Νομίζω ότι κάποιος προσπαθεί να με σκοτώσει… Άργησα είναι η αλήθεια να το καταλάβω. Δεν έδωσα σημασία ούτε όταν η καθαρίστρια ανατινάχτηκε προσπαθώντας να μπει στο γραφείο μου ένα πρωί. Ευτυχώς η γυναίκα δεν έπαθε τίποτα, αφού ο αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μόνο ένα κεσεδάκι γιαούρτι με ενσωματωμένο ανιχνευτή κίνησης. Οπότε η λέξη ‘ΑΝΑΤΙΝΑΧΤΗΚΕ’ είναι μάλλον υπερβολική. Απλά το γιαούρτι έσκασε πάνω της. Δεν μου φάνηκαν παράξενα ούτε τα περιστατικά με τις γλάστρες. Τουλάχιστον πέντε φορές τον τελευταίο μήνα, κάθε φορά που έβγαινα από το σπίτι μου έσκαγε δίπλα μου και από μία. Ειδικά η τελευταία (που μάλλον προερχόταν από γιούκα δεκαπενταετίας) θα μπορούσε να μου κάνει σοβαρή ζημία. Τα κομμάτια του παζλ όμως δεν έλεγαν να συνδεθούν στο μυαλό μου.
Άλλο ένα στοιχειό που θα μπορούσε να με προβληματίσει, ήταν το αυτοκίνητο με τα φιμέ τζάμια που μερικές φορές ένοιωθα ότι με παρακολουθούσε. Ειδικά εκείνη τη μέρα που περπατούσα στο πεζοδρόμιο αργά τη νύχτα και αυτό με μηδενική ταχύτητα προχωρούσε παράλληλα με μένα. Ο οδηγός θα βαριέται, σκέφτηκα και το ξέχασα… αμέσως μόλις στούκαρε πάνω σε μία κολώνα αφού εγώ στο μεταξύ είχα μπει σε έναν αδιέξοδο δρόμο...
Εδώ που τα λέμε θα ήταν δύσκολο να προσπαθούν να με σκοτώνουν αυτοί οι τύποι με τα γιαούρτια, τις γλάστρες και το τζιπ με τα φιμέ τζάμια που τρακάρει πάνω σε κολόνες με μηδενική ταχύτητα. Οι τύποι ήταν ή ερασιτέχνες ή άσχετοι ή απλά τα περιστατικά δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους.
Ξέχασα να σας πω ότι έχουν περάσει πάνω από δύο μήνες από την ημέρα που γυρίσαμε από την Αγγλία και η ιστορία με τον πιλότο Καραγιάννη και την γυναίκα που ήθελε να σκοτώσει εμένα και τον Jesse James είχε αρχίσει να εξασθενεί στο μυαλό μου.
Αυτό που μπορώ να σας πω, είναι ότι σε αυτούς τους δύο μήνες τα πράγματα όσον αφορά στην καθημερινότητα μας είχαν αλλάξει αρκετά. Ο χρόνος που περνάγαμε ως τριάδα στο υπόγειο γραφείο της οδού Δαβάκη 58 στην Καλλιθέα, είχε μειωθεί δραματικά. Εγώ πλέον γύριζα αρκετά συχνά στο σπίτι. Ο νεαρός συνάδελφος μόλις συμπλήρωνε το οχτάωρο του έφευγε, ενώ ο Jesse James… Ο Jesse James ίσως να το είχε πάρει πιο βαριά και από τους τρείς. Δεν είναι εύκολο να είσαι λούτρινος σκύλος στις μέρες μας και να προσπαθείς να ενσωματωθείς στην κοινωνία. Έτσι ο Jesse ήταν ο μόνος που καθόταν συνέχεια στο γραφείο. Η εξάρτηση του από το Facebook είχε μεγαλώσει σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και όταν μαζευόμασταν όλοι μαζί στο γραφείο, αυτός προτιμούσε να μαζεύει τις φράουλες από τη φάρμα του παρά να μπει σε οποιαδήποτε συζήτηση μαζί μας.
Ο νεαρός συνάδελφος μπορεί να μας είχε υποσχεθεί ότι είχε ξεπεράσει το ζήτημα με τη δολοφονία του παιδιού από το site, άλλα τον είχα πιάσει πολλές φορές με την άκρη του ματιού μου να κλαψουρίζει σε διάφορες γωνίες του κτιρίου.
Έτσι οι μέρες πέρασαν… και ο Φεβρουάριος έγινε Μάρτιος και ο Μάρτιος έγινε Απρίλιος και πλέον κοντεύει Μάιος και η αποξένωση στην μικρή μας συντροφιά είχε γίνει ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι ,προς το παρόν τουλάχιστον, αφού οι πληγές που είχαν ανοίξει με όλες αυτές τις αποκαλύψεις ήταν δύσκολο να κλείσουν από τη μία στιγμή στην άλλη. Προσπαθούσα να φέρω στο μυαλό μου την πρώτη μου συνάντηση με τον Jesse James αλλά δεν τα κατάφερνα. Ίσως το μυαλό μου να είχε μπλοκάρει για κάποιο λόγο αυτή την πληροφορία και θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από ένα ισχυρό σοκ για να ξεδιαλύνουν οι αναμνήσεις μου. Κάτι παραπάνω από ένα ισχυρό σοκ ε; Ένα πολύ ισχυρό σοκ είναι καλά; Καλά είναι.
Νομίζω λοιπόν ότι κάποιος προσπαθεί να με σκοτώσει…
Και αρχικά δεν έδωσα σημασία στην εξώπορτα μου, που χτύπαγε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Και το κρεβάτι μου από την πόρτα απέχει μόνο δύο μέτρα όποτε πεταγόμουν ήθελα δεν ήθελα. Κάποιος θα έχει παραγγείλει φαγητό και θα τον έστειλαν σε λάθος όροφο, σκέφτηκα και ξανακοιμήθηκα. Ούτε τα τηλεφωνήματα με απόκρυψη αριθμού, όπου κάποιος μίλαγε σε μία ακατανόητη γλώσσα (κάτι σαν αρχαίες δοξασίες μπλεγμένες με βυζαντινές προσευχές) με προβλημάτισαν. Κάποιος άλλος στη θέση μου θα είχε καλέσει την αστυνομία ή ένα μέντιουμ ή τουλάχιστον θα είχε παραγγείλει από τα goody’s. Εγώ τα πρώτα δύο δεν τα έκανα, ενώ μια φορά που μου ήρθε όρεξη να παραγγείλω προτίμησα πίτσα Dominos.
Έτσι συνέχισα να ζω τη ζωή μου μέσα στην άγνοια. Έφτασα στη δουλειά λίγο μετά τις 11 το πρωί, όπως συνήθιζα τον τελευταίο καιρό, ζώντας ξανά και ξανά τη μέρα της μαρμότας. Όλα ίδια και απαράλλαχτα. Χαιρέτησα τον Jesse James που μάζευε τις φράουλες από τη φάρμα του στο facebook, αυτός κάτι μουρμούρισε και έτσι κάθισα στην καρέκλα μου με τα πόδια πάνω στο γραφείο. «Δεν σκοπεύεις να βγεις καθόλου από δω μέσα;» τον ρώτησα. Αυτός κάτι μουρμούρισε και συνέχισε να κοιτάει το laptop. Ο μόνος θόρυβος που ερχόταν από τη μεριά του ήταν το εκνευριστικό τικ-τικ που έκανε το ποντίκι.
Ο νεαρός συνάδελφος μπήκε στο γραφείο χωρίς τη ζωντάνια του παρελθόντος. «Έχουν έρθει κάτι φάκελοι, πρέπει να υπογράψεις εδώ ότι τους παρέλαβες» είπε και μου τους άφησε προσεκτικά πάνω στο γραφείο. Έβαλα γρήγορα την υπογραφή μου και τους πήρα στα χέρια μου. «Έχουμε κάτι άλλο για σήμερα;» ρώτησα. «Όχι δεν νομίζω. Το ραντεβού με τους τύπους από τη στοιχηματική εταιρεία αναβλήθηκε».
Ο ελάχιστος θόρυβος που προκάλεσε το χριτς του χαρτιού που σπρώχνεται κάτω από την πόρτα, ενεργοποίησε τους αισθητήρες του Jesse James. «Κάποιος έριξε ένα χαρτάκι κάτω από την πόρτα» φώναξε! Ο νεαρός συνάδελφος έτρεξε, την άνοιξε αλλά δεν είδε κανέναν.
«Φέρε το χαρτάκι» του είπα. Ο νεαρός συνάδελφος του έριξε μια γρήγορη ματιά. Η περιέργεια ήταν ένα στοιχείο που δεν τον είχε εγκαταλείψει. «Κάτι μου λέει ότι θα έχουμε πρόβλημα» είπε και μου έδωσε το χαρτάκι.
Ήταν μια φωτογραφία μου τυπωμένη σε χαμηλή ανάλυση. Από κάτω ακριβώς ήταν γραμμένο με μολύβι και κεφαλαία γράμματα το απλό λιτό, κατανοητό και εντελώς απειλητικό μήνυμα… «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ».
Νομίζω λοιπόν… Ή μάλλον είμαι πλέον σίγουρος, ότι κάποιος προσπαθεί να με σκοτώσει…
Λίγα λόγια από τον αφηγητή…
Ψάχνετε μία λέξη έτσι δεν είναι; Μπορώ να σας βοηθήσω. Το πιο ήπιο που θα λέγατε θα ήταν απάθεια. Μετά θα λέγατε αφασία. Να σας βγάλω από τη δύσκολή θέση και να πω αυτό που σκέφτεστε στην πραγματικότητα. Είναι δύο λέξεις για την ακρίβεια. Μαλάκυνση εγκεφάλου. Γιατί αν ήθελαν θα μπορούσαν να έχουν ψάξει την υπόθεση λίγο παραπάνω και να μην κάνουν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Αυτό είναι ηττοπάθεια και θα έπρεπε να τιμωρείται με αυτομαστίγωση και δημόσια ρίψη ληγμένων χυμών σε κεντρική πλατεία της Αθήνας. Είναι δυνατόν να έχουν περάσει δύο ολόκληροι μήνες και κανένας από τους τρείς τους να μην έχει μπει στη διαδικασία να προβληματιστεί λίγο παραπάνω για τα όσα έγιναν και για τα όσα πρόκειται να έρθουν; Γι αυτό και όταν θα έρθει η ώρα θα την πατήσουν. Για να μην πω για τον άλλο τον καραγκιόζη (συγχωρήστε με για το καραγκιόζης αν και στην πραγματικότητα ήθελα να πω γαμιολάκος).
Νομίζω ότι προσπαθούν να με σκοτώσουν και νομίζω ότι προσπαθούν να με σκοτώσουν. Σίγα ρε μαλάκα, ανακάλυψες την Αμερική, 246 ολόκληρα χρόνια πριν τον Μέγα Αλέξανδρο. (Αφού το λέει ο Λιακόπουλος έτσι θα είναι. Τι Κολόμβος και παπαριές).Φυσικά και προσπαθούν να σε σκοτώσουν. Ίσως βέβαια να παίζει ρόλο και το γεγονός ότι δύσκολα σκοτώνεις τον πρωταγωνιστή της ιστορίας έτσι εύκολα, αλλά τι πιστεύετε; Θα είχαμε καμία δυσκολία να τον αναστήσουμε λίγες ημέρες μετά; Θα κολλάγαμε στο γεγονός ότι κάποιοι θα έλεγαν «Έλα μωρέ δεν γίνονται αυτά;». Φυσικά και γίνονται. Και η ιστορία ενός τύπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν είναι το καλύτερο παράδειγμά. Θα το πιστέψετε και θα πείτε και ένα τραγούδι. «Για να το γράφουν ότι αναστήθηκε τρεις μέρες μετά έτσι θα είναι» θα σκεφτείτε.
Οπότε για κάθε απίθανό και εκτός πραγματικότητας γεγονός που διαβάζετε σε αυτή εδώ την ιστορία και κάνετε τους δύσκολούς να το πιστέψετε θα παραθέτω κάθε φορά και ένα γεγονός από την «Καινή Διαθήκη». Θέλετε να μπείτε σε αυτό το τριπάκι; Ούτε εγώ. Οπότε ας συνεχίσουμε την κουβέντα μας σαν να μην συζητήσαμε αυτό το θέμα ποτέ.
Πως φτάσαμε όμως στη μαλάκυνση εγκεφάλου. Είναι απλό. Κάθε άνθρωπος χάνει την πίστη του στην πορεία. Σε κάθε πράγμα ξεχωριστά αλλά με μαθηματική ακρίβεια σιγά σιγά σε όλα. Μέχρι τουλάχιστον να περάσει τα 40-45 όταν και ξαφνικά βαριέται να ψάχνεται και ανακαλύπτει ξανά τον Θεό. Έναν Θεό που τον εγκατέλειψε σε πολύ μικρή ηλικία όταν είδε το φαναράκι που κράταγε στον επιτάφιο να ανάβει φωτιά στα μαλλιά της μπροστινής κυρίας και ο Θεός να μην κάνει τίποτα για να τα σώσει. Στη συνέχεια (και πάλι σε μικρή ηλικία) ήρθε η απώλεια της πίστης του στην εκκλησία όταν χαστούκισε έναν παπά και αυτός αντί να γυρίσει και το άλλο μάγουλο, όπως δίδασκε ότι πρέπει να κάνει ο καλός χριστιανός, τον πήρε στο κυνήγι και όταν τον έπιασε τον πήγε σηκωτό από το αυτί στη μάνα του λέγοντας …«ο γιός σας θα καεί στην κόλαση».
Στη συνέχεια και σε μεγαλύτερη πλέον ηλικία, ήρθε η πίστη στην τεχνολογία και σε όλα τα καλά που μπορεί να προσφέρει, αλλά δύο ημέρες χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα μέσα στην καρδιά του χειμώνα μπορεί εύκολα να σε αναγκάσουν να κλαψουρίζεις στο σκοτεινό σου σπίτι παγωμένος από το κρύο ψιθυρίζοντας «μανούλα θέλω αγκαλίτσα». Αλλά η μανούλα δεν είναι εκεί γιατί όταν η ιατρική χρειάστηκε να κάνει κάτι γι αυτήν δεν τα κατάφερε. Πάει και η πίστη στην ιατρική λοιπόν και με πολύ απλά και κατανοητά παραδείγματα μπορέσαμε να καταρρίψουμε πολλές από τις γενικές πεποιθήσεις. Ακούω κάποιον να λέει ότι τα παραδείγματα είναι άστοχα και επιτηδευμένα; Δίκιο έχεις φίλε αλλά θα ήθελα πολύ να ακούσω τα επιχειρήματα υπεράσπισης.
Νομίζω ότι σιγά σιγά εμείς οι δύο δενόμαστε. Συναισθηματικά και ψυχικά. Ελπίζω όχι σωματικά, γιατί τότε όντως θα υπήρχε πρόβλημα. Πάντως έχουμε αρχίσει να καταλαβαινόμαστε καλύτερα από ότι στην αρχή αυτή της ιστορίας που θα καταλήξει σε μία λίμνη αίματος (αν θέλετε μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αυτό το στοιχείο για να βγάλετε συμπεράσματα για το φινάλε).
Κάπου εδώ θα πρέπει να κλείσουμε τη μικρή μας κουβεντούλα και να επιστρέψουμε στο υπόγειο γραφείο όπου οι τρεις πρωταγωνιστές κοιτάνε επίμονα το απειλητικό σημείωμα. Σε κάποια άλλη χρονική περίοδο στο 1995 συγκεκριμένα ένα κοριτσάκι που έχει ανακαλύψει ένα λούτρινο σκύλο βιώνει με τον χειρότερο τρόπο την απώλεια ενός αγαπημένου της προσώπου και δεν θα πάψει ποτέ να ζητά εκδίκηση γι αυτό από τότε. Ενώ επιστρέφοντας στο 2010 ο πιλότος Καραγιάννης κάθεται μόνος του στο σκοτεινό σαλόνι του σπιτιού του και σκέφτεται τρόπους για να γλυτώσει τους τρεις πρωταγωνιστές από τον κίνδυνο που έρχεται. Με αυτά όμως θα ασχοληθούμε στη συνέχεια. Ας επιστρέψουμε καλύτερα στο υπόγειο γιατί κάτι μου λέει ότι αυτοί οι τρείς θα αρχίσουν και πάλι τις ασυναρτησίες τους…
Πίσω στο υπόγειο…
«Είσαι σίγουρος ότι εννοεί ότι θα πεθάνεις εσύ;» είπε ο Jesse James. «Ποιον να εννοεί μωρέ; Αφού έχει τη φωτογραφία του πάνω» απάντησε ο νεαρός συνάδελφος. «Μπορεί να θέλουν να μας αποπροσανατολίσουν» είπα αλλά ούτε εγώ ο ίδιος δεν το πίστευα. Τα λόγια του πιλότου Καραγιάννη είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στο μυαλό μου. «Αυτή η γυναίκα θέλει να σκοτώσει πρώτα εσένα και μετά τον Jesse James» είχε πει και μάλλον μπαίναμε πλέον στην τελική ευθεία όπου όλα τα χαρτιά έπεφταν πάνω στο τραπέζι. Με βασανιστικά αργούς ρυθμούς βέβαια, αλλά τουλάχιστον έπεφταν.
«Αφήστε με λίγο μόνο μου» είπα «θέλω να σκεφτώ». Ο νεαρός συνάδελφος έφυγε αδιαμαρτύρητα ενώ ο Jesse James ανέβηκε και πάλι στο ράφι του. Δεν είχε που αλλού να πάει έτσι κι αλλιώς.
Κοίταξα για λίγο ακόμα το απειλητικό σημείωμα και το άφησα στο γραφείο. Προσπάθησα να σκεφτώ. Ο Jesse James είχε πεθάνει το 1995. Μία γυναίκα που είχε κάποια σχέση με το παρελθόν του αλλά δεν είχαμε καταλάβει ποια ήταν, ήθελε να μας σκοτώσει. Νομίζω ότι αυτά τα δύο στοιχεία ήταν τα πιο σημαντικά. Ο θάνατος του παιδιού από το site δεν πρέπει να είχε να κάνει με αυτή την υπόθεση. «Γρίφοι στο σκοτάδι…» σκέφτηκα και αμέσως ντράπηκα που έκλεψα τόσο ξεδιάντροπα μία ατάκα του Γκάνταλφ από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. «Γρίφοι στο σκοτάδι» είπα δυνατά και το κατοχύρωσα ως δική μου σκέψη.
Ο Jesse James είχε επιστρέψει στο όργωμα της φάρμας του και εγώ άρχισα να φτιάχνω μία φανταστική ιστορία στο μυαλό μου. Σε αυτήν ένας μυστήριος τύπος με μία βαλίτσα στο χέρι επιβιβάζεται σε ένα τρένο που δεν είναι ορατό από τον υπόλοιπο κόσμο. Μέσα σε αυτή τη βαλίτσα έχει ένα βιβλίο. Το βιβλίο αυτό έχει τη λύση. Τη λύση στο δίλλημα που θα εμφανιστεί μπροστά μας στη συνέχεια. Τελικά αυτή δεν πρέπει να είναι και τόσο φανταστική ιστορία, αφού κάτι μου μοιάζει πολύ αληθινό.
«Νομίζω ότι πρέπει να σας πω κάτι» είπε ο νεαρός συνάδελφος που στο μεταξύ είχε μπει και πάλι στο γραφείο χωρίς να τον καταλάβουμε. «Με τρόμαξες γαμώ την τρέλα μου» είπε ο Jesse James. Ο νεαρός συνάδελφος πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε να μιλάει…
«Θυμάστε που σας είπα ότι πήγα στο σπίτι στην κορυφή του λόφου; Jesse μη με διακόψεις» είπε και πρόλαβε τον Jesse James που ήταν έτοιμος να πεταχτεί. «Λοιπόν στην αυλή του σπιτιού ανακάλυψα τον τάφο του Jesse. Αυτόν που βρήκε και το παιδί από το site. Στη συνέχεια μπήκα μέσα στην καλύβα αλλά κατάλαβα ότι κάποιος με είχε προλάβει. Κάποιος είχε πάει στο σπίτι πριν από μένα. Το πούρο στο τασάκι κάπνιζε ακόμα… Όποιος και να ήταν είχε φύγει. Έψαξα καλά. Είχε αφήσει πίσω του όμως κάτι για να το βρω… ένα σημείωμα γραμμένο με μολύβι..».
«Όπως το δικό μου» είπα.
«Ακριβώς και βάζω στοίχημα ότι αν τα βάλουμε δίπλα δίπλα ο γραφικός χαρακτήρας είναι ίδιος. Το σημείωμα έγραφε με κεφαλαία γράμματα… ‘ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ. ΜΑΚΑΡΙΤΗΣ’»
«Μακαρίτης; Τι ηλίθιο όνομα είναι αυτό;» είπα.
«Έτσι είναι το όνομα του στην πιάτσα. Ο μύθος λέει ότι πέθανε για δέκα λεπτά και επανήλθε. Γι αυτό τον φωνάζουν Μακαρίτη».
«Και εσύ που τα έμαθες όλα αυτά;» ρώτησε ο Jesse James. «Δημοσιογράφοι δεν υποτίθεται ότι είμαστε;» είπε ο νεαρός συνάδελφος.
«Υποτίθεται» απάντησα…
«Ο Μακαρίτης είναι ο χειρότερος πληρωμένος δολοφόνος που υπάρχει στην Ελλάδα. Κάποιοι λένε ότι έφαγε το παιδί του». Εντάξει ο νεαρός συνάδελφος πίστευε ότι του έλεγαν, αλλά ακόμα και να μην είχε φάει το παιδί του ο Μακαρίτης. δεν ακουγόταν και για πολύ ευχάριστος τύπος. «Ναι αλλά γιατί μας κυνηγάει;» είπε ο Jesse James. «Αυτό δεν το ξέρω ακόμα» είπε ο νεαρός συνάδελφος. Σταθήκαμε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλοί.
Τη σιωπή μας έσπασε το τηλέφωνο. «Θα το σηκώσει κανείς;» . Κατευθύνθηκα προς τη συσκευή. Είχα το ακουστικό στη βάση αφού μόνιμα τελείωνε η μπαταρία και όποτε το χρειαζόμουν έσβηνε.
«Ποιος;» είπα με αποφασιστικό τόνο στη φωνή μου.
«Πιλότος Καραγιάννης (παύση)…να που μιλάμε και πάλι». Μου είχε λείψει αυτή η φωνή. Αμέσως με κατέκλυσαν οι αναμνήσεις από το Λονδίνο. «Λυπάμαι που επικοινωνούμε και πάλι κάτω από δυσάρεστες συνθήκες» είπε «έχετε μπει στο στόχαστρο…(παύση) του ΜΑΚΑΡΙΤΗ».
«Αυτό το ξέρουμε» απάντησα.
«Μα..πως;». «Είναι μεγάλη ιστορία. Αυτό που θέλουμε να μας πεις είναι γιατί μας κυνηγάει».
«Το όνομα Βικτόρια σου λέει κάτι; Είναι η κοπέλα του Λονδίνου, αλλά δεν σου είχε συστηθεί με το πραγματικό της όνομα» είπε ο πιλότος. Δεν μου έλεγε κάτι. Επανέλαβα το όνομα δυνατά.
Ο Jesse James σάστισε. Ήξερε μία Βικτόρια ναι. Πολύ παλιά. Ήταν το πρώτο του «αφεντικό». Και είχε σκοτώσει τον αδερφό της. Το 1995…
«Η Βικτόρια προσέλαβε τον Μακαρίτη…» είπε ο πιλότος Καραγιάννης...
Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Υ.Γ Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Share
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Blood_and_the_city@hotmail.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.