Σαν σήμερα πριν δέκα χρόνια, η Εθνική Ελλάδος έγραψε ιστορία στο Μουντομπάσκετ του 2006, στη Σαϊτάμα.
Παπαλουκάς, Διαμαντίδης, Σπανούλης, Φώτσης, Παπαδόπουλος, Ντικούδης, Σχορτσανίτης, Χατζηβρέττας και Τσαρτσαρής ξεσήκωσαν μία μικρή χώρα με τη νίκη τους επί των ΗΠΑ με 101-95. Μια νίκη που έμοιαζε ακατόρθωτη. Ένα άπιαστο όνειρο. Κι όμως, εκείνη η παρέα έδειξε πως όλα μπορούν να συμβούν.
Ο «μαέστρος» της «επίσημης αγαπημένης», αυτός που κινούσε τα νήματα ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Ένας άνθρωπος με πολλές επιτυχίες στο βιογραφικό του, τόσο σαν παίκτης, όσο και σαν προπονητής.
Ο 57χρονος πρώην τεχνικός μίλησε στην εφημερίδα «Goal» για τον προ δεκαετίας άθλο και θυμήθηκε τις συγκινητικές αυτές στιγμές. Τονίζει τα σημεία «κλειδιά» της εμφατικής αυτής νίκης και υποστήριξε ότι δεν φοβήθηκαν τους Αμερικανούς, ίσα ίσα προκάλεσαν αίσθηση.
Επίσης, αναφέρθηκε στην καριέρα τους εντός κι εκτός παρκέ και στο τι πρέπει να γίνει για να ξαναγυρίσει η Εθνική στις επιτυχίες.
Αναλυτικά όσα δήλωσε στην εφημερίδα «Goal News»
Πρώτα απ' όλα, κόουτς, τι είναι αυτό που θυμάστε πιο έντονα από εκείνο το ματς;
«Η συγκέντρωση που είχαν οι παίκτες και όλοι όσοι κάθονταν στον πάγκο. Ιδιαίτερα όμως οι παίκτες για να πετύχουμε αυτήν την πολύ μεγάλη νίκη».
Είχατε πιστέψει ότι μπορεί και να κάνετε την έκπληξη;
«Παίξαμε σαν ομάδα που πίστευε ότι μπορεί να τα καταφέρει, γιατί θεωρώ ότι η εικόνα του αγώνα, αν κάποιος κάτσει και τον παρακολουθήσει ξανά, ήταν μια ομάδα που πραγματικά το πίστευε».
Πριν από το τζάμπολ τι είχατε πει στους παίκτες;
«Το τελευταίο πράγμα που έπρεπε να τους πω είναι ότι δεν έπρεπε να χαρίσουμε καμία μπάλα στον αντίπαλο».
Ξεκινάει το παιχνίδι. Η Αμερική είναι λίγο καλύτερη, παίρνει μια διαφορά 12 πόντων στα μέσα της δεύτερης περιόδου. Πιστέψατε ότι εκεί μπορεί και να χαθεί το ματς;
«Εκείνη τη στιγμή το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς θα μπορούσα να βοηθήσω την ομάδα μου αμυντικά, προκειμένου να δεχόμαστε πιο δύσκολα το καλάθι και επιθετικά να προσπαθήσουμε να υλοποιήσουμε κάποια στοιχεία που είχαμε εντοπίσει ως αδυναμία στους Αμερικανούς».
Ισχύει ότι στα τάιμ άουτ λέγατε «μην κοιτάτε το ταμπλό»;
«Φυσικά! Το πρώτο πράγμα που προσπαθώ να περάσω στα παιδιά είναι ότι δεν υπάρχει λόγος να κοιτάνε το σκορ και πόσο είναι το παιχνίδι».
Πότε αρχίσατε να πιστεύετε κατά τη διάρκεια του αγώνα ότι «τους έχουμε»;
«Οταν αυτά που είχαμε σχεδιάσει για να παρουσιάσουμε μέσα στο παιχνίδι αισθανόντουσαν άνετα τα παιδιά να τα υλοποιούν. Και φυσικά οι αντίπαλοι έδειχναν μια νευρικότητα, την οποία και θέλαμε να εκμεταλλευτούμε».
Σας βγήκε το ματς και ακολουθήσαμε τον ρυθμό τους με αποτέλεσμα να τους κερδίσουμε με το δικό τους μπάσκετ ή ήταν κάτι που είχατε δουλέψει πριν από το παιχνίδι και είχατε στοχεύσει σε ένα τέτοιο μπάσκετ στο ματς;
«Για τα δικά μας δεδομένα είχαμε αθλητική ομάδα. Είχαμε παιδιά που μπορούν να παίξουν σε διαφορετικό στυλ. Απλά εμείς έπρεπε να ακολουθήσουμε έναν ρυθμό για να μην έχουν την ευκαιρία οι Αμερικανοί να φαίνεται ότι υπερτερούν και να αποκτήσουν περισσότερη αυτοπεποίθηση. Εμείς κατά τη διάρκεια του ματς έπρεπε να τρέχουμε σε μια ταχύτητα ώστε να τους δείχναμε ότι δεν φοβόμαστε και ότι με αυτό το τέμπο μπορούμε να ανταποκριθούμε».
Και κάπως έτσι μπλοκάρανε...
«Δεν ξέρω αν μπλοκάρανε, πάντως σε συζητήσεις που έχω κάνει κατά καιρούς με ανθρώπους που ήταν στον πάγκο των Αμερικανών, η εθνική μας ομάδα σε όλο τουρνουά είχε κάνει αίσθηση με τον τρόπο τον οποίον παίζαμε. Ακόμα και στους Αμερικανούς. Και αυτό τους έκανε εντύπωση και τη στιγμή που αντιδράσαμε όταν είχαμε βρεθεί πίσω στο σκορ. Αυτό άρχισε να τους βάζει φρένο στην ταχύτητα που ήθελαν παίξουν και στην ευκολία που ήθελαν να αντιμετωπίσουν τις καταστάσεις, είτε αμυντικά είτε επιθετικά όταν έβρισκαν τη δική μας άμυνα μπροστά τους».
«Θα ήθελα να παίξω ξανά τον τελικό»
Τι σας είπε ο Σιζέφσκι μετά το ματς και γενικά τι σας έχει πει όλα αυτά τα χρόνια από τη στιγμή που ήσασταν ο τελευταίος που τον κέρδισε;
«Ο Σιζέφσκι είναι ένας άνθρωπος που πάντα εκτιμάει τους αντιπάλους του. Τον θυμάμαι και το 1990 όταν ήταν προπονητής στην Αμερική και εγώ ακόμα παίκτης. Είχαμε χάσει το ματς στον πόντο και μου είχε πει “έπρεπε, Παναγιώτη, να κερδίσετε αυτό το ματς”. Γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια. Μετά τον ημιτελικό ήρθε, με αγκάλιασε και μου είπε “χαίρομαι για σένα”. Νομίζω ότι αυτό το ματς του είχε γίνει οδηγός. Υπήρξαν πράγματα που εμείς υλοποιούσαμε μέσα στο παιχνίδι και τα οποία δεν χρησιμοποιούσε καθόλου εκείνος σαν προπονητής. Και εμείς του αλλάξαμε γνώμη».
-Ήταν αυτό το καλύτερο ματς που έχει δώσει η εθνική ομάδα ή μήπως ο ημιτελικός με τους Ισπανούς έναν χρόνο αργότερα στο Ευρωμπάσκετ;
«Ναι, ήταν το καλύτερο! Και αυτό διότι ήμασταν πολύ συγκεντρωμένοι και ελαχιστοποιήσαμε τα λάθη μας. Ηταν το μεγαλύτερο κλειδί! Τα παιδιά σε αυτό το ματς έδωσαν και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών τους».
Τελικά φύγαμε από το Μουντομπάσκετ με μια γλυκόπικρη γεύση, αν και ήμασταν δεύτεροι στον κόσμο... Μήπως ήταν καλύτερα να είχαμε χάσει από τους Αμερικανούς και να είχαμε κερδίσει τον μικρό τελικό;
«Πολλές φορές τόσο σε αυτούς που παίζουν και είναι μέλη της ομάδας όσο και στον απλό κόσμο το κλείσιμο ενός τουρνουά με μια νίκη λειτουργεί θετικά. Δίνει μια ελπίδα ότι μπορούμε και το κάτι παραπάνω. Ομως αυτή η νίκη με την Αμερική σε συνδυασμό με τον τρόπο με τον οποίον παίξαμε δεν τα αλλάζω με τίποτα! Αποδείξαμε ότι όποια ομάδα ξέρει να παίζει μπάσκετ, ομαδικά, με σχέδιο και καθαρό μυαλό, μπορεί να κερδίσει ομάδες που υπερτερούν τόσο αθλητικά όσο και τεχνικά...».
Στον τελικό είχατε «αδειάσει» με αποτέλεσμα να κερδίσουν εύκολα οι Ισπανοί;
«Φυσικά! Τόσο πνευματικά όσο και σωματικά! Οποιος έχει παίξει σε τόσο μεγάλο επίπεδο, με έντονα παιχνίδια και μεγάλη συγκέντρωση, μπορεί να το καταλάβει. Και ιδιαίτερα κάποιος που έχει παίξει παιχνίδια τα οποία μόνο με θαύμα θα νόμιζε κάποιος ότι μπορεί να τα κερδίσει...».
Και χωρίς Ζήση...
«Ο Νίκος ήταν τεράστια απώλεια στο μεγαλύτερο μέρος του τουρνουά. Έδινε πάρα πολλά στην ομάδα. Ιδιαίτερα στο πανευρωπαϊκό την προηγούμενη χρονιά το 2005. Ο Νίκος ήταν με την ομάδα, παρότρυνε τους συμπαίκτες του και βοηθούσε σε άλλα κομμάτια. Όμως όλοι οι παίκτες έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό».
Εκείνος ο τελικός μάς έκανε κακό με την έννοια ότι ξεκίνησε και η κατηφόρα με τους Ισπανούς;
«Οχι! Μερικοί προσπαθούν και άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι μέσα στις γραμμές και δεν έχουν σφυρηλατήσει τον εαυτό τους για να κάνουν πρωταθλητισμό δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι μπορούν να ξεπεράσουν τα όριά τους. Συνήθως δημιουργούν κάποια κλισέ τα οποία λένε ότι “αυτόν δεν μπορείς να τον κερδίσεις”. Από την πρώτη μέρα που ασχολήθηκα ως αθλητής και ως προπονητής, το μόνο που ξέρω να πω είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος που δεν μπορείς να κερδίσεις. Σίγουρα μπορείς να χάσεις από όλους, αλλά πρέπει να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό για να είσαι ικανοποιημένος. Εμείς σε εκείνο το τουρνουά δώσαμε ό,τι είχαμε για αυτήν τη νίκη. Ιδιαίτερα τα παιδιά! Από εκεί και πέρα δεν είχαμε σωματικά και πνευματικά τη δυνατότητα να παίξουμε έναν τέτοιον τελικό».
Θα ανταλλάζατε το Ευρωπαϊκό του 2005 για να ξαναπαίξετε εκείνο το ματς με τους Ισπανούς;
«Να ανταλλάξω κάτι το οποίο είναι τόσο μεγάλο για όλους τους Ελληνες και τον ελληνικό αθλητισμό δεν είναι εύκολο. Ομως ότι θα ήθελα να ξαναπαίξω, θα το ήθελα. Κυρίως για να πω στον υπόλοιπο κόσμο, που υποστήριζε ότι “αυτή η ομάδα δεν μπορεί να κερδίσει τους Ισπανούς”, πως δεν ισχύει. Την επόμενη χρονιά στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ θεωρώ ότι τους κερδίσαμε. Αγωνιστικά τους είχαμε νικήσει, άσχετα αν το τελικό σκορ δεν ήταν υπέρ μας. Για διάφορους λόγους. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θεωρούν ότι κάποιοι αντίπαλοι δεν κερδίζονται. Ολοι μπορεί να ηττηθούν, αρκεί να παίξεις με πάθος, θέληση και καθαρό μυαλό, ώστε αυτά που έχεις αποφασίσει να κάνεις, να τα βγάλεις και μέσα στο γήπεδο».
«Διαφορετικό να είσαι προπονητής σε εθνική και σε σύλλογο»
Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα προπονητών που τα πάνε καλά στις Εθνικές, αλλά στους συλλόγους όχι. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης είναι από τους προπονητές που έχουν περάσει με επιτυχία και από τα δύο πόστα και έχει έναν λόγο παραπάνω...
Εχετε διατελέσει προπονητής τόσο σε συλλόγους όσο και στην Εθνική. Γνωρίζετε καλά τις διαφορές. Πρώτα απ’ όλα τι διαφορές υπάρχουν και κατά δεύτερο λόγο γιατί βλέπουμε προπονητές που πετυχαίνουν στις Εθνικές να μην τα πηγαίνουν καλά στους συλλόγους;
«Καθεμία δουλειά είναι διαφορετική. Με τις ίδιες συνθήκες δουλεύουν όλοι. Τόσο στις ομάδες όσο και στις Εθνικές. Στην Εθνική χρειάζεται να φέρεις διαφορετικά παιδιά και να τα κάνεις μια ομάδα. Δεν παίρνεις τους καλύτερους παίκτες, αλλά αυτούς που θα κάνουν καλύτερη την ομάδα και σε μικρο χρονικό διάστημα να τους βάλεις να κάνουν τα πράγματα που θεωρείς ότι πρέπει να γίνουν σε επίθεση και άμυνα ώστε να λειτουργήσουν σαν ομάδα! Και φυσικά επικοινωνείς κάθε μέρα μαζί τους, αφού οι νίκες και οι ήττες θα είναι άμεσες. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τους βγάζεις από τις συναισθηματικές καταστάσεις που θα δημιουργούνται. Σε σύλλογο είναι μια άλλη κατάσταση. Είσαι εκεί και διαλέγεις παιδιά που έχουν κάποιες δυνατότητες, ενώ διαθέτεις και περισσότερο χρόνο για να προετοιμάσεις ένα παιχνίδι και να αλλάξεις πράγματα. Όχι μόνο σε έμψυχο δυναμικό, αλλά και στον τρόπο παιχνιδιού. Εκεί είναι καθημερινή και μακρόχρονη η τριβή με τους παίκτες. Το καθένα έχει διαφορετική δυσκολία και δεν γίνεται σύγκριση».
Για την Εθνική ομάδα: «Ευχαριστώ τον κόσμο, αλλά αποφασίζει η ομοσπονδία»
Πάντως, τώρα λείπει μια επιτυχία από την εθνική ομάδα... Τι πρέπει να γίνει για να επιστρέψει στις επιτυχίες;
«Εχουμε τις δυνατότητες. Χρειάζεται κατεύθυνση για να φτάσουμε σε αυτές τις επιτυχίες, σύμφωνα με τα προσόντα μας. Και σίγουρα να παίζουμε σαν ομάδα και να έχουμε νοοτροπία ότι μπορούμε να κερδίσουμε οποιονδήποτε. Και φυσικά να έχουμε σχέδιο να το κάνουμε. Να δούμε πού υπερτερούμε και να μπορούμε να σταματήσουμε κάποια θέματα τα οποία θα είναι εναντίον μας. Η ομάδα χρειάζεται συμπαράσταση γιατί έτσι τα παιδιά νιώθουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ενώ πρέπει να έχουμε υπομονή και επιμονή. Πρέπει να είσαι πάντα προετοιμασμένος ότι οι άλλοι θέλουν να σε κερδίσουν. Να είμαστε κοντά στην ομάδα, τόσο στα καλά όσο και στα άσχημα, αν και στη δεύτερη περίπτωση αυτό δεν συμβαίνει. Πάντα ψάχνουμε αυτόν που φταίει και τον δείχνουμε. Ομως με τα άλλα τρία δάχτυλα δείχνουμε τον εαυτό μας...».
Όπως παρακολουθείτε μπάσκετ, θεωρείτε ότι η εθνική ομάδα έχει τις βάσεις για ένα λαμπρό μέλλον; Υπάρχουν το ταλέντο και τα πρόσωπα για να τη στελεχώσουν και να την οδηγήσουν στις πρώτες θέσεις;
«Μέσα από αυτά τα χρόνια που έχω ασχοληθεί με το παιχνίδι, το οποίο ζω και αγαπώ, λέω ένα πράγμα. Αν είναι πειθαρχημένος, είναι ελεύθερος. Αν καταφέρουμε και αποκτήσουμε αυτοπειθαρχία, τότε θα είμαστε έτοιμοι να ανακαλύψουμε απίστευτες πτυχές του ταλέντου μας. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν και οι γονείς και τα ίδια τα παιδιά. Πλέον δεν είναι αντίπαλος μόνο ο διπλανός μας, αλλά ο ίδιος μας ο εαυτός, όπως και όλος ο κόσμος. Εχουμε παιδιά με ταλέντο και πρέπει να τους μάθουμε να έχουν αυτοπειθαρχία...».
Φυσικά υπάρχει ανοικτό το θέμα του προπονητή και το όνομά σας ακούγεται πολύ έντονα. Διαβάζω στα sites και στα σχόλια των αναγνωστών «φέρτε τον Γιαννάκη... χθες». Από τη στιγμή που εισπράττετε αυτό το κλίμα, την αγάπη του κόσμου και την κοινή αποδοχή, νιώθετε μια κάποια στενοχώρια που δεν είστε στον πάγκο της Εθνικής;
«Κάθε άλλο! Από τη στιγμή που ο κόσμος πιστεύει και αγαπάει έναν άνθρωπο που δουλεύει, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Από εκεί και πέρα δεν αλλάζει η άποψή μου ότι δεν υπάρχει λόγος να έρθει κάποιος σε δύσκολη θέση. Πρέπει να σε καλέσουν για να συμμετέχεις. Η εθνική ομάδα είναι τιμή για κάποιον. Είναι δεδομένο!».
Είστε στη διάθεση της ομοσπονδίας για τον πάγκο της Εθνικής;
«Κατ’ αρχάς, είναι απόφαση της ομοσπονδίας. Ξέρει τι θέλει να κάνει και πώς θα ήθελε να το κάνει καλύτερα. Εγώ ξαναλέω. Ευχαριστώ τον κόσμο και πάλι για την αγάπη και την αποδοχή, αλλά για να συμμετέχεις στην εθνική ομάδα, πρέπει να σε καλέσουν. Και είναι μεγάλη τιμή».
«Το μεγάλο λάθος, ο Ζοτς και οι... Σαν Αντόνιο Σπερς»
Αλήθεια, πώς θα ήταν αν στην άκρη του πάγκου των Σαν Αντόνιο Σπερς βρισκόταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης; Ο ίδιος δεν έκρυψε την επιθυμία του να κοουτσάρει τα «σπιρούνια» του Τέξας ύστερα από σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε και μεταξύ άλλων έκανε ειδική αναφορά στους Γκρεγκ Πόποβιτς και Ζέλικο Ομπράντοβιτς!
Μεταξύ άλλων στάθηκε στο μεγάλο λάθος που έκανε όταν ήταν 20 χρόνων, ενώ κατονομάζει και εκείνους που του... έκαναν τη ζωή δύσκολη όταν ήταν ακόμα παίκτης...
Αν είναι να ανατρέξετε στην καριέρα σας, τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής. Ποιο θα ήταν για σας το
μεγαλύτερο λάθος και αν μπορούσατε να γυρίσετε τον χρόνο πίσω θα το κάνατε διαφορετικά;
«Μόνο λάθη έχω κάνει! Πάντως αυτό που ίσως να έκανα διαφορετικά όταν ήμουν νέος ήταν να πάω στην Αμερική. Δεν το έκανα επειδή είχα χάσει τον πατέρα μου. Το 1979 και ενώ ήμουν δύο χρόνια στα ΤΕΦΑΑ, είχα προτάσεις από διάφορα πανεπιστήμια με υποτροφία. Μάλιστα είχα πάει και ένα ταξίδι στην Αμερική ως εθνική ομάδα με τον κόουτς Ντουξάιρ και με είχαν δει από διάφορα πανεπιστήμια. Ομως είχα χάσει πρόσφατα τον πατέρα μου και θεώρησα ότι ήταν δύσκολο να αφήσω τη μητέρα μου. Οχι ότι δεν υπήρχαν και τα άλλα μου αδέρφια, αλλά ήταν παντρεμένα και ζούσα εγώ μαζί της... Θα ήθελα να ζήσω αυτήν την εμπειρία, να έβλεπα πόσο θα μπορούσα να βελτιωθώ αγωνιστικά, τεχνικά, αθλητικά και ατομικά».
Ως παίκτης δεν πήγατε στην Αμερική. Ως προπονητής; Θα το κάνατε;
«Είναι μια σκέψη... Δεν ξέρω τι επιφυλάσσει το μέλλον. Μου αρέσει το παιχνίδι, ο αθλητισμός. Θα δούμε...».
Αν σας έλεγαν μπορείτε να κοουτσάρετε μια ομάδα. Ποια θα ήταν αυτή; Ποια θα διαλέγατε;
«Κατ’ αρχάς, να πω ότι κοούτσαρα την καλύτερη εθνική ομάδα του 2006! Οσον αφορά την ερώτηση, θα πω τους Σαν Αντόνιο Σπερς... Μου αρέσει ο τρόπος που συμπεριφέρονται. Είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ Αμερικής και τον τρόπο που βλέπω εγώ το παιχνίδι».
Ο πιο δύσκολος αντίπαλος που έχετε αντιμετωπίσει; Γιατί ξεχωρίζατε για την καλή σας άμυνα...
«Ο Πέτροβιτς και ο Μαρτσουλιόνις».
Ο δυσκολότερος προπονητής που έχετε αντιμετωπίσει; Εννοώ μέσα στο ματς να χρησιμοποιεί τρικ και καταστάσεις που σας έβαζαν να σκεφτείτε ακόμα περισσότερο την επόμενη κίνησή σας...
«Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς».
Ποιον προπονητή θαυμάζετε πολύ τη σημερινή εποχή με τις ιδέες του και το στυλ μπάσκετ που πρεσβεύει;
«Τον Γκρεγκ Πόποβιτς».
Ο περισσότερος κόσμος ακόμα σας μνημονεύει. Οχι μόνο ως προπονητή, αλλά φυσικά και ως παίκτη... Νιώθετε κατά κάποιον τρόπο υπερήφανος για όσα ακολούθησαν μετά; Οτι αφήσατε μια
τεράστια κληρονομιά;
«Νιώθω πολύ χαρούμενος επειδή αναγνωρίστηκε αυτό το παιχνίδι. Το πόσο ωραίο είναι και πόσο μπορεί να βελτιώσει κάποιος το σώμα του, το μυαλό του και τον χαρακτήρα του. Αυτό το κάνει το μπάσκετ! Και συγχρόνως έγινε ένα παιχνίδι το οποίο χάρισε δουλειά σε πολλούς ανθρώπους. Γήπεδα, ΜΜΕ, βιομηχανίες με μπάλες και παπούτσια, μια σειρά από πράγματα που βοήθησαν τους Ελληνες να το αγαπήσουν περισσότερο. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο αίσθημα. Οσο για το περήφανος, μου έλεγε η συγχωρεμένη η μητέρα μου, η κυρα-Καλλιόπη, “παιδί μου, η περηφάνια δεν είναι καλό πράγμα. Είναι πολύ εγωιστικό”. Και δεν είχε άδικο. Νιώθω ευτυχισμένος και ευλογημένος που συμμετείχα στην έκρηξη του αθλήματος».
Τι συμβουλή θα δίνατε στα νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με το μπάσκετ; Αλλωστε έχετε και το camp και γνωρίζετε καλά από μικρά παιδιά...
«Να αγαπάνε τους συμπαίκτες τους, να είναι σκληροί με τον εαυτό τους και να μάθουν να δίνουν πάσα».
«Καλύτερη στιγμή μου το Ευρωμπάσκετ του ‘87»
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης αναφέρθηκε στην καλύτερη και στη χειρότερη στιγμή της καριέρας του και φυσικά δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το παιχνίδι που απογείωσε το ελληνικό μπάσκετ τον Ιούνιο του ‘87: «Καλύτερη στιγμή ήταν το Ευρωμπάσκετ του 1987. Χειρότερη όταν χτύπησα το πόδι μου στην Αμερική και έπαθα πρόσθιους χιαστούς τον Οκτώβριο του 1981. Τότε ο γιατρός μου είπε ότι δεν θα μπορούσα να ξαναπαίξω μπάσκετ. Για λίγη ώρα είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου...», ενώ όταν τον ρωτήσαμε ποιο παιχνίδι θα διάλεγε να ξαναπαίξει σε όλη την προπονητική του καριέρα, ήταν -και πάλι- ξεκάθαρος: «Τον τελικό του Μουντομπάσκετ! Ηταν πολύ τυχεροί οι Ισπανοί σε εκείνο το παιχνίδι...».
«Εχουμε τεράστιες προσωπικότητες σε παγκόσμιο επίπεδο»
Θεωρείτε ότι η φουρνιά όπου ήσασταν εσείς προπονητής στην Εθνική ήταν η καλύτερη στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ;
«Αποδείχθηκε εκ των υστέρων. Η Εθνική έδωσε μεγάλη ώθηση σε αυτά τα παιδιά, αλλά συγχρόνως είχαν και τον χαρακτήρα. Κάθε γενιά έχει τα δικά της ταλέντα. Και ιδιαίτερα στην Ελλάδα που είναι μια χώρα που έχει παιδιά που αγαπάνε το μπάσκετ και έχουν προσόντα. Απλά χρειάζεται λίγη βοήθεια στον τρόπο με τον οποίον θα αναδειχθούν αυτά τα προσόντα για να έρθουν οι επιτυχίες. Και η ομάδα του 97-98 που ήμουν πάλι στην ομάδα είχε παιδιά που θα μπορούσαν να κάνουν επιτυχίες. Δεν τα κατάφεραν γιατί σταμάτησαν να προσπαθούν με τέτοιον τρόπο για να γίνουμε κορυφαίοι. Ομως οι προσωπικότητες που έχουμε είναι τεράστιες σε παγκόσμιο επίπεδο».
Πώς θα ιεραρχούσατε τις επιτυχίες που έχετε κάνει με την Εθνική;
«Οταν είσαι παίκτης, είναι διαφορετικό το συναίσθημα. Και ιδιαίτερα σε εποχή που ο ελληνικός αθλητισμός ήταν ουραγός και στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια κατάταξη. Κανείς δεν φανταζόταν ότι κάποιοι Ελληνες θα δούλευαν σκληρά και ότι θα τους ανέβαιναν στον σβέρκο. Και αυτό φάνηκε και από την έκρηξη του κόσμου. Κάθε μέρα που παίζαμε μπάσκετ δείχναμε την ικανότητά μας, το πάθος και με τον τρόπο που κερδίζαμε τα ματς δίναμε ώθηση στην ελληνική κοινωνία. Είναι κάτι ξεχωριστό. Δεν μπορεί να γίνει σύγκριση. Το ελληνικό μπάσκετ καταξιώθηκε στο παγκόσμιο στερέωμα ύστερα από εκείνο το τουρνουά. Οπότε το Ευρωμπάσκετ του ‘87 ήταν και η καλύτερη στιγμή της καριέρας μου... Βέβαια και το 2005 ήταν τεράστια επιτυχία. Δεν υπήρχε απαίτηση, αλλά υπήρχε γλυκιά παρότρυνση προς την ομάδα. Φεύγοντας για το Βελιγράδι μας έλεγαν “ρε κόουτς, μήπως και πάρουμε ένα μετάλλιο;”. Το ήθελαν και το θέλαμε. Εγώ τα πίστευα τα παιδιά, είχε γίνει ανανέωση και ήταν μεγάλη επιτυχία. Και μάλιστα εκτός Ελλάδας. Και στη Σαϊτάμα το να βλέπεις να πανηγυρίζουν για την Ελλάδα άνθρωποι που δεν είχαν σχέση ήταν κάτι το μοναδικό».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.