Ένας Αγρινιώτης ποδοσφαιριστής με καταγωγή από τα Τριαντέικα ο οποίος έχει αναδειχθεί από τα τμήματα υποδομών του «Τίτορμου» και ήταν από τους καλύτερους της ομάδας την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο, όμως η ατυχία του «χτύπησε την πόρτα» όταν τραυματίστηκε και έχασε το τέλος της σεζόν.
Μιλώντας στο Agriniara.gr, σε μία συνέντευξη «μαμούθ», αναφέρθηκε στο πως ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, πως βρέθηκε στον Παναιτωλικό, τα χρόνια της παρουσίας του στην ομάδα, αλλά και σε πιο προσωπικά ζητήματα.
Αποσπάσματα της συνέντευξης
Πως ξεκίνησες να ασχολείσαι με το ποδόσφαιρο και πως έφτασες στον Παναιτωλικό;
«Στο παιδικό ήμουν στους Άτλαντες Αγρινίου. Δύο χρόνια πριν έρθω στον Παναιτωλικό έπρεπε να πάω σε αντρικό και πήγα στο Αγγελόκαστρο. Δεν δεχόταν όμως να με πάρουν μετά την προετοιμασία και έτσι μια χρονιά πήγε χαμένη χωρίς να παίξω ποδόσφαιρο. Την επόμενη χρονιά, ένα χρόνο πριν έρθω στον Παναιτωλικό, οι Άτλαντες κατέβασαν ομάδα στο Γ’ Τοπικό και εκεί είχα παίξει κάποια παιχνίδια, αλλά ξέρουμε όλοι πως είναι το Γ’ τοπικό. Δεν γίνονταν πάντα οι προπονήσεις και δεν την βάζω ούτε εκείνη την χρονιά σαν ποδοσφαιρική.
Την επόμενη χρονιά ο πατέρας μου είχε βρει τον κ. Νταλακούρα και του είχε πει να έρθω στον Παναιτωλικό. Έμεινα ένα μήνα και έκανα προπονήσεις με την ομάδα. Μετά έγινε το δυστύχημα με τον πατέρα μου και σταμάτησα, δεν ξανά ήρθα. Πέρασε λίγος καιρός όμως και βρήκα στον δρόμο τον κ. Νταλακούρα και του ζήτησα να έρθω να περάσω δοκιμαστικά για την Κ20. Έτσι και έγινε. Ήρθα, με είδαν οι προπονητές. Ο κ. Νταλακούρας ήταν από τους πρώτους που με διάλεξε και τότε ξεκίνησα με αυτόν προπονητή στην Κ20, σε μία χρονιά που είχε πάει πάρα πολύ καλά για τα τμήματα υποδομών του Παναιτωλικού (σ.σ. 2014/15). Ξεκίνησα αμυντικός μέσος και ο κ. Νταλακούρας με γύρισε στόπερ.
Μετά στην πρώτη ομάδα του Παναιτωλικού ήρθε ο κ. Πόντες. Είχα ξεκινήσει να κάνω κάποιες προπονήσεις με την πρώτη ομάδα αλλά είχα ένα πρόβλημα στον προσαγωγό και πήγε άλλος στη θέση μου. Έμεινα λίγο πίσω. Μετά ήρθε ο κ. Μαντζουράκης αλλά εκείνη τη χρονιά έμεινα και έπαιζα στην Κ20. Την επόμενη χρονιά που ξεκινούσε με προπονητή τον κ. Μαντζουράκη πήγαμε για προετοιμασία στην Ιταλία. Εκεί γίναμε επαγγελματίες εγώ, ο Μιχάι, ο Βακράκος και ο Γιαννιώτης».
Θυμάσαι την πρώτη σου προετοιμασία με την επαγγελματική ομάδα του Παναιτωλικού;
«Το πρώτο μου παιχνίδι ως επαγγελματίας με την φανέλα του Παναιτωλικού ήταν το φιλικό προετοιμασίας με την Φιορεντίνα στην Ιταλία. Ήταν μία μοναδική εμπειρία. Να είσαι ένα παιδί φοβισμένο και να μπαίνεις να παίξεις αντίπαλος με αυτούς τους παίκτες… Θυμάμαι μάλιστα ότι τα είχα πάει αρκετά καλά (σ.σ. το φιλικό είχε μεταδοθεί διαδικτυακά). Ήταν μεγάλη εμπειρία γιατί απέναντι σε τέτοιους ποδοσφαιριστές μπορείς να δεις και να συγκρίνεις και να καταλάβεις τι πράγματα μπορείς να κάνεις».
Πόντες, Μαντζουράκης, Χάβος, Δέλλας, Κάστρο, Αναστασίου… Αυτοί ήταν οι προπονητές που έχει αλλάξει η επαγγελματική ομάδα όσο είσαι εσύ σε αυτή. Ποιος σε βοήθησε περισσότερο;
«Με τον Πόντες δεν βρέθηκα πολύ γιατί ήμουν μόνο στην προετοιμασία ως μικρός. Δεν ήμουν επαγγελματίας ακόμη τότε. Όταν ήμουν δανεικός στον Αμφίλοχο παίζαμε τελικό Κυπέλλου ΕΠΣΑ στο γήπεδο του Παναιτωλικού με αντίπαλο την ΑΕΜ. Ο Δέλλας που ήταν τότε προπονητής του Παναιτωλικού είχε δει το παιχνίδι, ρώτησε για εμένα και του είπαν αυτό το παιδί είναι δικό μας. Είπε τον θέλω για προετοιμασία και κάπως έτσι γύρισα στον Παναιτωλικό.
Κάποια παιδιά πήγαν δανεικοί και δεν γύρισαν ποτέ πίσω. Εγώ και εκεί στάθηκα τυχερός γιατί με είδε ο Δέλλας και αποτελεί πολύ σημαντικό κομμάτι στην καριέρα μου, γιατί με έφερε πίσω στον Παναιτωλικό και με καθιέρωσε. Με αυτόν έπαιξα 21 παιχνίδια. Δεν είναι μόνο ο Δέλλας βέβαια. Είναι και ο Μπορμπόκης και ο Μπουρουτζίκας. Όλη η προπονητική ομάδα με βοήθησε πάρα πολύ τότε γιατί είχα πεσμένη ψυχολογία και με βοήθησαν πάρα πολύ ώστε να βελτιωθώ. Εκείνη τη χρονιά μάλιστα (σ.σ. 2018/19, πρώτη σεζόν με τον Δέλλα στο «τιμόνι» από το καλοκαίρι, έχοντας κάνει προετοιμασία) έπαιξαν και άλλα παιδιά εκείνη τη χρονιά και η ομάδα είχε πορεία για Ευρώπη.
Αν κερδίζαμε κάποια παιχνίδια όπως εκείνο με τη Λάρισα που κερδίζαμε 2-0 και έληξε 2-2, θα παίρναμε και την ψυχολογία και ίσως τα καταφέρναμε. Μάλιστα η ομάδα έβγαλε και παίκτες τότε. Έβγαλε εμένα, τον Μιχάι, τον Τσιγγάρα, τον Λιάβα, τον Ντουάρτε κλπ. Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό για τον Παναιτωλικό».
Πιστεύεις ότι ο Παναιτωλικός μπορεί να βασιστεί σε δικούς του ποδοσφαιριστές και να έχει έναν κορμό από τις υποδομές του; Υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις…
«Πιστεύω ότι μπορεί. Ανάλογα βέβαια και τις χρονιές και τι υπάρχει στις ακαδημίες. Όταν ήμασταν εμείς στην Κ20 και ήμασταν 3οι σε όλη την Ελλάδα δεν ήξερες ποιον να κάνεις επαγγελματία πρώτο. Σίγουρα υπάρχουν παιδιά που μπορούν να βοηθήσουν την ομάδα και να στηριχτεί πάνω τους. Να αποτελέσουν τον κορμό. Σίγουρα βέβαια χρειάζονται ακόμη περισσότερα παιδιά και γι’ αυτό απαιτείται υπομονή, αλλά και να υπάρχουν και έμπειροι παίκτες που θα πλαισιώνουν αυτά τα παιδιά. Ποδοσφαιριστές από τους οποίους ένα παιδί που ανεβαίνει από τα τμήματα υποδομής μπορεί να μάθει πράγματα. Χρειάζεται μία μίξη δηλαδή από έμπειρους ποιοτικούς ποδοσφαιριστές και ντόπιους.
Δεν γίνεται να ανεβάζεις ταυτόχρονα δέκα νέους παίκτες γιατί δεν είμαστε ο Άγιαξ ή η Μπαρτσελόνα. Πρέπει όμως παιδιά που έχουν ποιότητα, όπως για παράδειγμα ο Χρήστος Μπελεβώνης, να παίρνουν τις ευκαιρίες τους, να βελτιώνονται δίπλα σε έμπειρους ποδοσφαιριστές και σταδιακά να αγωνίζονται ακόμη περισσότερο. Όταν ένας προπονητής βλέπει τη βελτίωση στα παιδιά της ομάδας, τότε αυτό βοηθάει γιατί όταν θα χρειαστεί έναν ποδοσφαιριστή θα πει, “γιατί να πάρουμε αυτόν; Έχουμε τον Μαλή”, για παράδειγμα. Βέβαια αν ένας μικρός δεν πάει καλά, δεν μπορεί και η ομάδα να επιμένει σε αυτόν. Ίσως χρειαστεί να πάει δανεικός, να πάρει παιχνίδια και να γυρίσει πιο έτοιμος.
Με τον Αναστασίου όλοι οι παίκτες δοκιμάστηκαν. Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να πει “ήμουν αδικημένος”. Όσοι δεν έδωσαν αυτά που θα έπρεπε να δώσουν πήγαν δανεικοί ή έφυγαν, αλλά έπαιξαν. Πιστεύω δεν αδικήθηκε κανείς».
Τελικά, στόπερ, αμυντικός μέσος ή δεξί μπακ είναι η αγαπημένη σου θέση;
«Σαν δεξί μπακ νομίζω βγάζω όλη μου την ενέργεια. Πιο εύκολη θέση είναι το στόπερ γιατί δεν έχει τόσο τρέξιμο, αλλά νομίζω με τα χαρακτηριστικά που έχω σαν μπακ μπορώ να κάνω περισσότερα πράγματα. Σαν στόπερ πιστεύω πρέπει να βελτιώσω κάποια πράγματα. Να αποκτήσω περισσότερη εμπειρία και να βελτιώσω την αντίληψή μου. Είναι πράγματα που γίνονται. Τη δεδομένη στιγμή όμως μου αρέσει να παίζω μπακ. Είμαι πιο ελεύθερος να κάνω πράγματα επιθετικά και να τρέξω. Κάνω σε κάθε παιχνίδι 12 χιλιόμετρα. Μου αρέσει αυτό το πράγμα γιατί βγάζω όλη μου την ενέργεια.
Σαν στόπερ με πιάνει μια τρέλα, θέλω να πάρω την μπάλα μπροστά και να τρέξω (σ.σ. γέλιο). Και σαν αμυντικός μέσος μου άρεσε η θέση, αλλά αν είχα να διαλέξω από αυτές τις τρεις, αυτή τη στιγμή θα προτιμούσα να αγωνίζομαι μπακ. Βέβαια εμένα δεν με νοιάζει. Και τερματοφύλακα να με βάλει ο προπονητής θα παίξω να βοηθήσω την ομάδα».
Πιστεύεις ότι θα επιστρέψεις δυνατότερος μετά από αυτή τη δοκιμασία; Φοβάσαι ότι θα σε επηρεάσει και ίσως να φοβάσαι να βάλεις το «πόδι σου στη φωτιά»;
«Πιστεύω ότι όταν γυρίσω το πόδι μου θα είναι καλύτερο από το άλλο. Ίσως να φοβάμαι περισσότερο για το αριστερό παρά το δεξί. Πιστεύω επειδή σαν άνθρωπος είμαι “όλα ή τίποτα”, γι’ αυτό τραυματίστηκα κιόλας, από την πρώτη στιγμή που θα επιστρέψω θα βάζω το πόδι μου «στη φωτιά» κατευθείαν. Δεν φοβάμαι γιατί δουλεύω με τον κ. Σκορδή, έναν από τους καλύτερους στην Ελλάδα και είμαι σίγουρος ότι το πόδι μου θα είναι καλύτερο και από πριν».
Ωραία, άρα πάμε στην ουσία. Πότε επιστρέφεις;
«Αυτό θα είναι έκπληξη (σ.σ. γέλιο). Δεν θέλω να μιλήσω γιατί όταν μιλάω δεν πάνε καλά τα πράγματα. Είμαι πάντως πολύ αισιόδοξος».
Αναλυτικά εδώ η συνέντευξη
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.