Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 22ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…

Στα προηγούμενα επεισόδια:

«Περάσατε το τεστ… (παύση)… Καλώς ήλθατε στο Λονδίνο (παύση) είμαι ο πιλότος Καραγιάννης. Και είμαι εδώ για να σας βοηθήσω …(παύση). Βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Σας έχουν …επιλέξει» είπε και έβγαλε από το σακάκι του μία πίπα. Την άναψε και τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά.

--------------------------

Μπήκα στο Holiday Inn και έκανα check in. Πήρα το μεσαίο ασανσέρ (ήταν το γούρι μου) και ανέβηκα στον τρίτο όροφο. Στο δωμάτιο 327…

Η τελευταία τους φορά

Τι στο διάολο είχε πιάσει όλα τα ξενοδοχεία του κόσμου και είχαν αντικαταστήσει τα παραδοσιακά κλειδιά για τις πόρτες δεν θα το καταλάβω ποτέ. Ανέβηκα στο δωμάτιο με την ελπίδα ότι στον φάκελο που μου είχαν δώσει θα βρισκόταν ένα κανονικό κλειδάκι. Αλλά που τέτοια τύχη. Την τελευταία φορά που είχα σταθεί πραγματικά τυχερός πρέπει να ήταν όταν ήμουν δέκα χρονών και είχα δει στο ύπνο μου μακαρόνια με κιμά. Όταν ξύπνησα το πρωί, η γιαγιά μου (που με προειδοποιούσε πάντα για το φαγητό που ετοίμαζε πριν φύγω για το σχολείο) φώναξε: « Το μεσημέρι θα φας μακαρόνια με κιμά». Ήταν μια δικαίωση, ενώ επίσης ήταν και η πρώτη φορά που άρχισα να πιστεύω ότι ίσως είμαι προφήτης. Από τότε παρόμοια περιστατικά μου είχαν ξανασυμβεί αλλά ποτέ δεν έμαθα να κοντρολάρω την δύναμη που ήμουν πεπεισμένος ότι κατείχα.

Αντί για το κλειδάκι που περίμενα, από τον φάκελο έπεσε μια πλαστική κάρτα. Έφτασα έξω από το δωμάτιο 327. Έριξα το βλέμμα μου λίγο πάνω από το χερούλι όπου ένα φωτάκι αναβόσβηνε κόκκινο. «Your card here» έγραφε. «Άντε και γαμήσου» σκέφτηκα και έφερα την κάρτα μπροστά στο φωτάκι. Μετά από περίπου 15 προσπάθειες που περιελάμβαναν και δύο γερές κλοτσιές στην πόρτα και ένα κυριούλη να πετάγεται από το διπλανό δωμάτιο φορώντας μόνο τη ρόμπα του και να ρωτάει με τυπική αγγλική προφορά «what’s goin’ on here» και εμένα να του απαντάω «there’s no problem sir, I’m a professional» , το λαμπάκι έγινε πράσινο και η πόρτα άνοιξε. Μπορώ να πω ότι ένιωσα μια προσωπική δικαίωση.

Αυτές οι μικρές χαρές της ζωής που δεν μπορείς να τις αντικαταστήσεις με …τίποτα. Εντάξει όχι και με τίποτα. Ίσως με ένα μπουκάλι καλό κρασί από την Μονεμβασιά.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και άφησα ελεύθερο έναν μεγάλο αναστεναγμό ανακούφισης. Έριξα μια ματιά στο δωμάτιο. Δύο διπλά κρεβάτια με ένα κομοδίνο στη μέση έπιαναν τον περισσότερο χώρο. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν οι χοντρές κουρτίνες. Πήγα προς το παράθυρο και τις τράβηξα στην άκρη. Έψαξα μάταια το χερούλι. Τίποτα. Το καταραμένο το παράθυρο δεν άνοιγε και οι ελπίδες μου για ένα τσιγάρο στα κλεφτά μόλις είχαν κάνει φτερά. Μία ήταν η περίπτωση που ήρθε κατευθείαν στο μυαλό μου και είχε να κάνει με αντίστοιχο περιορισμό. Μερικά χρόνια πριν μου είχαν απαγορέψει την είσοδο σε ένα αποκριάτικο πάρτι επειδή δεν φορούσα στολή. Ζήτησα να δω τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού και όταν αυτός επέμεινε στην άρνηση του τον προκάλεσα σε μια παρτίδα σκάκι. Δεν δέχτηκε την πρόσκληση μου και μπήκε και πάλι στο μαγαζί. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο και έτσι έφυγα.

Σε αυτό το σταυροδρόμι βρέθηκα ξανά μέσα στο δωμάτιο όπου απαγορευόταν το κάπνισμα. Το να προκαλέσω κάποιον σε μια παρτίδα σκάκι σε αυτό το σημείο μου φάνηκε περιττό έτσι αποφάσισα να κάνω λίγη υπομονή. Θα έφευγα σύντομα από το δωμάτιο έτσι και αλλιώς με προορισμό, έναν! Τις μπύρες. Κάτι ξέχναγα όμως. Ο πιλότος Καραγιάννης είχε πει ότι θα καλέσει το επόμενο πρωί άρα τι ήταν αυτό που ξέχναγα; Έριξα μια ματιά στο δωμάτιο. Όλα στη θέση τους. Τότε είδα τη βαλίτσα μου παρατημένη στην είσοδο.

Ο Jesse James! Τον είχα ξεχάσει στη βαλίτσα. Δεν ανησύχησα αφού του είχα αφήσει ένα μικρό άνοιγμα για να αναπνέει, παρόλα αυτά ήταν υπερβολικά ήσυχος. Μπορεί να κοιμόταν ποιος ξέρει… Πλησίασα σιγά προς την βαλίτσα με σκοπό να τον βγάλω έξω και να του εξηγήσω ότι ήταν καλύτερα που τον είχα κλείσει μέσα. Κάτι θα έβρισκα για να τον τουμπάρω και το πιο πιθανό ήταν ότι αυτό το κάτι …θα ήταν αλκοόλ από το μίνι-μπαρ.

«Πριν ανοίξεις τη βαλίτσα καλό θα ήταν να διαπραγματευτούμε ορισμένα ζητήματα» είπε ξαφνικά ο Jesse James και ενώ είχα φτάσει σχεδόν από πάνω του. Τρόμαξα είναι η αλήθεια αφού δεν το περίμενα, αλλά η φωνή του ήταν ψύχραιμη και σταθερή στον τόνο της. «Ωραία λοιπόν» απάντησα. «Σε ακούω».

«Πρώτον, από τη στιγμή που θα ανοίξεις τη βαλίτσα να ξέρεις ότι θα υποφέρεις πολύ. Ο τελευταίος άνθρωπος που με κλείδωσε κάπου κάνει τώρα παρέα με τα ψάρια. Εσένα όμως σε συμπαθώ και το ξέρεις. Γι αυτό σου δίνω την δυνατότητα να επιλέξεις. Τι θέλεις να χάσεις; Ένα δόντι ή ένα αυτί;». Τα μανιτάρια είχαν πειράξει το νευρικό του σύστημα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αλλιώς την αντίδραση του. «Θέλεις καλύτερα να τα ξεχάσουμε όλα και να πάμε να πιούμε καμιά μπύρα;» είπα.
«Να πάμε για μπύρα ναι. Αλλά πρώτα μπορείς να μου φέρεις μία πένσα;».

«Γιατί να σου φέρω πένσα;»

«Αφού από ότι κατάλαβα η επιλογή σου είναι να χάσεις ένα δόντι. Άρα… Θα χρειαστώ μια πένσα για να το βγάλω. Ή μήπως θέλεις να το βγάλεις μόνος σου; Να δέσουμε ένα σκοινάκι πάνω του και να τραβήξουμε μια πόρτα;». Επέμενε ο άτιμος. Είχα αρχίσει όμως να φτάνω στα όρια μου. Έπρεπε να καπνίσω και γρήγορα. Έπρεπε επίσης να πιω μια μπύρα.

«Τι προτιμάς; Να σε αφήσω εδώ ή να σε πάρω μαζί μου» του είπα κοιτώντας κάτω τη βαλίτσα. Το θέαμα ήταν τέτοιο που αν κάποιος παρακολουθούσε τη σκηνή με έμενα να μιλάω μια φωνή που προέρχεται μέσα από μία μικρή τσάντα θα μου έβγαζε κατευθείαν εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την χώρα που βασιλεύουν τα καναρίνια και οι άνθρωποι είναι απλά υπηρέτες τους και κατοικούν σε μεγάλα κλουβιά.

«Αν δεν με βγάλεις τώρα από την τσάντα θα σε χτυπήσω σε τέσσερα διαφορετικά σημεία» είπε ατάραχος ο Jesse James. Πίστευε ότι η αυτή η συζήτηση θα συνεχιζόταν για ώρα όμως εγώ είχα άλλο σχέδιο στο μυαλό μου. Θα έφερνα τη βαλίτσα κοντά στην πόρτα και θα την άνοιγα την ώρα που θα έβγαινα έξω. Θα τον κλείδωνα μέσα και θα πήγαινα να πιω την μπύρα μου με την ησυχία μου. Ίσως να ήταν το καλύτερο σχέδιο στην ιστορία των καλύτερων σχεδίων που είχα επινοήσει στην Αγγλία. Και αφού αυτή ήταν η πρώτη μου φορά στη χώρα τότε σίγουρα έπεφτα μέσα. Έβαλα γρήγορα το μπουφάν μου και τράβηξα τη βαλίτσα προς την πόρτα. «Διαισθάνομαι κίνηση, δεν πιστεύω να κάνεις καμία από τις μαλαγανιές για τις οποίες είσαι διάσημος. Σε προειδοποιώ ότι αν πας να μου την φέρεις θα σε κυνηγήσω. Και στο τέλος θα σε πιάσω. Και όταν σε πιάσω θα σε κάνω να τραγουδήσεις τα κάλαντα σε όλες τις γλώσσες. Και στη συνέχεια δεν θα σου βγάλω ένα δόντι αλλά τέσσερα. Τα τέσσερα μπροστινά. Και να δω μετά πως θα το παίζεις κονιόρδος» αυτή ήταν η τελευταία πρόταση που άκουσα από τον Jesse James αφού με μία ακόμα αστραπιαία κίνηση άνοιξα τη βαλίτσα και βγήκα έξω από το δωμάτιο.

Τον άκουσα να τρέχει και να κουτουλάει πάνω στην πόρτα φωνάζοντας «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΟΥΣΤΗ» ήξερα όμως ότι δεν το εννοούσε. Πάντα έτσι έκανε όταν ήταν νευριασμένος και κάτι τέτοιες στιγμές μου έλειπε όντως ο νεαρός συνάδελφος. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να τον ηρεμεί αφού θα έλεγε καμία από τις γνώστες του ασυναρτησίες και το ενδιαφέρον του Jesse James θα στρεφόταν αναπόφευκτα εκεί.

Πήγα γρήγορα προς το ασανσέρ. Το μεσαίο φυσικά που ήταν το γούρι μου. Φτάνοντας στην είσοδο του ξενοδοχείου διαπίστωσα ότι για κάποιο περίεργο λόγο δίψαγα υπερβολικά. Μπήκα σε ένα μαγαζάκι που ήταν δίπλα στη ρεσεψιόν και προσπάθησα να συνεννοηθώ με έναν άραβα που καθόταν στον πάγκο, αλλά μάταια. Τα αγγλικά του περιορίζονταν μόνο στην τιμές. Πήρα κάτι που έμοιαζε με νερό αφού ήταν υγρό διαφανές και σφραγισμένο σε πλαστικό μπουκάλι και βγήκα από το ξενοδοχείο. Εκεί με χτύπησε το πρώτο κύμα παγωνιάς. Δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα αφού ο ποδαρόδρομος με είχε ζεστάνει, αλλά τώρα ένιωθα λες και εκατομμύρια μικροσκοπικές καρφίτσες διαπερνούσαν το δέρμα μου. Και σιχαινόμουν τον βελονισμό.

Είχα σταμπάρει ένα μικρό μπαράκι (δεν θα το έλεγες παραδοσιακή παμπ) και εκεί θα έπινα το ποτό μου. Χαμηλός φωτισμός, λίγος κόσμος, μεγάλοι καναπέδες. Όλα τέλεια δηλαδή. Είχα μπροστά μου όμως τουλάχιστον ένα δεκάλεπτο περπάτημα και το πρώτο τσιγάρο είχε ήδη ανάψει. Έφερα στο μυαλό μου τα λόγια του πιλότου Καραγιάννη αλλά τίποτα καινούργιο δεν μπορούσε να προστεθεί στην ήδη θολή υπόθεση.

Αποφάσισα να φτιάξω μια φανταστική ιστορία στο μυαλό μου, έτσι για να περάσει η ώρα μέχρι να φτάσω στο μαγαζί. Σε αυτήν ένας γνωστός μου με το όνομα Δημήτρης αποφασίζει ότι θέλει να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα περπατήσει με ανάποδα βήματα από το Σύνταγμα μέχρι την Καλλιθέα. Καταφέρνει να φτάσει αλώβητος μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός, αλλά λίγο πριν βγει στη Συγγρού τον χτυπάει το τρενάκι που κάνει βόλτες τους τουρίστες στα αξιοθέατα της Αθήνας. Ένας Γερμανός πηδάει από το τρενάκι και πάει από πάνω του. Όλοι νομίζουν ότι είναι γιατρός, ο Γερμανός κλέβει όμως το πορτοφόλι του Δημήτρη και αρχίζει να τρέχει φωνάζοντας «ΜΑΛΑΚΑ, ΜΑΛΑΚΑ, ΜΑΛΑΚΑ» αφού προφανώς αυτή είναι η μοναδική λέξη που ξέρει στα ελληνικά. Ο Δημήτρης που δεν έχει χτυπήσει σοβαρά αφού το τρενάκι πήγαινε σχεδόν με μηδενική ταχύτητα σηκώνεται από το έδαφος με ένα θόλωμα στο κεφάλι. Αποφασίζει ότι θέλει να ανακαλύψει μια ουσία και να την ονομάσει πενικιλίνη. Έφτασα έξω από το μπαρ και μπήκα μέσα. Δεν θα μάθω ποτέ αν ο Δημήτρης ανακάλυψε την πενικιλίνη.

Στο δωμάτιο 327

Ο Jesse James έκανε βόλτες πάνω κάτω. Ο εκνευρισμός του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν διαπίστωσε ότι το mini-bar ήταν άδειο. Έκανε άνω κάτω το δωμάτιο στην προσπάθεια του να βρει που ήταν κρυμμένο το αλκοόλ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κανένας από τους προηγούμενους ενοίκους του δωματίου δεν είχε κρύψει κανένα μπουκάλι κάτω από το στρώμα, πίσω από τις κουρτίνες, έστω μέσα στη μπανιέρα. «Μόλις γυρίσει θα τον σκίσω» μονολογούσε και από το μυαλό του περνούσαν δεκάδες εικόνες βασανιστηρίων. Αυτή η εκδίκηση, η καλά σχεδιασμένη ήταν η καλύτερη από όλες. Όταν ο μπεκρούλιακας γυρνούσε από την παμπ θα το πλήρωνε πολύ ακριβά. Μετά από λίγο βαρέθηκε να σκέφτεται και να πηγαινοέρχεται και έκατσε στην άκρη του ενός από τα δύο διπλά κρεβάτια. Σίγα σιγά ηρέμησε και το μυαλό του ταξίδεψε μέχρι την Αθήνα. Εκεί που ήταν σίγουρος ότι κάποιες παλιές του υποθέσεις ήταν έτοιμες να ανοίξουν και πάλι. To παιδί από το site είχε πληρώσει με τη ζωή του τις ανακαλύψεις του και ο Jesse James ήλπιζε ότι δεν θα υπήρχε συνέχεια. Η καρδιά του δεν ήταν ήρεμη όμως και αυτό ήταν το χειρότερο. Αποκοιμήθηκε στην άκρη του κρεβατιού. Ο ήχος του τηλεφώνου τον έκανε να πεταχτεί…

Σε μια διώροφη μονοκατοικία λίγο πιο μακριά…

Ο πιλότος Καραγιάννης είχε καθίσει στον καναπέ του με την αγαπημένη του πίπα στο χέρι. Είχε βγάλει τα ρούχα της δουλειάς που ποτέ δεν τον έκαναν να νιώθει άνετα. Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί βρισκόταν στο τραπεζάκι ακριβώς μπροστά του. Αυτό ήταν το σπίτι του στο Λονδίνο. Ένα μεγάλο πανάκριβο διαμέρισμα στην καρδιά του King’s Cross που άξιζε όμως τα λεφτά του. Μια μεγάλη κορνίζα πάνω από τον κεντρικό τοίχο του σαλονιού φιλοξενούσε μια προσωπογραφία. Ο πιλότος Καραγιάννης δεν ήξερε ποιος ήταν ο τύπος που τον κοιτούσε μέσα από τον πίνακα, αφού τον είχε βρει εκεί όταν μετακόμισε, αλλά του άρεσε και τον κράτησε. Σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε προς το παλιό του πικάπ. Ποτέ δεν συμπάθησε τα cd. Έβαλε να παίζει το ντεμπούτο των Lynyrd Skynyrd και επέστρεψε στον καναπέ πίνοντας μία γουλιά από το κρασί του. Την ώρα που στα ηχεία τελείωνε το Gimme three steps και λίγο πριν αρχίσει το simple man το τηλέφωνο του πιλότου Καραγιάννη χτύπησε. Δεν ήταν όμως το κανονικό του κινητό, αλλά αυτό που το ήξεραν λίγοι και υπήρχε μόνο για συγκεκριμένες υποθέσεις. Δεν ανησύχησε όμως. Ο πιλότος Καραγιάννης είχε μάθει ένα πράγμα στη ζωή του. Αν πέσεις μέσα στα σκατά το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να τα καθαρίσεις. Δεν γίνεται να διαγράψεις το γεγονός. Θα είσαι για πάντα ο άνθρωπος που έστω και για λίγο βρέθηκε μέσα στα σκατά.

Μέσα στην παμπ

Ήπια μια μεγάλη γουλιά από την μπύρα μου και συνειδητοποίησα ότι το κάπνισμα απαγορευόταν φυσικά και εκεί. «Γαμώ την τρέλα μου» είπα και άφησα έναν μεγάλο αναστεναγμό, όταν…

…όταν την είδα να κάθεται σε ένα τραπέζι στη γωνία του μαγαζιού. Ήταν ακριβώς όπως τη θυμόμουν εκείνη την ημέρα στο αεροδρόμιο ένα μήνα πριν. Η γυναίκα που πίστευα ότι θα μου αλλάξει τη ζωή. Δεν με είχε δει όμως τώρα. Για δες, σκέφτηκα, πως τα φέρνει καμία φορά η ζωή. Θα με θυμόταν όμως; Τώρα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μάζεψα το θάρρος μου και πήγα προς το μέρος της. Ανάμεσα σε εκατομμύρια ατάκες που πέρασαν από το μυαλό μου το «Καλησπέρα» ήταν το μόνο έξυπνο πράγμα που βρήκα να πω. Πιο έξυπνο βέβαια θα ήταν να έλεγα, καλημέρα, αφού ήταν νύχτα και θα έδειχνε ένα υποτυπώδες χιούμορ από την πλευρά μου. Εκείνη φάνηκε να ξαφνιάζεται όταν άκουσε κάποιον να της μιλάει ελληνικά και γύρισε προς το μέρος μου. Το βλέμμα της έδειξε ότι σίγουρα με θυμόταν. Αυτό κι αν ήταν μια μικρή προσωπική νίκη που θα έγραφα στο βιογραφικό μου μεγάλα γράμματα δίπλα στο «Δεν ήπια νερό για τρεις μέρες και επέζησα».

«Εσύ; Από το αεροδρόμιο ε;» είπε. Χαμογέλασα δείχνοντας έτοιμος να πω πάλι κάτι έξυπνο αλλά τελικά πέρασαν πολλά δευτερόλεπτα και παρέμεινα μόνο με το χαμόγελο στα χείλη. «Το θυμόμουν ότι δεν είσαι και πολύ ετοιμόλογος. Πως βρέθηκες εδώ; Τι έγινε εκείνη τη μέρα» είπε και με διευκόλυνε αφάνταστα αφού το μόνο που χρειαζόμουν κάποιες φορές για να ανοίξω το στόμα μου και να αρχίσω να μιλάω ήταν οι κατάλληλες ερωτήσεις. Χωρίς αυτές παρουσιαζόταν μια δυσλειτουργία στο «σύστημα» που όμοια της δεν είχα συναντήσει σε άλλο ανθρώπινο ον.

Της είπα την ιστορία με το αεροδρόμιο με κάθε λεπτομέρεια και μείναμε εκεί να συζητάμε για πολλές ώρες. Εγώ με τις μπύρες μου που διαδέχονταν η μία την άλλη και αυτή με ένα ποτήρι λευκό κρασί μπροστά της. Κάποιες φορές το μόνο που χρειάζεται είναι μόνο να μιλάς. Τίποτα παραπάνω. Και αυτό έγινε εκείνο το βράδυ. Μια ατελείωτη κουβέντα ανάμεσα σε δύο ξένους μέχρι πριν λίγες ώρες, που όπως φάνηκε ενδιαφέρονταν από την πρώτη στιγμή ο ένας για τον άλλον.

Γέλια, καλό ποτό και καλή διάθεση.

Ας δούμε τους δύο πρωταγωνιστές μας έτσι και ας τους κρατήσουμε στη μνήμη μας με αυτό τον τρόπο …γιατί αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα τους αφήσουμε και τους δύο χαρούμενους και ζωντανούς…

Σε μια διώροφη μονοκατοικία λίγο πιο μακριά…

Ο πιλότος Καραγιάννης έκλεισε το τηλέφωνο. Τελικά θα έπρεπε να επέμβει πιο γρήγορα από όσο είχε υπολογίσει. Πληκτρολόγησε έναν αριθμό στο κινητό του. Χτύπησε δύο φορές όταν από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε… «Έλα γρήγορα να με ξεκλειδώσεις γιατί θα σε γαμησ…» ο Jesse James δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. «Πιλότος Καραγιάννης. Τελικά ….τον εντόπισαν (παύση) πιο νωρίς από ότι φανταζόμουν».

«Είναι μαλάκας ναι, εγώ του τα χω πει» είπε ο Jesse James.

«Μπορεί να είναι μαλάκας αλλά πρέπει να τον σώσουμε. Έρχομαι από εκεί» είπε ο πιλότος Καραγιάννης. Έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε προς το πικάπ. Το simple man που είχε μείνει στα πρώτα του δευτερόλεπτα ξεχύθηκε από τα ηχεία…


Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα

Υ.Γ Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.

*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube