Μακριά από την αθλητική επικαιρότητα και την ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, έρχεται η ιστορία τριών διαφορετικών ατόμων που περνάνε την μέρα τους σε ένα υπόγειο γραφείο κάπου στην Καλλιθέα. Ένας αθλητικός συντάκτης με «πειραγμένα» εγκεφαλικά κύτταρα, ένας λούτρινος σκύλος που για κάποιο περίεργο λόγο μιλάει και συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος και ένας νεαρός συνάδελφος χωρίς όνομα αντιμετωπίζουν προβλήματα, εχθρούς και εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο τους. Αυτό είναι το Blood and the City και αυτό είναι το 19ο επεισόδιο της 2ης σεζόν…
Είναι στημένο!
Ήταν μια εορταστική μέρα στο κτίριο της οδού Δαβάκη 58 στην Καλλιθέα. Εδώ και μια εβδομάδα είχε ανακοινωθεί ότι φέτος η κοπή της πίτας θα γινόταν σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας. Αυτό που παραξένεψε κάποιους, ήταν ότι η εκδήλωση θα ήταν κοινή και για τον ΣΠΟΡ FM και για τη Sportday. Για τους περισσότερους αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα βρίσκονταν στον ίδιο χώρο με τους συναδέλφους τους, παρά το γεγονός ότι την εφημερίδα και το ραδιόφωνο τα χώριζε μόλις ένας όροφος.
Οι συζητήσεις στα δημοσιογραφικά γραφεία του κτιρίου έδιναν και έπαιρναν. «Έχω ακούσει ότι αυτοί του ραδιοφώνου τρώνε ωμό κρέας για πρωινό, ενώ τα απογεύματα πετάνε ο ένας στον άλλον άδεια μπουκάλια από ρετσίνες» έλεγαν κάποιοι σε ένα πηγαδάκι λίγες ημέρες πριν. «Έχω ακούσει ότι αυτοί της εφημερίδας γυαλίζουν κάθε πρωί τα παπούτσια τους, ενώ απολαμβάνουν το πέταγμα χαρταετού την Καθαρή Δευτέρα περισσότερο από όσο πρέπει …αν καταλαβαίνετε τι εννοώ» έλεγε κάποιος άλλος σε ένα άλλο πηγαδάκι. Ο νεαρός συνάδελφος πηγαινοερχόταν από όροφο σε όροφο και είχε μεταμορφωθεί στα μάτια και τα αυτιά μου, καλύπτοντας το κτίριο απ’ άκρη σ’ άκρη.
Η φημολογία λίγες ώρες πριν το μεγάλο γεγονός της κοπής της πίτας ήταν όντως διασκεδαστική. Η καλύτερη φήμη που ακούστηκε πάντως ήταν …«Κάποιος μου έχει πει ότι αυτοί του ραδιοφώνου ανεβαίνουν το βράδυ στην ταράτσα, βγάζουν τις μπλούζες τους και χορεύουν λαμπάντα». Όπως συνηθίζεται σε τέτοιους χώρους οι δυο πλευρές ήταν έτοιμες να υψώσουν την σημαία του πολέμου αν και στην ουσία δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν. Η μάχη που θα δινόταν πάντως ήταν προκαθορισμένη και αφορούσε τον μπουφέ. Όποιος κατάφερνε να υψώσει τη σημαία του στον μπουφέ θα ήταν και ο μεγάλος νικητής της θανατηφόρας αυτής κόντρας.
«Εμείς τι ώρα θα πάμε;» ρώτησε από το ράφι του ο Jesse James, που τις τελευταίες ημέρες ήταν αρκετά ευδιάθετος. Σαν να του είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος από πάνω του.
«Να πάμε νωρίς να πιάσουμε τραπέζι» είπε ο νεαρός συνάδελφος. Δεν είχε περάσει ένα δεκάλεπτο από την ώρα που είχα ξυπνήσει από τον καθιερωμένο μεσημεριανό μου υπνάκο και αυτή τους η ανυπομονησία με εκνεύριζε απίστευτά. Είχα μια δυσκολία στο να προσαρμοστώ στο περιβάλλον όταν ξύπναγα από μεσημεριανό ύπνο και η έλλειψη καφέ από το γραφείο (αφού ο νεαρός συνάδελφος αντί να φέρει καφέ από το super market όπως του είπα, προτίμησε να φέρει τσάι, γιατί λέει κάνει καλό στο δέρμα) με είχε φέρει στα όρια μου.
«Λέω να μην πάμε» είπα και κόντεψαν και οι δυο να πάθουν συγκοπή. «Αυτό αποκλείεται» είπε ο Jesse James και πετάχτηκε όρθιος πάνω στο ράφι. «Τι πάει να πει αποκλείεται, αν δεν θέλω να σηκωθώ από την καρέκλα μου πως θα μου αλλάξεις γνώμη;». «Θα σου γαργαλήσω την πατούσα» φώναξε ο νεαρός συνάδελφος και έβγαλε ένα φτερό από την τσέπη του. Τι δουλεία είχε το φτερό στην τσέπη του δεν ήξερα και ήμουν σίγουρος ότι δεν ήθελα να μάθω.
«Πως θα μου γαργαλήσεις την πατούσα ρε ζωντόβολο; Αφού φοράω παπούτσια».
«Μια και το είπες… Κάτι πρέπει να κάνεις με αυτά τα παπούτσια. Έξι μήνες δεν τα έχεις βγάλει από πάνω σου» είπε ο Jesse James, αλλά εμένα μου άρεσαν τα παπουτσάκια μου. Είχα τρομερό πρόβλημα στο να βρω κάτι που να μ’ αρέσει και μόλις το έβρισκα δεν το έβγαζα μέχρι να λιώσει ολόκληρη η σόλα.
«Και τι θα κερδίσω αν πάμε; Αφού ποτέ δεν μου τυχαίνει το φλουρί. Σας έχω ξαναπεί ότι είναι στημένο». Προσπάθησαν να με πείσουν ότι δεν έχουν αξία τα δώρα και ότι θα πηγαίναμε για την καλή παρέα και ότι θα είχε τζέρτζελο η κοινή παρουσία ΣΠΟΡ FM και Sportday στον ίδιο χώρο και ότι μπορεί να γινόταν καμιά φασαρία και ότι θα είχε πολύ καλό μπουφέ. Την ώρα που ο νεαρός συνάδελφος ανέλυε όλους αυτούς τους λόγους για τους οποίους η παρουσία μας κρινόταν απαραίτητη, ο Jesse James τον σκούνταγε και του έλεγε «πες ότι θα έχει και γκομενάκια, πες ότι θα έχει και γκομενάκια».
«Και γιατί να μην πάμε στο κάτω κάτω; Μια ζωή θα είμαστε κλεισμένοι στο υπόγειο; Είμαστε ξεχασμένοι από το Θεό! Κάνεις δεν μας δίνεις σημασία. Τις προάλλες πήγα στο κυλικείο και μου είπαν ποιος είσαι εσύ! Ποιος είμαι εγώ! Έχουν ξεχάσει τη φάτσα μου. Αν είναι δυνατόν! Σε παρακαλώ… Πάμε, πάμε, πάμε, ΠΑΜΕ» είπε ο νεαρός συνάδελφος που δεν πρέπει να είχε ξαναδιατυπώσει τόσο μεγάλη πρόταση στη ζωή του.
«Πες ότι θα χει και γκομενάκια» μουρμούρισε ο Jesse James. «Αμάν με τα γκομενάκια. Το άκουσα! Λοιπόν… για να σταματήσετε να γκρινιάζετε. Θα πάμε αλλά δεν θα κάτσουμε πολύ. Και εσύ αν αρχίσεις τα «γιούπι» αν κερδίσεις το φλουρί θα σε κλειδώσω στη ντουλάπα και θα ξαναβγείς τη μέρα που ο Φλεβάρης θα έχει 30 μέρες».
«Μήπως έχει φέτος;» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Πάψε μωρέ και ετοιμάσου να φύγουμε» φώναξε ο Jesse James. Δεν θέλαμε και πολύ ώρα για να ετοιμαστούμε. Βάλαμε τα μπουφάν μας και ετοιμαστήκαμε για αναχώρηση. «Έχω την εντύπωση ότι κάτι έχουμε ξεχάσει» είπα. «Τα σκουπίδια τα παίρνω εγώ» απάντησε ο νεαρός συνάδελφος. «Όχι τα σκουπίδια… κάτι, κάτι..Καλά δεν πρόκειται να θυμηθώ, πάμε». «Καλύτερα» είπε ο Jesse James «την τελευταία φορά που περιμέναμε να θυμηθείς κάτι που είχες ξεχάσει, ήταν όταν έπρεπε να ταΐσεις εκείνο το καναρίνι της θείας σου που είχε πάει διακοπές. Μήπως θυμάσαι τι απέγινε το καναρίνι όταν θυμήθηκες μια εβδομάδα μετά τι έπρεπε να κάνεις;».
«Φτου σου δολοφόνε» είπε ο νεαρός συνάδελφος που είχε μια ευαισθησία με τα καναρίνια. Κλείσαμε την πόρτα στο γραφείο και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά όταν… επιτέλους θυμήθηκα. «Ρε! Το παιδί από το site να πάρουμε μαζί μας, δεν θα έχει κανέναν να πάει».
«Έχω μέρες να τον δω, δεν πρέπει να έχει έρθει καθόλου στη δουλειά» είπε ο νεαρός συνάδελφος. «Περίεργο» μουρμούρισα. Την τελευταία φορά που τον είχα δει έμοιαζε ενθουσιασμένος με την προοπτική να γίνει μέλος της μικρής μας συντροφιάς.
«Άντε, κόψτε την κουβέντα και πάμε» φώναξε ο Jesse James που για κάποιο λόγο έμοιαζε και πάλι να χάνει την καλή του διάθεση.
Λίγο μετά στο Intercontinental
«Στο είπα να έρθουμε νωρίς, τώρα που θα κάτσουμε;» είπε ο νεαρός συνάδελφος που είχε πανικοβληθεί. Η αίθουσα ήταν σχεδόν γεμάτη και τα περισσότερα από τα μεγάλα στρογγυλά τραπέζια ήταν πιασμένα. Κάπου θα βρίσκαμε δυο θέσεις δεν μπορεί. Έτσι κι αλλιώς ο Jesse James θα βολευόταν στον ώμο μου. Το πρώτο πράγμα που μάθαμε με το που μπήκαμε στην αίθουσα ήταν ότι οι κληρώσεις για τα δώρα είχαν γίνει. Ως συνήθως δεν είχαμε κερδίσει τίποτα. «Σας το χα πει ότι είναι στημένο» είπα. «Νάτες, νάτες, πάμε» φώναξε ο νεαρός συνάδελφος όταν εντόπισε δυο άδειες καρέκλες σε ένα από τα πίσω τραπέζια. Έτρεξε σαν σίφουνας προς τα εκεί και όταν εγώ με τον Jesse James φτάσαμε είχε ήδη πιάσει κουβέντα με κάτι παιδία που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Παρά τις προβλέψεις για το αντίθετο, η συνύπαρξη ΣΠΟΡ FM και Sportday στον ίδιο χώρο δεν είχε φέρει σοβαρά παρατράγουδα μέχρι στιγμής αν εξαιρέσουμε το σκηνικό που είχε να κάνει με ένα παιδί, που ενώ η βασική του δουλειά ήταν στον ΣΠΟΡ FM, κέρδισε το φλουρί στην εφημερίδα.
Οι περισσότεροι άρχισαν να του πετάνε τις λευκές πετσέτες από τα τραπέζια που προορίζονταν για το φαγητό, ενώ κάποιος από υπερβάλλοντα ζήλο του πέταξε ένα από τα μικρά ψωμάκια που θα χρησίμευαν ως ορεκτικά. Το ψωμάκι βρήκε τον νικητή στο κούτελο και την ώρα που πήγαν να ανάψουν τα αίματα ακούστηκε από τα μεγάφωνα η προτροπή: «Μπορείτε να περάσετε στον μπουφέ». Δεκάδες άνθρωποι σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους. Οι περισσότεροι δεν έτρεχαν, για να το παίξουν άνετοι, αλλά προχώραγαν με γρήγορο βήμα που θα τους έδινε μια πολύ καλή καριέρα στο Βάδην αν το είχαν εξασκήσει λίγο περισσότερο.
«Που είναι τα γκομενάκια;» είπε ο Jesse James που καθόταν στον ώμο μου και με σκούνταγε. «Να πας να τα βρεις» του είπα και αμέσως κατσούφιασε. «Εγώ φεύγω τότε! Πάω στο γραφείο. Βαρέθηκα» είπε και όντως έφυγε. Δεν είχα διάθεση για συζήτηση, θα τα λέγαμε όταν γύρναγα στο γραφείο. Πάντως θεωρούσα ανεξήγητες αυτές τις μεταβολές στη συμπεριφορά του τις τελευταίες ημέρες.
Χρειαζόμουν ένα ποτό επειγόντως. Είδα ένα σερβιτόρο να περιφέρεται και έκανα αυτό που είχα μάθει από τον πατέρα μου. Βάρεσα παλαμάκια και φώναξα «Κατάστημααααα». Δεν το έβρισκα σε αντίθεση με τον πατέρα μου που ξεκαρδιζόταν. Ο σερβιτόρος ήρθε προς το μέρος μου με ένα περιφρονητικό βλέμμα. «Τι θέλει ο κύριος;».
«Πρώτον… εγώ δεν σε έβρισα. Άσε λοιπόν τα κύριε…». Ο σερβιτόρος ξίνισε ακόμα περισσότερο τη μούρη του. «Δεύτερον, έχουμε ουίσκι;». «Μόνο λευκό και κόκκινο κρασί». Καταραμένα ξενοδοχεία. Ένα ποτό της προκοπής δεν μπορείς να πιείς. «Καλά λοιπόν, φέρε μου ένα μπουκάλι λευκό». Ο σερβιτόρος με το ξινισμένο βλέμμα προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι δεν μπορεί να μου φέρει ένα ολόκληρο μπουκάλι, αλλά μόλις τον απείλησα ότι θα τον καταγγείλω στον σύλλογο σερβιτόρων Ελλάδος (χωρίς να ξέρω βέβαια αν υπάρχει τέτοιος σύλλογος) έφυγε τρέχοντας και γύρισε με ενα μπουκάλι κρασί στα χέρια.
Πρέπει να είχα φτάσει στο έκτο ποτήρι όταν συνειδητοποίησα ότι ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει. Σε λίγα τραπέζια είχαν μείνει διάσπαρτα άτομα ενώ ο νεαρός συνάδελφος πήγαινε από τραπέζι σε τραπέζι και χαιρετούσε με ένα ποτήρι στο χέρι λες και ήταν ο διοργανωτής της εκδήλωσης και ήθελε να δεχτεί συγχαρητήρια.
Έριξα ένα σφύριγμα από αυτά που χρησιμοποιούνται για να μαζέψεις τα πρόβατα. Ο νεαρός συνάδελφος έτρεξε αμέσως πίσω. «Μη φύγουμε ακόμα. Πέντε λεπτά, πέντε λεπτά» είπε. «Τι άλλο να κάνεις μωρέ; Αφού έφυγαν όλοι». «Να χαιρετήσω τουλάχιστον, έρχομαι σε δυο λεπτά». Δεν σηκώθηκα να χαιρετήσω κανέναν, αφού έτσι κι αλλιώς η παρουσία μου είχε περάσει απαρατήρητη. Ακριβώς δυο λεπτά μετά ο νεαρός συνάδελφος ήταν έτοιμος για αναχώρηση. «Λέω να πάω σπίτι νωρίς σήμερα» είπε. «Και πως θα γυρίσεις;»
«Με τα πόδια, είμαι κοντά έτσι κι αλλιώς». Έξω είχε νυχτώσει, πήρα ένα ταξί και γύρισα στο γραφείο. Δεν ξαναείδα τον νεαρό συνάδελφο για αρκετό καιρό…
Λίγη ώρα μετά…
Ο νεαρός συνάδελφος είχε μπροστά του ένα τέταρτο περπάτημα μέχρι να φτάσει σπίτι. Ήταν πολύ χαρούμενος. Αυτή η μέρα που τελείωνε ήταν πολύ καλή γι’ αυτόν. Μίλησε με κόσμο, άλλαξε παραστάσεις, γιατί όσο κι αν του άρεσε να περνάει την ώρα του στο υπόγειο γραφείο, ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος. Και ήθελε μέσα από τις γνωριμίες και τις φιλίες να γίνει καλύτερος. «Είσαι πολύ χαζός για να κάνεις το οτιδήποτε» του έλεγαν όταν ήταν στο σχολείο τα άλλα παιδία, που δεν μπορούσαν να αντέξουν τον ευαίσθητο χαρακτήρα του και ξεσπούσαν πάντα πάνω του. Τον τελευταίο καιρό όμως ένιωθε ότι άλλαζε. Όλα όσα είχε περάσει με τη συντροφιά του υπογείου τον είχαν κάνει καλύτερο.
Και αυτή ήταν η πραγματικότητα, όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο μπορούσε και στεκόταν στα δικά του πόδια. Συνέχισε το περπάτημα προς το σπίτι με αυτές τις σκέψεις να γυρνάνε στο μυαλό του. Ευχάριστες σκέψεις. Σήμερα θα ξεκουραζόταν. Θα έβλεπε τηλεόραση, μπορεί να χάζευε και λίγο Παπακαλιάτη, αλλά δεν θα το έλεγε στους άλλους αύριο, γιατί ήταν σίγουρο ότι θα τον κορόιδευαν. Είχε αναπτύξει ένα σύστημα προστασίας του εαυτού του για αυτές τις περιπτώσεις. Μπορεί να μην ήταν ακόμα τελειοποιημένο, αλλά που θα του πήγαινε, θα το κατάφερνε.
Κόντευε πλέον να φτάσει στο σπίτι του. Μια στάση μόνο στο ψιλικατζίδικο για πατατάκια και όλα θα ήταν έτοιμα για μια ήσυχή βραδιά. Και ήταν κάτι που του είχε λείψει. Ο νεαρός συνάδελφος έστριψε στο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι. Ένα μικρό στενό που δεν πέρναγαν πολλά αμάξια. Τα φώτα στο δρόμο ήταν ακόμη σβηστά αν και είχε νυχτώσει εδώ και μία ώρα.
Προχωρούσε με τα πατατάκια στο χέρι (δεν είχε πάρει σακούλα) και ένα μεγάλο μπουκάλι κόκα κόλα, όταν είδε έναν άνθρωπο να στέκεται μέσα στη μέση του δρόμου σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από αυτόν. Ήταν σχεδόν έξω από την πολυκατοικία του, αλλά στεκόταν ακριβώς στο κέντρο του δρόμου. Όχι και τόσο συνηθισμένο θέαμα. Συνέχισε να προχωράει προς τα εκεί, αν και η απουσία φωτισμού τον έκανε να μην μπορεί να διακρίνει καλά τη φιγούρα που είχε σχεδόν απέναντι του τώρα.
Είχε φτάσει στα είκοσι μέτρα αλλά ο περίεργος τύπος δεν είχε μετακινηθεί, ούτε εκατοστό. Ο νεαρός συνάδελφος παρατήρησε ότι είχε σκυμμένο το κεφάλι ενώ τα χέρια του κρέμονταν από τους ώμους του. Έμοιαζε να στέκεται με το ζόρι. «Φίλε είσαι καλά» φώναξε. Το αίσθημα της ευγένειας δεν τον εγκατέλειπε ποτέ ακόμα κι αν είχε απέναντι του έναν τόσο περίεργο άγνωστο.
Ο νεαρός συνάδελφος κοντοστάθηκε. Τώρα έμοιαζαν με δυο φιγούρες στην άγρια δύση που περίμεναν ποιος από τους δυο θα βγάλει πιστόλι. Ο μυστήριος άγνωστος ήταν βρώμικος. Τα ρούχα του ήταν μέσα στις λάσπες ενώ τα μαλλιά του έμοιαζαν πασαλειμμένα με κάτι που ο νεαρός συνάδελφος δεν μπορούσε να διακρίνει. Αυτά τα ρούχα όμως κάτι του θύμιζαν. Τι όμως; O άγνωστος άρχισε να περπατάει προς το μέρος του χωρίς να σηκώσει καθόλου το κεφάλι του. Ο νεαρός συνάδελφος κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Εκείνη ήταν η πρώτη στιγμή που φοβήθηκε. Τότε θυμήθηκε… θυμήθηκε τα ρούχα.
Το παιδί από το site… Ο νεαρός συνάδελφος ξεφύσησε ανακουφισμένος. «Εσύ είσαι; Με τρόμαξες μωρέ. Που ήσουνα και σε ψάχν..».
Δεν τελείωσε την πρόταση του όμως. Ο άγνωστος που στεκόταν απέναντι του και κάποτε ήταν το παιδί από το site… σήκωσε με μια απότομη κίνηση το κεφάλι του. Στη θέση που θα έπρεπε να είναι τα μάτια του, τώρα ο νεαρός συνάδελφος αντίκρισε μόνο κενό, ενώ κατάλαβε τι ήταν αυτό στα μαλλιά του… αίμα. Το «παιδί από το site» σταμάτησε στο ένα μετρό και τον κοίταξε με τις δυο άδειες «τρύπες»…
Ο νεαρός συνάδελφος μάζεψε το λιγοστό του κουράγιο και είπε με σπασμένη φωνή… «Τι έπαθες… Τι σου συνέβη;». Σιγή από την άλλη πλευρά. «Πες μου τι έπαθες, θα σε βοηθήσω»… Το «παιδί από το site» άνοιξε τα στόμα του. Φάνηκε ότι προσπαθούσε να μιλήσει. Αίμα έτρεξε από τα ξεραμένα χείλια του. Ανοιγόκλεινε το στόμα του αλλά δεν έβγαινε ήχος. Τότε ο νεαρός συνάδελφος τον άκουσε να μιλάει μέσα στο κεφάλι του.
Επαναλάμβανε ένα όνομα. Ψιθυριστά στην αρχή αλλά μετά πιο δυνατά. Το πλάσμα απέναντι του ανοιγόκλεινε στο στόμα του και μίλαγε μέσα στο μυαλό του.
«JESSE JAMES» ούρλιαξε η φωνή και ο νεαρός συνάδελφος έκλεισε τα μάτια από τον τρόμο… Όταν τα άνοιξε ξανά το «παιδί από το site» είχε εξαφανιστεί…
Υ.Γ. Κάθε Δευτέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Υ.Γ 2 Το Blood and the city: Archives άνοιξε τις πύλες του και σας περιμένει. Όλα τα κείμενα της πρώτης αλλά και της δεύτερης σεζόν βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ.
*H πραγματικότητα είναι μια διαστρεβλωμένη εικόνα της φαντασίας…
Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.