Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 13ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…

Στα προηγούμενα επεισόδια: Ένας αλχημιστής θέλει εκδίκηση για έναν φάκελο που του κλέψαμε τρία χρόνια πριν στη Γερμανία. Εδώ και τρία επεισόδια προσπαθούμε να δούμε τι στο διάολο έγινε από τη στιγμή που μπήκε στο γραφείο…

Και τώρα το συγκλονιστικό φινάλε...

«Στο είπα ότι τζάμπα ανεβήκαμε. Δεν το χες καταλάβει ότι θα είναι φάρσα;» είπε ο Jesse James.

«Τουλάχιστον είδαμε κόσμο που είχαμε καιρό να δούμε» του απάντησα.

«Νιώθεις σοφότερος;» είπε.

«Εγώ λέω να βγαίνουμε πιο συχνά» απάντησε ο νεαρός συνάδελφος. Στο ένα χέρι κρατούσα ακόμα το ουίσκι και με το άλλο έψαχνα τα κλειδιά. Άνοιξα την πόρτα και μπήκαμε στο γραφείο. Τα φώτα ήταν κλειστά αλλά από κάπου ο χώρος φωτιζόταν ελάχιστα.

«Δεν είχαμε αφήσει ανοιχτά τα φώτα;» είπε ο Jesse James. Εκείνη τη στιγμή παρατήρησα από πού ερχόταν το λιγοστό φως. Από ένα αναμμένο κερί πάνω στο γραφείο. Ο νεαρός συνάδελφος πέρασε τελευταίος την είσοδο.

Μια σκοτεινή φιγούρα τον άρπαξε και έκλεισε την πόρτα.

«Μη βγάλεις άχνα..» του είπε.

«Ποιος είσαι; Άστον κάτω» φώναξα και κινήθηκα προς τη σκοτεινή φιγούρα.

«Αν κάνεις άλλο ένα βήμα… είσαι νεκρός» απάντησε. Έσπρωξε το νεαρό συνάδελφο προς το μέρος μας και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Φορούσε έναν μαύρο μανδύα ενώ η κουκούλα κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα έντονα μάτια του όμως έλαμπαν στο σκοτάδι. «Λοιπόν κύριοι… νομίζω ότι κάπου εδώ ήρθε η ώρα να χαιρετήσετε τον μάταιο τούτο κόσμο» είπε ο αλχημιστής και φανέρωσε ένα μεγάλο μαχαίρι.

Ο μόνος που φάνηκε να ταράζεται ήταν ο νεαρός συνάδελφος. «Σας παρακαλώ κύριε αλχημιστή. Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα. Αφήστε με ελεύθερο και δεν θα πω τίποτα σε κανέναν» είπε. Ο Jesse James του έριξε μια φάπα στο σβέρκο. «Ωραίο τρόπο έχεις για να υποστηρίζεις τους φίλους σου ρε ζωντόβολο» του είπε. «Να τους υπερασπιστώ ναι… αλλά όχι και να βρεθώ μαχαιρωμένος».

«Έτσι κι αλλιώς τώρα δεν την γλυτώνεις, αν σε αφήσει αυτός θα σε μαχαιρώσω εγώ» είπε ο Jesse James.

«ΗΣΥΧΙΑ» φώναξε ο αλχημιστής και κοπάνησε με δύναμη το χέρι του στην πόρτα. Ένα καδράκι που είχα κρεμάσει στον τοίχο και έδειχνε ένα μικρό καράβι ανάμεσα στα κύματα έπεσε κάτω και έγινε κομμάτια.

«Θα το πληρώσεις αυτό» μουρμούρισα αφού το καδράκι ήταν από τα αγαπημένα μου μαζί με αυτό που έδειχνε τον Μίκι Μάους μέσα σε ένα φέρετρο. «Αν κάποιος θα το πληρώσει αυτοί είστε εσείς…Τώρα..για να γλυτώνουμε τα πολλά λόγια. Που είναι ο φάκελος;» είπε ο αλχημιστής.

«Την τελευταία φορά που τον είδα, χόρευε τουίστ σε ένα κακόφημο μπαρ στη Νέα Ορλεάνη» είπε ο Jesse James που δεν έχανε την όρεξη για αμφιβόλου ποιότητας χιούμορ κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

«Θα σου κοπούν τα γέλια λούτρινε σκύλε. Λοιπόν ρωτάω για τελευταία φόρα. Που είναι ο φάκελος; Θυμάμαι μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια από την μέρα που μου τον κλέψατε. Βρωμεροί κλέφτες…»

«Ε όχι και βρωμεροί» είπε ο Jesse James…

ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ-ΜΟΝΑΧΟ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

«Αμάν θα πνιγείς με αυτά τα πρέτζελ» είπα στον Jesse James. Μπούκωνε το στόμα του με ένα από αυτά τα γερμανικά ψωμάκια και πριν προλάβει να καταπιεί, έβαζε στο στόμα του άλλο ένα.

«Νομίζω ότι τα πρέτζελ είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Στο είπα ότι ήταν καλή ιδέα να έρθουμε στο Οκτόμπερφεστ». Όντως μέχρι στιγμής ήταν πολύ καλή ιδέα. Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι σε τρεις μέρες πρέπει να είχα πάρει πέντε κιλά, όλα ήταν εκπληκτικά. Ειδικά οι μπύρες. Νομίζω ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ερωτευμένος με μια μπύρα και αυτή η αγάπη θα έμενε για πάντα στην καρδία μου.

«Πιάσε και δύο από αυτά τα άσπρα λουκάνικα» είπε ο Jesse James που συνέχιζε να καταβροχθίζει ότι έβρισκε μπροστά του. «Ρε, σοβαρά τώρα. Θα σκάσεις! Χαλάρωσε λίγο με το φαγητό» του είπα αλλά δεν άκουγε κουβέντα. Είχε ένα απλανές βλέμμα και ήμουν σίγουρος ότι αν τον πλησίαζα θα έβλεπα στο ένα μάτι του ζωγραφισμένο ένα πρέτζελ και στο άλλο ένα λουκάνικο.

Τρεις φωνακλάδες γερμανοί ήρθαν και στριμώχτηκαν στο τραπέζι μας. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα από όσα έλεγαν. Οι μόνες λέξεις που είχα μάθει στα γερμανικά ήταν λουκάνικο και μπύρα. Επίσης τους μιλούσα λέγοντας τίτλους τραγουδιών των Rammstein.
Ότι και να με ρωτούσαν, εγώ απαντούσα «Du hast». Οι τρεις φωνακλάδες γερμανοί άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο στο τραπέζι. Είδα με την άκρη του ματιού μου τον Jesse James που ήταν έτοιμος να τους πετάξει ένα λουκάνικο.

Τον συγκράτησα την τελευταία στιγμή αφού τίποτα καλό δεν μπορούσε να βγει από μια μάχη με αυτούς του τύπους. Στο τέλος θα την έπεφταν σε μένα, αφού ο Jesse ήταν αρκετά μικρόσωμος ώστε να μπορεί να κρυφτεί χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Συνήθως αυτό γινόταν. Ξεκίναγε καυγά με πολλά άτομα, αυτοί την έπεφταν σε μένα, αυτός εξαφανιζόταν και στη συνέχεια γύρναγε πίσω και πέταγε καμιά ατάκα του τύπου «έψαχνα τα γυαλιά μου» και ας μην είχε φορέσει ποτέ στη ζωή του γυαλιά.

Αυτό που πρόλαβα να κάνω ήταν να του κρατήσω το ένα χέρι. Δεν ήξερα όμως ότι στο άλλο κρατούσε μια χούφτα λουκάνικα. Τα πέταξε προς το μέρος τους φωνάζοντας «Du hast, du hast». Ο πιο μεγαλόσωμος από τους τρεις γερμανούς πετάχτηκε από τη θέση του και μουρμούρισε κάτι που φυσικά δεν κατάλαβα. Αμέσως γύρισε προς το μέρος μου. «Είδες τι έκανες….;». Γύρισα προς το μέρος του Jesse James αλλά φυσικά όπως πάντα αυτός είχε εξαφανιστεί.

Ξαφνικά είδα και τους τρείς γερμανούς από πάνω μου. Ο ένας με άρπαξε από το λαιμό. Την ώρα που ήμουν έτοιμος να αρχίσω να βλέπω αστράκια, ακούστηκε μια φωνή ακριβώς από πίσω μου. Κάτι είπε στους τρείς φωνακλάδες και αυτοί με άφησαν αμέσως. Ο ένας από αυτούς έκανε μια κίνηση σαν να προσπαθούσε να μου ισώσει την μπλούζα αλλά του έκανα νόημα ότι όλα ήταν καλά. Γύρισαν γρήγορα και με ταχύ βήμα έφυγαν από το τραπέζι. «Τι έγινε εδώ;» είπε ο Jesse James που εμφανίστηκε και πάλι μπροστά μου. «Εσύ να μου πεις! Γιατί πρέπει να πληρώνω πάντα εγώ τις μαλακίες σου;» του είπα.

«Έχασα τα γυαλιά μου. Αλλιώς θα τους έδινα να πάρουν μια δόση από το Jesse love»

«Καλά κρύψε το Jesse love και άστο για κανά οργισμένο σκίουρο. Εκεί που θα σε παίρνει να κάνεις μαγκιές» του είπα.
«Αν θες να ξέρεις. Πολύς κόσμος έχει υποφέρει στα χέρια μου»

«Ναι ναι. Ολόκληρες αποικίες μυρμηγκιών ξεκληρίστηκαν κάτω από τις πατούσες σου»

«Ελπίζω να είστε καλά φίλοι μου» είπε σε άπταιστα ελληνικά ο τύπος που με είχε γλυτώσει από το ξύλο. Ήταν ψηλός αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή, ήταν τα πολύ έντονα μάτια του. Έμοιαζαν σαν να έλαμπαν.

«Μια χαρά είμαστε. Σε ευχαριστούμε πολύ για τη βοήθεια σου» του είπα.

«Μπα όχι. Είμαστε συγκλονισμένοι» είπε ο Jesse James. Αμέσως ο τύπος φώναξε κάτι στα γερμανικά και μια παχουλούλα σερβιτόρα ντυμένη με παραδοσιακή βαυαρική στολή μας έφερε δυο μεγάλες κανάτες μπύρα. «Κερασμένες» είπε ο πανύψηλος τύπος και γύρισε για να φύγει.

«Όχι δεν είναι σωστό. Κάτσε μαζί μας τουλάχιστον. Είσαι και συμπατριώτης» του είπα.

«Όχι ακριβώς συμπατριώτης. Ο πατέρας μου είναι από την Ελλάδα αλλά δεν την έχω επισκεφθεί ποτέ. Έμαθα τα ελληνικά όμως γιατί ο πατέρας μου δεν μας επέτρεπε να μιλάμε γερμανικά στο σπίτι». Φαινόταν συμπαθητικός τύπος και ήταν σίγουρα μια αλλαγή στην καθημερινότητα μας αφού τόσες ημέρες δεν είχαμε συναντήσει άλλον έλληνα. Οι δυο κανάτες έγιναν τρείς, οι τρείς έγιναν τέσσερις ενώ οι πιατέλες με τα λουκάνικα διαδέχονταν η μία την άλλη. Μπορώ να πω ότι ήμασταν σε εύθυμη κατάσταση, περισσότερο όμως από τους τρεις μας ο ελληνογερμανός που από ότι φαίνεται δεν είχε συνηθίσει το πολύ αλκοόλ.

«Λοιπόν ρε παιδία..σας συμπάθησα» είπε και σήκωσε το ποτήρι με την μπύρα στον αέρα. «…Και επειδή σας συμπάθησα θέλω να μοιραστώ ένα μυστικό μαζί σας». Άρχισε να λέει κάτι ασυναρτησίες για φιλοσοφικές λίθους και αλχημιστές. Στο αίμα μας έρεε περισσότερη μπύρα από όση θα επέτρεπε την παρακολούθηση των όσων έλεγε ο ελληνογερμανός. Η πρώτη πρόταση που καταλάβαμε ήταν αυτή που έλεγε «… και μπορώ να μετατρέψω το μέταλλο σε χρυσάφι. Το μυστικό είναι στο φάκελο που έχω στην τσέπη μου». Αμέσως ένιωσα νηφάλιος. Γύρισα προς τον Jesse James και θα ορκιζόμουν ότι για μια στιγμή νόμιζα ότι μπροστά από τα μάτια του πέρναγαν δολάρια. Ήμασταν σίγουροι ότι είχαμε πιάσει την καλή, έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε καμία υποχρέωση στον ελληνογερμανο, αφού το ξύλο το είχαμε γλυτώσει πλέον.

Τον πλησίασα όσο περισσότερο μπορούσα και άρχισα να τραγουδάω ένα παραδοσιακό τραγούδι που αν δεν έκανα λάθος το είχε πει πρώτη η Πέγκυ Ζήνα. Αμέσως άρχισε να με σιγοντάρει ο Jesse James.

«Αααα… τραγούδια από την πατρίδα. Πόσο θα θελα να την επισκεφθώ και να φάω τον αυθεντικό μουσακά»

«Τι μαλακιές λένε αυτοί οι ξενιτεμένοι» μουρμούρισε ο Jesse James. Του έκανα νόημα αμέσως να σταματήσει και να συνεχίσει να τραγουδάει. Δυστυχώς δεν ξέραμε τίποτα άλλο εκτός από το ρεφραίν της Πέγκυς που πήγαινε κάπως έτσι… « μια καλή μου φιλενάδα, μια βόλτίτσα στη λιακάδα».

Έτσι κι αλλιώς κανένας άλλος δεν καταλάβαινε ελληνικά οπότε μπορούσαμε να το παίζουμε καλές φιλενάδες που κάνουν βόλτα στη λιακάδα. Αγκάλιασα τον ελληνογερμανό και με μια κίνηση που είχα τελειοποιήσει τα χρόνια που χρησιμοποιούσα συγκοινωνίες, του άρπαξα το φάκελο μέσα από το σακάκι χωρίς να καταλάβει τίποτα.

«Θα με συγχωρέσεις για λίγο. Πρέπει να πάω στην τουαλέτα. Αυτές οι καταραμένες οι μπύρες…» είπα.

«Μα φυσικά. Θα τραγουδήσουμε κι άλλο μετά;»

«Βέβαια. Όση Πέγκυ Ζήνα τραβάει η ψυχή σου» του είπα και έφυγα. Με την πρόφαση ότι έχασε τα γυαλιά του εξαφανίστηκε και ο Jesse James. Δυο ώρες μετά βρισκόμασταν στο αεροπλάνο με προορισμό την Αθήνα και τον πολύτιμο (όπως νομίζαμε τότε) φάκελο στην κατοχή μας.

«Ετοιμάσου να κολυμπήσουμε στο χρυσάφι Jesse»

«Σκέφτομαι να βάλω ένα χρυσό δόντι τι λες;»

Δεκέμβριος 2009-ΑΘΗΝΑ

«Θα σου κοπούν τα γέλια λούτρινε σκύλε. Λοιπόν ρωτάω για τελευταία φόρα. Που είναι ο φάκελος; Θυμάμαι μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια από την μέρα που μου τον κλέψατε. Βρωμεροί κλέφτες…»

«Ε όχι και βρωμεροί» είπε ο Jesse James. «Να κεράσουμε μια μπυρίτσα και να τα ξεχάσουμε όλα;»

«Δεν θα με πιάσετε και πάλι κορόιδο. Δεν θα ησυχάσω μέχρι να στραγγίξω και την τελευταία σταγόνα από το αίμα σας. Αφαίμαξη. Αφαίμαξη. ΑΦΑΙΜΑΞΗ».

«Τι είναι αφαίμαξη;» ρώτησε γεμάτος απορία ο νεαρός συνάδελφος.

«Νομίζω ότι θέλει να μας βγάλει τα δόντια» απάντησε ο Jesse James.

«Αρκετά με γελοιοποιήσατε ώρα να ξεμπερδεύουμε» είπε ο ελληνογερμανός αλχημιστής. Έβγαλε από μια τσέπη ένα μικρό πιστόλι και μας σημάδεψε. Πρώτα ο νεαρός συνάδελφος και μετά ο Jesse James έπεσαν κάτω από κάτι που έμοιαζε με αναισθητικό βελάκι.
«Χα! Εμένα δεν θα με πετύχεις» φώναξα και άρχισα να τρέχω στο γραφείο. Όντως η πρώτη μου προσπάθεια ήταν επιτυχημένη αφού απέφυγα το βελάκι. 20 δευτερόλεπτα μετά όμως κουράστηκα υπερβολικά να τρέχω και σταμάτησα για να πάρω μια ανάσα. Ο αλχημιστής ήρθε από πάνω μου και σημάδεψε το λαιμό μου. Μετά από αυτό, σκοτάδι…

ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ

Τα βήματα πίσω μου γίνονται τρέξιμο. Δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο κοντά ήταν, γιατί ο αντίλαλος στις στοές ήταν τέτοιος που έκανε τον θόρυβο να μοιάζει πιο κοντινός από όσο πραγματικά ήταν. Όμως ήταν κοντά. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Αιμορραγούσα και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σέρνομαι προς την έξοδο.

Ήμουν σίγουρος ότι ήθελα λίγα μόνο μέτρα μέχρι να φτάσω, αλλά το ποδοβολητό πίσω μου συνεχιζόταν αμείωτο. Δεν ακουγόταν καμία φωνή. Αν ο αλχημιστής φώναζε, ίσως να έδειχνε κάποια ένταση ή τουλάχιστον την έλλειψη καθαρού μυαλού. Όμως ο σκοπός του ήταν ένας. Να με πιάσει και να τελειώσει τη δουλειά που ξεκίνησε.

Συνέχισα να σέρνομαι, βέβαιος τώρα ότι δεν τα καταφέρω, όταν ο θόρυβος πίσω μου ξαφνικά σταμάτησε. Προσπάθησα να μην αναπνέω καν, ήθελα να αφουγκραστώ τον κάθε ήχο μήπως και καταλάβω τι γίνεται. Ήμουν ζαλισμένος.

Ένα λεπτό περνάει αλλά τίποτα δεν ακούγεται πλέον. Μαζεύω όσο κουράγιο μου έχει απομείνει και κοιτάω προς τα πίσω. Είμαι σίγουρος ότι θα δω τον αλχημιστή από πάνω μου να κρατάει κάτι βαρύ. Αυτό που με χτύπησε στην αρχή. Ήταν σφυρί; Δεν είχα καταλάβει αφού είχα συνέλθει μόλις από το αναισθητικό. Όμως ότι και να ήταν ο αλχημιστής θα το κατεβάσει με δύναμη στο κεφάλι μου και όλα θα τελειώσουν χωρίς πολλές σκέψεις και κουβέντες.

Γυρνάω προς τα πίσω με αυτή την εικόνα του βέβαιου θανάτου σχηματισμένη στο μυαλό μου, όμως δεν βλέπω τίποτα. Το λιγοστό φως στις στοές, μου επιτρέπει να δω μέχρι κάποια απόσταση αλλά και πάλι τίποτα.

Βάζω όλη μου τη δύναμη… φτάνω μέχρι τη μικρή πόρτα στα αριστερά της τεράστιας σιδερένιας πύλης και βγαίνω έξω. Έχει ξημερώσει...

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΒΡΑΔΥ

«Το πιστεύεις ότι έφτασαν κιόλας τα Χριστούγεννα;» είπα στον Jesse James.

«Παραλίγο να φτάσει και το Πάσχα μέχρι να διηγηθείς την καταραμένη την ιστορία. Μας γκάστρωσες. Άλλη φορά άσε με να τα λέω εγώ»

«Τελικά τι έγινε με τον αλχημιστή;»

«Ξύπνησα πρώτος και κατάφερα και λύθηκα. Έλυσα και το νεαρό συνάδελφο και προλάβαμε να έρθουμε σε σένα όταν σε χτύπησε πρώτη φορά. Του αποσπάσαμε την προσοχή τραγουδώντας Πέγκυ Ζήνα. Τώρα είναι καλά κλειδωμένος στις στοές, δεν νομίζω ότι θα μας ξαναενοχλήσει»

«Δεν είναι λίγο μαλακία που ξεφύγαμε τόσο εύκολα;» είπα.

«Τι ήθελες να το παίξουμε καράτε κιντ; Αφού ήμασταν τυχεροί» είπε ο Jesse James

«Για πόσο ακόμα δεν ξέρω» σκέφτηκα και έβαλα σε ένα ποτήρι ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα.

Ο νεαρός συνάδελφος μας εξομολογήθηκε την επιθυμία του να πει τα κάλαντα φέτος και στη συνέχεια άρχισε να τραγουδάει και πάλι Πέγκυ Ζήνα…



Υ.Γ Το Blood and the city: Archives άνοιξε τις πύλες του και σας περιμένει. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.

*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube