Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 25ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…
Στo προηγούμενo επεισόδιo:
Έφερα το ποτήρι στο στόμα μου… την ώρα που η πόρτα χτύπησε δύο φορές. Ο πιλότος Καραγιάννης μας ψιθύρισε να κάνουμε απόλυτη ησυχία. «Αφού εξαφανίστηκες… είπα να έρθω να σε βρω…» είπε μια φωνή γεμάτη νάζι. Ήταν η γυναίκα από την παμπ…
Ο Jesse James κοίταξε τον πιλότο Καραγιάννη. Ο πιλότος Καραγιάννης κοίταξε εμένα. Εγώ κοίταξα τον Jesse James. O Jesse James κοίταξε πάλι τον πιλότο Καραγιάννη. Ο πιλότος Καραγιάννης κοίταξε εμένα… «Τι κοιτιόμαστε; Πείτε… τι κάνουμε τώρα;»…
Τι έκπληξη είναι αυτή;
Λονδίνο Φεβρουάριος 2010
Έχει τύχει και σε σας. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η πόρτα να χτυπάει και για κάποιο λόγο να μην μπορείς να ανοίξεις αμέσως. Είτε επειδή κρύβεστε από κάποιον, είτε επειδή δεν φοράτε ρούχα, είτε επειδή δεν θέλετε να ανοίξετε ή πολύ απλά γιατί ακούτε φωνές μέσα στο κεφάλι σας που σας λένε να ξεκινήσετε να χορεύετε τσάμικο. Έχετε ήδη ρωτήσει «ποιος είναι» όμως. Οπότε το τσάμικο θα χρειαστεί να περιμένει για λίγο. Αυτή η στιγμιαία αδυναμία που σε έκανε να μιλήσεις θα σε οδηγήσει τελικά στο να ανοίξεις την πόρτα. Το θέμα είναι πως θα δικαιολογηθείς για την καθυστέρηση. Μια πειστική δικαιολογία μπορεί να καλύψει το χαμένο χρονικό έδαφος και κανείς να μην καταλάβει τίποτα. Μια μέτρια έως κακή δικαιολογία όμως μπορεί να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα .
Ελάτε, παραδεχτείτε το. Το τσάμικο δεν σας φαίνετε και τόσο κακή ιδέα τώρα ε;
«Με πονάει το δόντι μου» φώναξα τελικά. Αμφιταλαντεύτηκα για λίγο ανάμεσα σε αυτό και στο «Ένας γύπας προσπαθεί να μου κλέψει τα πατατάκια μου» αλλά το δόντι ήρθε πρώτο στο μυαλό μου. Και αυτό είπα.
«Αυτή ήταν η καλύτερη δικαιολογία που μπορούσες να σκεφτείς; Γιατί δεν έλεγες καλύτερα να περιμένει, για να σκεφτείς με τους άλλους δύο που είναι στο δωμάτιο τι θα κάνετε;» είπε ο Jesse James που στο μεταξύ είχε ανέβει στον ώμο του πιλότου Καραγιάννη.
Αυτοί οι δύο τα είχαν βρει πολύ γρήγορα και είχα αρχίσει να έχω την αίσθηση ότι με αφήνουν στο σκοτάδι. Όχι ότι θα ήταν η πρώτη φορά που θα ήμουν ο μόνος που δεν ήξερα κάτι σημαντικό, αλλά συνήθως και να μου έλεγαν κάτι το ξέχναγα. Πείτε το αφηρημάδα, πείτε το μνήμη χρυσόψαρου, πείτε το Πέτρο και ρίχτε του δυο σφαλιάρες για να μάθει άλλη φορά να ναι πιο προσεκτικός… όπως και να το πείτε θα έχετε δίκιο. Αυτή τη φορά όμως ήθελα να μάθω και γρήγορα.
«Άχου το μωρέ..πονάει το δοντάκι του. Άνοιξε μου και θα το φιλήσω να περάσει» είπε η γυναίκα από την άλλη μεριά της πόρτας. Αν και την είχα δει μόνο δύο φορές, ο τόνος της με παραξένεψε. Πολύ γλύκα και πολύ νάζι. Και όπου ακούς αυτό τον συνδυασμό –ξαφνικά- πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός γιατί το πιο πιθανό είναι να καταλήξεις να κάνεις κάτι που ποτέ δεν θα το έκανες με τη θέληση σου.
«Θα μου πείτε κάποια στιγμή τι πρέπει να κάνω;» είπα απηυδισμένος. Ο πιλότος Καραγιάννης χάιδεψε για λίγο το πηγούνι του. Μπορεί να μην είχε μούσι αλλά η κίνηση προβληματισμού ήταν εμφανής. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Jesse James. «Θα μπούμε στη ντουλάπα και εσύ θα ανοίξεις...» είπε τελικά ο πιλότος Καραγιάννης.
«Συγχαρητήρια ωραίο σχέδιο! Μήπως να φάω και δύο δηλητηριασμένα μήλα για να το κάνω πιο εύκολο για εσάς;».
«Έχουμε μήλα; Έχω πεθάνει της πείνας» είπε ο Jesse James. «Σταματήστε και οι δύο και αφήστε με να ολοκληρώσω τη φράση μου». Ο πιλότος Καραγιάννης αυτή τη φορά έδειχνε αποφασισμένος. «Εγώ και ο Jesse θα μπούμε στη ντουλάπα και θα κρυφτούμε.
Εσύ θα ανοίξεις την πόρτα και θα προσπαθήσεις να την ξεφορτωθείς, βρες μια δικαιολογία… ότι να ναι. Θα της δώσεις ραντεβού αύριο το πρωί στην Oxford street. Ότι και να σου πει μην την πιστέψεις. Ότι και να σου πει».
«Δεν θα τα καταφέρει. Θα αρχίσει να τον σέρνει από τη μύτη» είπε ο Jesse James με ένα απαξιωτικό ύφος.
Αντέδρασα αμέσως. «Μια χαρά θα τα καταφέρω». «Μήπως θυμάσαι την τελευταία φορά που προσπάθησες να πεις όχι σε ωραία γυναίκα; Καταλήξαμε να αγοράζουμε το μισό Hondos Center εξαιτίας εκείνης της πωλήτριας. Ακόμα δεν ξέρω τι θα τα κάνουμε τόσα κραγιόν και τόση μάσκαρα. Και να έλεγα ότι θέλουμε να φτιάξουμε ωραίες βλεφαρίδες πάει στο διάολο»!
«Σταματήστε! Δεν έχουμε χρόνο. Λοιπόν! Ότι είπαμε» είπε ψιθυρίζοντας αλλά με φανερή ένταση ο πιλότος Καραγιάννης και μαζί με τον Jesse James μπήκε στη ντουλάπα.
Έφτιαξα λίγο τη μπλούζα μου κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και πήγα προς την πόρτα. Άνοιξα τη στιγμή που χτύπησε για μία ακόμη φορά. «Τι έκπληξη είναι αυτή;» είπα.
«Εσύ μου έκανες έκπληξη! Μέχρι να γυρίσω από τη τουαλέτα είχες εξαφανιστεί. Δεν δυσκολεύτηκα όμως να σε βρω» είπε ο «κίνδυνος».
«Ναι… έπρεπε να γυρίσω αμέσως στο ξενοδοχείο για ένα επείγον τηλεφώνημα. Και για να έχουμε καλό ερώτημα πως με βρήκες;». Δεν απάντησε, μόνο χαμογέλασε. Η αρχική μου εντύπωση δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό. Ήταν όντως πανέμορφη αλλά θα έπρεπε πάση θυσία να κρατήσω τις άμυνες μου. Τώρα που την έβλεπα λίγο καλύτερα δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 25…
«Αν θέλεις μπορούμε να βρεθούμε αύριο το πρωί. Στην oxford street» της είπα. «Δεν θέλεις να έρθω μέσα;».
Πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις για να πω τελικά όχι. Της έδωσα ραντεβού στις 12 το μεσημέρι στον σταθμό του μετρό στο oxford circus. Χαμογέλασε για μία ακόμη φορά και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. «Αύριο λοιπόν… στις 12» είπε και γύρισε για να φύγει. Την άκουσα να ψιθυρίζει… «Από εδώ και πέρα είσαι δικός μου…»
«Ε όχι και δικός σου» σκέφτηκα…
Λίγα λεπτά μετά
«Είχε πει ότι θα μου δώσεις εξηγήσεις για τα βαμπίρ, τα τσουπακάμπρα και όλες τις άλλες μαλακιές που μας έχουν τύχει. Αν δεν μου πείτε λοιπόν τι στο διάολο γίνεται θα αρχίσω να τραγουδάω» απείλησα τον πιλότο Καραγιάννη και τον Jesse James που είχαν βγει από την ντουλάπα και ρωτούσαν να μάθουν τι κανόνισα. «Πέσε για ύπνο και θα τα πούμε το πρωί. Αφού με το ζόρι στέκεσαι» είπε ο πιλότος Καραγιάννης. Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν υπερβολικά κουρασμένος. Είχα κλείσει δύο μέρες άυπνος αλλά με την ένταση του ταξιδιού και όσων είχαν ακολουθήσει είχα ξεχάσει το πόσο πολύ νύσταζα. Με είχε φάει η περιέργεια και ήθελα να μάθω, αλλά εκείνη τη στιγμή έπρεπε να ζυγίσω και το γεγονός ότι το μυαλό μου δεν ήταν καθαρό. Μου ξέφυγε ένα τεράστιο χασμουρητό.
«Και ύστερα μου λες ότι μπορούμε να βασιστούμε πάνω του» είπε ο Jesse στον πιλότο Καραγιάννη. «Δεν θα μπω στον κόπο να σου απαντήσω καν. Και για πες μου πιλότε. Θα πάμε στο ραντεβού αύριο;».
(Συγνώμη για τη διακοπή, αλλά τώρα που δεν μας ακούει κανείς πείτε μου πραγματικά. Δεν έπρεπε να μην ακούσει τους άλλους δύο και να αφήσει την τύπισσα να μπει στο δωμάτιο; Τι το τόσο επικίνδυνο μπορεί να κρύβει πια, μια σαγηνευτική και ζουμερή 25χρονη; Αλλά αυτά είναι τα λάθη που πληρώνεις αν ακούς τους άλλους και δεν ακολουθείς αυτό που θέλεις να κάνεις. Θα μου πείτε τώρα. Τι ξέρεις εσύ και μιλάς; Ένας απλός αφηγητής είσαι. Και έχετε δίκιο, δεν ξέρω κάτι παραπάνω απλά θεώρησα καλή ιδέα να έρθουμε σε μια πιο άμεση επαφή. Να γνωριστούμε λίγο καλύτερα βρε αδερφέ. Νομίζω ότι το κατάφερα. Και θέλω να σας πω και την άποψη μου για κάτι. Δεν μ’ αρέσουν καθόλου αυτές οι φανταστικές ιστορίες που φτιάχνει στο μυαλό του. Και σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι φανταστικές ιστορίες που διακόπτουν και την πλοκή, σήμερα είχε τη φαεινή ιδέα να εξιστορήσει ολόκληρο όνειρο. Στη μεθεπόμενη παράγραφο είναι. Πείτε του κι εσείς κάτι! Δεν θα σας καθυστερήσω άλλο. Μπορούμε να επιστρέψουμε στην ιστορία μας. Αν σας ρωτήσει κανείς δεν με είδατε. Το ίδιο θα πω κι εγώ για εσάς. Και να ξέρεις εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές ότι σε συμπάθησα με την πρώτη. Καλά… όχι με την πρώτη αλλά με την δεύτερη σίγουρα!)
«Όχι βέβαια» είπε. Αποφάσισα να μην κάνω άλλες ερωτήσεις αφού οι απαντήσεις δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση ικανοποιητικές. Ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα ρούχα. «Εσείς δεν θα κοιμηθείτε;» είπα.
«Όχι ακόμα» είπε ο πιλότος Καραγιάννης. Είχαν κάτσει στις δύο καρέκλες που είχε το δωμάτιο με ένα μικρό στρογγυλό τραπεζάκι να τις χωρίζει. Πήγα να κάνω ότι κοιμάμαι για να κρυφακούσω το τι λένε. Δεν μίλησαν όμως για αρκετή ώρα. Άρχισα να βρίσκομαι στο ενδιάμεσο στάδιο του ύπνου. «Θες να ακούσεις μια τρομακτική ιστορία;» είπε μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Δεν μπόρεσα να καταλάβω όμως ποιος ήταν. Εκείνη τη στιγμή με πήρε ο ύπνος.
Στο όνειρο μου είδα ότι ήμουν ο κεντρικός ομιλητής σε μια διάλεξη του πανεπιστημίου της Βοστώνης.
Τα φώτα με τύφλωναν, δεν είχα πει κάτι για πάνω από τρία λεπτά. Ένας κυριούλης στην πρώτη σειρά χασμουριόταν και έξυνε το περουκίνι του. Ήμουν κοντά στον στόχο μου. Τους είχα υπνωτίσει, αν ήθελα θα μπορούσα να τους πω να κάνουν κωλοτούμπες και αυτοί θα έκαναν. Οι τελευταίες μου κουβέντες θα έμεναν στη ιστορία. Αν μάλιστα εκείνη τη στιγμή υπήρχε κάπου κοντά ένας ελεύθερος σκοπευτής και με πυροβολούσε πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση μου, θα γινόμουν αυτόματα «αθάνατος».
Δίστασα λίγο, έκανα να μιλήσω και σταμάτησα ξανά. “Oh my god” είπε χαμηλόφωνα μια 17χρονη που καθόταν στις μεσαίες σειρές. Υπήρχε βέβαια η πιθανότατα το επιφώνημα να μην απέδιδε προκαταβολικά τα εύσημα στα όσα σημαντικά περίμενε να ακούσει από εμένα, αλλά στο νεαρό που καθόταν δίπλα της και είχε βάλει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της. Η ζέστη ήταν αφόρητη και το κεφάλι μου βούιζε από τον πονοκέφαλο, καθώς η προσμονή στο ακροατήριο μεγάλωνε. Κοίταξα τις σημειώσεις μου όταν …«Θες να ακούσεις μία τρομακτική ιστορία;» είπε η φωνή του νεαρού συνάδελφου μέσα στο κεφάλι μου. Με έλουσε κρύος ιδρώτας… Λίγα μέτρα μακριά, στον εξώστη, ο ελεύθερος σκοπευτής έφερνε το δάχτυλο του στη σκανδάλη…
Δεν θα μάθω ποτέ τι έγινε τελικά με τον ελεύθερο σκοπευτή αφού το όνειρο διακόπηκε από το πρώτο φως της μέρας που με ξύπνησε. Η φωνή του νεαρού συνάδελφου όμως δεν έλεγε να φύγει από τη σκέψη μου. Μια τρομακτική ιστορία ε; Ήθελα να την ακούσω…
Αθήνα Σεπτέμβριος 1995
Το κοριτσάκι στριφογύριζε στο σπίτι με το καινούργιο του παιχνίδι. Αυτή και ο λούτρινος σκύλος είχαν γίνει πλέον αχώριστοι. Ο αδελφός της τις τελευταίες ημέρες δεν ένιωθε και πολύ καλά όμως. Από τότε που είχαν ανέβει στο σπίτι του τέταρτου ορόφου έδειχνε μελαγχολικός και παράλληλα αγχωμένος. Κανένας δεν είχε καταλάβει τίποτα για την μικρή αλλά «παράνομη» επίσκεψή τους.
Είπε πολλές φορές στην αδερφή του να πετάξει την κούκλα. Δεν ένιωθε καλά όταν την αντίκριζε. Η μικρή όμως δεν καταλάβαινε τίποτα. Όπου πήγαινε είχε μαζί της τον λούτρινο σκύλο. Η μητέρα τους δεν είχε προσέξει το νέο παιχνίδι της κόρης της. Ήταν τόσα πολλά τα κουκλάκια της που δύσκολα θα ξεχώριζε κάποιο από αυτά. Και ήταν αλήθεια ένας συνηθισμένος λούτρινος σκύλος…
Η σχέση της με τον αδελφό της άλλαξε μια για πάντα ένα βράδυ, όταν εκείνος (που στο μεταξύ είχε γίνει ακόμα πιο ανήσυχος) επιχείρησε να της πάρει την κούκλα και να την πετάξει. Του δάγκωσε το χέρι με όλη της την δύναμη και τον τράβηξε μακριά.
«Μην το ξαναγγίξεις ποτέ…» του είπε. Χάιδευε το κεφάλι της κούκλας και με έκλαιγε με λυγμούς. «Κανένας δεν θα σε ξαναπάρει. Από εδώ και πέρα είσαι δικός μου…» είπε.
««Ε όχι και δικός σου» σκέφτηκε ο Jesse James...
Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Υ.Γ Blood and the city: Archives. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Share
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.