Μια δεκαετία πιο πίσω, λίγο καιρό μετά τη φρενίτιδα των Ολυμπιακών Αγώνων -εκεί γύρω στο 2005- το ΣΕΦ γέμιζε ασφυκτικά από 12.000 κόσμο όχι για κάποιο μπασκετικό ντέρμπι ή οτιδήποτε άλλο.
Γέμιζε για να υποδεχθεί έναν αθλητή που μεσουρανούσε στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία. Που πρωταγωνιστούσε ως ένας από τους κορυφαίους της γενιάς του, έχοντας την ευλογία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των «χρυσών χρόνων» του Κ-1 και του kickboxing -δίχως όμως να είναι ακόμη το ίδιο γνωστός στην ίδια του τη χώρα.
Του Παναγιώτη Σγαρδέλη
Για την ακρίβεια τότε ο Μιχάλης Ζαμπίδης άρχιζε να χτίζει τον μύθο του και στην πατρίδα του, που ποτέ δεν αποχωρίστηκε. Και φτάσαμε αισίως στο 2015, όταν στο ίδιο μέρος απόψε θα ολοκληρωθεί η σπουδαία καριέρα ενός ζωντανού θρύλου, απέναντι στον Στιβ Μόξον, αλλά και μιας από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.
Το sport-fm.gr αποχαιρετά τον Iron Mike, κάνοντας αναδρομή στην σπουδαία πορεία του: το ξεκίνημα, τις μεγάλες νίκες, τις αναποδιές, τις ομηρικές μάχες στο Κ-1, τις τιμές σταρ στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, τις αλλαγές προπονητών, το όνειρο που έμεινε μισό στην Αθήνα, τα νοκ-άουτ και τα «νοκ-άουτ» στα ρινγκ, αλλά κυρίως στο μεγαλύτερό επίτευγμά του που όμοιό του δεν υπάρχει άλλο, να βάλει το kickboxing στο σπίτι κάθε Έλληνα.
Έτσι ξεκίνησαν όλα…
Σε λίγες ημέρες κλείνει τα 35. Στο ρεκόρ του έχουν «περαστεί» 178 αγώνες, με 155 νίκες και 87 νοκ-άουτ. Πριν ωστόσο αρχίζει να χτίζει με νίκες και εντυπωσιακό ΚΟ τον μύθο του, έπρεπε -σε πολύ μικρή ηλικία- να πάρει μια δύσκολη απόφαση. Είχε φυσικό ταλέντο, είχε τις προδιαγραφές για να πετύχει είτε στην πυγμαχία, είτε στο kickboxing (που ήταν σε εμβρυακό ακόμη στάδιο στην Ελλάδα), είχε όμως το βασικότερο: ήταν έτοιμος να κάνει όσες θυσίες χρειαστούν και τις έκανε σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλο συνομήλικό του. Το 1992 ξεκίνησε δειλά-δειλά τα πρώτα του βήματα και μετά από περίπου μια δεκαετία είχε πια διαμορφωθεί πλήρως κι ήταν έτοιμος να ριχτεί στα πιο δύσκολα ρινγκ.
Australian Dream
Η Αυστραλία ήταν η δική του γη της επαγγελίας. Οι ομογενείς τον έκαναν να αισθανθεί σαν στο σπίτι του κι ο ίδιος φρόντισε να αρπάξει απ’ τα μαλλιά την ευκαιρία που του δόθηκε -χάρη και σ’ έναν ακόμη θρύλο, τον Ελληνοαυστραλό Παγκόσμιο Πρωταθλητή, Στέλιο Λογγινίδη που τον πίστεψε. Εκεί δεν άργησε να δείξει από τι υλικό είναι φτιαγμένος. Και μέσα σε δυο χρόνια έφτιαξε το όνομά του, έως ότου έφτασε στον Τζον Γουέιν Παρ (οι δυο τους συνέθεσαν μια επική και… αμφιλεγόμενη τριλογία). Πήρε μια τεράστια νίκη απέναντι στο φαβορί Παρ και δήλωσε βροντερό «παρών» στην κατηγορία 70k. Max του Κ-1 που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει τους καλύτερους.
Η εκτόξευση
Είχε έρθει η ώρα λοιπόν να τον μάθει και η Ιαπωνία. Στο ντεμπούτο του έριξε νοκ-άουτ τον εν ενεργεία πρωταθλητή, Άλμπερτ Κράους με το περίφημο πλέον δεξί hook του. Ήταν πια και επίσημα μέλος της ελίτ, εκεί που θα ανήκε για τα επόμενα χρόνια απολαμβάνοντας τιμές σταρ στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου έχοντας ν' ανταγωνιστεί την πιο ευλογημένη φουρνιά αθλητών στα 70κ. Κι έμεινε ανάμεσα στους κορυφαίους μέχρι το άλλοτε κραταιό Κ-1 αρχίσει να σβήνει λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων.
Η μέρα που θέλει να ξεχάσει
Ο περιβόητος αγώνας με τον Μπατού Χάσικοφ στη Ρωσία το 2011 είναι μια ανάμνηση που θέλει να σβήσει από την μνήμη του. Ο πρώτος σοβαρός τραυματισμός της καριέρας του, στο χειρότερο δυνατό σημείο. Το σαγόνι του. Άλλοι θα τα είχαν παρατήσει. Μολονότι χρειάστηκε καιρό για να επανέλθει, ανέκαμψε κάνοντας ένα επικό come-back.
Το καλύτερο γιατρικό
Το ματς με τον Fadi Merza στην Αθήνα ήταν απλά για να πατήσει ξανά στο ρινγκ. Το στοίχημα ήταν να βρεθεί ξανά σε τοπ επίπεδο. Και το έκανε με ένα συγκλονιστικό ματς απέναντι στον Μαροκινό, Τσαχίντ σε μια αναμέτρηση που πέρασε στην ιστορία ως μια από τις πιο θεαματικές στα χρονικά του Κ-1. Προκρίθηκε στην τελική οκτάδα, είχε όμως τα ψυχικά και σωματικά αποθέματα έπειτα από τόσα χρόνια καταπόνησης, για μια ακόμη υπέρβαση;
Το όνειρο που έμεινε μισό
Με προσωπικές του ενέργειες, το Κ-1 που για πρώτη φορά έφευγε από την Ιαπωνία θα φιλοξενούνταν στην Αθήνα. Ποια καλύτερη συγκυρία από αυτή, από το να πατήσει στη μοναδική κορυφή που του είχε ξεφύγει. Οι διασταυρώσεις τον έφεραν αρχικά αντιμέτωπο με τον Ρις Μακάλιστερ κι εκεί φάνηκε ότι κάτι δεν πάει καλά. Δια πυρός και σιδήρου πήρε τη νίκη και τραυματισμένος στο χέρι, μπήκε στον ημιτελικό απέναντι στον ασταμάτητο, Μιρτέλ Γκρόενχαρτ. Παρότι το όνειρο έμεινε μισό, σαν σωστός οικοδεσπότης επέστρεψε ιπποτικά και έκανε την απονομή στον τελικό, γνωρίζοντας και αυτή τη φορά την αποθέωση.
Ξεχώρισε γιατί ήταν ο εαυτός του
Πάνω στο παιχνίδι του έχουν στηθεί ολόκληρες αναλύσεις. Οι επιθετικές αρετές του, το ασύλληπτο hook που «ευθύνεται» για δεκάδες νοκ-άουτ, και η ικανότητα να ξεπερνά (σχεδόν πάντα) το σχεδόν μόνιμο ντεσαβαντάζ λόγω της διαφοράς ύψους έναντι των αντιπάλων του, τον έκαναν να ξεχωρίζει. Χωρίς να χρειαστεί ίντριγκα, trash-talk ή οτιδήποτε άλλο. Απλά με την αξία του. Ξεχώριζε γιατί δεν προσπάθησε να «αντιγράψει» κάποιον άλλο. Ήταν ο εαυτός του (και μετ’ έπειτα είδωλο για πολλούς τωρινούς πρωταθλητές). Λόγοι που τον έκαναν έναν από τους αγαπημένους του κοινού -συνεπώς και των διοργανωτών.
Θα είχε γραφτεί αλλιώτικα η ιστορία;
Κάτι πάντως που δεν ήταν πάντοτε θετικό, μιας κι αρκετές φορές -ειδικά στην Ιαπωνία- λειτούργησε ο άγραφος κανόνας που ένα κοντινό ή με πολύ έντονη δράση ματς, οδηγούνταν στην «σολομώντεια λύση» του έξτρα γύρου για να αποφασιστεί ο νικητής. Άλλες φορές δεν του δόθηκε καν η ευκαιρία του extra round, χάνοντας δικά του ματς. Κι αυτό του κόστισε.
Σε τέτοιο βαθμό που να σκέφτεται κανείς «πως θα είχε γραφτεί η ιστορία» αν ήταν διαφορετική η έκβαση καθοριστικών αγώνων της καριέρας του, όπως απέναντι σε Μασάτο, Σάουερ, Κισένκο και Πετροσιάν που άξιζε κάτι παραπάνω. Ή τι πορεία θα είχε διαγράψει αν αντί για τις συχνές αλλαγές προπονητικών τιμ έμενε σταθερός σε έναν ή το πολύ δύο δασκάλους. Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος απόλυτα συνειδητοποιημένος λίγο πριν ολοκληρώσει την αγωνιστική του καριέρα: «Έκανα τα όνειρά μου πραγματικότητα. Έχω πετύχει τόσα πράγματα που είμαι πλήρης για δυο ζωές».
Ξεχωριστό και το φινάλε
Θα μπορούσε να ρίξει τους τίτλους τέλους με έναν αντίπαλο του χεριού του (βλ. Κίνα, Βαρόλ). Επέλεξε όμως να πει «αντίο» ρισκάροντας όχι την υστεροφημία του, αλλά μια ήττα στην τελευταία του εμφάνιση απέναντι σε έναν αντίπαλο όπως ο Αυστραλός, Στιβ Μόξον που βρίσκεται στο πικ της καριέρας του και μόλις πριν από λίγο καιρό κόντραρε στα ίσια τον νέο Ζαμπίδη (τον Ολλανδό, Ρόμπιν Φαν Ρουσμάλεν). Και αυτό τον κάνει ακόμη μεγαλύτερο.
Η κληρονομιά του
Και για επίλογο, το πιο σημαντικό, τι αφήνει πίσω του... Μέσα από τη δική του δημοτικότητα εκτοξεύτηκε και το ίδιο το kickboxing το οποίο κατόρθωσε να βάλει στο σπίτι κάθε Έλληνα μέσα από την επαφή του με τα media, γεμίζοντας σχολές και γυμναστήρια με επίδοξους «νέους Ζαμπίδηδες». Μπορεί λοιπόν σήμερα να κρεμάει τα γάντια του, αλλά με την κληρονομιά που αφήνει εξασφάλισε για χρόνια το ευοίωνο μέλλον του αθλήματος που λάτρεψε και αφιέρωσε όλη του τη ζωή.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.