ΗΚάμαλα Χάρις έχει πλέον εξασφαλίσει την υποστήριξη επαρκούς αριθμού αντιπροσώπων στο συνέδριο του Δημοκρατικού κόμματος —τουλάχιστον 1.967— που θα διεξαχθεί τον Αύγουστο στο Σικάγο και άρα μπορεί να θεωρείται οριστικό πως θα είναι η υποψήφια του κόμματος στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου μετά την αποχώρηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν από την κούρσα, μεταδίδει το CNN, επικαλούμενο καταμέτρησή του πολιτεία προς πολιτεία.
Ανάλογες πληροφορίες έδωσαν επίσης πηγές του στην εκστρατεία της κυρίας Χάρις στο πρακτορείο Reuters· ενώ το Associated Press από την πλευρά του λογάριασε πως η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ έχει εξασφαλισμένη την υποστήριξη 2.214 αντιπροσώπων από το σύνολο των περίπου 3.900, με άλλα λόγια μεγαλύτερη από την απαιτούμενη απλή πλειοψηφία.
Η εξέλιξη πάντως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επίσημη ακόμη, αφού οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονται σε δημοσιογραφικές πληροφορίες. Οι αντιπρόσωποι που είχαν ταχθεί υπέρ του κ. Μπάιντεν είναι πλέον «ελεύθεροι» να επιλέξουν, αφού ο πρόεδρος τερμάτισε την εκστρατεία για την επανεκλογή του στο αξίωμα προχθές Κυριακή.
Νωρίτερα, στην πρώτη της ομιλία ως υποψήφια για το χρίσμα, η αντιπρόεδρος επαίνεσε τον Μπάιντεν για την προσφορά του, υπογραμμίζοντας ότι «η πολιτική κληρονομιά του θα μείνει αξεπέραστη στη σύγχρονη ιστορία».
Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας Χάρις για το χρίσμα οδήγησε στη συγκέντρωση χρηματικών δωρεών-ρεκόρ σε λίγες μόλις ώρες και αυτό παρά τις δημοσκοπήσεις που συνεχίζουν να εμφανίζουν τον Τραμπ ως νικητή της εκλογικής αναμέτρησης εναντίον της Χάρις.
Εκτός από τον πρόεδρο Μπάιντεν, σημαντικός αριθμός στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος ανακοίνωσαν τα τελευταία δύο 24ωρα τη στήριξή τους στη Χάρις, όπως η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσομ, η κυβερνήτης του Μίσιγκαν Γκρέτσεν Ουίτμερ και ο ανεξάρτητος γερουσιαστής Τζο Μαντσίν, ο οποίος είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να καταθέσει υποψηφιότητα. Τη στήριξή του απέφυγε να προσφέρει ο Μπαράκ Ομπάμα, καθώς κάτι τέτοιο θα έκανε την υποψηφιότητα της Χάρις να μοιάζει με δυναστική στέψη.
Από τους 263 Δημοκρατικούς-μέλη του Κογκρέσου και τους 23 Δημοκρατικούς κυβερνήτες, 175 είχαν ανακοινώσει τη στήριξή τους στη Χάρις μέχρι χθες το απόγευμα, προσφέροντας στην αντιπρόεδρο περισσότερους από 500 συνέδρους από τους 4.500.
Δημοσκοπήσεις
Το κόμμα, όμως, διάγει κρίση μετά την απόφαση του Μπάιντεν να μη διεκδικήσει δεύτερη θητεία λιγότερο από τέσσερις μήνες πριν από τις εκλογές, ενώ οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τον Τραμπ να επικρατεί σε κρίσιμες, αμφίρροπες πολιτείες. Το ποσοστό αποδοχής της Χάρις –όπως και του Μπάιντεν– δεν έχει ξεπεράσει το 40% φέτος, σημάδι ότι το εκλογικό σώμα την ταυτίζει με την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Η αντιπρόεδρος καλείται τώρα να συσπειρώσει τους απογοητευμένους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους, να πείσει στη συντομότερη προεκλογική εκστρατεία στην αμερικανική ιστορία ότι είναι έτοιμη να ηγηθεί και να καθησυχάσει όσους ανησυχούν για τις ικανότητές της ως υποψήφιας. Την ίδια ώρα, η Χάρις θα βρεθεί αντιμέτωπη με αντίπαλο πρόθυμο να καταφύγει στον σεξισμό και στον ρατσισμό προκειμένου να εξασφαλίσει ψήφους. Και όλα αυτά ενώ ο Τραμπ απολαμβάνει πρωτοφανή δημοτικότητα μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.
«Δεν υπάρχει ιστορική αναλογία. Η απόφαση του Λίντον Τζόνσον να μη διεκδικήσει την επανεκλογή του το 1968 ανακοινώθηκε επτά μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές», λέει ο καθηγητής Ιστορίας της Προεδρίας στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια Ράσελ Ράιλι, μιλώντας στην Washington Post.
Γνώστες της πολιτικής σκηνής προειδοποιούν, όμως, ότι πολλοί υποτίμησαν στο παρελθόν τη Χάρις, για να διαψευσθούν οικτρά. Η πρώην εισαγγελέας απέδειξε τις ικανότητές της στον αδυσώπητο πολιτικό στίβο του Σαν Φρανσίσκο, ενώ παρότι πολλοί τη θεώρησαν ξεγραμμένη μετά την καταστροφική της διεκδίκηση του χρίσματος το 2019, αναδείχθηκε σε αποτελεσματική και αξιόπιστη αντιπρόεδρο του Μπάιντεν.
Στην πρώτη γραμμή
Η ανατροπή της απόφασης νομιμοποίησης της άμβλωσης Ρόου εναντίον Ουέιντ από το Ανώτατο Δικαστήριο πριν από δύο χρόνια πρόσφερε ιδανική ευκαιρία στη Χάρις να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της εκστρατείας υπέρ των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών. Η εκστρατεία Τραμπ εγκαινίασε ήδη από το βράδυ της Κυριακής τις προσπάθειες ταύτισης της Χάρις με τον Μπάιντεν, αναφέροντας σε ανακοίνωση: «Οι ευθύνες τους είναι μοιρασμένες και δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση μεταξύ τους. Η Χάρις καλείται τώρα να υπερασπισθεί την αποτυχημένη κυβέρνηση Μπάιντεν και την αριστερή και ανεκτική προς την εγκληματικότητα προσωπική της πορεία στην Καλιφόρνια».
Η Χάρις, κόρη Ινδής μητέρας και Τζαμαϊκανού πατέρα, γεννήθηκε το 1964 και μεγάλωσε στο Μπέρκλεϊ, έξω από το Σαν Φρανσίσκο. Φοίτησε στο ιστορικό αφροαμερικανικό Πανεπιστήμιο Χάουαρντ και έγινε γνωστή ως εισαγγελέας σε υποθέσεις σεξουαλικών εγκλημάτων και ανθρωποκτονιών. Το 2010 εξελέγη γενική εισαγγελέας της Καλιφόρνιας ύστερα από αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση.
Καθοριστική για τη φήμη της υπήρξε η απόφασή της να μη ζητήσει τη θανατική ποινή σε υπόθεση δολοφονίας αστυνομικού στο Σαν Φρανσίσκο, στρέφοντας εναντίον της τα πανίσχυρα συνδικάτα της αστυνομίας, αλλά ενισχύοντας το προφίλ της μεταξύ των προοδευτικών ψηφοφόρων. Οι αριστεροί επικριτές της υποστηρίζουν, όμως, ότι η Χάρις διέψευσε τις προσδοκίες των υποστηρικτών της ως γενική εισαγγελέας υιοθετώντας μετά την υπόθεση της δολοφονίας του αστυνομικού σκληρή γραμμή κατά της εγκληματικότητας των Αφροαμερικανών.
Μετά την εκλογή της στη Γερουσία το 2015, η Χάρις αναδείχθηκε σε πολιτική μάστιγα των Ρεπουμπλικανών κατά τη διάρκεια καταθέσεών τους σε επιτροπές υπό την προεδρία της.
Νέα στρατηγική Ρεπουμπλικανών
Αμήχανα αντιμετώπισε η εκστρατεία Τραμπ την εμφάνιση της Χάρις στην προεκλογική σκακιέρα, υποχρεώνοντας το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε εντελώς διαφορετική στρατηγική, παρά τους κομπασμούς του Τραμπ σε πλατφόρμα μηνυμάτων για την απόσυρση του Μπάιντεν. «Ο Τζο ο Απατεώνας δεν είναι ικανός να κατέβει στις εκλογές και να επιτελέσει τα καθήκοντά του», έγραψε ο Τραμπ, ενώ η Χάρις απειλεί να συσπειρώσει την ψήφο των γυναικών και των Αφροαμερικανών. Στο μεταξύ, ενώπιον επιτροπής της Βουλής κατέθεσε χθες η επικεφαλής της Μυστικής Υπηρεσίας, Κίμπερλι Τσιτλ, που επωμίσθηκε την ευθύνη για τις ελλείψεις ασφαλείας στην προεκλογική ομιλία του Τραμπ. Στην κατάθεσή της η Τσιτλ, που αναμένεται να παραιτηθεί, παραδέχθηκε ότι η υπηρεσία «απέτυχε» το προπερασμένο Σάββατο.
Πηγή: Καθημερινή
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.