Το Blood and the City είναι μια φανταστική ιστορία σε συνέχειες, που έκανε πρεμιέρα στο sport-fm.gr, το 2009. Δημοσιευόταν κάθε Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα και η δεύτερη σεζόν ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2010 με σκοπό να συνεχιστεί από τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Επειδή όμως ο τύπος που την σκέφτεται και την παρουσιάζει δεν φημίζεται για την συνέπεια του η συνέχεια έρχεται τελικά με μία μικρή καθυστέρηση, μόλις δύο χρόνων.
Επειδή είναι απόλυτα λογικό πολλοί αναγνώστες να μην έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάμε, όσοι έχετε όρεξη και διάθεση για διάβασμα, εδώ μπορείτε να βρείτε όλες τις περιπέτειες του αθλητικού συντάκτη με τα νεκρά εγκεφαλικά κύτταρα, του Jesse James (του λούτρινου σκύλου που μιλάει) και του νεαρού συνάδελφου.
Χωρίς πολλά λόγια πάμε κατευθείαν στο ζουμί. Αυτό είναι το Blood and the City. Αυτό είναι το τρίτο επεισόδιο της τρίτης σεζόν.
Οκτώ όνειρα και μια αλήθεια
Η στιγμή ακριβώς που κλείνουν τα φώτα, είναι η στιγμή που το μυαλό του καθαρίζει. Αδειάζει από όλες τις σκέψεις και είναι γαλήνιος. Οι θόρυβοι και οι φωνές που ακούγονται συχνά-πυκνά μέσα στη νύχτα έχουν πάψει να τον επηρεάζουν.
Κλείνει τα μάτια και λίγη ώρα μετά τον παίρνει ο ύπνος. Τα όνειρα του είναι παράξενα. Βλέπει συνήθως τον εαυτό του σε μικρή ηλικία, σε ένα σπίτι που μοιάζει με αυτό που έμενε με τη μάνα του πριν μετακομίσουν στην Αθήνα. Δεν πρέπει δηλαδή να είναι πάνω από 7 χρονών.
Το παράξενο όμως, είναι ότι δεν θυμάται να έχει κάνει τίποτα από όσα βλέπει στα όνειρα του. Ούτε τα έχει σκεφτεί ποτέ. Γενικά η συμπεριφορά του είναι τελείως διαφορετική από αυτή που θυμάται. Είναι αλήθεια όμως, ότι ελάχιστα πράγματα θυμάται από εκείνα τα χρόνια. Σαν κάποιος να έχει πάρει μια γόμα και να έχει σβήσει κάποιες από τις γραμμές του μολυβιού. Υπάρχουν σημάδια από το μολύβι, αλλά όχι ολοκληρωμένες εικόνες.
Θα μου πείτε τώρα και με το δίκιο σας, ότι κανένας άνθρωπος δεν χρησιμοποιεί μολύβι στις μέρες μας. Στη φαντασία μας όμως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ότι θέλουμε, ακόμα και κομπρεσέρ για να ανοίξουμε μια μπύρα χωρίς να κάνουμε χάλια το δωμάτιο.
Ακολουθεί μία σύντομη περιγραφή των ονείρων του.
Όνειρο 1:
Προσπάθησε να προσαρμόσει τα μάτια του στο απόλυτο σκοτάδι. Είχε δανειστεί κρυφά τη μάσκα που χρησιμοποιούσε η μάνα του για να κοιμάται τα βράδια. Ένα μαύρο κομμάτι πυκνού υφάσματος κάλυπτε τα μάτια του. Θα έπρεπε να μάθει να περπατάει με αυτό και να κινείται άνετα μέσα στο σπίτι, αν ήθελε να πετύχει τον σκοπό του. Ήθελε να αποκτήσει τις αισθήσεις ενός νίντζα. Και θα το κατάφερνε αν δεν μέτραγε λάθος τα βήματα προς τη σκάλα που οδηγούσε στο σαλόνι. Έτσι βρέθηκε κουτρουβαλώντας κάτω. Ευτυχώς αν εξαιρέσουμε δύο μελανιές, δεν έπαθε τίποτα σοβαρό και ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει την προσπάθεια του. Σηκώθηκε λοιπόν και άρχισε να περπατάει και πάλι στα τυφλά. Σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειάς του, η μάνα του τον ακολούθησε αθόρυβα.
Όνειρο 2:
Έκλεισε την πόρτα του δωματίου και τράβηξε την κουρτίνα. Το φως περιορίστηκε αισθητά. Μόνο τότε ένιωσε ασφαλής για να κάνει αυτό που ήθελε. Έσκυψε κάτω από το κρεβάτι και τράβηξε ένα κουτί παπουτσιών. Μέσα σε αυτό και κάτω από πολλά περιοδικά είχε κρύψει το πολύτιμο απόκτημα του. Ένα φλάουτο. Άρχισε να παίζει και ξαφνικά οι μελωδίες πλημμύρισαν το δωμάτιο. Ένα μονόκερος κάλπασε έξω από το δωμάτιο, ενώ στην αυλή άνθισαν πολύχρωμα λουλούδια. Στη βάση του ουράνιου τόξου έναν νάνος βρήκε το χρυσάφι που έψαχνε τόσο καιρό. Έβαλε ξανά το φλάουτο στο κουτί και άνοιξε την κουρτίνα. Η χοντρούλα κόρη της γειτόνισσας τον κοίταξε και του έκλεισε το μάτι.
Όνειρο 3:
Έπρεπε να αποφασίσει και μάλιστα σύντομα. Η αυριανή εκδρομή του σχολείου του, θα ήταν μία τέλεια αφορμή για απόδραση. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να το κάνει όμως; Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Θα τον έψαχναν παντού και δεν θα έπρεπε να διστάσει ούτε στιγμή. Δεν θα έπρεπε να κοιτάξει πίσω. Θα έπρεπε να είναι έτοιμος για τις κακουχίες που θα έφερνε στο δρόμο του, αυτή η περιπλάνηση για την αναζήτηση της αλήθειας. Πήρε στα χέρια του το παγουρίνο και το ζούληξε. «Μαζί θα ζήσουμε αυτό το ταξίδι. Αύριο το πρωί θα φύγουμε και δεν θα κοιτάξουμε ποτέ ξανά πίσω». «Μεθαύριο θα έρθει η θεία η Νίτσα» του φώναξε η μάνα του από το άλλο δωμάτιο. «Αυτή που φέρνει τα ζαχαρωτά και τα ψήνουμε;». «Ναι αυτή». Πέταξε το παγουρίνο από τα χέρια του και σκέφτηκε πόσο τέλεια θα ήταν από εδώ και πέρα η ζωή του με τόσα ζαχαρωτά που θα έφερνε η θεία Νίτσα!
Όνειρο 4:
Μπήκε τρέχοντας στο σπίτι. Πέταξε την τσάντα του στον καναπέ και ανέβηκε στο δωμάτιό του, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Ήταν μόνος του, αφού η μάνα του δεν είχε γυρίσει ακόμα από τη δουλειά. Είχε τουλάχιστον μία ώρα ελευθερίας μπροστά του και θα την αξιοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε από μέσα προσεκτικά την κατασκευή του. Διατηρούσε όλη τη λάμψη και τη μεγαλοπρέπεια της. Πάτησε το μεγάλο κόκκινο κουμπί και κράτησε την αναπνοή του. Πυκνός καπνός βγήκε μέσα από την τετράγωνη, σε μέγεθος μπάλας, συσκευή. Μία ώρα μετά ξύπνησε μέσα σε χόρτα και θάμνους. Τα ψηλά δέντρα έκρυβαν τον ουρανό. «Ώστε εδώ θες να με αντιμετωπίσεις, Δρακουμέλ;» φώναξε.
Όνειρο 5:
Ξύπνησε το πρωί με έναν απίστευτο πονοκέφαλο. Όταν μεγάλωνε θα είχε παρόμοιους πονοκεφάλους, μόνο μετά από ολονύχτια κατανάλωση αλκοόλ, στην περίπτωση του όμως αυτό δεν μπορούσε να ισχύσει, εκτός κι αν δύο κουτάκια βυσσινάδα μετά τις 10 το βράδυ προκαλούν hangover. Έβαλε γρήγορα τα βιβλία του στην τσάντα και ετοιμάστηκε για το σχολείο. Ήταν η μέρα που θα παρουσίαζε την έκθεση για τη δουλειά των γονιών του. «Ο μπαμπάς μου ήταν αετονύχης και η μάνα μου ρουφιάνα» ήταν ο τίτλος που είχε επιλέξει να δώσει στην εργασία του. Μόνο όταν η δασκάλα θα τον έστελνε στον γραφείο του διευθυντή, θα καταλάβαινε ότι η έκθεση θα έπρεπε να είναι ρεαλιστική. Δεν το μετάνιωσε ούτε στιγμή όμως. Ήταν περήφανος για το τριακοσίων λέξεων κείμενο του που άρχιζε και κατέληγε με την ίδια φράση. «Τι να τους κάνεις τους γονείς όταν μπορείς να χειριστείς σπαθί από τα πέντε σου;».
Όνειρο 6:
Άρχισε να περπατάει μέσα στους άδειους διαδρόμους του εγκαταλελειμμένου ψυχιατρείου. Ένα φως τρεμόπαιζε στο βάθος. Έπρεπε να βρει την αναποδογυρισμένη μπανιέρα. Το τρίξιμο της πόρτας πίσω του τον έκανε να παγώσει. Άκουσε το όνομα του. Σιγά στην αρχή και μετά δυνατά. "θα κρυώσουν οι πατάτες σου". Ήταν η μάνα του από την κουζίνα. Έτρεξε κάτω γιατί είχε πεθάνει της πείνας. Θα επέστρεφε όμως στο ψυχιατρείο. "Μαμααα! Έχουμε κέτσαπ;"
Όνειρο 7:
Σκέφτηκε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Άρα δεν έπρεπε να το αφήσει να περάσει έτσι. Την είχε προειδοποιήσει και αυτή δεν τον άκουσε. Το παλιοθήλυκο. Έπιασε στα χέρια του το πλαστικό τόξο και πέρασε μέσα από τη χορδή, ένα βέλος με βεντούζα. «Για τόλμα τώρα να μου πάρεις τα μπισκότα» είπε ψιθυριστά και εκτόξευσε το βέλος. Η βεντούζα κόλλησε στο τζάμι.
Όνειρο 8:
Αρνήθηκε να στρώσει το κρεβάτι του, ακόμα και όταν η μάνα του τον απείλησε ότι θα του απαγορεύσει να τρώει ζελεδάκια μετά τις δέκα το βράδυ. Δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με αυτό. Τις τελευταίες ημέρες όλο και πιο πολύ στριφογυρνούσε στο μυαλό του η ιδέα να δέσει δύο φίλους του σε ένα δέντρο. Τώρα όμως του φαίνονταν ακόμα καλύτερο το να δέσει ένα δέντρο πάνω στους δύο φίλους του. Το μόνο που έπρεπε να βρει τώρα, ήταν δύο φίλους (δεν είχε κανέναν) και ένα δέντρο (δεν είχε κανένα). Του φαινόταν πιο εύκολο να βρει δέντρο.
Όνειρο 9:
Ανοιγόκλεισε δύο φορές τα μάτια του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως βρέθηκε αυτό το πιστόλι στα χέρια του. Σήκωσε το βλέμμα του και προσπάθησε να καταλάβει που βρίσκεται. Ξύλινοι τοίχοι. Μια ανοιχτή πόρτα και έξω μόνο σκοτάδι. Αντιλαμβάνεται τι έχει κάνει. Θυμάται. Τώρα θυμάται τα πάντα. Ξεσπάει σε λυγμούς. Τα χέρια του τρέμουν. Κοιτάει για τελευταία φορά τους άλλους δύο στο πάτωμα. Στρέφει το όπλο πάνω του. Από κάπου μακριά ακούστηκε μια σειρήνα…
Νύχτα και σκοτάδι στο μικρό δωμάτιο
Αυτό το τελευταίο όνειρο είναι το μοναδικό που έχει συμβεί. Και δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τότε. Θυμάται σαν τώρα των ώρα που έφτασε το περιπολικό στην καλύβα στην κορυφή του λόφου. Ενάμιση χρόνο μετά ζει αυτή τη νύχτα κάθε μέρα ξανά και ξανά στο μυαλό του. Δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα διαφορετικό, αφού το χέρι του το είχε οπλίσει άλλος.
Το δικαστήριο δεν του έδωσε κανένα ελαφρυντικό. Εξέτιε ήδη τον πρώτο χρόνο στα συνολικά 15 έτη κάθειρξης για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση.
Πρώτα ακούστηκε η σειρήνα και μετά άνοιξαν ταυτόχρονα οι σιδερένιες πόρτες όλα τα κελιά. Είχε ξημερώσει.
Ο νεαρός συνάδελφος έκανε ένα βήμα μπροστά και βγήκε στον διάδρομο του πρώτου ορόφου της φυλακής.
(Η συνέχεια την επόμενη εβδομάδα)
Για όλες τις λεπτομέρειες κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook.
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.