Είναι εύκολο να παρακολουθείς τα πράγματα από απόσταση να κυλάνε. Και ανέξοδο. Και φυσικό επόμενο είναι οι αντιστάσεις σου να μειώνονται. Και το -μέχρι πρότινος σταθερό- ενδιαφέρον να φθίνει κι αυτό, για να έρθει να το αυξήσει μια πρόσκαιρη έξαρση -μια τραχιά δήλωση παράγοντα ας πούμε ή μια ελπίδα μεταγραφής στο πρωτοσέλιδο.
Όσο η ανάγκη της εποχής για «ειδήσεις εδώ και τώρα» και «τσίγκλισμα του θυμικού του πελάτη» βασίζεται σε πραγματικό και πρωτογενές υλικό, το οποίο εμφανίζεται σε λογική συχνότητα, έχει καλώς. Εδώ που είμαστε, όμως, το σκηνικό έχει αλλάξει άρδην.
Στο κέντρο μιας θλιβερής συγκυρίας βρίσκουμε α) το αθλητικό προϊόν (κυρίως το ποδόσφαιρο, ως δείκτη υψηλού ενδιαφέροντος) της χώρας να λιώνει σαν το μακιγιάζ γριας τροτέζας που κλαίει γιατί έχει μείνει χωρίς πελατεία, β) τους πρωταγωνιστές του από πλευράς ιδιοκτησίας να φέρονται ανοιχτά σαν μεγαλοτσιφλικάδες του χώρου, γ) τους θεσμικούς υπευθύνους να κραδαίνουν ένα σκουριασμένο σουγιαδάκι που δεν τρυπάει ούτε χαρτοπετσέτα, δ) τους δημόσιους διαχειριστές των τεκταινομένων (aka τους αθλητικογράφους) να μηρυκάζουν τα περασμένα «μεγαλεία» και να επαινούν μπροστά στον καθρέφτη τον αυτοκράτορα για τα νέα του ρούχα και ε) το κοινό να έχει χωριστεί σε μια ισχνή μειοψηφία που κρώζει πιο δυνατά από ποτέ και μια βουβή πλειοψηφία η οποία είτε βυθίζεται περισσότερο στη σιωπή της ή το βάζει στα πόδια σπριντάροντας.
Η ισχυρή αυτή αντίστιξη αφήνει καθημερινά το σημάδι της στη σχέση ενημέρωσης-κοινού. Από τη μία έχουμε τη μίξη ανομίας-ασυδοσίας που εκφράζεται με παραγοντικά «γαβγίσματα», εντός αγωνιστικών χώρων «βεγγέρες» και τα τοιαύτα. Οι συμπεριφορές αυτές δίνουν στον Τύπο (τον έντυπο κυρίως, αλλά και τον ηλεκτρονικό) το «πάτημα» να τις μεταφέρει στις σελίδες του, για να πλειοδοτήσει αμέσως μετά σε κοσμητικά επίθετα, υπερβολές, προσβολές, καφρίλες και cheap thrills, στην απέλπιδα προσπάθειά του να κρατήσει το «κοπάδι» του «εντός μαντριού».
Σε μια περίοδο μάλιστα όπου η πλειοψηφία της ύλης των εφημερίδων -με δικό τους το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης- μεταφέρεται και κανιβαλίζεται καθημερινά στο Ίντερνετ, η προσπάθεια αυτή παίρνει χαρακτήρα (μάλλον μάταιης και σίγουρα επιβλαβούς) σταυροφορίας. Που χαρακτηρίζεται από την παραδοξότητα ότι δεν έχει ούτε φανερό εχθρό ούτε ξεκάθαρο στόχο και έτσι καταλήγει να ρίχνει «στα λιοντάρια» ισόποσα τους «χριστιανούς» με τους «Ρωμαίους εκατόνταρχους».
Από την άλλη έχουμε την δημοσιογραφική θωράκιση πίσω από την ασφαλή ασπίδα των κλισέ. Που εξακοντίζονται σε τεράστιες ποσότητες μέσα σε, από καιρό κορεσμένα απ’ αυτά, στομάχια ως ενεργοποίηση του πιο συντηρητικού αντανακλαστικού που ελπίζει τουλάχιστον στην διατήρηση των προσψπικών «κεκτημένων». Φτηνές κριτικές, «δεκάρικοι», θριαμβικές μεγαλοστομίες, ανούσια αναμασήματα ευχολογίων και ανάλυση καταστάσεων οι «θρεπτικές ουσίες» των οποίων έχουν αποστραγγιστεί από καιρό συνθέτουν το καθημερινό σκηνικό ενός περιβάλλοντος που έχει σταματήσει ν’ αναπτύσσεται, να προοδεύει.
Κοινώς, άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται την αλλαγή που συντελείται ή δεν έχουν διάθεση να εναρμονιστούν μ’ αυτήν απευθύνονται σε ανθρώπους που τους έχουν τσιτώσει στο παρελθόν τόσο, που τώρα πια δεν νοιάζονται για τίποτα.
Σφηνωμένοι ανάμεσα στη «Σκύλλα» της δυσώδους καφρίλας και τη «Χάρυβδη» της «γλίτσας» των κλισέ βρίσκονται αρκετοί που κατανοούν γιατί μια άθικτη Chesterfield πολυθρόνα που βρέθηκε σ’ ένα γκρεμισμένο σπίτι είναι λιγότερο σημαντική από το να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίον το ίδιο το σπίτι θα μπορέσει να ξαναχτιστεί. Ο λόγος τους ψάχνει δίοδο ανάμεσα στα χαλάσματα ν’ ακουστεί, για να μην νιώθει -ή να νιώθει λιγότερο- «συνένοχος» στο φόνο που συντελείται. Αν βρει τον δρόμο, η τραμπάλα θα σηκωθεί λίγο και από την άλλη πλευρά. Αν πάλι δεν τα καταφέρει, θα μείνουν οι γλώσσες να γλύφουν αυτούς που σε λίγο θα τις δαγκώνουν για να τις ξεριζώσουν.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.