Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 18ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…

Και ποιος μας φυλάει από τον εχθρό;

Τρίτη απόγευμα

Το παιδί από το site φάνηκε να προβληματίζεται αφού σίγουρα αυτή δεν ήταν η απάντηση που περίμενε. «Αυτό που θα κάνεις είναι απλό. Θα πρέπει να βρεις το σπίτι στην κορυφή του λόφου. Πιο πολύ μοιάζει με καλύβα. Μόλις φτάσεις εκεί θα καταλάβεις τι πρέπει να κάνεις…».

«Σε ποιο λόφο; Ποια καλύβα;»

«Δεν θα σου πω τίποτε άλλο. Θα πρέπει να τα βρεις μόνος σου. Τώρα πήγαινε και γρήγορα» είπα. «Αμέσως» φώναξε αποφασιστικά και έφυγε τρέχοντας από το γραφείο. «Σε ποια καλύβα τον έστειλες;» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Δεν υπάρχει καμία καλύβα και κανένας λόφος, απλά ήθελα να δω την αντίδραση και τα αντανακλαστικά του». Και όντως δεν ήξερα. Ήταν απλά το πιο παράλογο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή και αυτό είπα. Αν σκεφτόμουνα πρώτα το «σε μια λίμνη δίπλα από ένα κοπάδι με σολομούς» αυτό θα έλεγα.

«Ντροπή! Γιατί ταλαιπωρείς έτσι το παιδί;» είπε ο νεαρός συνάδελφος. Έριξα το βλέμμα μου στον Jesse James. Ενώ όλη την ημέρα ήταν ευδιάθετος (είχε φανεί από την ανεξάντλητη όρεξη για συζήτηση περί κινέζικων διαβατηρίων) ξαφνικά είχε κατεβάσει διακόπτες. Καθόταν σκεπτικός στο ράφι του, με σκυμμένο το κεφάλι. Η παύση του δεν κράτησε για πολύ, αφού άρχισε να τσακώνεται και πάλι με τον νεαρό συνάδελφο για το κανάλι που θα δουν ειδήσεις. Μετά από τόσο καιρό όμως μπορούσα να τον ψυχολογήσω. Κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Είσαι καλά Jesse;»

Δεν απάντησε με την πρώτη ως συνήθως και αυτό ήταν άλλο ένα στοιχείο που με οδηγούσε στην επιβεβαίωση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Ναι ναι… πρέπει να με πείραξαν αυτές οι μους σοκολάτα. Δεν έπρεπε να φάω τέσσερα κεσεδάκια τελικά» είπε λίγα δευτερόλεπτα μετά. «Δεν χρειαζόταν να σε πιάσει το στομάχι σου για να μην τις φας. Αν συνεχίσεις να τρως έτσι, θα γίνεις σαν σκύλος του Αγίου Βερνάρδου» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Τουλάχιστον τότε θα έχω μόνιμα ένα βαρελάκι με ουίσκι στο λαιμό μου και δεν θα με κατακρίνει κανένας. Αυτή είναι μια κοινωνία που θέλω να ζω» απάντησε.

Ο νεαρός συνάδελφος είχε όρεξη και συνέχισε το πικάρισμα. «Δεν θα ήθελες καλύτερα να ζεις σε μια κοινωνία που θα αποδέχονται τους λούτρινους σκύλους που μιλάνε;». Κάπου εκεί η συζήτηση εκτροχιάστηκε και πάλι με αντικείμενα να εκσφενδονίζονται εκατέρωθεν και ένα ψαλίδι να καρφώνεται ελάχιστα εκατοστά δίπλα από το χέρι μου που είχα ακουμπήσει πάνω στο γραφείο.

«Αμάν! Σαν μωρά κάνετε. Πάω μια βόλτα να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Βαρέθηκα εδώ μέσα». Και οι δυο γύρισαν προς το μέρος μου σαν να είχαν ακούσει το πιο παράξενο πράγμα στον κόσμο. «Εσύ; Βόλτα; Μήπως είσαι άρρωστος; Θες μια ασπιρίνη; Αντιβίωση; Καραμέλες για το λαιμό; Και στο χα πει ότι θα κρυώσεις έτσι που κυκλοφορείς έξω με τόσο κρύο» είπε ο νεαρός συνάδελφος που είχε πανικοβληθεί.

«Όχι ρε..εντάξει είμ..» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου και πετάχτηκε πάνω μου. «Δεν είσαι εντάξει! Είσαι άρρωστος. Να φωνάξω τη μάνα μου να σου κάνει βεντούζες;» είπε, ενώ ταυτόχρονα με είχε πιάσει από τους ώμους και με ταρακούναγε. Του έδωσα λίγο χρόνο να ηρεμήσει και έριξα το βλέμμα μου στα χέρια του, για να καταλάβει ότι τόση ώρα με τραβούσε πέρα δώθε. «Πρώτον. Μην τολμήσεις να με ξαναταρακουνήσεις και δεύτερον… Πόσο χρονών είναι η μάνα σου είπαμε;». «39. Με έκανε στα 18 της…»

«Χμ…. ενδιαφέρον. Μήπως έχεις καμιά φωτογραφ…» δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου αφού ο Jesse James με κοπάνησε στο κεφάλι με ένα χάρακα. «Αει στο διάλο, που θες να το παίξεις και τζόβενο» είπε.

«Καλά. Φεύγω!». Είπα και κοπάνησα την πόρτα πίσω μου.

«Είδες τι έκανες;» είπε ο νεαρός συνάδελφος στον Jesse James. «Κι αν τον χτυπήσει αμάξι; Αν τον απαγάγουν; Αν γλιστρήσει πουθενά και πέσει; Αν τον δαγκώσει καμιά γάτα; Αν χτυπήσει το κεφάλι του και πάθει αμνησία…;». Ο Jesse James είχε σταματήσει να ακούει. Ο προβληματισμός που ξεκίνησε την ώρα της αποχώρησης του παιδιού από το site επανήλθε. Ένα εκατομμύριο πράγματα πρέπει να πέρασαν από το μυαλό του. «Φεύγω κι εγώ. Δεν θα αργήσω» είπε τελικά. «Που πας κι εσύ; Τι θα κάνω εγώ εδώ μόνος μου; Θες να φωνάξω τη μάνα μου να σου κάνει βεντούζες;». Ο Jesse James είχε ήδη κλείσει την πόρτα πίσω του.

Ο νεαρός συνάδελφος είχε μείνει για πρώτη φορά μόνος του στο γραφείο. Αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί και να το παίξει αφεντικό για λίγη ώρα. Έκατσε στην καρέκλα και έβαλε τα πόδια του πάνω στο γραφείο. Δεν του άρεσε όμως αυτή η στάση. Σηκώθηκε και άρχισε να κάνει βόλτες, έφτασε μπροστά από ένα πίνακα που είχα. Ήταν στραβός εδώ και κάτι μήνες αλλά ποτέ δεν αποφάσιζα να τον ισιώσω. Τον έβαλε στη θέση του και τον κοίταξε καλά καλά. Σκέφτηκε ότι αν τον άφηνε έτσι, θα φαινόταν ότι ψαχούλευε στο γραφείο και έτσι τον στράβωσε ξανά. Το μάτι του έπεσε στο μεγάλο ντουλάπι. Πήγε προς τα εκεί και έβγαλε έξω το μπουκάλι με το ουίσκι. Έβαλε σε ένα ποτήρι ελάχιστο (για να μην φανεί ότι το πείραξε) μετά έβαλε μέσα λίγη κόκα κόλα και ένα παγάκι. Πήρε το ποτήρι και πήγε ξανά προς το γραφείο. Έκατσε στην καρέκλα και ήπιε μια γουλιά. Το έφτυσε αμέσως. «Διάολε» φώναξε. «Πως το πίνει αυτό το πράγμα»…

Τετάρτη πρωί

Ξημερώνει… Τα φώτα στους δόμους είναι ανάμενα. Σε λίγη ώρα το πρώτο φώς θα πάρει τη θέση της νύχτας. Ελάχιστος κόσμος κινείται στους δρόμους. Μόνο αυτοί που έχουν πολύ πρωινό ξύπνημα και θα πρέπει να είναι στις δουλειές τους πριν τις 7 το πρωί ή αυτοί που αποφάσισαν ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να γυρίσουν σπίτι για ύπνο από το βραδινό ξενύχτι. Περνάω έξω από έναν φούρνο και οι μυρωδιές είναι ικανές να μου «σπάσουν» τη μύτη. Δεν έχει κρύο, αλλά αυτή την ασύγκριτη πρωινή ψύχρα που καθαρίζει το κεφάλι σου, σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεσαι.

Περιφέρομαι στους δρόμους ολόκληρο το βράδυ, με μια περίεργη ανησυχία να με συντροφεύει. Είναι κάτι το καινούργιο; Όχι. Έχω μάθει να ζω μαζί της αλλά ποτέ δεν μπορώ να πω ότι τη συνήθισα. Κάθε φορά θα μου δημιουργεί το ίδιο συναίσθημα, αυτό της προσμονής για κάτι. Είτε καλό είναι αυτό ή κακό.

Το χειρότερο από όλα είναι αυτή η καταραμένη ποιητική διάθεση που μ’ έχει πιάσει και θεωρώ τις μυρωδιές από το φούρνο κάτι το σημαντικό. Ήρθε η ώρα να γυρίσω στο γραφείο πριν φτάσω στο σημείο να γίνω ρομαντικός. Η μέρα έχει πολύ λίγες ώρες για να σπαταλήσεις κάποιες από αυτές στον ρομαντισμό. Τίποτα καλό δεν μπορεί να βγει από αυτό και το πιο πιθανό είναι να καταλήξεις με μια πέτρα δεμένη στο λαιμό, στον πάτο μιας πολύ βαθιάς λίμνης. Δεν έχω κάποια στοιχεία ότι αυτό γίνεται όντως αλλά το συναίσθημα που σου δημιουργείτε μοιάζει πολύ.

Είχα απομακρυνθεί αρκετά από το γραφείο έτσι είχα πολύ περπάτημα μπροστά μου. Τα φώτα στους δρόμους έσβηναν σιγά σιγά. Σε ολόκληρη τη διαδρομή σκεφτόμουν το ύφος του Jesse James την ώρα που είπα στο παιδί από το site για την καλύβα στην κορυφή του λόφου. Μήπως του είχα κλέψει την ιδέα για κάποιο μυθιστόρημα; Όπως και να χε η αντίδραση του ήταν πολύ περίεργη και ακόμα πιο περίεργος ήμουνα εγώ που ήθελα να μάθω. Και θα μάθαινα στο τέλος. Με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο.

Έφτασα στο γραφείο και ανοίγοντας την πόρτα είδα τον νεαρό συνάδελφο να ροχαλίζει πάνω σε μια καρέκλα. Είπα να το διασκεδάσω λίγο… «ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ» φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα. «Πούντα πούντα» είπε και έπεσε κάτω από την καρέκλα στην προσπάθεια του να σηκωθεί. «Τι κάνεις ρε ζωντόβολο κοιμάσαι;». «Ε, τι να κάνω κι εγώ, βαρέθηκα και κοιμήθηκα» είπε ξύνοντας το κεφάλι του παράλληλα με ένα τεράστιο χασμουρητό.

«Και ποιος μας φυλάει από τον εχθρό;» του είπα. «Ποιον εχθρό;». «Τον οποιονδήποτε! Ξέφραγο αμπέλι είναι εδώ μέσα. Και για να χουμε καλό ερώτημα που είναι ο Jesse;»

«Έφυγε λίγο μετά από σέν..». Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του αφού ο Jesse James μπήκε στο γραφείο εκείνη ακριβώς τη στιγμή με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο. «Με ζήτησε κανείς;». Ήταν γεμάτος λάσπες σαν να κυλιόταν όλη νύχτα στα χώματα. «Που ήσουνα εσύ; Και γιατί είσαι γεμάτος λάσπες» του είπα. «Πήγα μια βόλτα στην εξοχή. Κάπου κάπου χρειάζομαι κι εγώ λίγο καθαρό αέρα ξέρεις».

«Ωραία, και όσο εσείς το παίζατε καουμπόηδες του μεσονυχτίου εγώ ήμουν εδώ και μαράζωνα» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Δεν πιστεύω να πείραξες τίποτα όσο έλειπα;» του είπα. «Όχι βέβαια. Καθόμουν ήσυχος ήσυχος στην καρέκλα μέχρι που με πήρε ο ύπνος». Έλεγε ψέματα ήμουν σίγουρος. Πήγα προς το μεγάλο ντουλάπι για να βάλω ένα ποτήρι ουίσκι. Μπορεί να ήταν πρωί, αλλά μετά από τόσο δρόμο σίγουρα χρειαζόμουν δυο γουλιές. Έβγαλα το μπουκάλι έξω και… «Ρε παλιοψεύτη. Ήπιες από το ουίσκι μου;»

«Όχι στο ορκίζομαι». «Όχι είμαι σίγουρος ότι ήπιες και… γιατί είναι έτσι ο πίνακας, τον πείραξες; Θα σε σκοτώσω!»

«Άστον μωρέ, δεν έγινε τίποτα» είπε ο Jesse James που είχε ανέβει στο μεταξύ στο ράφι του και τίναζε τα χώματα. «Εγώ λέω να κάτσουμε και να χαλαρώσουμε. Πολύ τρέχουμε τελευταία. Μια το ένα μία το άλλο. Ας ηρεμήσουμε και λίγο» είπε. «Συμφωνώ» φώναξε ο νεαρός συνάδελφος.

Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Μπορεί σαν ιδέα να ήταν πολύ καλή αλλά τα κίνητρα του Jesse James παρέμεναν άγνωστα. Ίσως να είχε να κάνει με τη χθεσινοβραδινή του ανησυχία, ίσως όντως ο καθαρός αέρα να τον βοήθησε ή μπορεί τέλος πάντως απλά να είχε καλή διάθεση. Δεν θα χάναμε και τίποτα αν δοκιμάζαμε την ηρεμία για αλλαγή.

«Σύμφωνοι» είπα τελικά. Πήρα το ποτήρι μου και έκατσα στην πολυθρόνα με τα πόδια πάνω στα γραφείο. «Ωραία θα παίξουμε ένα παιχνίδι» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Θα κάνω μια ερώτηση και θα απαντάς αμέσως με ότι σου έρχεται στο μυαλό». «Τι βλακείες είναι αυτές τώρα» είπα. «Επ, είπαμε καλή διάθεση» είπε ο Jesse James.

Ήπια μια γουλιά από το ουίσκι μου και συμφώνησα να παίξω. «Πρώτη ερώτηση. Τι ζώο θα θελες να ήσουνα». «Δράκος» είπα πριν ολοκληρώσει. «Ο δράκος δεν είναι ζώο» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Έχασες. Jesse εσύ. Ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό;». «Δράκος» είπε ο Jesse James.

Το παιχνίδι συνεχίστηκε για πολύ ώρα μέχρι να καταλάβει ο νεαρός συνάδελφος ότι είχαμε συνεννοηθεί να λέμε το ίδιο πράγμα συνέχεια. «Τι αμάξι προτιμάς;». «Αυτό που οδηγεί ο ΔΡΑΚΟΣ» φώναξα και κάπως έτσι πέρασε ένα ολόκληρο πρωινό. Ένα πρωινό πολύ πιο ήσυχο από τα συνηθισμένα.

Λίγες ώρες πριν…

Το παιδί από το site περπατούσε στα τυφλά με τα χέρια μπροστά, προσπαθώντας να ακουμπήσει οπουδήποτε, όταν σκόνταψε πάνω σε κάτι… Κάτι πέτρινο. Έπεσε με τα μούτρα στο χώμα. Ζαλίστηκε. Με τα χέρια του άρχισε να ψηλαφίζει την πέτρα. Ήταν σκαλισμένη. Κατάλαβε αμέσως τι ήταν και πετάχτηκε πάνω έντρομος. Είχε σκοντάψει πάνω σε μια ταφόπλακα. Τα σύννεφα απομακρύνθηκαν και το φεγγάρι έκανε και πάλι την εμφάνιση του. Πλησίασε προς τον τάφο για να διακρίνει τα γράμματα. Αυτό που αντίκρισε τον ανάγκασε να βγάλει μια πνιχτή κραυγή. Άρχισε να τρέχει και δεν κοίταξε πίσω. Έτρεχε σαν να τον κυνηγούσε ο διάβολος ο ίδιος.

Έφτασε στην αρχή του λόφου λίγα λεπτά μετά. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Τόσο μεγάλη ήταν η τρομάρα που είχε πάρει. Θα γύρναγε πίσω, αλλά όχι στο γραφείο. Θα εξαφανιζόταν. Δεν ήθελε να μπλεχτεί άλλο σε αυτή την υπόθεση. Έτσι κι αλλιώς αυτή η δουλειά δεν του προσέφερε τίποτα. Δεν ήταν τύπος της ίντριγκας, προτιμούσε μια ήρεμη ζωή με την οικογένεια του. Και μετά που ξέρεις, μπορεί να έβρισκε μια καλή γυναίκα. Θα την ερωτευόταν. Του είχαν πει ότι ο έρωτας και ο ρομαντισμός είναι χαμένος χρόνος, αλλά αυτός δεν το πίστευε. Πίστευε σε μια καλύτερη ζωή. Με ανθρώπους που θα τον εκτιμούν, θα του δίνουν σημασία και θα τον σέβονται. Αυτό θα έκανε από εδώ και πέρα. Θα ζούσε τις χαρές της ζωής και όχι τις δυσκολίες που του δημιουργούσαν άλλοι. Αλλά πρώτα θα έφτανε στο σπίτι και θα κοιμόταν. Θα κοιμόταν για να ξεχάσει. Θα ονειρευόταν τη ζωή που απλώνεται μπροστά του. Αυτό θα έκανε. Αυτές οι σκέψεις δημιούργησαν ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ήταν ακουμπισμένος σε ένα δέντρο με τα μάτια κλειστά για να πάρει μια ανάσα. Το χαμόγελο παρέμενε στο πρόσωπο του. Άνοιξε τα μάτια έτοιμος για μια καινούργια πορεία.

«Εγώ στη θέση σου δεν θα ήμουν τόσο χαρούμενος» είπε ο Jesse James και τον χτύπησε με ένα φτυάρι στο κεφάλι.
Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε το παιδί από το site στη ζωή του. Και ήταν μια σύντομη ζωή. Από κάπου μακριά ακούστηκε μια καμπάνα να χτυπάει…

«Χάνομαι μέσα στη νύχτα και δεν μπορείς να μ’ ακολουθήσεις»… σιγοτραγούδαγε ο Jesse James λίγη ώρα μετά ώσπου η σιλουέτα του έγινε ένα με το πυκνό σκοτάδι.

Υ.Γ. Κάθε Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Υ.Γ 2 Το Blood and the city: Archives άνοιξε τις πύλες του και σας περιμένει. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.

*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube