Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 12ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…


Στο προηγούμενο επεισόδιο: Ο αλχημιστής παίρνει ξανά τηλέφωνο στο γραφείο και αρχίζει τις απειλές. Η σημασία που του δίνουμε είναι μηδαμινή. Ένας καινούργιος χαρακτήρας έρχεται να αναστατώσει την ζωή των τριών πρωταγωνιστών. Είναι το παιδί από το site, που ενημερώνει την τριάδα για ένα τηλεφώνημα για βόμβα. Όταν επιστρέφουν στο γραφείο, ο αλχημιστής (που έχει τρυπώσει χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι) αρπάζει τον νεαρό συνάδελφο. «Μη βγάλεις άχνα» του λέει.

Και τώρα η συνέχεια…

Η πόρτα χτύπησε και πάλι. «Το παιδί από το site είμαι, πρέπει να βγείτε γρήγορα έξω. Έχουν κάνει τηλεφώνημα για βόμβα».

«Πωπω… και δεν φοράω τα καλά μου» είπε ο νεαρός συνάδελφος που καθόταν τόση ώρα αθόρυβος στη γωνία.

«Αμάν ρε παιδί μου πάλι με τρόμαξες. Σε είχα ξεχάσει» του είπα. «Άντε μαζευτείτε και πάμε πάνω…». Πήραμε τα ποτά μας και ανεβήκαμε από τις σκάλες.

Ήταν απόλυτα φυσιολογικό να μην συναντήσουμε κανέναν στα σκαλιά που οδηγούσαν στο ισόγειο (αφού κανένας δεν καταδεχόταν να κατέβει στο υπόγειο) αλλά συναντήσαμε το πρώτο κύμα κίνησης στο διάδρομο που οδηγούσε στην έξοδο. Και δεν ήταν απλό κύμα κίνησης, είχαμε φρακάρει για τα καλά. «Γιατί κολλήσαμε ρε παιδιά;» φώναξε ο Jesse James.

Όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα, δυο τύποι που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου (αλλά και να τους είχα ξαναδεί αποκλείεται να τους θυμόμουν) είχαν κολλήσει στην πόρτα, γιατί έδιναν προτεραιότητα ό ένας στον άλλον για να περάσει. «Προχωράτε ρε! Θα σκάσει η μπόμπα». Φώναξε ένας τύπος που κατέβαινε τις σκάλες. Μπορεί να ήταν και ο Μιαούλης, δεν ήμουν σίγουρος όμως γιατί η φασαρία ήταν εκκωφαντική.

«Ποιος πούστης πήρε τηλέφωνο για βόμβα να τον σκίσω» είπε μια άλλη φωνή και αυτός ήταν σίγουρα ο Μιαούλης. «Παιδία ας κρατήσουμε τα προσχήματα» είπε ο νεαρός συνάδελφος που είχε ευαίσθητο αυτί και προτιμούσε να μην ακούγονται «κακιές λεξούλες». «Ποια προσχήματα ρε» φώναξε ένας άλλος. «Σαν τους Σπαρτιάτες στα στενά των Θερμοπυλών είμαστε. Θα έρθουν οι Πέρσες και θα μας γαμήσουν».

«Να γαμήσουν εσένα ρε! Μη ξεχάσεις να φορέσεις και το κόκκινο σωβρακάκι που φορούσαν στην ταινία» απάντησε κάποιος άλλος από το πλήθος. «Μη γαμιέστε τόσο πολύ, θα πάθετε τίποτα» είπε μια τρίτη φωνή.

«Έχω την εντύπωση ότι θα το διασκεδάσουμε» μου είπε ψιθυριστά ο Jesse James που πάντα περνούσε καλά όταν υπήρχε ένταση. Παρόλα αυτά το στριμωξίδι συνεχιζόταν αφού όλο και περισσότερος κόσμος κατέβαινε τις σκάλες, αλλά η πόρτα παρέμενε φρακαρισμένη λόγω των δύο τύπων που είχαν αποφασίσει να το παίξουν ευγενικοί άνθρωποι. «Πέρνα εσύ- όχι εσύ πέρνα-όχι πέρνα εσύ-αποκλείεται εσύ πέρνα».

«Κάποιος μου πιασε τον κώλο» φώναξε ένας από τις μπροστινές σειρές. «Πιάστου τον και εσύ» απάντησε ο Jesse James που είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. «Το βρήκα, το βρήκα» φώναξε ο νεαρός συνάδελφος που όπως είχα διαπιστώσει ήταν η αιτία της αποπνικτικής ατμόσφαιρας που είχε δημιουργηθεί. Μας είχε φλομώσει στην κολόνια. «Τι βρήκες ρε;» του είπε ο Jesse James. «Τον τρόπο για να ξεφρακάρουμε. Κοιτάξτε τι θα κάνω». Ο νεαρός συνάδελφος είχε πάρει ένα αποφασιστικό βλέμμα που δεν θυμόμουν να είχε ξαναπαρουσιάσει. Πήρε μια βαθειά ανάσα και φώναξε «Παιδία! Έξω έχει στηθεί μπουφές. Το φαγητό είναι δωρεάν». Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου ο διάδρομος άδειασε και ξαφνικά όλοι βρέθηκαν έξω. «Δημοσιογράφοι. Ψοφάνε για τζάμπα φαϊ» είπε ο Jesse James και είχε απόλυτο δίκιο, αφού όντως το τζάμπα φαϊ ήταν το φόρτε μας σαν κλάδος. Ακόμα κι εγώ, αν κι ήξερα ότι ο νεαρός συνάδελφος μπλόφαρε, απογοητεύτηκα όταν βγήκα έξω και διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε μπουφές. «Τι ξεφυσάς ρε; Αφού το ‘ξερες» είπε ο Jesse James. «Δεν μπορεί ένας άντρας να ονειρεύεται σε αυτή τη ζωή;».

Πάνω από εκατό άτομα είχαν γεμίσει το μεγάλο πεζοδρόμιο έξω από το κτίριο της Δαβάκη. Οι περισσότεροι ήταν σίγουροι ότι το τηλεφώνημα για βόμβα ήταν φάρσα, απλά περίμεναν να το επιβεβαιώσει και η αστυνομία και να μας αφήσει να μπούμε ξανά μέσα.

Εκείνη την ώρα έκαναν την εμφάνιση τους δύο αστυνομικοί μαζί με έναν σκύλο. «Παιδία εδώ έχουνε βάλει τη βόμβα;» ρώτησε ο πιο νεαρός από αυτούς. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 22 χρονών. Κρατούσε σφιχτά το λουρί του σκύλου που τον τράβαγε. Τι τον τράβαγε. Τον έσερνε. «Όχι δεν είναι εδώ, απλά βγήκαμε έξω όλοι για να ξεμουδιάσουμε» είπε ο Jesse James .

«Μην τον ακούτε! Εδώ είναι, γρήγορα κύριε χωροφύλακα» είπε ο νεαρός συνάδελφος. Ο νεαρός αστυνόμος (που δεν πρέπει να είχε ακούσει ξανά τη λέξη χωροφύλακας) δεν πρόλαβε να απαντήσει, αφού έτρεξε γρήγορα πίσω από το σκύλο που του έφυγε από τα χέρια.

«Έχω αρχίσει και κρυώνω» είπε ο νεαρός συνάδελφος, που είχε βγει φορώντας κοντομάνικο με ένα V στο λαιμό σαν αυτά που είχε λανσάρει ο Τσαλίκης στις αρχές της δεκαετίας. «Καλά να πάθεις αφού θες να το παίξεις καυτό αγόρι» του είπε ο Jesse James.

Κοίταξα τριγύρω μου παρατηρώντας τον κόσμο που είχε βγει από το κτίριο. Πολλές νέες φάτσες που δεν είχα ξαναδεί, συμπληρωμένες από σταθερές αξίες. Ο Μιαούλης είχε μαζέψει γύρω του δυο τρείς πιτσιρικάδες και τους έλεγε για το κουπόνι που είχε χάσει την προηγούμενη μέρα. Ο Χριστοφοράκης έκανε ότι μπορούσε για να πείσει τους υπόλοιπους ότι όταν μικρός ήξερε καλή μπάλα, κλοτσώντας ένα κουτάκι από sprite, ενώ λίγο πιο δίπλα ο Δήμητσας προσπαθούσε να οργανώσει μια φανταστική κερκίδα από οπαδούς της Σαμπντόρια. Απλές καθημερινές καταστάσεις δηλαδή, που θα συνέβαιναν και μέσα στο κτίριο.

Πέρασαν λίγα λεπτά όταν ο νεαρός αστυνόμος έκανε και πάλι την εμφάνιση του τρέχοντας μαζί με τον σκύλο. «Όλα εντάξει. Μπορείτε να επιστρέψετε στο κτίριο» είπε. «Είναι σίγουρο; Δηλαδή μπορώ να ανάψω ένα σπίρτο την ώρα που θα έχω αφήσει ανοιχτό το υγραέριο;» είπε ο Jesse James δημιουργώντας προβληματισμό στο όργανο της τάξης που προφανώς δεν ήταν συνηθισμένο σε τέτοιου τύπου χιούμορ.

Ξαφνικά όλοι όρμησαν προς την πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ήμασταν ξανά φρακαρισμένοι αφού οι ίδιοι δύο τύποι είχαν κολλήσει στην αρχή της σκάλας προσπαθώντας να δώσουν προτεραιότητα ο ένας στο άλλον.

«Νομίζω ότι θα πρέπει να σας πω κάτι που παρατήρησα» είπε το παιδί από το site που είχε έρθει ακριβώς από πίσω μου. «Νομίζω ότι για σήμερα χρησιμοποίησες τις τρεις προτάσεις που είχες δικαίωμα να πεις» του απάντησα. «Μα! Είναι πολύ σημαντικό». Ήταν επίμονος, αλλά έπρεπε να μάθει τρόπους. Τα ίδια είχαμε κάνει και με τον νεαρό συνάδελφο και τώρα εγώ και ο Jesse James ήμασταν περήφανοι ότι σε λίγο καιρό θα μπορούσαμε να τον αφήσουμε μόνο του στην κοινωνία. «Αρκετά» είπε ο Jesse James. «Έλα αύριο το πρωί και το συζητάμε».

Όπως αποδείχθηκε την επόμενη μέρα, το παιδί από το site ήθελε να μας πει ότι είχε δει έναν παράξενο τύπο με μπέρτα και κουκούλα να μπαίνει στο κτίριο και να κατεβαίνει στο υπόγειο, την ώρα που όλοι ήμασταν έξω στο πεζοδρόμιο. Θα έπρεπε να του είχαμε δώσει την ευκαιρία να μας μιλήσει; Ναι. Θα κάναμε κάτι διαφορετικό αν μας δινόταν ξανά η ευκαιρία; Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Όταν περάσουν τα χρόνια δύσκολα αλλάζεις τις συνήθειες σου.

Πέντε λεπτά είχαν περάσει και εξακολουθούσαμε να παραμένουμε φρακαρισμένοι στο διάδρομο. «Πόσο μαλάκες είστε;» φώναξε κάποιος που ήταν ακόμα έξω από την πόρτα. «Ποιος ρωτάει;» απάντησε ένας άλλος που ήταν έτοιμος για τσαμπουκά. «Ρε δε πα να γαμηθείτε όλοι» είπε ο Jesse James που είχε σταματήσει να διασκεδάζει.

«Άμα σε κάνω μεζεδάκι για το ιγκουάνα μου θα δεις» είπε μια φωνή, αλλά δεν καταλάβαμε ποιος το είπε. «Ποιος το είπε αυτό; Θα τον κάνω να κλαίει σαν κοριτσάκι στη γωνία» φώναξε ο Jesse James. Είδα το νεαρό συνάδελφο να χασκογελάει λίγο πιο πίσω και κατάλαβα ότι αυτός είχε φωνάξει για να κάνει πλάκα στον Jesse James. Δεν είπα τίποτα όμως γιατί όντως ήταν αστείο.

Ο νεαρός συνάδελφος έφερε τα χέρια μπροστά στο στόμα φτιάχνοντας μια τεχνητή ντουντούκα και φώναξε: «Για να σας ανταμείψουμε για την ταλαιπωρία σας, ότι πάρετε από το κυλικείο είναι τζάμπα». Αμέσως το στριμωξίδι σταμάτησε και όλοι έτρεξαν προς το κυλικείο. «Δημοσιογράφοι. Ψοφάνε για τζάμπα φαϊ» είπε ξανά ο Jesse James και είχε απόλυτο δίκιο. Ακόμα κι εγώ αν κι ήξερα ότι ο νεαρός συνάδελφος μπλόφαρε έτρεξα στον τρίτο αλλά το κυλικείο είχε κλείσει.

Επέστρεψα στο ισόγειο με κατεβασμένο κεφάλι. «Είσαι πολύ μαλάκας τελικά» είπε ο Jesse James. «Αφού πεινάω! Όταν πεινάω δεν καταλαβαίνω τι κάνω» απάντησα. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα σκαλιά προς το υπόγειο.

«Στο είπα ότι τζάμπα ανεβήκαμε. Δεν το χες καταλάβει ότι θα είναι φάρσα;» είπε ο Jesse James.

«Τουλάχιστον είδαμε κόσμο που είχαμε καιρό να δούμε» του απάντησα.

«Νιώθεις σοφότερος;» είπε.

«Εγώ λέω να βγαίνουμε πιο συχνά» απάντησε ο νεαρός συνάδελφος. Στο ένα χέρι κρατούσα ακόμα το ουίσκι και με το άλλο έψαχνα τα κλειδιά. Άνοιξα την πόρτα και μπήκαμε στο γραφείο. Τα φώτα ήταν κλειστά αλλά από κάπου ο χώρος φωτιζόταν ελάχιστα.

«Δεν είχαμε αφήσει ανοιχτά τα φώτα;» είπε ο Jesse James. Εκείνη τη στιγμή παρατήρησα από πού ερχόταν το λιγοστό φως. Από ένα αναμμένο κερί πάνω στο γραφείο. Ο νεαρός συνάδελφος πέρασε τελευταίος την είσοδο.

Μια σκοτεινή φιγούρα τον άρπαξε και έκλεισε την πόρτα.

«Μη βγάλεις άχνα..» του είπε.

«Ποιος είσαι; Άστον κάτω» φώναξα και κινήθηκα προς τη σκοτεινή φιγούρα.

«Αν κάνεις άλλο ένα βήμα… είσαι νεκρός» απάντησε. Έσπρωξε το νεαρό συνάδελφο προς το μέρος μας και έκλεισε την πόρτα πίσω του…

Υ.Γ Την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα η συνέχεια…

Υ.Γ 2 Το Blood and the city: Archives άνοιξε τις πύλες του και σας περιμένει. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.

*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube