Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 14ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…

Πρωτοχρονιάτικος εφιάλτης-Part1

«Τι εννοείς πρέπει να φύγουμε από το κτίριο;» είπα στο νεαρό συνάδελφο που είχε φέρει τα κακά μαντάτα. «Αυτό μου μετέφεραν, πρέπει να μείνουν μόνο οι ηχολήπτες που θα βγάζουν το πρόγραμμα. Δεν επιτρέπεται να μείνει κανένας άλλος. Θα σφραγιστούν τα γραφεία» απάντησε.

Τι στο διάολο έπρεπε να κάνω παραμονή Πρωτοχρονιάς; Να γυρίσω σπίτι; Δεν είχα σκοπό να πάω πουθενά. «Πες τους ότι εγώ δεν πάω πουθενά.Αν θέλουν να με βγάλουν έξω, θα πρέπει να προσλάβουν τέσσερις γεροδεμένους τύπους, που θα με σηκώσουν από την καρέκλα και θα με πετάξουν έξω από το κτίριο. «Επιτέλους δείχνεις λίγη πυγμή, είχες μαλακώσει πολύ τελευταία. Για να σου πω την αλήθεια έκανες σαν κοριτσάκι που του έχουν κλέψει το ροζ ποδήλατο» είπε ο Jesse James που είχε φορέσει έναν αγιοβασιλιάτικο σκούφο και καθόταν όπως πάντα στο ράφι του.

«Είχαν προβλέψει αυτή σου την αντίδραση. Έξω από την πόρτα είναι τέσσερις γεροδεμένοι τύποι που αν χρειαστεί θα σε βγάλουν σηκωτό από το κτίριο» είπε ο νεαρός συνάδελφος. Αυτό ήταν λοιπόν. Θα έπρεπε να αποφασίσω μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα για το αν θα παλέψω για τη θέση μου στο κτίριο με τα τέσσερα γομάρια ή αν απλά θα έβαζα την ουρά στα σκέλια και θα έφευγα. Δεν δυσκολεύτηκα και πολύ είναι η αλήθεια. «Μαζέψτε τα πράγματα σας. Φεύγουμε».

«Τι θέλω και μιλάω..πάλι σαν κοριτσάκι κάνεις» είπε ο Jesse James και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του. Δυο μπουκάλια τζιν δηλαδή και ένα μικροσκοπικό πουλόβερ που του είχε κάνει δώρο για τα Χριστούγεννα μια κοπελίτσα. Έτσι τουλάχιστον μας είχε πει.

«Και που θα πάμε; Δεν με έχουν καλέσει πουθενά για να αλλάξω τον χρόνο» είπε ο νεαρός συνάδελφος που παρά τις εξαγγελίες του για ένα ρεβεγιόν που θα μείνει στην ιστορία είχε μείνει για μια ακόμη φορά στα λόγια. «Μα είναι δυνατόν; Να κάνουμε το millennium μόνοι μας;» είπε. «Θα στο πω για τελευταία φορά. Δεν έχουμε millennium φέτος. Η δεκαετία αλλάζει» είπε ο Jesse James. «Και ποια η διαφορά;»απάντησε ο νεαρός συνάδελφος.

«Πες του σε παρακαλώ να σκάσει γιατί θα του αφαιρέσω τη σπλήνα χωρίς να το καταλάβει καν» είπε ο Jesse James. Δεν μπορούσα όμως να ασχοληθώ με τους καυγάδες τους. Έπρεπε να σκεφτώ τι θα κάνω. Η σιγουριά του γραφείου με είχε γλυτώσει πολλές φορές από τις κοινωνικές υποχρεώσεις και τώρα θα έπρεπε να κινηθώ εντελώς διαφορετικά.

«Θα πάμε σπίτι μου. Έχω αρκετό αλκοόλ ακόμα και για περίπτωση πολέμου». Η πρόταση μου έγινε αποδεκτή με σχόλια του τύπου «πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις, θα μας φάνε οι αράχνες» και το πιο περίεργο από όλα που ήταν «Ζει ο Μεγαλέξανδρoς;» που είπε ο Jesse James. Ακόμα και να ζούσε ο Μεγαλέξανδρος δεν μπορούσε να μας βοηθήσει, οπότε συμφωνήσαμε όλοι να πάμε τελικά στο σπίτι μου και να περιμένουμε να αλλάξει ο χρόνος παίζοντας χαρτιά με τη συνοδεία αλκοόλ.

«Θα παίξουμε μπιρίμπα;» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Να πας στη θεία σου να παίξεις μπιρίμπα» του απάντησε ο Jesse James που είχε μαζέψει πλέον τα πράγματα του, τα είχε βάλει σε ένα μικροσκοπικό σακίδιο πλάτης και εξακολουθούσε να φοράει το αγιοβασιλιάτικο σκουφί του.

Μάζεψα τα σκουπίδια, έκλεισα τα φώτα και κάλεσα το ασανσέρ, που αν και το κτίριο ήταν άδειο, πρώτα έκανε βόλτα σε όλους τους ορόφους και μετά ήρθε στο υπόγειο.

Βγήκαμε έξω με την ελπίδα ότι ο καιρός θα έχει θυμηθεί ότι είναι χειμώνας και θα έχει λίγο κρύο, άλλα τίποτα. Καταραμένη ζέστη. Η στολισμένη Δαβάκη ήταν άδεια και τα μαγαζιά κλειστά από ώρα, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μου έκανε ο εντύπωση ο τύπος που έκανε βόλτες φορώντας μόνο έναν μανδύα.

« Ε όχι πάλι!» σκέφτηκα την ώρα που τον άκουσα να φωνάζει «Τσάι Κεϋλάνης. Το καλύτερο ρόφημα στον κόσμο» χτυπώντας στο αέρα το μικρό καμπανάκι που κρατούσε στο χέρι του.

«Τι μαλακίες λέει αυτός;» ρώτησε ο Jesse James. «Είναι μεγάλη ιστορία….» του απάντησα (αλλά εσείς μπορείτε να την διαβάσετε εδώ).

«Τι σκατά θα κάνουμε τώρα; Πως θα φύγουμε αφού δεν περνάει ταξί ούτε για δείγμα».

«Jesse μην αγχώνεσαι. Το πνεύμα των εορτών θα μας βοηθήσει» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Σκατά θα μας βοηθήσει» απάντησε ο Jesse James που δεν καταλάβαινε από γιορτές και πανηγύρια. Παρόλα αυτά δεν έβγαζε το αγιοβασιλιάτικο σκουφί του. Πέρασε ένα μισάωρο αλλά τίποτα. Ούτε ένα ταξί για δείγμα. Το πιο εύκολο που θα μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περπατήσουμε μέχρι τη Θησέως και να βρούμε ταξί κατευθείαν αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το σκέφτηκε κανένας μας. Μάλλον δεν θέλαμε να αποχωριστούμε το κτίριο τόσο εύκολα.

Ο Jesse James είχε βρει στο δρόμο μια κορδέλα από αυτές που τυλίγουν τα κουτιά με τα γλυκά, την είχε διπλώσει και τη χρησιμοποιούσε σαν μαστίγιο στον νεαρό συνάδελφο που έτρεχε πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο. Εγώ δεν συμμετείχα απλά είχα κάτσει σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο και περίμενα…

«Τρέχα λούλη, τρέχα μη σε πετύχω» φώναζε ο Jesse James στον νεαρό συνάδελφο. Συνέχιζα να κοιτάω τα αυτοκίνητα που πέρναγαν στη Δαβάκη ώσπου κάποια στιγμή τα αυτοκίνητα σταμάτησαν να περνάνε. Πέρασε ένα λεπτό… πέρασαν δύο… αλλά τίποτα. Ησυχία απλώθηκε σε ολόκληρο το δρόμο και το μόνο που ακουγόταν ήταν το χαχανητό του νεαρού συνάδελφου. Ώσπου λίγα λεπτά μετά…

«Το ακούτε αυτό;» είπα. Δεν πήρα καμία απάντηση αφού ο Jesse James είχε σκαρφαλώσει πάνω στον ώμο του νεαρού συνάδελφου και του τράβαγε τα μαλλιά. «ΠΑΨΤΕ» φώναξα. «Το ακούτε αυτό;». Ήρθαν κοντά μου χωρίς να μιλάνε προσπαθώντας να καταλάβουν τι τους έλεγα. «Αυτό τον γδούπο λες;» είπε ο Jesse James. «Ναι. Σαν να χτυπάνε τύμπανα από μακριά.

«Drums. Drums from deep» είπε ο νεαρός συνάδελφος που ένα από τα καλά του ήταν ότι ήξερε κάθε ατάκα του Αρχοντα των Δαχτυλιδιών απ’ έξω. «Ναι μας την έπεσαν τα Ορκ της Μόρια» είπε ο Jesse James και του έριξε μια φάπα.

Τα τύμπανα πλησίαζαν. Και σιγά σιγά μπορούσα να ακούσω και βήματα. Ρυθμικά βήματα. «Μπορεί ναι είναι η μπάντα του Δήμου» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Αφού δεν έχει αλλάξει ο χρόνος ακόμα, αποκλείεται» του απάντησα. Το πιο ανησυχητικό απ’ όλα ήταν ότι δεν κυκλοφορούσαν πλέον αμάξια. «Πες μου ένα λόγο που έχεις για να ανησυχείς. Έχεις ασπρίσει» είπε ο Jesse James. Είχε δίκιο, δεν χρειαζόταν να ανησυχώ, αλλά μας είχαν συμβεί τόσο αλλόκοτα πράγματα που έπρεπε να είμαι προετοιμασμένος για το χειρότερο.

Εντελώς ξαφνικά τα βήματα αλλά και τα τύμπανα σταμάτησαν. Ο νεαρός συνάδελφος έβγαλε ένα ήχο ανακούφισης.
Κοιταχτήκαμε για λίγο αλλά κανένας δεν μίλησε. Προσπαθούσαμε να ακούσουμε και το παραμικρό, όταν…

«ΜΠΟΥΜ, ΜΠΟΥΜ, ΜΠΟΥΜ» τα τύμπανα επανήλθαν πιο κοντά τώρα και πιο δυνατά.

Στην άκρη του δρόμου όσο μακριά πήγαινε το μάτι μου δηλαδή, παρατήρησα κίνηση. Είδα κοντοπίθαρες φιγούρες με τύμπανα στα χέρια. Πρέπει να απείχαν ένα χιλιόμετρο και πλησίαζαν με αργό αλλά σταθερό βήμα.

«Το στο διάολο είναι αυτά πάλι;» είπα.

«Jesse μήπως είναι φίλοι σου; Ίδιο ύψος έχετε» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Θες να μάθεις τι είναι λοβοτομή;» είπε ο Jesse James.

«Τι είναι;»

«Πάψτε μωρέ» είπα. «Πρέπει να φύγουμε αμέσως». «Αφού δεν περνάει ταξί» είπε ο Jesse James. Οι κοντοπίθαρες φιγούρες πλησίαζαν τώρα όλο και περισσότερο και κανείς δεν μπορούσε να μου βγάλει από το μυαλό την ιδέα ότι έρχονταν για εμάς.

«Ας κάτσουμε να χαιρετήσουμε δεν είναι ευγενικό να φύγουμε τώρα. Θα μας έχουν δει» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Ξέρω τι είναι….» είπε ο Jesse James και έσκυψε το κεφάλι. Γυρίσαμε προς το μέρος του. «Ε τι είναι λέγε…» του είπα. «Γαμώ τα Χριστούγεννα» είπε και ξαναέσκυψε το κεφάλι. «Τι είναι ρε παιδί μου λέγε…»

«Καλικάντζαροι» είπε ψιθυριστά ο Jesse James.

«Καλικάντζαροι;» είπα…

«ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ» φώναξε ο νεαρός συνάδελφος.

«Μη φωνάζεις ρε. Πρέπει να μπούμε στο κτίριο και γρήγορα. Να σπάσουμε την πόρτα» είπα. Οι καλικάντζαροι συνέχισαν να πλησιάζουν με πιο γοργό βήμα. Τώρα ήμουν σίγουρος ότι έρχονταν για εμάς. «Γιατί να την σπάσουμε; Έχω κλειδιά» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Καλά είσαι τελείως μαλάκας. Γιατί δεν το λες τόση ώρα; Άντε άνοιξε» του είπα.

Κοίταξα για τελευταία φορά προς τα πίσω και τους είδα καλά. Ήταν εκατοντάδες και έτρεχαν… Ο νεαρός συνάδελφος άνοιξε την πόρτα και τρέξαμε γρήγορα προς το υπόγειο. Μπήκαμε μέσα και κλειδώσαμε. «Ωραία. Τώρα είμαστε ασφαλείς….» είπα.

«Δεν το νομίζω» είπε ο Jesse James.

«Για να χουμε καλό ερώτημα. Εσύ πως ξέρεις ότι είναι καλικάντζαροι;» τον ρώτησα.

«Ας πούμε ότι κάποια Χριστούγεννα τους είχα κάνει μια φάρσα και μου υποσχέθηκαν ότι δεν θα ηρεμήσουν αν δεν με πιάσουν»

«Άρα τον Jesse θέλουν. Να τους τον δώσουμε αν είναι να μην πειράξουν εμάς» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Εκτός από λούλης είσαι και μεγάλος μαλάκας» απάντησε ο Jesse.

«ΠΑΨΤΕ! Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε» είπα την ώρα που άκουσα την πάνω πόρτα να χτυπάει. Προσπαθούσαν να μπουν μέσα…

«Λοιπόν. Ακούστε με. Θα σας πω την ιστορία. Πρέπει να μάθετε τι είναι και τι μπορούν να κάνουν οι καλικάντζαροι…» είπε ο Jesse James.

«Καλικάντζαροι…» μουρμούρισα.

«Καααααλικάααντζαροi…» είπε τραγουδιστά ο νεαρός συνάδελφος την ώρα που ακούσαμε την πάνω πόρτα να σπάει…

Η συνέχεια λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου...

Υ.Γ Το Blood and the city: Archives άνοιξε τις πύλες του και σας περιμένει. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.

*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube