Για μένα ο Δημήτρης Σαραβάκος είναι ο τελευταίος μεγάλος επιθετικός που έβγαλε το σύγχρονο ελληνικό ποδόσφαιρο και ένας από τους μεγαλύτερους στην ιστορία του (Εκτός συναγωνισμού, ο Βασίλης Χατζηπαναγής, αφού μπάλα έμαθε στην Τασκένδη και όχι στη χώρα μας). Θυμάμαι κάποτε στη δεκαετία του ’80, σε ένα παιχνίδι στην κατάμεστη Τούμπα, μετά από μια ενέργεια απ’ αυτές που ο Σαραβάκος είχε πρόχειρες στο πλούσιο ρεπερτόριό του, μια μπαλαδόφατσα με πρόσωπο σκαμμένο και βλέμμα που δεν ημερεύει ποτέ, να καπνίζει και να μονολογεί: «Πού να είχε και αριστερό πόδι αυτός ο τσόγλανος. Γιο-γιο θα μας είχε κάνει».
Είχε απόλυτο δίκιο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο «μικρός» -τότε- του Παναθηναϊκού σού έδινε την εντύπωση ότι ήταν μια επίθεση μόνος του. Και ας έπαιζε με ένα πόδι, αυτό το δεξί, που ήταν το «καλό» του. Ενα έφτανε και περίσσευε για να σου κάνει αφενός τη ζημιά και αφετέρου για να παραδεχθείς ότι πρόκειται για μεγάλο παίκτη. Την πρώτη φορά που τον είδα, με τη φανέλα του Πανιωνίου (εναντίον του Αρη φυσικά), είπα: «Μάγκα μου, παικταράς». Και έκατσα ώρες με το στόμα ανοικτό, σαν τον χάνο, να τον χαζεύω. Μέχρι και στο μπαράζ με τον Μακεδονικό πήγα, μόνο για πάρτη του.
Κατά την ταπεινή μου άποψη ο Σαραβάκος ήταν παίκτης γηπέδου, έπρεπε δηλαδή να τον δεις από κοντά για να καταλάβεις την αξία του. Η τηλεόραση μόνο ένα κομμάτι από τις μεγάλες του ικανότητες μπορούσε να αναδείξει. Αν τον παρατηρούσες όμως μέσα στο γήπεδο από τις κερκίδες, η όποια εκτίμηση στο πρόσωπό του πολλαπλασιαζόταν όπως το νερωμένο κρασί σε έναν παρθένο από το ποτό οργανισμό. Και έτσι σε μεθούσε. Το πώς έβρισκε τρόπο να τρυπώνει στις φάσεις χωρίς την μπάλα, πώς έσπαγε τη μέση του κάθε φορά που αποφάσιζε για το επόμενο θύμα του, με ποιον τρόπο πείσμωνε όταν δεν τού έβγαινε η ντρίμπλα, πώς προσπαθούσε να την επιχειρήσει και πάλι, βάζοντας σε δοκιμασία την ποδοσφαιρική του φαντασία, το ξεπέταγμά του όταν έφερνε την μπάλα στο δεξί, το πώς έβαζε το κορμί του πριν σουτάρει, ακόμα και ο τρόπος που πανηγύριζε τα γκολ, όλα αυτά και άλλα τόσα ήταν λόγοι σοβαροί για να παρακολουθήσεις από κοντά τις παραστάσεις που έδινε κυριακάτικα σε κάθε γήπεδο της Ελλάδας. Τι να λέμε τώρα... Για παίκτες σαν τον Σαραβάκο ξεσπιτωνόσουν με χιόνια και βροχές, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αξίζει τον κόπο.
Για μένα ήταν ο τελευταίος Ελληνας ποδοσφαιριστής για τον οποίο θα χαλάλιζες την πολύτιμη κυριακάτική σου ξεκούραση. Και μάλιστα σε μια εποχή που τα γήπεδα ήταν χειρότερα και από αυθαίρετα τουριστικών περιοχών. Τώρα πας στο γήπεδο και βλέπεις επιθετικούς που δεν θυμάσαι αν έχουν ντριμπλάρει. Ενας να το επιχειρήσει, ντοκιμαντέρ θα γυρίσουν με την ιστορία του. Επειδή, όπως πολύ σωστά λένε, «τα γραπτά μένουν», σταματώ εδώ για να μην γράψω καμιά χοντράδα και μετά τρέχω και δεν φτάνω.
Στον Παναθηναϊκό αποφάσισαν να τον τιμήσουν. Καλώς τους κι ας άργησαν. Να ξέρουν πάντως ότι δεν τιμούν απλά έναν ποδοσφαιριστή, αλλά στο πρόσωπό του τιμούν μια ολόκληρη γενιά φιλάθλων, που εξαιτίας του Σαραβάκου έγιναν Παναθηναϊκοί, αποκτώντας δίπλα του υψηλά στάνταρ ποδοσφαιρικών προδιαγραφών και αισθητικής. Συνεπώς απαιτήσεις. Να βάζεις ψηλά τον πήχη. Αυτή είναι εξάλλου η ανεκτίμητη προσφορά, τόσο στο άθλημα όσο και στην ομάδα που υπηρέτησε, μιας ποδοσφαιρικής προσωπικότητας όπως ο Δημήτρης Σαραβάκος.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.