Μετανιωμένος για την απόφασή του να φύγει από τον Παναθηναϊκό είναι ο Εμάνουελ Ολιζαντέμπε. Ο Πολωνός επιθετικός χαρακτήρισε, επίσης, μεγαλύτερο λάθος στην καριέρα του το πέρασμα από την Skoda Ξάνθη, όπου τόνισε ότι κουμάντο έκανε ο Πανόπουλος, ενώ σχολίασε τη θητεία του στην Κίνα και την Κύπρο, κάνοντας και σύγκριση με τον Τζιμπρίλ Σισέ.
Αναλυτικότερα όσα δήλωσε στην εφημερίδα “Εξέδρα”, ο 33χρονος στράικερ
-Πώς αποφάσισες να πας στην Κίνα;
«Όταν ήρθε η πρόταση, το σκέφτηκα πολύ. Η αμοιβή ήταν καλή, αλλά ήθελα να δω τις συνθήκες. Πήγα, είδα και αποφάσισα να τολμήσω. Είχα συζητήσει ασφαλώς με τη σύζυγό μου. Η Μπέατα με στήριξε, μου είπε “πήγαινε”. Το συμβόλαιο θα ήταν για έναν χρόνο και θα ανανεωνόταν κάθε χρονιά αν ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι».
-Δεν σκέφτηκες το ρίσκο; Ουσιαστικά εξαφανιζόσουν από τον ποδοσφαιρικό χάρτη…
«Το σκέφτηκα. Αλλά μου αρέσει η αλλαγή, ήθελα κάτι καλύτερο από την Κύπρο και θεώρησα ότι ήταν μια καλή ευκαιρία. Και όντως ήταν. Καθόλου δεν το έχω μετανιώσει. Μόνο η απόσταση από τη σύζυγό μου ήταν πρόβλημα, αλλά το αντιμετωπίσαμε».
-Πώς και γιατί σε επέλεξαν;
«Όλος ο κόσμος είναι ένα πια. Τέσσερις ώρες από εδώ στο Ντουμπάι και άλλες 7-8 πτήση από το Ντουμπάι στο Πεκίνο. Είναι μεγάλη απόσταση, αλλά στην πραγματικότητα πια ο κόσμος έχει μικρύνει. Όλοι μαθαίνουμε πολλά για όλα τα μέρη στον κόσμο. Με ήξεραν από το Μουντιάλ της Κορέας και με ήθελαν όχι μόνο για να σκοράρω, αλλά και για να κάνω μαθήματα στους μικρούς της Ακαδημίας. Τους αφιέρωσα πολύ χρόνο και μυαλό, μου άρεσε αυτή η διαδικασία. Μόχθησα πολύ, αλλά τα κατάφερα».
-Τί σε δυσκόλεψε περισσότερο;
«Η προπόνηση και η μοναξιά. Όχι τον πρώτο χρόνο, μετά».
-Μίλησέ μας για την προπόνηση, τους παίκτες, το τιμ…
«Οι Κινέζοι είχαν και έχουν ακόμη την πεποίθηση ότι στον αγώνα πρέπει να τρέχουμε πολύ. Δεν μπορείς να φανταστείς τι προπόνηση κάναμε. Όλη η σεζόν ήταν σαν καλοκαιρινή περίοδος προετοιμασίας. Τρέξιμο, τρέξιμο και λιγότερο ποδόσφαιρο. Υπάκουσα σε όλα. Αλλά μιλούσα και στον προπονητή για το ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν διαφορετικά το ποδόσφαιρο. Οι συμπαίκτες μου ήταν πολύ φιλικοί. Και η ομάδα οργανωμένη εκπληκτικά, όπως και οι περισσότερες κινεζικές ομάδες».
-Δηλαδή;
«Στην Κίνα οι ομάδες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε όσες ανήκουν στις πόλεις και σε όσες ανήκουν σε επιχειρηματίες, όπως η δική μας. Ο ιδιοκτήτης έχει κατασκευαστική εταιρεία, είχε και έχει μεγάλα όνειρα για την ομάδα. Το προπονητικό κέντρο είναι καταπληκτικό. Είχαμε τα πάντα: ξενώνες, εστιατόριο, γήπεδα, τηλεόραση, Ίντερνετ, ανθρώπους κοντά μας. Ωραίο περιβάλλον για ποδόσφαιρο. Ήταν και καλή περίοδος για την ομάδα, τερματίσαμε τέταρτοι, αν και για μεγάλο διάστημα ήμασταν πρώτοι ή δεύτεροι».
-Πώς ήταν το γήπεδο;
«Μεγάλο, 60.000 θέσεων. Κανονικό για μια πόλη 10.000.000 κατοίκων. Δεν γέμιζε συχνά, αλλά κατά μέσο όρο είχαμε 25.000-30.000 θεατές σε κάθε ματς».
-Ποιο ήταν το σύστημα και τακτική στα παιχνίδια;
«Σταθερά 4-4-2, μου άρεσε και εμένα. Έτσι παίζουν σχεδόν όλες οι κινεζικές ομάδες. Με πολλή πίεση στον αντίπαλο, πολλά τρεξίματα για κλεψίματα, passing game».
-Η διαιτησία;
«Η διαιτησία είναι παντού η ίδια. Κάποιες ομάδες ευνοούνται, κάποιες αδικούνται. Έγιναν και κάποια απίστευτα σε ορισμένα ματς. Αλλά το θέμα είναι πώς το αντιμετωπίζει ο κόσμος και τα μέσα ενημέρωσης. Εκεί είναι πιο ήρεμοι, δεν έχουν τόσο μεγάλη προκατάληψη όσο εδώ».
-Οι άνθρωποι;
«Καλοί, ευγενικοί, με αξίες, αρχές και ζεστασιά. Με έβαλαν στα σπίτια τους αρκετοί συμπαίκτες μου, γνώρισα τους γονείς, τα παιδιά, τις συζύγους τους. Πηγαίναμε βόλτες, ψωνίζαμε, τρώγαμε μαζί, τους έλεγα ιστορίες, ήταν ωραία».
-Η ζωή, η αγορά, η κοινωνία;
«Έχουν βελτιωθεί σε όλα. Το φαγητό είναι πολύ φτηνό και υπέροχο. Μου άρεσε ανέκαθεν το κινέζικο, εκεί το μαγειρεύουν πιο βαρύ απ' ό,τι στην Ευρώπη. Γενικά η αγορά ήταν φτηνή, εκτός από τα εισαγόμενα επώνυμα ρούχα, τα οποία είχαν τιμές Ευρώπης και ήταν πανάκριβα για τους Κινέζους. Σε γενικές γραμμές έχουν προοδεύσει πολύ. Είναι εργατικοί, φιλότιμοι, έχουν στόχους και όνειρα. Δουλεύουν πολύ, αλλά δεν απομακρύνονται από τους φίλους και τις οικογένειές τους».
-Πώς πολέμησες τη μοναξιά;
«Να ξέρεις ότι είμαι περισσότερο τίγρης παρά λιοντάρι. Δεν έχω πολλούς φίλους. Τον πρώτο ενάμιση χρόνο δεν είχα πρόβλημα. Μετά μου έλειπε πολύ η Μπεάτα και η ζωή στην Ελλάδα. Συγκεντρώθηκα πολύ στο ποδόσφαιρο να ξέρεις. Έπαιξα περισσότερα από 70 ματς σε τρία χρόνια, πέτυχα περίπου 30 γκολ, πάλεψα πολύ σε έναν τραυματισμό που είχα. Ξέρεις, οι Κινέζοι είναι της υπομονής σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Αργά αργά. Τρέξιμο, μασάζ, τέτοια. Έχουν ικανότατους γιατρούς, αλλά δεν σε πιέζουν όπως στην Ευρώπη. Εγώ τους πίεζα για να γυρίσω πιο γρήγορα».
-Για το πέρασμά σου από τον Παναθηναϊκό;
«Αποδείχθηκε ότι ήταν λάθος μου όταν αποφάσισα να φύγω από τον Παναθηναϊκό και να πάω στην Πόρτσμουθ. Ο Ζάετς είχε φύγει, έκανα λίγο παρέα με τον Χαλκιά. Εμένα με ήθελε στην ομάδα ο τότε ιδιοκτήτης της, ο Μάνταριτς. Δεν με ήθελε όμως ο προπονητής, ο Ρέντναπ. Το κατάλαβα γρήγορα και αποφάσισα να φύγω όταν, σε ένα ματς με πολλές απουσίες, πήρε έναν πιτσιρίκο από τη δεύτερη ομάδα. Έπαιξα μόνο σε δύο ματς πρωταθλήματος».
-Γιατί λες ότι θα μπορούσες να είχες μείνει στον Παναθηναϊκό;
«Διότι είχα συμβόλαιο για επιπλέον έξι μήνες και ήμουν καλά, παρά τις τριβές με τον Μαλεζάνι».
-Και μετά προκύπτει η Ξάνθη…
«Α! Το μεγαλύτερο λάθος στην καριέρα μου».
-Γιατί;
«Πήγα με μεγάλη διάθεση να παίξω, παρότι η πόλη δεν με ενθουσίαζε. Αλλά γρήγορα κατάλαβα τι γινόταν. Ξεκινήσαμε με τον Ματζουράκη και αλλάξαμε πέντε προπονητές. Ο πρώτος έβαζε βασικό αυτό το ψηλό αγόρι (σ.σ.: Λαμπριάκος). Ο δεύτερος το ίδιο, ο τρίτος, όλοι. Κάποια στιγμή άρχισα να αναρωτιέμαι: “Είμαι τόσο σκατά; Είμαι τόσο κακός;” Εκείνη η σεζόν έπληξε την αυτοπεποίθησή μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Κατόπιν κατάλαβα ότι για όλα στην ομάδα αποφάσιζε ο Πανόπουλος, που με είχε επιλέξει! Το χειρότερο ήταν ότι έλεγαν από την ομάδα και γραφόταν στις εφημερίδες ότι έχω προβλήματα με τραυματισμούς, αλλά εγώ ήμουν μια χαρά, έκανα κανονικά προπόνηση και με έπαιρναν στον πάγκο».
-Το ίδιο και στην Κύπρο;
«Όχι, εκεί ήταν φανταστικά! Μόλις είχε προβιβαστεί ο ΑΠΟΠ, οι άνθρωποι ήταν πολύ θερμοί και φιλικοί. Είχαμε ξεκινήσει εκπληκτικά, έβαζα γκολ, όλα ήταν σούπερ. Αλλά έφυγα πριν από τη λήξη της σεζόν, διότι ήρθε η πρόταση από την Κίνα. Θα μπορούσα να ξαναπαίξω στην Κύπρο. Έχουν οργανωθεί πλέον, κάνουν καλή προπόνηση, έχουν αθλητικά κέντρα, είναι καλές οι συνθήκες».
-Γιατί αποφάσισες να επιστρέψεις;
«Δεν το επιδίωξα. Ήθελα να μείνω έναν χρόνο ακόμα στην Κίνα. Αλλά ο νέος προπονητής αποφάσισε να διώξει όλους τους ξένους λίγο πριν από την έναρξη του πρωταθλήματος. Περίμενα ότι θα έμενα. Τελευταία στιγμή άλλαξαν γνώμη, γύρισα τον Φεβρουάριο. Προπονούμαι, πάω γυμναστήριο, είμαι καλά, αλλά μου λείπει το ποδόσφαιρο».
-Τί σκέφτεσαι για το μέλλον;
«Θέλω να παίξω στην Ελλάδα, αλλά δεν αποκλείω τίποτα. Ρωσία, Τουρκία, Κύπρος… Αλλά θέλω να εγκατασταθώ εδώ. Και δεν είναι θέμα χρημάτων. Είμαι ρεαλιστής, ξέρω ότι δεν μπορώ να βρω στην Ελλάδα 200.000-300.000 ευρώ. Μα είμαι μαζί με την Μπεάτα, γυμνάζομαι και θα συζητήσω με ορισμένες ομάδες, στα 32 είμαι ακόμα».
-Τί θα κάνεις μετά το τέλος της καριέρας σου;
«Σίγουρα θα μείνουμε στην Ελλάδα. Η Μπεάτα τελειώνει τις σπουδές της στον τομέα της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και νιώθουμε πολύ καλά εδώ. Για τους Έλληνες είναι δύσκολα, το καταλαβαίνω. Έχω φίλους που μοιάζουν φοβισμένοι, που νιώθουν ότι όλα άλλαξαν μέσα σε δύο χρόνια. Αλλά για εμάς είναι καταπληκτικά. Ηρεμία, καλές συνθήκες ζωής, ωραίο περιβάλλον για να δημιουργήσεις οικογένεια. Η Αθήνα είναι ωραία, αν προσέχεις και έχεις το μυαλό στο κεφάλι σου».
-Και αν έχεις δουλειά και χρήματα…
«Ασφαλώς. Μα ακόμη κι αν δεν είσαι πλούσιος, μπορείς να προοδεύσεις και να ζήσεις καλά. Οι Έλληνες δεν έχουν χάσει τα καλά στοιχεία της ταυτότητάς τους, ακόμη και τώρα που όλα είναι διαφορετικά».
-Οι ατάκες του Μανώλη:
«Ο Έλληνας άλλαξε. Χάνει τη δουλειά του, είναι μπερδεμένος, αγχωμένος και ανασφαλής για το μέλλον».
«Η πιο σωστή απόφαση που πήρα στη ζωή μου ήταν η αγορά αυτού του σπιτιού στα Μελίσσια».
«Ο δικός μας Παναθηναϊκός θα νικούσε εύκολα τον τωρινό. Πολύ εύκολα. Και εκείνος ο Ολυμπιακός θα νικούσε εύκολα τον σημερινό».
«Ο μοναδικός που μου έχει κάνει εντύπωση από τους νέους παίκτες είναι ο Νίνης. Μου αρέσει πολύ η κίνησή του με και χωρίς την μπάλα, το μυαλό του, οι πάσες του, το σουτ, τα πάντα. Μακάρι να πάει πολύ ψηλά».
«Η μεγαλύτερη δοκιμασία μου ήταν στην Πολωνία. Έπρεπε να πείσω 40.000.000 ανθρώπους. Αυτό είναι! Το κίνητρο! Έμπαινα μέσα στα ματς της Εθνικής και δεν καταλάβαινα τίποτα! 100% συγκέντρωση, 100% προσπάθεια, 100% σε όλα. Και τους έπεισα».
«Δυσκολότερο γκολ μου είναι αυτό που είχα πετύχει με την Άρσεναλ στο 'Χάιμπουρι', το πιο όμορφο το 2-2 στον ημιτελικό Κυπέλλου με την ΑΕΚ το 2004 και πιο σημαντικό στην Τούμπα»
«Τρελαίνομαι όταν με βλέπουν στον δρόμο, με αναγνωρίζουν, με θυμούνται, με αγκαλιάζουν, με φιλούν. 'Ε, Μανώλη παικταρά!'. Και οι φίλοι του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ, όλοι. Είναι φανταστικό συναίσθημα».
«Συναντήθηκα με τον Νικοπολίδη πρόσφατα. «Είσαι με τους κόκκινους τώρα, δεν ντρέπεσαι;», του έκανα πλάκα. Μου λέει: 'Μανώλη, μη λες τέτοια πράγματα'. Με αγκάλιασε, με φίλησε. Καλός άνθρωπος και πολύ καλός τερματοφύλακας».
«Ο Σισέ είναι killer και πολεμιστής. Έχει κίνητρο σε κάθε ματς. Να μπει, να πετύχει γκολ με όλες τις ομάδες, να τις ‘σκοτώσει’. Εγώ δεν το είχα αυτό. Δεν είχα τόσο ισχυρά κίνητρα. Έλεγαν ότι ο ‘Μανώλης επιλέγει ματς’. Δεν ήταν έτσι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι πάντα ήμουν πιο συγκεντρωμένος στα ντέρμπι, στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και δεν έβαζα συνολικά πολλά γκολ, αλλά έβαζα αρκετά με τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ και στα ευρωπαϊκά παιχνίδια. Ήταν λάθος μου. Αλλά έχουμε και ένα κοινό: γυρίσαμε δυνατοί ύστερα από δύο τραυματισμούς».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.