άθλος (ο) ουσ. [<αρχ. ?θλος, ομηρ. ?εθλος] κατόρθωμα που απαιτεί εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια.
Τρεις ομάδες στο ΝΒΑ δε χρειάζονται λεξικό για την ετυμολογία, έκαναν τον δικό τους και ξέρουν.
Διαβάστε τη συνέχεια στο Eurohoops.net
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.