Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 24ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…
Στα προηγούμενo επεισόδιo:
«Θες να παίξουμε ε;» είπε ο Jesse James και φανέρωσε ένα colt ίδιο με αυτό που κρατούσε ο πιλότος Καραγιάννης. Με μια αστραπιαία κίνηση έβαλε μέσα τις σφαίρες και όπλισε. Το χαμόγελο έφτασε μέχρι τα αυτιά του. «Θα παίξουμε λοιπόν…».
Τι κάνουμε τώρα;
Αθήνα-Σεπτέμβριος 1995
«Έλα πάμε. Αφού ξέρεις ότι δεν είναι κανένας πάνω».
«Δεν θέλω να ανέβω, με τρομάζει αυτό το σπίτι»
«Μην κάνεις σαν νιάνιαρο. Πάμε και ότι βρούμε θα το κρατήσεις εσύ»
«Ορκίζεσαι;». «Ορκίζομαι». «Στη ζωή της μαμάς;». «Μη λες βλακείες μωρέ».
Τα δύο αδέρφια ανέβηκαν τα σκαλιά από τον δεύτερο όροφο που ήταν το σπίτι τους μέχρι τον τέταρτο που ήταν το διαμέρισμα που ήθελαν να μπουν. Το αγόρι δώδεκα χρονών και το κορίτσι εννέα. Λίγο πριν τις επτά το απόγευμα. Έξω ήταν ακόμα μέρα αλλά από τη μεριά που ανέβαιναν το φως του ήλιου είχε αρχίσει να κρύβεται πίσω από μερικά σύννεφα.
Έφτασαν αθόρυβα μέχρι τον τρίτο όροφο αλλά λίγο πριν τα τελευταία σκαλιά πάγωσαν για λίγο. Ήταν η αύρα που έβγαζε το οροφοδιαμέρισμα του τέταρτου. Εδώ και μερικούς μήνες η ιδιοκτήτρια του ήταν άφαντη. Είχε αφήσει τα κλειδιά στη μητέρα των δύο παιδιών (που ήταν διαχειρίστρια της πολυκατοικίας) για να ποτίζει τα λουλούδια αλλά ο ένας μήνας που είχε πει ότι θα λείψει πέρασε και κανένας δεν ήξερε το πότε και το αν θα επιστρέψει. Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο της από τις πρώτες ημέρες, αλλά από ένα σημείο και μετά η ειδοποίηση «ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο» δεν άλλαξε ποτέ.
Το μοναδικό σημείο ζωής που είχε δώσει ήταν ένα γράμμα προς την μητέρα των παιδιών. «Με συγχωρείτε αφάνταστα για την ταλαιπωρία αλλά ελπίζω να μη νιώσετε ποτέ όπως νιώθω εγώ τώρα» έγραφε και έκλεινε με την υπόσχεση ότι θα φροντίσει να τακτοποιηθούν οι οφειλές από τα κοινόχρηστα. Όντως κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να περάσει και να νιώσει αυτό που ένιωθε εκείνη η γυναίκα. Λίγες ημέρες πριν φύγει είχε χάσει τον γιό της. Κανένας δεν είχε μάθει όλες τις λεπτομέρειες, όλοι όμως είχαν ακούσει για ένα περίεργο ατύχημα. Ένα παιδί δεκαοκτώ χρονών είχε φύγει από τη ζωή. Τίποτα περισσότερο τραγικό δεν θα μπορούσε να συμβεί σε μια μάνα.
Τα δύο αδέρφια στάθηκαν έξω από την πόρτα του διαμερίσματος στο τέταρτο όροφο. «Έχεις το κλειδί; Πες μου ότι είναι το σωστό» είπε το κορίτσι. Ο μεγάλος αδελφός είχε ψάξει πολύ για να βρει το που φυλάει η μάνα του τα κλειδιά της πολυκατοικίας και όταν τα βρήκε ήταν σίγουρος ότι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αμέσως ποιο ήταν το σωστό. Άλλο για την ταράτσα, άλλο για το υπόγειο, ένα διαφορετικό για το κλιμακοστάσιο και δύο άλλα από διαμερίσματα που οι ιδιοκτήτες τους ήθελαν να τα νοικιάσουν. Το έκτο κλειδί ήταν αυτό που θα άνοιγε την πόρτα. Ποιο ήταν όμως;
Άρχισε να τα δοκιμάζει ένα ένα. Κοντοστάθηκε μόνο όταν του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ακούει από τη μέσα πλευρά της πόρτας …βήματα. Μικροσκοπικά αλλά και πάλι… έμοιαζαν με βήματα. «Σσσσσσς, μην αναπνέεις καν» είπε ψιθυριστά στην αδερφή του. Ησυχία και πάλι από το εσωτερικό του σπιτιού. Δεν μπορεί… θα ήταν ιδέα του. Το τέταρτο κλειδί ήταν αυτό που άνοιξε την πόρτα αλλά εκείνη τη στιγμή παρατήρησε ότι η αδερφή του κλαψούριζε. «Μην κάνεις σαν μικρό παιδί. Όλα θα πάνε καλά» της είπε και την κράτησε από τον ώμο ενώ με την άκρη του ματιού του έριξε ένα βλέμμα στο εσωτερικό του σπιτιού. Σκοτάδι. Τα παντζούρια σε όλα τα δωμάτια ήταν κατεβασμένα και το μοναδικό φως ερχόταν από το παράθυρο της κουζίνας που βρισκόταν όμως στην άλλη μεριά του σπιτιού. Τουλάχιστον έβλεπαν που πατούσαν.
Τι έψαχναν; Ότι ψάχνει κάθε παιδί σε αυτή την ηλικία. Μία αίσθηση περιπέτειας που δεν είχαν ζήσει ποτέ.
Αυτό που αντίκρισαν στα λίγα λεπτά που έμειναν μέσα ήταν ένα …απλό σπίτι. Σίγουρα όχι στοιχειωμένο όπως είχαν φτάσει να πιστεύουν. «Μην ακουμπήσεις τίποτα» είπε ο μεγάλος αδερφός που περπάταγε σχεδόν στις μύτες των ποδιών του θέλοντας να αποφύγει τον παραμικρό θόρυβο που θα δημιουργούσε υποψίες στους γέιτονες ότι κάτι τρέχει…
Να’ το πάλι. Ο ίδιος θόρυβος. Ακούστηκε σαν βήματα μικρού παιδιού. Αυτή τη φορά το άκουσαν και οι δύο. Κράτησαν τις αναπνοές τους. Ο μεγάλος έβαλε το χέρι του στο στόμα της μικρής που ήταν έτοιμη να ουρλιάξει από το φόβο. Τα βήματα ακούστηκαν στην αρχή γρήγορα αλλά μετά έγιναν σταθερά …ώσπου στο τέλος σταμάτησαν εντελώς. Είχαν φτάσει έξω από το δωμάτιο του παιδιού.
Ήταν ακριβώς έτσι όπως το είχε αφήσει την τελευταία μέρα που βγήκε από αυτό και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ενώ το υπόλοιπο σπίτι ήταν συμμαζεμένο εκείνο το δωμάτιο είχε μαζεμένη πάνω του όλη την ακαταστασία ενός δεκαοχτάχρονου εφήβου. «Πάμε να φύγουμε κλαψούρισε» η μικρή.
«Να ρίξω μόνο μια ματιά μέσα».
«Πάμε να φύγουμε τώρα. ΦΟΒΑΜΑΙ» είπε. Το αγόρι της είχε αφήσει ήδη το χέρι και είχε μπει στο εσωτερικό του δωματίου. Είδε αφίσες από συγκροτήματα στους τοίχους. Μια ηλεκτρική κιθάρα προσεκτικά τοποθετημένη στη βάση της και εκατοντάδες cd σε μία τεράστια ραφιέρα. Έκανε στροφή για να φύγει όταν το μάτι του έπεσε πάνω σε κάτι εντελώς παράταιρο με την διακόσμηση του υπόλοιπου δωματίου. Το πήρε στα χέρια του και πήγε προς την πόρτα. «Άντε παρ’ το.. για να μην παραπονιέσαι» είπε στην αδερφή του και το πρόσωπο της ξαφνικά έλαμψε. Βγήκαν γρήγορα από το σπίτι κλείδωσαν δύο φορές και κατέβηκαν γρήγορα τα σκαλιά.
«Είδες που φοβόσουνα. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο» είπε στη μικρή του αδερφή αλλά η ανησυχία που του είχαν προκαλέσει τα βήματα που νόμιζε ότι άκουσε δεν είχε περάσει. Δεν το έδειχνε όμως σε καμία περίπτωση.
Ήταν πια περασμένες δέκα όταν η μητέρα τους γύρισε από τη δουλειά. Ο μεγάλος χάζευε τηλεόραση αλλά το κορίτσι ήταν ήδη στο κρεβάτι του. «Τι κάνει η αγάπη μου; Ανήσυχη μου φαίνεσαι».
«Απλά νυστάζω μαμά θέλω να κοιμηθώ». «Να κοιμηθείς τότε. Σ’ αγαπώ πολύ» είπε, της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και την σκέπασε μέχρι πάνω με το σεντόνι. Έκλεισε το φως και βγήκε από το δωμάτιο. «Καληνύχτα μωρό μου» της είπε με την πιο γλυκιά φωνή του κόσμου.
«Καληνύχτα μαμά» είπε η μικρή. Σιγουρεύτηκε ότι είχε απομακρυνθεί έσκυψε κάτω από το κρεβάτι και πήρε στα χέρια της το λάφυρο από την παράνομη επίσκεψη στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου. Ήταν ήδη το αγαπημένο της κουκλάκι. Το έσφιξε στην αγκαλιά της και έκλεισε τα μάτια της. Ο λούτρινος σκύλος ήταν πλέον δικός της…
Λονδίνο Φεβρουάριος 2010
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Ο πονοκέφαλος είναι απίστευτος και μαζί του φέρνει μια θολούρα. Όταν το βλέμμα μου καθαρίζει συνειδητοποιώ ότι είμαι πίσω στο δωμάτιο 327. Το δεύτερο πράγμα που συνειδητοποιώ είναι ότι είμαι δεμένος σε μία καρέκλα. Έχω περάσει πολλές φορές χοντρό μεθύσι αλλά ποτέ δεν ξύπνησα δεμένος. Το χειρότερο ανάλογο περιστατικό που έρχεται αμέσως στη μνήμη μου είναι η φορά που ξύπνησα σε μια βάρκα. Τουλάχιστον εκείνη τη φορά υπήρχε κάποιος δίπλα μου που έκανε κουπί. Και ένας γλάρος στον ώμο μου. Όποτε αμέσως το περιστατικό έγινε αστείο. Αυτή τη φορά δε έβλεπα κάτι αστείο. Μόνο τον Jesse James να κάθεται απέναντι μου κρατώντας ένα όπλο στα χέρια. «Έχεις χαζέψει τελείως; Θα με σκοτώσεις επειδή σε έκλεισα σε μία βαλίτσα;»
«Μήπως ξεχνάς ότι με κλείδωσες και στο δωμάτιο;» απάντησε.
«Ε ωραία. Και είναι λόγος αυτός να πάρεις τη ζωή του αγαπημένου σου φίλου»
«Σταματά να κάνεις σαν κοριτσάκι… και κυρίως σταμάτα να είσαι τόσο εγωκεντρικός. Κοίτα δίπλα σου» είπε και κούνησε το όπλο προς τη δεξιά μεριά μου. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα παρατηρητικός. Το διαπίστωσα για μια ακόμη φορά όταν είδα δίπλα μου τον πιλότο Καραγιάννη στην ίδια στάση με μένα. Δεμένο δηλαδή σε μια καρέκλα. «Πιλότε! Τι κάνετε;» είπα γεμάτος ενθουσιασμό που δεν στηριζόταν όμως σε κανένα συναίσθημα ευτυχίας παρά μόνο στην έκπληξη.
«Δεν νομίζεις ότι είναι καιρός να κόψεις τον πληθυντικό…;» είπε ο πιλότος Καραγιάννης με ένα βαριεστημένο ύφος.
Γιατί ήμασταν και οι δύο δεμένοι; Και γιατί ο Jesse James κρατούσε όπλο; Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν να βγαίνω έξω από την παμπ για να μιλήσω στον Jesse. Λίγο πριν επιστρέψω μέσα για να συνεχίσω τη βραδιά μου με το θεσπέσιο πλάσμα που μου είχε αφιερώσει το χρόνο του όλα σκοτείνιασαν. Πόση ώρα να είχε περάσει; Κι αυτή θα ήταν ακόμα εκεί να με περιμένει; Το αίμα άρχισε να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Εκνευρίστηκα τόσο πολύ με τον Jesse James και αν δεν ήμουν δεμένος το πιο πιθανό σενάριο έλεγε ότι θα τον πετούσα από το παράθυρο. Βέβαια το καταραμένο το παράθυρο δεν άνοιγε.
«Με με σκοτώσεις σε παρακαλώ...» είπα τελικά αφού η οργή μου μεταφράστηκε σε κλαψούρισμα.
«Δεν θα σε σκοτώσω μπέμπη. Αυτός όμως δεν την γλυτώνει αν δεν πει ολόκληρη την αλήθεια» είπε και έδειξε με το όπλο του τον πιλότο Καραγιάννη.
«Και εγώ γιατί είμαι δεμένος;»
«Για να μη κάνεις καμιά μαλακιά» είπε ο Jesse.
«Τι μαλακία να κάνω μωρέ;»
«Αν σε λύσω δεν θα τρέξεις πίσω στην παμπ;»
«Ναι».
«Τέτοια μαλακία». Ήταν ανένδοτος, έκανε μπαμ από μίλια μακριά. Στο μεταξύ ο πιλότος Καραγιάννης παρέμενε χαλαρός σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μου με τον Jesse παρά το γεγονός ότι ήταν δεμένος. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα μάλιστα να χαμογελάει την ώρα που ο Jesse εξηγούσε ποια είναι η μαλακία που θα κάνω.
«Η σειρά σου τώρα. Θέλω να πεις όλη την αλήθεια. Αν χρειαστεί θα κάτσουμε εδώ μέχρι να μιλήσεις. Δεν βιάζεται κανένας μας» είπε ο Jesse στον πιλότο Καραγιάννη.
Δεν άντεξα και πετάχτηκα. «Μπορείς να λύσεις εμένα να πεταχτώ σε μία δουλίτσα; Δεν θα καταλάβετε καν ότι έλειψα»
«ΠΑΨΕ» φώναξε ο Jesse James.
«Σου έχω πει ήδη ένα εκατομμύριο φορές ότι είμαι με το μέρος σας. Εγώ προσπαθώ να σας σώσω. Δεν χρειάζεται να μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες γιατί έτσι μπορεί να κινδυνέψετε περισσότ..». Είχα σταματήσει να ακούω τη συνομιλία του Jesse με τον πιλότο Καραγιάννη. Είχα ήδη έτοιμο το σχέδιο απόδρασης. Η καρέκλα μου είχε ελεύθερο το πεδίο προς την πόρτα έτσι άρχισα να τη σέρνω ανεπαίσθητα. Θα ήμουν έξω σε λίγα λεπτά. Έριχνα κλεφτές ματιές στον Jesse James που ήταν προσηλωμένος στην κουβέντα και δεν μου έδινε σημασία. Είχα σύρει αρκετά την καρέκλα. Σηκώθηκα σκυφτός στα δύο πόδια με την καρέκλα πάνω μου βέβαια αφού τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω της και άρχισα να πηγαίνω με μικρά βήματα προς την πόρτα. Έφτασα μια ανάσα από το χερούλι. Έπρεπε να βρω όμως τρόπο να ανοίξω. Έσκυψα ακόμα περισσότερο και το γράπωσα με το δόντια. «Έλα λίγο ακόμα» σκέφτηκα με την καρέκλα να με βαραίνει.
«Είσαι σοβαρός;» φώναξε ο Jesse James. «Νομίζεις ότι δεν σε βλέπω τόση ώρα;». Ο ενθουσιασμός μου πάντα με παρέσερνε και από την ανυπομονησία μου να του απαντήσω άφησα το χερούλι. «Εγώ θα βγω ότι και να κάνεις» φώναξα.
«Ε τότε δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή» είπε ο Jesse James και με κοπάνησε με την λαβή του όπλου στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
«Τώρα είμαστε πάτσι» είπε.
Λίγο πριν λιποθυμήσω για δεύτερη φορά σε μία ώρα μία φανταστική ιστορία πέρασε από το μυαλό μου. Σε αυτήν ένας άγγλος φούρναρης με το όνομα Funk Soul Brother αποφασίζει να φτιάξει κουλουράκια με μία συνταγή λίγο διαφορετική από τις κανονικές. Μέσα στο μίγμα για τα κουλουράκια ρίχνει μια σκελίδα σκόρδο. Τα κουλουράκια γίνονται ανάρπαστα έτσι ο Funk Soul Brother αποφασίζει να τα κατοχυρώσει ως δικιά του έμπνευση με το όνομα «Right about now». Λίγους μήνες μετά εμφανίζεται ένας άλλος φούρναρης και τον κατηγορεί ότι του έκλεψε τη συνταγή που είχε εμπνευστεί πρώτος και μάλιστα την είχε ονομάσει «check it out now».
Ο Funk Soul Brother πέφτει σε βαθιά κατάθλιψή αφού το όνομα του σπιλώνεται και η γυναίκα του τον εγκαταλείπει αφού δεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν έκλεψε τη συνταγή για τα κουλουράκια. Η τελευταία σκηνή της φανταστικής ιστορίας που μου ήρθε στο μυαλό φέρνει τον Funk Soul Brother στην άκρη ενός γκρεμού να φωνάζει «Right about now». Δεν θα μάθω ποτέ τι έγινε στο τέλος αφού τελικά λιποθύμησα.
Λίγη ώρα μετά
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Ο πονοκέφαλος είναι απίστευτος και μαζί του φέρνει μια θολούρα. Όταν το βλέμμα μου καθαρίζει συνειδητοποιώ ότι είμαι στο δωμάτιο 327. Οικείο συναίσθημα. Είμαι ακόμα δεμένος σε μία καρέκλα. Άλλο ένα οικείο συναίσθημα.
Αυτή τη φορά όμως ο πιλότος Καραγιάννης δεν είναι δεμένος δίπλα μου αλλά κάθεται μαζί με τον Jesse James απέναντι μου. Αρκετά διαφορετική σκηνή από αυτή που είχα αφήσει λίγη ώρα πριν.
«Τι έγινε; Πότε προλάβατε και γίνατε φιλαράκια;» είπα.
«Αν υπάρχει λογική και πειστικές απαντήσεις όλα λύνονται» είπε ο Jesse James. O πιλότος Καραγιάννης τράβηξε μία ρουφηξιά από την πίπα του παρά το γεγονός ότι το κάπνισμα απαγορευόταν στο δωμάτιο.
«Αυτό που με έκανε να συμφωνήσω μαζί του περισσότερο από τα υπόλοιπα ήταν ότι η γυναίκα από την παμπ είναι επικίνδυνη».
«ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝΩ ΕΓΩ» φώναξα.
Ο πιλότος Καραγιάννης σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου. «Άκουσε με προσεκτικά. Θυμάσαι όλα αυτά τα περίεργα περιστατικά που σας συμβαίνουν; Μία τα βαμπίρ, μία τα τσουπακάμπρα, μία οι καλικάντζαροι; Μπορώ να σου τα εξηγήσω όλα. Απλά εμπιστέψου με».
«Να μην ξεχάσουμε να προσθέσουμε ότι αποκλείεται μια τόσο ωραία γκόμενα να ανακάλυπτε τον κεραυνοβόλο έρωτα μαζί σου» είπε ο Jesse James.
«Σου λέω εμπιστέψου με. Και αν σου φαίνεται πολύ δύσκολο να τα δεχτείς όλα κατευθείαν… εμπιστέψου αυτό» είπε ο πιλότος Καραγιάννης και έφερε μπροστά μου ένα ποτήρι ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα. Πόσο καιρό είχα να το αντικρύσω και πόσο μου είχε λείψει…
Πολλές πληροφορίες μαζεμένες. Δεν προλάβαινα να τις επεξεργαστώ. «Ωραία… Λύσε με, θα σας ακούσω και τους δύο» είπα.
«Πρόσεξε μην κάνεις πάλι καμιά μαλαγανία» είπε ο Jesse James και ήρθε προς το μέρος μου. Δεν με ένοιαζε τίποτα εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που ήθελα ήταν να πιω μια γουλιά από το ουίσκι μου. Ο Jesse μου έλυσε τα χέρια και αμέσως άρπαξα το ποτήρι. Και οι δύο χαμογέλασαν γιατί ήξεραν ότι εκείνη τη στιγμή λέω την αλήθεια.
Έφερα το ποτήρι στο στόμα μου… την ώρα που η πόρτα χτύπησε δύο φορές. Ο πιλότος Καραγιάννης μας ψιθύρισε να κάνουμε απόλυτη ησυχία.
«Ρώτα με χαλαρό ύφος ποιος είναι» είπε.
«Ποιος είναιιιιιι» φώναξα.
«Όχι τόσο χαλαρά ρε μαλάκα. Σαν κομμώτρια ακούστηκες» είπε ο Jesse James.
«Αφού εξαφανίστηκες… είπα να έρθω να σε βρω…» είπε μια φωνή γεμάτη νάζι. Ήταν η γυναίκα από την παμπ…
Ο Jesse James κοίταξε τον πιλότο Καραγιάννη. Ο πιλότος Καραγιάννης κοίταξε εμένα. Εγώ κοίταξα τον Jesse James. O Jesse James κοίταξε πάλι τον πιλότο Καραγιάννη. Ο πιλότος Καραγιάννης κοίταξε εμένα…
«Τι κοιτιόμαστε; Πείτε… τι κάνουμε τώρα;»…
Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Υ.Γ Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube