Εγώ δεν ήθελα να γράψω για το ντέρμπι του μπάσκετ μεταξύ του Αρη και του ΠΑΟΚ -τραβάτε με κι ας κλαίω δηλαδή- για να μη στενοχωρήσω τα φιλαράκια μου τα ΠΑΟΚια. Αλλά με έβαλε στον πειρασμό ο Βάιος Τσούτσικας. «Γράψε, ρε, κάτι. Αν δεν γράψεις εσύ, τότε ποιος;». Ελα ντε; Μας έχει μείνει και τίποτε άλλο σε εμάς τα Αρειανά για να ξεγελάμε την πίκρα μας και να σκάει λίγο το χειλάκι μας; Αυτό το ντέρμπι μάς δίνει το φιλί της ζωής χρόνια τώρα. Μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε, να φτιάχνουμε σενάρια για το μέλλον και το κυριότερο -τουλάχιστον για μένα- να μένει άσβεστη η φλόγα της τεράστιας εκείνης ομάδας που έκανε όλη την Ελλάδα να βλέπει μπάσκετ. Πριν μπει για τα καλά στη ζωή μας αυτή η «κιτρινόμαυρη» πεντάδα, αν τύχαινε και μιλούσες σε αθλητικά στέκια για το άθλημα που σημαδεύεις το καλάθι, όλοι σε κοίταζαν με τέτοια συμπόνοια και κατανόηση, σαν να σου έλεγαν πως «και να χειροτερέψεις, αδελφέ, εμείς πάλι θα σε έχουμε φίλο».
Για μένα, χωρίς καμία τοπικιστική διάθεση, αυτό το ντέρμπι ανάμεσα στους δύο «αιώνιους» αντίπαλους της Θεσσαλονίκης θα είναι περισσότερο ντέρμπι από οποιοδήποτε Παναθηναϊκός–Ολυμπιακός, μιλώντας πάντα για μπάσκετ. Το λέω αυτό γιατί ο κόσμος ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού, που τρέχει στη συμπρωτεύουσα για να παρακολουθήσει αυτή την αναμέτρηση, είναι αμιγώς μπασκετικός. Κόσμος που τον ενδιαφέρει το άθλημα, που έχει αγωνιστεί για να το κρατήσει ψηλά ως εκπρόσωπο της βόρειας Ελλάδας. Περισσότερο, βέβαια, από τη μεριά του Αρη και λιγότερο, αλλά σε ποσοστό πάντως διόλου ευκαταφρόνητο, από πλευράς ΠΑΟΚ. Φτάνει μια φορά να μπεις στο Παλέ για να παρακολουθήσεις αυτό το παιχνίδι και σίγουρα η ατμόσφαιρα θα σε «φτιάξει». Θα καταλάβεις από την πρώτη στιγμή ότι είναι διαφορετικό. Μπορεί να φταίει το Αλεξάνδρειο, το τόσο κλειστό και μεγάλο συγχρόνως. Ισως φταίει και η κερκίδα, που δεν σταματά να χορεύει και να τραγουδά ή τέλος η ακουστική του γηπέδου. Από την εποχή του θρυλικού «Πότε; Ποτέ», τότε που ο Γκάλης λίγα δευτερόλεπτα πριν λήξει το παιχνίδι στήριζε την μπάλα στο δάχτυλό του και τη γύρναγε σαν ζογκλέρ, τότε που ο Σούμποτιτς έβλεπε το αντίπαλο καλάθι σαν βαρέλι και ο Πρέλεβιτς προσπαθούσε να πάρει την ομάδα στην πλάτη του, μέχρι τις μέρες μας, που το ντέρμπι, αν και έχει χάσει κάτι από την αίγλη των περασμένων χρόνων, παρ' όλα αυτά η ατμόσφαιρα καταφέρνει και παραμένει το ίδιο εκρηκτική και ζεστή. Οπως κι το ενδιαφέρον. Οσο χάλια αγωνιστικά και αν είναι ο Αρης, πράγμα δύσκολο, ο ΠΑΟΚ πάντα θα φοβάται. Αλλά και το αντίστροφο. Εβλεπα χθες το παιχνίδι και ήξερα ότι όταν η διαφορά μειώθηκε στους 10 πόντους, δεν ήθελε πολύ για να τουμπάρει το ματς και είμαι σίγουρος ότι το ίδιο ένιωθαν και όσοι βρίσκονταν στις κερκίδες. Διότι πολύ απλά είναι Αρης–ΠΑΟΚ. Το τελικό 91-79 υπέρ ημών καταδεικνύει για μία ακόμα φορά ποιο είναι το μπασκετικό αφεντικό της πόλης. Και αυτό το παραδέχονται ακόμα και οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ, όπως παραδέχονται και οι φίλοι του Αρη πως η ομάδα μεγάλωσε μέσα από αυτή την αντιπαλότητα... Οι τίτλοι του Αρη, 21 στον αριθμό, δεν είναι λίγοι για μία ομάδα 500 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα και σε μία χώρα σαν την Ελλάδα. Και δεν είναι πάλι λίγες οι φορές που σκέφτομαι ότι αν έπεφταν την κρίσιμη περίοδο στο μπάσκετ τα λεφτά που έπεσαν στο ποδόσφαιρο, τότε η Θεσσαλονίκη θα ήταν σίγουρα η μπασκετική πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.