσω μέσα ή αν αυτή θα είμαι μία ακόμα από τις αποτυχημένες προβλέψεις μου, όπως εκείνη που είχα κάνει πίσω στο μακρινό 1996. «Μέχρι το 2010 θα υπάρχουν ιπτάμενα αυτοκίνητα» είχα πει σε μια συζήτηση με φίλους, που κατέληξε σε ανταλλαγή προβλέψεων για το μέλλον της ανθρωπότητας.

Τώρα, σηκωθείτε από την καρέκλα σας και κάντε μου σας παρακαλώ μία χάρη. Ανοίξτε τις κουρτίνες και κοιτάξτε λίγο έξω από το παράθυρο… Βλέπετε κανένα αυτοκίνητο να πετάει; Ούτε εγώ…

Λονδίνο-Φεβρουάριος 2010

«Μάζεψε τα πράγματα σου. Φεύγουμε» είπε ο πιλότος Καραγιάννης με το που κατάλαβε ότι ξύπνησα. «Και που πάμε;». Ήλπιζα η απάντηση να ήταν, ότι πάμε μία βόλτα στην πόλη για να χαζέψουμε τα αξιοθέατα, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχε επιβεβαιωθεί η οποιαδήποτε ελπίδα είχα στο μυαλό μου. «Επιστρέφουμε στην Αθήνα. Δεν είσαστε ασφαλείς εδώ». Ο Jesse James δεν μίλησε, αλλά από το ύφος του κατάλαβα ότι ήταν σύμφωνος.

«Δεν πάω πουθενά αν δεν βγάλω μία φωτογραφία κάτω από το Big Ben. Και δεν πάω επίσης πουθενά αν δεν μου πείτε επιτέλους από ποιον και από τι κινδυνεύουμε. Βασικά όμως θέλω τη φωτογραφία κάτω από το Big Ben» απάντησα.
Ο πιλότος Καραγιάννης άνοιξε τις κουρτίνες. Το φως του ήλιου που κρυβόταν κάτω από το χοντρό ύφασμα «έλουσε» το δωμάτιο. «Κάποια πράγματα είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Νομίζω ότι το ξέρεις πολύ καλά αυτό. Σου αρκεί αν σου πω ότι είμαι εδώ για να σας προστατεύσω;»

«Όχι» απάντησα.

«Στο είπα ότι αν μουλαρώσει δεν τον κουνάς ούτε με μπουλντόζα» είπε ο Jesse James.

«Ωραία λοιπόν. Ο κίνδυνος είναι αυτή η γυναίκα. Και δεν είναι μόνη της. Γνωρίζει πολλά για τον Jesse James. Πολλά που είναι καλύτερα να μην τα συζητήσουμε τώρα. Και ο στόχος της είναι πρώτα να σκοτώσει εσένα και μετά αυτόν». Το βλέμμα του πιλότου Καραγιάννη ήταν τέτοιο όση ώρα μίλαγε, που ήταν δύσκολο να μην το πιστέψεις. Εκτός πια κι αν ήταν τόσο καλός ψεύτης. Αλλά θεωρώντας τον εαυτό μου πολύ καλό ψεύτη δεν νομίζω να είχα πιάσει ποτέ τόσο θεατρική απόδοση. Οπότε μάλλον έλεγε την αλήθεια.

«Εσύ Jesse ξέρεις ποια είναι αυτή η γυναίκα;»

«Τι εννοείς; Δηλαδή… Ξέρω αυτά που μου είπε ο πιλότος. Δεν την ξέρω προσωπικά. Αν και μου δημιουργεί ένα οικείο συναίσθημα». Το βλέμμα του Jesse James δεν φανέρωνε επίσης κανένα δισταγμό. Πρέπει να μου έλεγε την αλήθεια και αυτός.

«Εντάξει λοιπόν. Τι ώρα πετάμε;» είπα και τους είδα να ξεφυσάνε από ανακούφιση. «Στις 16.35. Εγώ θα είμαι ο κυβερνήτης» είπε ο πιλότος Καραγιάννης. Φυσικό ήταν… Αυτός μας έφερε στο Λονδίνο, αυτός θα μας πήγαινε και πίσω.

Λίγα λόγια από τον αφηγητή

Η περιπέτεια των πρωταγωνιστών μας στο Λονδίνο έληξε έτσι άπλα. Ήταν αυτό το τέλος της περιπέτειας τους γενικότερα; Όχι. Αλλά ήταν μια πολύ επικίνδυνη στιγμή η οποία τους βοήθησε πολύ στο μέλλον. Με αυτήν σαν οδηγό έμαθαν να φυλάγονται και να βάζουν στο μυαλό τους ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Θα μου πείτε τώρα… «Μα καλά δεν έγινε τίποτα μέχρι να φτάσουν στο αεροδρόμιο; Η κοπέλα τι απέγινε;». Και θα έχετε από τη μεριά σας απόλυτο δίκιο. Οι απαντήσεις στις δύο ερωτήσεις σας είναι… Όχι δεν έγινε τίποτα και η κοπέλα όταν κατάλαβε ότι την έχουν στήσει στο ραντεβού, μίλησε με τους συνεργάτες της και άρχισαν να προετοιμάζουν τις επόμενες κινήσεις τους.

Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να προσθέσουμε είναι ότι η φωτογραφία κάτω από το Big Ben βγήκε καλή, αν και το κρύο στον καταραμένο τον Τάμεση ήταν τσουχτερό. Αυτό που μπορώ να μοιραστώ μαζί σας, είναι μία στιχομυθία μέσα το αεροπλάνο που είχε να κάνει με τους εργολάβους. Όχι τους συμπαθείς τύπους που αναλαμβάνουν τα μεγάλα δημόσια έργα, αλλά τα αμυγδαλωτά γλυκά. Ελάτε τώρα… μη μου πείτε κι εσείς ότι δεν έχετε ξανακούσεις για τους εργολάβους…

Μέσα στο αεροπλάνο

«Ελπίζω όταν φτάσουμε στην Αθήνα να βρούμε ένα ανοιχτό ζαχαροπλαστείο» είπα λίγο πριν μας σερβιριστεί το φαγητό. «Τι να το κάνεις το ζαχαροπλαστείο βραδιάτικα;» είπε ο Jesse James. «Θέλω να πάρω ένα κουτί εργολάβους». Ο Jesse James έμεινε με την απορία αφού δεν είχα διάθεση να του εξηγήσω τι ήταν οι εργολάβοι.

«Μπορώ σας παρακαλώ να έχω και δεύτερο γλυκό;» είπα στην αεροσυνοδό, αφού θυμόμουν πολύ καλά ότι την προηγούμενη μέρα ο καταραμένος ο λούτρινος σκύλος δεν με είχε αφήσει να φάω σχεδόν τίποτα.

«Τι να το κάνεις το γλυκό; Αφού μας μόλις γυρίσουμε θα φας τους οικοδόμους».

«Σιγά μη φάω και τους πολιτικούς μηχανικούς» απάντησα.

Η φωνή του πιλότου Καραγιάννη ήρθε από τα ηχεία, για να μας ενημερώσει ότι θα φτάναμε στην Αθήνα λίγο πριν τις 11 το βράδυ.

Είχαμε μπροστά μας μία ώρα δηλαδή. Προλάβαινα λοιπόν να κάνω ότι κοιμάμαι για να προσπαθήσω να επεξεργαστώ όλες τις πληροφορίες που είχαν έρθει συσσωρευμένες το τελευταίο εικοσιτετράωρο.

Αντί όμως να κάτσω να σκεφτώ όπως έπρεπε, αποφάσισα να φτιάξω μία φανταστική ιστορία στο μυαλό μου. Σε αυτή, ένας φιλήσυχος πληρωμένος δολοφόνος αναλαμβάνει μία αποστολή πολύ πιο δύσκολη από όσες είχε πραγματοποιήσει στη μέχρι τότε ζωή του. Θα πρέπει να σκοτώσει όλα τα παιδία μίας τάξης του δημοτικού, γιατί μία γυναίκα προφήτης, έχει προβλέψει ότι τρία από τα παιδία θα γίνουν, όταν μεγαλώσουν, κακοί άνθρωποι. «Μήπως μπορείτε να γίνετε λίγο πιο συγκεκριμένη στην πρόβλεψη σας» ρωτάνε με απόγνωση όσοι ακούνε την γυναίκα προφήτη. «Μήπως μπορείτε εσείς να ξεχωρίσετε δύο δίδυμα αδέλφια χωρίς να τα κοιτάξετε;» είναι η αινιγματική απάντηση που λαμβάνουν.

Έτσι ο πληρωμένος δολοφόνος θα πρέπει να γίνει αυτός που θα οδηγήσει στο θάνατο τα παιδία του δημοτικού, για να μη γίνει πραγματική η προφητεία. Φτάνοντας έξω από τη σχολική αίθουσα την ώρα που τα παιδία διδάσκονται το μάθημα « Καβάφης-Πως θα ήταν αν ζούσε σήμερα» ο πληρωμένος δολοφόνος διστάζει. Προσπαθεί να κοιτάξει τον ουρανό αλλά αντί για το γαλανό χρώμα βλέπει το γκρίζο του ταβανιού. Τρώει μια τσίχλα και αφού το σκέφτεται λίγο αποφασίζει να μην βάψει τα χέρια του με αίμα αυτή τη φορά.

Την ώρα όμως που γυρίζει για να φύγει ακούει το σατανικό γέλιο ενός παιδιού που έχει βγει από την αίθουσα. «Είσαι κότα, πληρωμένε δολοφόνε» του φωνάζει ο πιτσιρικάς. Η προφητεία είχε βγει αληθινή. Δεν θα μάθω ποτέ αν ο «πληρωμένος» σκότωσε τελικά τα παιδία αφού ο Jesse James άρχισε να χοροπηδάει στον ώμο μου. «Φτάσαμε, φτάσαμε».

Συναντήσαμε τον πιλότο Καραγιάννη λίγη ώρα μετά στην κεντρική πύλη του αεροδρόμιου. Ήταν ακριβώς όπως όταν τον πρωτογνωρίσαμε (μιάμιση μέρα πριν). «Το μόνο που έχετε να κάνετε τώρα είναι γυρίσετε στο γραφείο. Θα σας ειδοποιήσω εγώ όταν θα έχω κάτι νεότερο»

«Και την προηγούμενη φορά αυτό μας είπες και μετά από μία ώρα άρχισαν τα τρεχάματα» του είπα. «Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα έχουμε εκπλήξεις και θα είμαστε έτοιμοι όταν πρέπει» είπε και με την πίπα του στο στόμα απομακρύνθηκε.

«Τώρα εσύ τον εμπιστεύεσαι;»

«Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε αλλιώς» είπε ο Jesse James…

Λίγα ακόμη λόγια από τον αφηγητή

Τελικά η στιχομυθία με τους εργολάβους ήταν λίγο μεγαλύτερη από ότι σας είχα αρχικά υποσχεθεί. Δεν είναι η πρώτη φορά που νιώσατε ότι κάποιος σας παραπλανεί και σίγουρα όχι η τελευταία. Αλλά πιστέψτε όταν σας λέω αυτό. Τίποτα δεν έγινε σκόπιμα.
Η επιστροφή στην Αθήνα ήρθε μαζί με ένα μελαγχολικό συναίσθημα για τους δύο πρωταγωνιστές μας, αφού και οι δύο τους ένιωθαν ότι ένας κύκλος είχε αρχίσει να κλείνει. Καταστάσεις που δεν μπορούσαν πλέον να μείνουν κρυμμένες έκαναν δειλά δειλά την εμφάνιση τους στην επιφάνεια. Και όλα θα έπρεπε να λυθούν με τον έναν τρόπο ή με τον άλλον.

Ποιος ήταν ο Jesse James; Και γιατί δεκαπέντε χρόνια μετά, η μικρή κοπέλα που τον είχε στην κατοχή της είχε αποφασίσει να τον σκοτώσει. Και τι είχε απογίνει ο αδερφός της. Οι δύο τους είχαν ανακαλύψει τον λούτρινο σκύλο στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου το 1995. Πολλές απορίες και προς το παρόν καμία απάντηση. Αλλά τώρα που η περιπέτεια του Λονδίνου ολοκληρώθηκε δεν νιώθετε ανακουφισμένοι; Το ξέρω το συναίσθημα. Έπρεπε επιτέλους να γυρίσουν από εκεί. Δεν ήταν η Αγγλία το κέντρο των εξελίξεων. Λίγο πριν κλείσουμε αυτή τη συνομιλία μας απλά να σας πω ότι ο Jesse James, όντως δεν ξέρει ότι η κοπέλα του Λονδίνου είναι το κοριτσάκι του 1995. Και θα σας παρακαλούσα να μην του το πείτε ούτε εσείς. Χαίρομαι που συμφωνήσαμε για μία ακόμη φορά. Και μην ξεχνάτε ότι η πρώτη σας εντύπωση συνήθως είναι και η σωστή. Σπάνια θα αλλάξει στη συνέχεια…

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα…

Φτάσαμε χωρίς περιπέτειες έξω από το κτίριο της οδού Δαβάκη 58 στην Καλλιθέα. Το περίπτερο ήταν ακόμα ανοιχτό και ευχαριστώ το θεό γι αυτό, αφού μια lacta με τριμμένο μπισκότο, ήταν ότι έπρεπε για να αντικαταστήσω τους εργολάβους. Κανένα καταραμένο ζαχαροπλαστείο δεν ήταν ανοιχτό. «Άντε πάμε θέλω επιτέλους να κάτσω στο ράφι μου» είπε ο Jesse James. «Σιγά μωρέ! Ούτε δυο μέρες δεν λείψαμε».

«Δεν σου φάνηκε όμως σαν να ήταν δύο μήνες». Ο λούτρινος σκύλος είχε δίκιο. Όντως μου είχε φανεί σαν να πέρασε ένας αιώνας. Κατεβήκαμε τις σκάλες προς το υπόγειο, ενώ εγώ είχα φορτωθεί και τη βαλίτσα του Jesse James. Η πόρτα του γραφείου μου ήταν μισάνοιχτή. Ποιος πούστης;

Το πιο πιθανό ήταν ότι θα την είχε ξεχάσει ανοιχτή η καθαρίστρια. Αποκλείεται κάποιος άλλος να είχε το θράσος να μπει στο γραφείο μου την ώρα που έλειπα.

Έσπρωξα την πόρτα με την τσάντα. Το μοναδικό στο φως στο δωμάτιο ερχόταν από δύο κεριά που ήταν αναμμένα πάνω στο μικρό τραπεζάκι. Η καρέκλα μου ήταν γυρισμένη προς τον τοίχο… Και κάποιος καθόταν… Ποιος πούστης;

«Έχεις δύο δευτερόλεπτα για να εξαφανιστείς μέσα σε ένα σύννεφο καπνού» είπα και πέταξα κάτω τις βαλίτσες.

Η καρέκλα γύρισε σίγα σιγά…

«Θα ήθελα να πω καλώς ήλθατε… αλλά θα προτιμούσα να μας πει πρώτα ο κύριος Jesse James πως γίνεται να έχει πεθάνει το 1995 και τώρα να είναι εδώ μαζί μας…» είπε ο νεαρός συνάδελφος…

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Υ.Γ Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.



*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…

Share

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Blood_and_the_city@hotmail.gr

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube