Έχουν περάσει 12.410 ημέρες από τότε, μα το γκολ με το πολυθρύλητο «Χέρι του Θεού» θαρρεί κανείς ότι σημειώθηκε χτες…
Στάδιο «Αζτέκα». 22 Ιουνίου 1986. Αργεντινή και Αγγλία μονομαχούν στον προημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μεξικό. Το κλίμα είναι εκρηκτικό, με δεδομένο τον πόλεμο ανάμεσα στις δύο χώρες, τέσσερα χρόνια πριν, για τα νησιά Φόκλαντ.
Το ρολόι δείχνει το 51ο λεπτό, οι δύο ομάδες παραμένουν «άσφαιρες» και το ματς ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί. Τότε, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα με άλμα προλαβαίνει τον αντίπαλο γκολκίπερ και με «το χέρι του Θεού», όπως το αποκάλεσε, δίνει το προβάδισμα στην «αλμπισελέστε». Πέτυχε έτσι ένα από τα διασημότερα γκολ στην ποδοσφαιρική ιστορία!
«Λαχείο μού έπεσε»
Ο πρωταγωνιστής διηγείται στο βιβλίο του με τίτλο: «Το χέρι του Θεού»:
«Όταν έκανα την πάσα στον Βαλντάνο, η μπάλα αναπήδησε κι έφυγε λιγάκι ψηλά, και ο Χοτζ ήταν ακριβώς δίπλα του. Έτσι την έκοψε. Αλλά ο Χοτζ έκανε ένα λάθος - που κατά τη γνώμη μου δεν ήταν λάθος- γιατί εκείνη την εποχή μπορούσες να επιστρέψεις την μπάλα στον τερματοφύλακα: Προσπάθησε να την επιστρέψει στον Σίλτον με βολέ αντί να την απομακρύνει… Αν ο Χοτζ την είχε απομακρύνει, η μπάλα δεν θα ερχόταν ποτέ σ’ μένα. Ποτέ.
Όμως ήρθε σ’ εμένα, λαχείο μού έπεσε.
Φίλε μου, τι δώρο ήταν αυτό…
Αυτή είναι δική μου, είπα. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, αλλά θα προσπαθήσω. Αν ο διαιτητής σφυρίξει φάουλ, ας σφυρίξει φάουλ. Πήδηξα στον αέρα σαν βάτραχος, κάτι που ο Σίλτον δεν περίμενε.
{…} Τον κέρδισα τον Σίλτον επειδή από φυσική κατάσταση ήμουν δυνατός σαν θηρίο. Πήδηξε κι εκείνος, πήδηξε ναι, μα εγώ πήδηξα νωρίτερα, γιατί εγώ την κοίταζα την μπάλα, ενώ εκείνος έκλεισε τα μάτια του.
Ο Σίλτον είχε τη συνήθεια να χτυπάει την μπάλα και με τις δύο γροθιές, κι έτσι καθυστέρησε λιγάκι. Αν προσέξεις τις φωτογραφίες, υπάρχει ένα τεράστιο διάστημα ανάμεσα στον Σίλτον, το χέρι μου και την μπάλα. Ο Σίλτον ούτε που φαίνεται. Αν παρατηρήσεις τα πόδια μου, είχα ήδη απογειωθεί και ανέβαινα, ανέβαινα κι αυτός ακόμα δεν είχε ξεκολλήσει από το έδαφος.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να το είχε δει κανείς»
{…} Όταν πάτησα στο έδαφος, έφυγα τρέχοντας για να πανηγυρίσω το γκολ. Η μπάλα είχε μπει μέσα με μεγάλη φόρα. Τη χτύπησα με τη γροθιά μου, αλλά έφυγε με τόση δύναμη λες και είχα βαρέσει σουτ και όχι κεφαλιά. Μπήκε στα δίχτυα κι αυτό ήταν.
Πήγε κατευθείαν μέσα, μπαμ, και δεν υπήρχε περίπτωση να το είχε δει κανείς… Ούτε ο διαιτητής, ούτε ο επόπτης, ούτε ο Σίλτον, που είχε απομείνει σαν χαμένος να ψάχνει την μπάλα. Ο μόνος που κατάλαβε τι συνέβη ήταν ο Φένγουικ, ο οποίος στεκόταν λίγο πιο δίπλα. Εκτός απ’ αυτόν κανείς άλλος δεν κατάλαβε τίποτα.
{…} Κοίταξα τον ρέφερι, που ακόμα δεν είχε αποφασίσει. Κοίταξα τον επόπτη, το ίδιο. Κι έφυγα τρέχοντας για να πανηγυρίσω. Εγώ αποφάσισα αυτό που εκείνοι δεν τολμούσαν να αποφασίσουν. Ο Μπιν Νασέρ, μού το είπε αργότερα, κοίταξε τον επόπτη.
Ο επόπτης που ήταν Βούλγαρος, ο Ντότσεφ, ούτε σήκωσε τη σημαία, ούτε έφυγε τρέχοντας προς το κέντρο του γηπέδου. Έμεινε να περιμένει τον διαιτητή, αφού ήταν μπροστά στη φάση. Έπειτα τσακώθηκαν μεταξύ τους γι’ αυτό, νομίζω έριχνε ο ένας στον άλλο την ευθύνη.
Εγώ συνέχιζα να τρέχω, χωρίς να κοιτάζω πίσω. Πρώτος απ’ όλους έφτασε δίπλα μου ο Μπατίστα, όμως αργά-αργά σαν να σκεφτόταν: Δεν θα μετρήσει. Εγώ ήθελα να μαζευτούν και οι υπόλοιποι, ωστόσο ήρθαν μόνο ο Βαλντάνο και ο Μπουρουτσάγκα. Κι αυτό γιατί ο Μπιλιάρδο είχε απαγορεύσει στους μέσους να έρχονται και να πανηγυρίζουν τα γκολ, δεν επιθυμούσε να κουράζονται. Παρόλα αυτά, τούτη τη φορά τούς είχα ανάγκη, τούς είχα ανάγκη…
«Δεν μετανιώνω ούτε στο ελάχιστο»
{…} Όταν ο Μπατίστα με πλησίασε, με ρώτησε:
‘’Το έβαλες με το χέρι, έτσι δεν είναι; Το έβαλες με το χέρι; ’’
Κι εγώ του απάντησα:
‘’Βούλωσέ το και συνέχισε να πανηγυρίζεις’’.
{…} Δεν μετανιώνω καθόλου που έβαλα γκολ με το χέρι. Δεν μετανιώνω! Με όλο το σεβασμό στους οπαδούς, τους ποδοσφαιριστές, τους διοικούντες, δεν μετανιώνω ούτε στο ελάχιστο. Γιατί εγώ έτσι μεγάλωσα, γιατί σαν παιδί στο Φιορίτο έβαζα γκολ με το χέρι όλη την ώρα.
Και το ίδιο έκανα μπροστά σε περισσότερα από 100.000 άτομα, αλλά δεν το είδε κανείς… γιατί το μόνο που είδαν ήταν οι πανηγυρισμοί που σκόραρα. Κι αν ο κόσμος πανηγύριζε τόσο δυνατά, αυτό σημαίνει ότι δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το ότι είχα βρει δίχτυα. Οπότε πώς μπορεί κανείς να ρίξει το φταίξιμο στον Τυνήσιο διαιτητή;», αναρωτιέται το «χρυσό παιδί» και προσθέτει:
«Κέρδισα μια αγωγή ενάντια σε μια αγγλική εφημερίδα που είχε βγει με τίτλο ‘’Ο Μαραντόνα λέει ότι το μετάνιωσε’’, κάτι που δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Ούτε τότε, ούτε τριάντα χρόνια αργότερα… ούτε στο νεκροκρέβατό μου.
Όπως είπα σε έναν Άγγλο δημοσιογράφο του BBC έπειτα από έναν χρόνο: « Ήταν ένα γκολ καθ’ όλα νόμιμο, γιατί ο διαιτητής το είπε ότι ήταν. Κι εγώ δεν είμαι αυτός που θα αμφισβητήσει την εντιμότητα του διαιτητή, έτσι δεν είναι;’’
{…} Όταν ο Λίνεκερ ήρθε σπίτι μου για να μου πάρει συνέντευξη με ρώτησε:
‘’Γιατί είπες ‘’το χέρι του Θεού;’’
‘’Γιατί ο Θεός μάς έδωσε ένα χέρι, γιατί μάς βοήθησε. Γιατί ούτε ο διαιτητής είδε τι έγινε ούτε ο επόπτης - πράγμα σπάνιο». Γι’ αυτό είπα ότι ήταν το χέρι του Θεού».{…} Για μένα, ήταν σαν να έκλεψα από έναν κλέφτη. Μου φαίνεται σαν να έχω πάρει συγχωροχάρτι για εκατό χρόνια. {…}
Στην αρχή έλεγα συνέχεια ότι το έβαλα με το κεφάλι. Δεν ξέρω, φοβόμουν μήπως το ακύρωναν επειδή ήμουν ακόμα στο στάδιο, ξέρω κι εγώ; Ωστόσο, είπα παρεμπιπτόντως σε κάποιον: ‘’Ήταν το κεφάλι του Μαραντόνα και το χέρι του Θεού’’.
{…} Το είπα σκεπτόμενος όλους αυτούς τους νέους που είχαν πεθάνει στον πόλεμο για τις Μαλβίνες, όλους εκείνους – και τότε, ναι, συγκινήθηκα- που είχαν γίνει το ‘’χέρι του Θεού’’, αυτό το οποίο με είχε κάνει να βάλω το γκολ», καταλήγει ο «Ντιεγκόλ».
Επιμέλεια: Παναγιώτης Ιωάννου
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.