Μια μικρή εισαγωγή...
Η πρώτη σεζόν της δημοσίευσης του Blood and the City μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά πετυχημένη. Και δεν το λέω μόνο εγώ, αλλά τουλάχιστον άλλοι δυο φίλοι μου. Βέβαια ίσως θα πρέπει να με προβληματίσει το γεγονός ότι τα δυο συγκεκριμένα άτομα έχουν να διαφωνήσουν μαζί μου από τότε που τους απείλησα με ένα ηλεκτρικό κατσαβίδι, αλλά τουλάχιστον ακούω μια θετική γνώμη ακόμα κι αν είναι παρά τη θέληση τους.
Το Blood and the City επιστρέφει λοιπόν μετά την αναγκαστική άδεια των είκοσι ημερών. Και επιστρέφει με ακόμα περισσότερους χαρακτήρες, ακόμα περισσότερη δράση, ακόμα περισσότερο αίμα και ακόμα περισσότερο ουίσκι στις φλέβες των πρωταγωνιστών.
Στο τέλος της πρώτης περιόδου βιώσαμε την απώλεια του Jesse James. Ποτέ δεν ξέρεις όμως πως τα φέρνει η ζωή. Ίσως ο λούτρινος σκύλος που μιλάει να μην έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη…
Καλώς ήλθατε λοιπόν στην δεύτερη σεζόν όπου τα περισσότερα προβλήματα θα μείνουν άλυτα ενώ, οι απορίες που θα δημιουργούνται δεν πρόκειται να απαντηθούν ποτέ. Και μην ξεχνάτε ότι η πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Ο ποντικός συνελήφθη!
«Τι πάει να πει σταματάμε τις έρευνες; Δεν έχει περάσει ούτε ένας μήνας! Τι; Δεν ξέρετε που αλλού να ψάξετε; Όχι δεν βάφω τα μαλλιά μου! Και τι στο διάολο έχει να κάνει το αν βάφω τα μαλλιά μου με την εξαφάνιση του Jesse James;»
Αυτή η συζήτηση συνεχίστηκε για ώρα αλλά συμπέρασμα δεν βγάλαμε. Η ειδική ομάδα που είχε συσταθεί για την εύρεση του Jesse James είχε παραδώσει τα όπλα. Ο φάκελος που κρατούσα στα χέρια μου είχε μια μεγάλη φωτογραφία του Jesse στην πρώτη σελίδα και από κάτω έγραφε: «Νεκρός μέχρι αποδείξεως του εναντίου»…
«Χμμμμ… Ωραίος τίτλος για μια ιστορία σε τρία μέρη» σκέφτηκα αλλά αυτή η σκέψη θα έπρεπε να περιμένει. Είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της καλοκαιρινής μου άδειας ψάχνοντας για ίχνη του Jesse. Το μόνο που έβρισκα ήταν κλειστές πόρτες και ανθρώπους απρόθυμους να μοιραστούν την οποιαδήποτε πληροφορία. Ακόμα και ο τύπος που ήταν αρκετά μεθυσμένος για να «κελαηδήσει» το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν …«Το κολιέ με τα ρουμπίνια θα είναι για πάντα δικό μου». Πληροφορία όχι και τόσο χρήσιμη τώρα που το ξανασκέφτομαι.
Έτσι οι μέρες πέρασαν και έγιναν εβδομάδες. Τώρα πια κοντεύει ένας μήνας και τίποτα δεν με κάνει αισιόδοξο, εκτός ίσως από την ελπίδα ότι κάποιος καλός δίσκος θα κυκλοφορήσει μέσα στον Σεπτέμβριο, δεν μπορεί.
Μέσα σε όλα αυτά προσπάθησα να προσαρμοστώ και με την επανέναρξη του πρωταθλήματος, αλλά την ώρα που άκουσα στην τηλεόραση την φράση «το σουτ από τον Σκούφαλη, αποκρούει ο Δασκαλάκης» σταμάτησα να ελπίζω.
Έκανα βόλτες μέσα στο γραφείο μου στο υπόγειο. Πάνω κάτω, πάνω κάτω, με το παράθυρο κλειστό για να γλυτώσω από τους θορύβους του δρόμου. Η μοναδική αλλαγή που έκανα στο γραφείο ενόψει της νέας σεζόν ήταν να βάψω έναν τοίχο μωβ. Όχι και τόσο επιτυχημένη επιλογή, αφού διάλεξα μόνος μου το χρώμα και κατέληξα με κάτι που επιεικώς θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει μελιτζανί.
Είχα καταλάβει για ποιο λόγο βρισκόμουν στα όρια της κατάθλιψης (εκτός βέβαια από την εξαφάνιση του Jesse James). Η έλλειψη έντασης και η αίσθηση της περιπέτειας με είχε εγκαταλείψει τον τελευταίο καιρό. Η προσπάθεια να διασκεδάσω τον εαυτό μου πετώντας αυγά Kinder-έκπληξη σε παιδάκια που έπαιζαν σε ένα πάρκο, στέφθηκε και αυτή από παταγώδη αποτυχία, όταν μια από τις μαμάδες με αιφνιδίασε από πίσω και κρατώντας με από το αυτί με έδιωξε από την παιδική χαρά φωνάζοντας «Φύγε μακριά ανώμαλε».
Για πιο λόγο χαρακτηρίζεις ανωμαλία το πέταγμα σοκολατένιων αυγών σε παιδάκια δεν θα το καταλάβω ποτέ.
Έτσι έφτασα στο σημείο να αποζητώ την περιπέτεια όπως ο αλκοολικός το 25ο ποτό του. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα. Τον είχα ξεχάσει αυτόν… Έλειπε σε άδεια, ούτε κι εγώ θυμάμαι για πόσες μέρες… ο νεαρός συνάδελφος…
Μπήκε μέσα χοροπηδώντας σαν κατσίκι με μια χάρτινη σακούλα στο χέρι. «Το καλό που σου θέλω να έχεις κάποιου είδους ποτό στη σακούλα» του είπα.
«Όχι, όχι. Έχω φέρει μαγνητάκια από όλα τα νησιά που πήγα. Για να τα βάλεις στο ψυγείο!»
«Βλέπεις κανά ψυγείο τριγύρω;» του είπα ενώ ήμουν έτοιμος να χάσω την ψυχραιμία μου. Τράβηξα αμέσως φρένο στην υποβόσκουσα οργή μου αφού δεν ήθελα να τον κάνω να βάλει τα κλάματα από τη πρώτη μέρα που γύρισε στην δουλεία.
«Άντε καλό χειμώνα να έχουμε» μου είπε και άφησε τη χάρτινη σακούλα με τα μαγνητάκια πάνω στο γραφείο μου.
Ο χαρακτηριστικός ήχος του τηλεφώνου που έχω για τα έκτακτα περιστατικά γέμισε την ψυχή μου με ελπίδα. Έτρεξα προς το τηλέφωνο. «Τον βρήκατε; Πείτε μου ότι τον βρήκατε!» είπα νομίζοντας ότι θα ακούσω νεότερα για τον Jesse James…
«Ποντίκιιιιιιιιιιιιιιι» ούρλιαξε μια γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Ποντίκι;» είπα με απορία…
«Ποντίιιιιιιιικι. Που; Που;» είπε ο νεαρός συνάδελφος που μπήκε τρέχοντας στο γραφείο.
«Αν υποψιαστώ ότι κάθεσαι και κρυφακούς έξω από το γραφείο θα μάθεις πώς να προφέρεις τη λέξη πόνος σε όλες τις γλώσσες»…
Ο νεαρός συνάδελφος πήρε το βλέμμα που του παιδιού που το έχουν τσακώσει να κάνει ζαβολιά. «Θα ασχοληθώ μαζί σου αργότερα, τώρα εξαφανίσου γιατί πρέπει να μιλήσω στο τηλέφωνο» του είπα και αυτός έφυγε περπατώντας στις μύτες, δήθεν για να μην ακουστεί. Κάποια μαλακία είχε κάνει στις διακοπές..ήμουν σίγουρος..
Έφερα ξανά το ακουστικό στο αυτί μου και άκουσα τη γυναίκα από την άλλη γραμμή να βαριανασαίνει. Το λαχάνιασμα της ήταν κάτι παραπάνω από προφανές. «Ειρήνη; Εσύ είσαι;»
«Αφού έχεις αναγνώριση τι ρωτάς;» μου είπε και είχε δίκιο αλλά πάντα μου άρεσε να κάνω τον έκπληκτο όταν σηκώνω το τηλέφωνο ακόμα και όταν ξέρω ποιος είναι. Μου δίνει χρόνο για να επεξεργαστώ αυτά που πρόκειται να ακούσω. Το ίδιο χρήσιμη είναι η απάντηση «Τι είπες;» όταν έχεις ακούσει ακριβώς τι είπε ο άλλος. Έξτρα χρόνος για επεξεργασία πληροφοριών που ο άλλος δεν πρόκειται να σου δώσει από μόνος του.
«Πες μου λοιπόν! Είδες ποντίκι;»
«Έχει κατασκηνώσει στο μπάνιο!»
«Ε ωραία ένα δωμάτιο πιάνει το κακόμοιρο τι σε ενοχλεί;» της είπα και άφησα να μου ξεφύγει ένα μικρό γέλιο. Τι το θελα; H φραστική επίθεση που ακολούθησε μπορεί να συγκριθεί μόνο με όσα άκουσε ο Σηφάκης από τον συμπαθή τύπο που μπήκε στο Καυτατζόγλειο. Είμαι σίγουρος ότι αν είχε τη δυνατότητα να βγάλει το χέρι της από το ακουστικό και να με πιάσει από το λαιμό θα το έκανε. Με κατηγόρησε για αδιαφορία με φράσεις του τύπου «τι να τους κάνω τέτοιος φίλους» και άλλα τέτοια ωραία.
«Χαλάρωσε ρε παιδί μου ηρέμησε! Τι θες να κάνω;»
«Θέλω να το σκοτώσεις.. Μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα;»
«Μου ζητάς να πάρω τη ζωή από ένα αθώο πλάσμα του Θεού… νομίζω ότι θα πρέπει να εξομολογηθώ πρώτα..» είπα και άφησα και πάλι να μου ξεφύγει ένα μικρό γέλιο.
Ένιωσα το τύμπανο του αυτιού μου να είναι έτοιμο να σπάσει από τον τόνο της φωνής.
«Καλά… καλά… ηρέμησε. Σε μισή ώρα είμαι εκεί!»
Οι ακραίες καταστάσεις χρειάζονται και ακραία μέτρα. Και ήμουν έτοιμος να τα πάρω…
«Έλα μέσα αμέσως» φώναξα στον νεαρό συνάδελφο. Δεν απάντησε. «Ξέρω ότι είσαι απ’ έξω. Έλα μέσα γιατί έχουμε δουλείες και θα κάνω σαν να μη συνέβη τίποτα…»
Μπήκε μέσα σαν πληγωμένο ελαφάκι. «Φέρε την τσάντα με τα σύνεργα. Πάμε σε αποστολή».
«Θα πάρουμε συνέντευξη από κανέναν;»
«Όχι αυτά τα σύνεργα. Τα άλλα. Αυτά που φυλάμε στο κάτω ράφι»
«Μα… ορκίστηκες μετά από εκείνη την ημέρα στα Γρεβένα ότι δεν θα κάνεις ποτέ ξανά κάτι τέτοιο».
«Οι όρκοι είναι για να σπάνε. Δείξε μου κάποιον που ορκίζεται για κάτι και θα μου έχεις δείξει έναν άνθρωπο που λέει ψέματα….»
Μισή ώρα μετά
Στεκόμουν μέσα στο σπίτι της Ειρήνης. Ο νεαρός συνάδελφός είχε βρει ένα μπαλάκι από αυτά που σκάνε απότομα και πετιούνται από εδώ και από εκεί και απασχολούσε τον εαυτό του.
«Ότι σπάσεις θα το πληρώσεις» του είπα και αμέσως άφησε το μπαλάκι κάτω.
«Λοιπόν… Που είναι το ποντίκι;»
«Στο μπάνιο σου είπα!» απάντησε η Ειρήνη που είχε ένα ταλαιπωρημένο βλέμμα. Έμοιαζε άυπνη για τουλάχιστον δυο ημέρες.
«Πότε το είδες;»
«Πριν δυο μέρες»
«Και γιατί δεν με φώναξες πιο νωρίς;»
«Περίμενα μήπως φύγει από μόνο του»
«Και τι είναι το ποντίκι να φύγει από μόνο του;»
«Θα σταματήσεις σε παρακαλώ να κάνεις ηλίθιο χιούμορ και να σκοτώσεις επιτέλους αυτό το διαολεμένο πλάσμα;»
Είχε έρθει η ώρα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. «Τρυπάνι» φώναξα στον νεαρός συνάδελφο. Αυτός κοίταξε τριγύρω. «Τρυπάνι είπα!»
«Σε μένα μιλάς;» είπε αφού κοίταξε πάλι δυο τρείς φορές τριγύρω.
«Σε ποιον να μιλάω ρε κουφιοκέφαλε;»
«Δεν έχουμε τρυπάνι»
«Πιάσε μου τότε το πριόνι»
«Ούτε πριόνι έχουμε»
«Συγνώμη που παρεμβαίνω» είπε η Ειρήνη «Αλλά τι το θέλεις το πριόνι; Δεν σου είπα να κόψεις κανά δέντρο, το ποντίκι σου ζήτησα να σκοτώσεις»
«Καλά λοιπόν. Τσεκούρι»
«Καλά έχεις χαζέψει;» είπε και πάλι η Ειρήνη. Είχε δίκιο. Δεν ήξερα πώς να χειριστώ την υπόθεση αφού δεν είχα βρεθεί ξανά σε παρόμοια κατάσταση.
«Καλά λοιπόν… Μπαίνω μέσα με γυμνά χέρια. Ότι κι να ακούσετε πίσω από αυτή την πόρτα μην μπείτε μέσα. Όταν θα έχουν τελειώσει όλα θα φωνάξω ένα συνθηματικό για να μπείτε. Βρείτε ένα καλό συνθηματικό»
«Γιατί δεν λες απλά τελείωσα. Ελάτε;» είπε ο νεαρός συνάδελφος.
Χμμμμ… Δεν το είχα σκεφτεί. Δεν θα του πέρναγε όμως. «Το συνθηματικό μας είναι Δρυοκολάπτης»
«Δρυοκο-τι;» είπε η Ειρήνη.
«Δρυοκολάπτης»
Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα και μπήκα μέσα. Πέρασαν δυο λεπτά… Πέρασαν πέντε λεπτά… «Είσαι καλά;» φώναξε ο νεαρός συνάδελφος.
«Δρυοκολάπτης» του απάντησα.
Άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα. «Τι έγινε; Το σκότωσες» είπε ο νεαρός συνάδελφος.
«Όχι ακριβώς…» απάντησα.
«Τότε;»
«Ας πούμε καλύτερα ότι το ποντίκι δεν θα εμφανιστεί ποτέ ξανά…»
«Να βασιστώ στον λόγο σου;»
«Ίσως να είναι η πρώτη φορά που θα σου πω, ναι, να βασιστείς». Η Ειρήνη που είχε έρθει δίπλα μου χαμογελούσε.
Μαζέψαμε τα πράγματα μας και κάτσαμε στην βεράντα. Ήπια μια εξάδα μπύρες. Ο νεαρός συνάδελφος ήπιε μια πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό. Γελάσαμε πολύ εκείνο το βράδυ… Περάσαμε καλά μετά από αρκετό καιρό…
Όταν γυρίσαμε στο γραφείο ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα. Έστειλα τον νεαρό συνάδελφο σπίτι του και εγώ κατέβηκα στο γραφείο μου στο υπόγειο. Έβαλα σε ένα ποτήρι ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα και πάτησα το play στο στερεοφωνικό. Από τα ηχεία ακουγόταν ο νέος δίσκος των porcupine tree. Τώρα θα με ρωτήσετε τι έγινε τελικά με το ποντίκι…
Δυο ώρες πριν
Μπήκα στο μπάνιο έτοιμος να αντιμετωπίσω το ποντίκι. Έκανα άνω κάτω όλο το χώρο αλλά τίποτα. Άφαντό. Το βλέμμα μου έπεσε σε ένα χαρτάκι που ήταν στερεωμένο σε ένα από τα κάτω ράφια της συρταριέρας. Το πήρα στα χέρια μου… «Δεν είναι καιρός νομίζεις να βγεις από εκείνη την τρύπα που αποκαλείς γραφείο και να ξεσκάσεις λίγο; Αυτό θα ήθελε και ο Jesse James» έλεγε το σημείωμα…
Πίσω στο γραφείο
Πήρα στα χέρια μου τον φάκελο του Jesse James. «Νεκρός μέχρι αποδείξεως του εναντίου» έγραφε πάνω . «Ακριβώς» ψιθύρισα και ήπια μια γουλιά από το ουίσκι μου…
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Η εισβολή: (Το φιινάλε του πρώτου κύκλου)
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com
ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube