Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 23ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…
Στα προηγούμενα επεισόδια:
Ο Jesse James έκανε βόλτες πάνω κάτω. Ο εκνευρισμός του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν διαπίστωσε ότι το mini-bar ήταν άδειο. Έκανε άνω κάτω το δωμάτιο στην προσπάθεια του να βρει που ήταν κρυμμένο το αλκοόλ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κανένας από τους προηγούμενους ενοίκους του δωματίου δεν είχε κρύψει κανένα μπουκάλι κάτω από το στρώμα, πίσω από τις κουρτίνες, έστω μέσα στη μπανιέρα.
--------------------------------------------------
Ας δούμε τους δύο πρωταγωνιστές μας έτσι και ας τους κρατήσουμε στη μνήμη μας με αυτό τον τρόπο …γιατί αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα τους αφήσουμε και τους δύο χαρούμενους και ζωντανούς…
Δώσε μου πίσω τις σφαίρες μου…
«Μπορεί να είναι μαλάκας αλλά πρέπει να τον σώσουμε. Έρχομαι από εκεί» είπε ο πιλότος Καραγιάννης. Έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε προς το πικάπ. Το simple man που είχε μείνει στα πρώτα του δευτερόλεπτα ξεχύθηκε από τα ηχεία. Είχε νυχτώσει εδώ και πολύ ώρα αλλά κανένα φως δεν ήταν αναμμένο στο σπίτι. Μόνο δύο κεριά πάνω στο τραπέζι. Θεωρούσε ότι ο φωτισμός όταν δεν υπήρχαν καλεσμένοι ήταν περιττός. Το μόνο που χρειαζόταν να βλέπεις ήταν το που πατάς. Και τα κεριά παρείχαν αυτή τη διευκόλυνση. Αν ήταν μοναχικός τύπος; Φυσικά και ήταν και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν και περήφανός για τον τρόπο ζωής του. Είχε μάθει να επιβιώνει χωρίς τις τεχνητές απολαύσεις που σου δίνουν την πρόσκαιρη ψευδαίσθηση της ευτυχίας. Ήξερε να διακρίνει τις πιθανότητες που υπάρχουν για να περάσεις καλά κάπου. Για τον πιλότο Καραγιάννη το παν ήταν το άτομο. Κάθε τι συλλογικό ήταν μακριά από την νοοτροπία του και σχεδόν το απεχθανόταν. Δεν έκανε κάτι επειδή ήθελαν οι άλλοι να το κάνει, αλλά επειδή ήθελε αυτός. Και όπως είναι απόλυτα φυσιολογικό κάποια στιγμή έμεινε μόνος του. Χωρίς παρέες, μόνο με μερικούς ανθρώπους που εμπιστευόταν απόλυτα. Και ας μην τους έβλεπε συχνά.
Το τηλεφώνημα που είχε λάβει λίγα λεπτά νωρίτερα ήταν σαφές. Οι δύο ταξιδιώτες από την Ελλάδα διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο. Και ήταν συμπαθητικοί και οι δύο κατά βάθος. Ο ένας μπορεί να είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και να πίστευε ότι είχε πάντα τον έλεγχο χωρίς αυτό βέβαια να ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ ο λούτρινος σκύλος… Ο λούτρινος σκύλος ήταν φαφλατάς. Και πολύ μάλιστα. Αλλά ο πιλότος Καραγιάννης προτιμούσε να συναναστρέφεται με ανθρώπους (και στη συγκεκριμένη περίπτωση λούτρινους σκύλους) με ελαττώματα, παρά με αψεγάδιαστες προσωπικότητες που το μόνο που έχουν να σου προσφέρουν είναι χασμουρητά μεγαλύτερα και από αυτά που έχεις όταν παρακολουθείς με προσοχή μια διάλεξη για την αναπαραγωγή του μεταξοσκώληκα και τις επιπτώσεις της στο ελληνικό πεντάγραμμο.
Έπρεπε να πάει γρήγορα στο Holiday Inn και για να ντυθεί έπρεπε να ανάψει τα καταραμένα τα φώτα. Και αυτό έκανε. Πήγε προς τη μεγάλη ντουλάπα του έβγαλε τις αγαπημένες του ορειβατικές μπότες, το ξεθωριασμένο του τζίν και πάνω από το χοντρό μαύρο πουλόβερ φόρεσε το σακάκι του. Ούτε πολύ επίσημο αλλά ούτε και πολύ σπορ.
Έπιασε προσεκτικά το κουτί που ήταν χωμένο στο πάνω ράφι της ντουλάπας. Το ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι και το άνοιξε. Από μέσα έβγαλε το αγαπημένο του όπλο. Ένα 45αρι colt. Χάιδεψε την καφέ λαβή του και την κοντή του κάνη και έβαλε στην τσέπη του σακακιού τις σφαίρες. «Night defender». Ήταν ταιριαστό όνομα για όπλο. Βγήκε από τη διώροφη πολυκατοικία και πριν κατεβεί τα σκαλιά έριξε μια ματιά στο δρόμο. Ησυχία, όπως πάντα τέτοια ώρα. Το κρύο για άλλους μπορεί να ήταν τσουχτερό, αυτός όμως το είχε συνηθίσει. Σήκωσε τον γιακά στο σακάκι του και με γρήγορο βήμα άρχισε να περπατάει προς το Holiday Inn.
Πίσω στο δωμάτιο 327
Ο Jesse James είχε προβληματιστεί από το τηλεφώνημα του πιλότου Καραγιάννη. Πρώτον γιατί δεν του γέμιζε το μάτι, δεύτερον γιατί δεν τους είχε πει το παραμικρό για τον υποτιθέμενο κίνδυνο που αντιμετώπιζαν και τρίτον και πιο σημαντικό από όλα… επειδή απλά δεν του γέμιζε το μάτι. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή όμως δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να τον περιμένει στο ξενοδοχείο αφού δεν μπορούσε να πάει πουθενά με την πόρτα κλειδωμένη. Και αυτό το καταραμένο το σφραγισμένο παράθυρο. Πες ότι κάποιος θέλει να πέσει από εκεί τι θα κάνει; Ή πες ότι έπιασε φωτιά. Ήταν σαφές ότι οι Άγγλοι δεν την πάλευαν και το διαπίστωνε εδώ και λίγη ώρα. Άκου εκεί άδειο mini –bar. Αυτό το σενάριο δεν υπήρχε ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του. Ακόμα και σε αυτόν που η γάτα του γείτονα τον ξεμοναχιάζει σε μία γωνία και ετοιμάζεται να τον κατασπαράξει… ως δια μαγείας το mini-bar εμφανίζεται και καταφέρνει να ξεφύγει πετώντας άδεια μπουκάλια στη γάτα.
Αυτό πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που θυμόταν τον τελευταίο καιρό να είναι περιορισμένος κάπου χωρίς πολλές επιλογές. Έτσι άρχισε να σφυρίζει. Στην αρχή ο ρυθμός που έπιασε του φάνηκε γνώριμός αλλά η πιθανότητα να θυμηθεί ποιο τραγούδι ήταν εξαφανίστηκε γρήγορα αφού το μπέρδεψε με τη μελωδία της μοναξιάς. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στη Δέσποινα Βανδή και στις μεγάλες της επιτυχίες στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. «Πόσες φορές θα τη γλύτωνες ακόμη κακομοίρη Φοίβε αφού σταμάτησες απλά να γράφεις και το ριξες στις πατέντες;» σκέφτηκε, με θλίψη ήταν η αλήθεια, αφού η Βανδή ήταν από τις αγαπημένες του ελληνίδες τραγουδίστριες. Ειδικά μετά το βίντεο κλιπ του «Έλα να με πάρεις φως μου γίνε μια φορά δικός μου». Η δυσκολία του να τραγουδήσει αυτό το ρεφραίν χωρίς κάποιος να τον αποκαλέσει gay ήταν τεράστια, αλλά παρόλα αυτά ήταν ωραίο τραγουδάκι.
Συνέχισε λοιπόν να σφυρίζει μέχρι που κάτι τράβηξε το βλέμμα του. Ένα φωτάκι που αναβόσβηνε ανεπαίσθητα στο φωτιστικό. Είχε ξαναδεί τέτοιου είδους λαμπάκι, ήταν σίγουρος. Δεν σταμάτησε να σφυρίζει για να μην κινήσει υποψίες. Πως θα έφτανε όμως μέχρι το φωτιστικό; Πήγε μέχρι την ανοιχτή βαλίτσα και έβγαλε από μέσα ένα αποσμητικό. «str8» έγραφε πάνω. Σκέφτηκε πόσο πλάκα θα είχε ένα αποσμητικό που θα έγραφε πάνω «gay» αλλά και μόνο το γεγονός ότι είχε κάνει gay αστείο στο μυαλό του για δεύτερη φορά μέσα σε πέντε λεπτά τον προβλημάτισε. Η απουσία του νεαρού συνάδελφου γινόταν όλο και πιο αισθητή για τον Jesse James, αφού σε περίπτωση που ήταν εκεί θα δεχόταν αυτός τα πειράγματα του και δεν θα χρειαζόταν να τα λέει μόνος του.
Έπιασε το αποσμητικό στα χέρια του σημάδεψε καλά και το πέταξε κατευθείαν πάνω στο λαμπάκι που αναβόσβηνε. Μαζί με το λαμπάκι έπεσε βέβαια και το φωτιστικό έτσι το μόνο φως που υπήρχε τώρα στο δωμάτιο ερχόταν από το μπάνιο. Το λαμπάκι πάνω στον μικροσκοπικό κοριό αναβόσβηνε ακόμα. Ο Jesse James τον πάτησε με όλη του την δύναμη. Κάποιος τους παρακολουθούσε. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στον πιλότο Καραγιάννη. Δεν θα σταματούσε ούτε λεπτό να είναι επιφυλακτικός μαζί του. Συνέχισε να σφυρίζει αλλά ακόμα δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια στο διάολο ήταν αυτή η μελωδία. Η πόρτα χτύπησε δύο φόρες.
«Who is it;» είπε ο Jesse James. «Pilot Karagiannis» απάντησε η φωνή έξω από την πόρτα.
«And what do you want;» είπε ο Jesse James.
«Θα συνεχίσουμε για πολύ ώρα να μιλάμε αγγλικά; Άνοιξε την πόρτα και σταμάτα να σφυρίζεις το τραγούδι των Στρουμφ».
Μέσα στην παμπ
Η βραδιά εξελισσόταν πολύ καλύτερα από ότι θα περίμενα. Της είπα την ιστορία με το αεροδρόμιο με κάθε λεπτομέρεια και μείναμε εκεί να συζητάμε για πολλές ώρες. Εγώ με τις μπύρες μου που διαδέχονταν η μία την άλλη και αυτή με ένα ποτήρι λευκό κρασί μπροστά της. Το ένα ποτήρι έφερε το άλλο και έτσι φτάσαμε να έχουμε ξεπεράσει τα επιτρεπτά επίπεδα αλκοόλ στο αίμα μας. Ήταν ακριβώς η ποσότητα που σε κάνει να λες πράγματα που δύσκολα καταφέρνεις να αρθρώσεις όταν είσαι νηφάλιος και παράλληλα σου επιτρέπει να περπατήσεις μέχρι το αυτοκίνητο σου χωρίς να πέσεις. Το αν θα καταφέρεις να οδηγήσεις το αυτοκίνητο είναι μία εντελώς διαφορετική υπόθεση την οποία δεν χρειάζεται να συζητήσουμε σε αυτή την ιστορία αφού δεν περιλαμβάνει αυτοκίνητο.
Εκτός κι αν θεωρήσουμε αυτή την υπόθεση ως ένα αυτοκίνητο που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και προσκρούει πάνω σε ένα παγκάκι στο οποίο κάθονται δύο καλόγριες. Αρκετά μακάβριο αλλά αποτελεσματικό. Κρίμα για τις καλόγριες πάντως. Το μόνο που ήθελαν ήταν να μεταφέρουν το θέλημα του Κυρίου. Τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Ας είναι.
«Θα με συγχωρέσεις για λίγο πρέπει να πάω να φρεσκαριστώ» είπε ο εν δυνάμει έρωτας της ζωής μου. Δεν είχα βαρεθεί να την κοιτάω όλο το βράδυ. Με τα μακριά μαύρα της μαλλιά. Με τα σκούρα μάτια της που με κοίταζαν και ήμουν έτοιμος να βάλω φωτιά στα δόντια μου. Όλα αυτά συνηγόρησαν στο να της πω… «Να πας. Θα είμαι εδώ όταν γυρίσεις». Λες και είχα σκοπό να πάω πουθενά. Την είδα να σηκώνεται και δεν πήρα το βλέμμα μου από πάνω της μέχρι τη στιγμή που μπήκε στην τουαλέτα. Είχα πάρει ένα αποχαυνωμένο ύφος. Γυρνώντας το κεφάλι μου παρατήρησα έναν τύπο που καθόταν στην μπάρα και με κοίταζε χαμογελώντας. Είχε μακριά άσπρα μαλλιά και γένια. Σήκωσε τη μπύρα του προς μέρος μου και είπε …«ya gonna score mate». «Cheers mate» είπα και σήκωσα και εγώ τη μπύρα μου προς το μέρος του. Λες να είχε δίκιο ο παππούς;
Αποφάσισα να φτιάξω μια ιστορία στο μυαλό μου για να περάσει η ώρα μου. Το αλκοόλ δεν βοηθούσε στην διαδικασία της αληθοφάνειας βέβαια. Σε αυτή την ιστορία ένας μικρός κόνδορας ξεμακραίνει από τη φωλιά του και χάνει τη μητέρα του. Βρίσκεται μόνος του στις ερημιές και εκεί συναντά έναν αυτοαποκαλούμενο προφήτη. «Μη κλαις μικρέ κόνδορα γιατί και για σένα προέβλεψε ο Θεός. Όταν η μεγάλη πλημμύρα θα ξεβουλώσει τις αποχετεύσεις στην Πενσιλβάνια τότε θα ξαναδείς τους γονείς σου». Τα χρόνια περνούν και ο μικρός κόνδορας μεγαλώνει και παραμένει δίπλα στον προφήτη. Δεν ξαναβλέπει όμως τους γονείς του. Λίγο πριν πεθάνει ο προφήτης προσπαθεί να μιλήσει και να ζητήσει τη συχώρεση του κόνδορα. Δεν θα μάθω ποτέ τι του είπε γιατί εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα ένα …«ΨΙΤ». Κοίταξα τριγύρω αλλά τίποτα. «ΨΙΤ». Πιο δυνατά αυτή τη φορά. «ΝΙΑΟΥ» απάντησα σε περίπτωση που το «ΨΙΤ» ήταν συνθηματικό. «Τι νιάου ρε μαλάκα;» φώναξε ο Jesse James που ίσα ίσα είχα βάλει το κεφάλι του στην είσοδο και κοίταζε μέσα. «Έλα εδώ αμέσως» είπε.
«Δεν πάω πουθενά. Δεν βλέπεις ότι έχω δουλειά;»
«Έλα εδώ αμέσως και θα ξεχάσω ότι με κλείδωσες στο δωμάτιο»
«Δεν πάω πουθενά» είπα. Δεν υπήρχε περίπτωση να σηκωθώ από την καρέκλα μου και να αφήσω αυτό το θεσπέσιο πλάσμα να με περιμένει.
«Εκτός από αφελής είναι και ηλίθιος» είπε ο Jesse James στον πιλότο Καραγιάννη που στεκόταν ακριβώς έξω από το μαγαζί. «Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα μεγάλα μέσα».
Καθόμουν ήσυχός ήσυχος στην καρέκλα μου όταν άκουσα να με καλεί η μελωδία του Billie Jean. Σηκώθηκα και με μικρά χορευτικά βήματα πήγα προς την έξοδο. Ο καταραμένος ο λούτρινος σκύλος ήξερε ότι δεν μπορούσα να αντισταθώ στο Billie Jean, ήταν πραγματικά πάνω από τις δυνάμεις μου. Με το που βγήκα έξω στην παγωνιά ο Jesse James πάτησε στο stop στο cd player από όπου προερχόταν η μουσική.
«Λέγε ρε παιδί μου τι θες, δεν βλέπεις ότι έχω δουλειά;» είπα. «Πρέπει να φύγουμε αμέσως. Ο κίνδυνος που μας έλεγε ο Καραγιάννης….». Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι πάνω στην ώρα που περνούσα μία από τις πιο ευχάριστες βραδιές της ζωής μου εμφανιζόταν ξανά μια παπαριά του τύπου «ο κίνδυνος που μας έλεγαν…». «Δεν με νοιάζει καθόλου. Να περιμένει ο κίνδυνος μέχρι το πρωί».
«…Ο κίνδυνος είναι η τύπισσα που είναι μέσα» είπε ο Jesse James την ώρα που είχα γυρίσει προς την είσοδο και την είδα να βγαίνει από την τουαλέτα και να ρίχνει το βλέμμα της στην άδεια καρέκλα μου. Δεν πρόλαβα να δω τίποτα άλλο. Ξαφνικά σκοτεινιά.
Ο πιλότος Καραγιάννης που είχε κρυφτεί σε μία γωνία όση ώρα συνομιλούσα με τον Jesse James με χτύπησε με τη λαβή του colt στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
«Κανόνισε μόνο να μην έχει πάθει τίποτα» είπε ο Jesse James. «Αφού τα είπαμε. Είναι καλύτερα γι αυτόν» είπε και με τράβηξε ξανά προς τη σκοτεινή γωνία. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του ψαχουλεύοντας. Το βλέμμα του φανέρωσε ότι κάτι που έπρεπε να ήταν εκεί δεν ήταν πλέον.
«Αυτές ψάχνεις;» είπε ο Jesse James και έδειξε τη χούφτα του. Μέσα της κρατούσε έξι σφαίρες.
«Δώσε μου πίσω τις σφαίρες μου» είπε ο πιλότος Καραγιάννης.
«Όχι πριν μου εξηγήσεις τα πάντα» είπε ο Jesse James
«Δώσε μου πίσω τις σφαίρες μου» είπε πιο επιτακτικά αυτή τη φορά ο πιλότος Καραγιάννης.
«Θες να παίξουμε ε;» είπε ο Jesse James και φανέρωσε ένα colt ίδιο με αυτό που κρατούσε ο πιλότος Καραγιάννης. Με μια αστραπιαία κίνηση έβαλε μέσα τις σφαίρες και όπλισε. Το χαμόγελο έφτασε μέχρι τα αυτιά του. «Θα παίξουμε λοιπόν…».
Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα
Υ.Γ Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Share
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com
Blood and the City on Facebook
ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube