Το άκουσμα της Αταλάντα στην κλήρωση του Ολυμπιακού στο Europa League προκάλεσε σε αρκετούς απορία. Μια ομάδα που σαν όνομα από αρκετούς δεν θεωρείται πρώτης γραμμής, αλλά δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις Ίντερ, Μίλαν, Νάπολι και Γιουβέντους. Ίσως το μοναδικό που της λείπει είναι η εμπειρία, ιδιαίτερα στο να διαχειρίζεται καταστάσεις πίεσης.
Αν μη τι άλλο, οι «μπεργκαμάσκι» είναι μια ομάδα που διαρκώς εξελίσσεται, έχοντας μπει σφήνα ανάμεσα στους μεγάλους της Serie A. Με έναν προπονητή που κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί στο top-4 αυτή τη στιγμή στην Ιταλία και παρότι έχει ένα θεωρητικά χαμηλό προφίλ (εκτός από τις στιγμές που ξεφεύγει στις διαμαρτυρίες του προς τους διαιτητές), έχει φτιάξει ένα αξιοζήλευτο και καλοδουλεμένο σύνολο που παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο την τελευταία τριετία στη χώρα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε και το παρατσούκλι «entertainers» που έχει δοθεί στην Αταλάντα από τους φίλους του ιταλικού ποδοσφαίρου, αφού είναι μια ομάδα που διασκεδάζει και ανταμοίβει όσους καθίσουν να παρακολουθήσουν τα παιχνίδια της. Ποιο είναι, όμως, το αγωνιστικό της στιλ; Το sportfm.gr αναλύει και παραθέτει όσα πρέπει να γνωρίζεται για την «Dea», την Θεά της Serie A.
Το παράδοξο της φετινής σεζόν
Να ξεκινήσουμε από το παράδοξο της Αταλάντα τη φετινή σεζόν. Μια ομάδα που παίζει εξαιρετικό ποδόσφαιρο ξανά όπως συμβαίνει την τελευταία πενταετία αλλά έχει σαφέστατο πρόβλημα όταν αγωνίζεται στην έδρα της. Ενδεικτικό είναι πως εκτός έδρας έχει ρεκόρ 9-3-0 (26-11 γκολ) στο πρωτάθλημα, ενώ στο «Gewiss Stadium» μετράει 3-5-4 (20-18 γκολ). Αναμφίβολα πρόκειται για κάτι περίεργο, το οποίο αρκετοί στην Ιταλία έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν.
Αρχικά, στάθηκαν στην επιστροφή του κόσμου σε μεγάλο ποσοστό στα ιταλικά γήπεδα. Το γεγονός πως οι οπαδοί τους ήταν ξανά στο πλάι τους δεν σημαίνει απαραίτητα πως τους βοήθησαν αλλά πως τους άγχωσαν. Οι Ultras της Αταλάντα είναι από τους πιο φανατικούς στην Ιταλία και δημιουργούν εξαιρετική ατμόσφαιρα. Βέβαια, ο μεγαλύτερος σύνδεσμός τους έχει πλέον διαλυθεί καθώς έχει απαγορευτεί η είσοδος στο γήπεδο στον αρχηγό τους, Κλαούντιο Γκαλιμπέρτι. Παρόλα αυτά, συνεχίζουν να πηγαίνουν στο γήπεδο, όντας όμως σε διαρκή κόντρα με τη διοίκηση.
Δεν είναι, όμως, ο κύριος λόγος για τον οποίο η Αταλάντα παρουσιάζει διαφορετική εικόνα και έχει διαφορετικά αποτελέσματα εντός και εκτός έδρας. Το γεγονός πως η Αταλάντα είναι μια ομάδα που αρέσκεται να παίζει στρωτό ποδόσφαιρο, αλλά είναι και η καλύτερη ομάδα στην Ιταλία στο transition game κάνει τους φιλοξενούμενους να παίζουν κλειστά στο Μπέργκαμο, θέλοντας να περιορίσουν την κυκλοφορία της μπάλας των παικτών του Γκασπερίνι και να τους χαλάσουν το build-up. Κάπως έτσι, η Αταλάντα αναγκάζεται να ανοιχτεί, να ανεβάσει πολύ ψηλά τις γραμμές της και γίνεται ευάλωτη.
Αντιθέτως, στα εκτός έδρας παιχνίδια της η Αταλάντα «αναγκάζει» τον αντίπαλο να πάρει μέτρα στο γήπεδο για να φανεί πιο απειλητική, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να βρεθούν πολλοί χώροι, με τους «μπεργκαμάσκι» να αρέσκονται στο να κλέβουν μπάλες στον άξονα και να χτυπάνε στο transition game, κομμάτι στο οποίο είναι από τις ταχύτερες και καλύτερες στην Ευρώπη.
Η μικρή αλλαγή στον σχηματισμό και στον τρόπο παιχνιδιού
Ο Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι γνώριζε πως έχασε ορισμένους σημαντικούς ποδοσφαιριστές για την ομάδα του όπως οι Γκολίνι, Ρομέρο, αλλά και μετέπειτα για διάφορους λόγους τους Ίλιτσιτς, Ζαπάτα και Γκόζενς. Τους αντικατέστησε όλους, αλλά μέχρι να βρει την κατάλληλη φόρμουλα και να κουμπώσουν στα «θέλω» του ήξερε πως πρέπει να πάρει μικρότερα ρίσκα και να πάει σε μια πιο safe κατάσταση. Για αρχή, άλλαξε τη διάταξή του από 3-4-2-1 σε 3-4-1-2. Μικρή αλλαγή στο μάτι, αρκετά μεγάλη επί χόρτου. Ο Γκασπερίνι είδε τον Πάσαλιτς στην αρχή της σεζόν να ξεκινά ντεφορμέ, δίνοντας λιγότερα πράγματα από τα συνηθισμένα στο χορτάρι, ενώ δεν του βγήκε και ο Πεσίνα στο ίδιο διάστημα που προσφέρει πολλές λύσεις μεσοεπιθετικά.
Οι απαραίτητες βοήθειες που περίμενε από τον Μίραντσουκ στο δημιουργικό κομμάτι δεν έρχονταν, επίσης, ενώ και ο Μαλινόφσκι ξεκίνησε επίσης σε χαμηλό τέμπο. Τέσσερις μεσοεπιθετικοί, τέσσερα «δεκάρια» που μπορούν να παίξουν όλοι είτε οκτάρια είτε δεύτεροι φορ, δηλαδή τέσσερα... πολυεργαλεία επί της ουσίας, που ξεκίνησαν άσχημα. Από την 7η αγωνιστική και έπειτα οι Πάσαλιτς, Μαλινόφσκι άρχισαν να ανεβαίνουν αγωνιστικά και να μοιράζονται τον χρόνο. Το αρνητικό για τον Γκασπερίνι ήταν πως και ο Ζαπάτα φέτος έβγαλε ζητήματα τραυματισμών, με τον Ίλιτσιτς να απέχει για θέματα ψυχικής υγείας. Το βάρος έπεσε όλο στους Μουριέλ, Μαλινόφσκι και Πάσαλιτς, μέχρι τον Γενάρη να αποκτηθεί ο Μπογκά.
Ο Γκασπερίνι αναγκάστηκε να αφήσει το φουλ επιθετικό στιλ ποδοσφαίρου, χαμήλωσε στο γήπεδο τις γραμμές της ομάδας του και μίκρυνε τις αποστάσεις μεταξύ τους. Επένδυσε αρκετά στη βελτίωση της αμυντικής του λειτουργίας, στηριζόμενος στους Ντεμιράλ, Παλομίνο, με τον τρίτο στόπερ να είναι συνήθως ο Τζιμσίτι και μετά ο Τολόι. Στο τέρμα πήρε τον ικανότατο Μούσο, ο οποίος δεν έχει φτάσει στα επίπεδα των εμφανίσεών του τις δύο περασμένες σεζόν με τη φανέλα της Ουντινέζε, αλλά έχει την ικανότητα να παίζει με την μπάλα στα πόδια και αυτό αρέσει στον Γκασπερίνι αφού βοηθάει στο build-up. Η Αταλάντα είναι πιο προσεκτική φέτος σαν ομάδα, προσπαθώντας να αφήσει πίσω της ορισμένες παθογένειες στο αμυντικό τρίτο και μεσοεπιθετικά παραμένει φαντεζί και ταχύτατη αλλά με μικρότερη συχνότητα στο σκοράρισμα.
Η βελτίωση στην άμυνα, οι στατικές φάσεις και τα κενά διαστήματα
Όπως προαναφέραμε, η Αταλάντα έχει μια σαφή βελτίωση στο αμυντικό της κομμάτι και στη συχνότητα που δέχεται φάσεις από τους αντιπάλους της. Ο Γκασπερίνι ξέρει να ελίσσεται και να εξελίσσεται, όπως και να προσαρμόζεται στις κατάλληλες συνθήκες. Στα ευρωπαϊκά παιχνίδια η Αταλάντα έβγαλε μεγαλύτερη αφέλεια και αμυντικά κενά, ενώ παρασύρθηκε από τον γρήγορο ρυθμό που απαιτούν οι αγώνες του Champions League.
Οι «μπεργκαμάσκι» έχουν ξεκάθαρο πρόβλημα στις στατικές φάσεις, κάτι που εκμεταλλεύονται αρκετοί αντίπαλοι. Πιο πρόσφατα παραδείγματα τα ματς με Ρόμα και Γιουβέντους, αλλά και αρκετά ακόμη φετινά. Η Αταλάντα αμύνεται με ζώνη στις στατικές φάσεις και ουσιαστικά μαρκάρει χώρο, αφήνοντας στην άκρη το παλιό παραδοσιακό man-to-man, κάτι το οποίο πληρώνει συχνά-πυκνά. Η μεγαλύτερη αδυναμία της Αταλάντα εμφανίζεται στις στατικές φάσεις, ενώ η δεύτερη μεγάλη της αδυναμία είναι όταν χάνει την μπάλα ένα από τα δύο της κεντρικά χαφ ή ο επιτελικός μέσος και οι αντίπαλοι την βρισκουν σε ανισορροπία αφού κατά τη διάρκεια του build-up οι ποδοσφαιριστές του Γκασπερίνι δίνουν πλάτος στο γήπεδο και προσπαθούν να «πιάσουν» αρκετά μέτρα στον αγωνιστικό χώρο.
Φέτος, μπορεί κανείς επίσης να παρατηρήσει πως η Αταλάντα εμφανίζει κενά διαστήματα στην απόδοσή της. Αυτά αφορούν κυρίως την επιθετική λειτουργία και το δημιουργικό της κομμάτι, αφού όταν βρίσκει απέναντί της ομάδες που παίζουν υπερβολικά κλειστά και δεν της δίνουν διαδρόμους για να παίξει κάθετο ποδόσφαιρο, η ομάδα του Γκασπερίνι εκνευρίζεται και υποπέπτει σε εύκολα λάθη στο passing game, ενώ άλλες φορές περιορίζεται σε ένα ανούσιο γύρισμα της μπάλας ανά τις πλευρές, με τα χαφ να έχουν συμμετοχή σε αυτή την κυκλοφορία που όμως δεν βγάζει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ορισμένες φορές με λίγα λόγια βραχυκυκλώνει, γι' αυτό άλλωστε και τα ποσοστά κατοχής της ανά αγώνα έχουν πέσει αισθητά κατά 6-7%.
Κλειδί ο περιορισμός του build-up με την άμυνα στα 2/3
H Αταλάντα είναι μια ομάδα με σαφέστατο ποδοσφαιρικό πλάνο, τίποτα δεν γίνεται τυχαία μέσα στο γήπεδο. Αρέσκεται στο να χτίζει τις επιθέσεις της από πίσω με ένα ιδανικό build-up, προσπαθώντας διαρκώς να έχει στην κυκλοφορία της μπάλας ορισμένα σκαλοπάτια/στηρίγματα. Η αποχωρηση του κίπερ Γκολίνι το καλοκαίρι έφερε στο Μπέργκαμο τον Μούσο, έναν εξαιρετικό κίπερ που είναι πολύ καλός με την μπάλα στα πόδια. Για τον παραπάνω λόγο φυσικά, ώστε να βοηθάει στο build-up. Τα τρία στόπερ ανοίγονται και παίρνουν το πλάτος, με τους δύο φουλ-μπακ να παίρνουν λίγα μέτρα στις πλευρές και ουσιαστικά να ειναι πάνω στις γραμμές του πλαγίου, με τα δύο χαφ να πλησιάζουν και να δίνουν στηρίγματα, δημιουργώντας τρίγωνα (το ένα στόπερ, το ένα μπακ και το ένα χαφ). Παράλληλα, προς την πλευρά που παίζεται η μπάλα τραβιέται ο ένας φορ, ενώ πλησιάζει με διαγώνια κίνηση ο επιτελικός μέσος.
Ο τρόπος που η Αταλάντα χτίζει τις επιθέσεις της είναι συγκεκριμένος και μελετημένος, ενώ όταν η μπάλα φτάνει στα δύο χαφ ή στους φουλ-μπακ, είναι σύνηθες φαινόμενο να ψάχνει στην πλάτη της άμυνας έναν εκ των φορ, οι οποίοι είναι και ταχύτατοι. Την ίδια ώρα, οι «μπεργκαμάσκι» αρέσκονται να οδηγούν το παιχνίδι συχνά-πυκνά στην πλευρά, φορτώντας την με έναν μπακ, έναν χαφ και έναν φορ. Στα παιχνίδια της Αταλάντα βλέπουμε επίσης να παρουσιάζεται ένα ακόμη φαινόμενο: ένας εκ των δύο πλάγιων στόπερ (με τον Ντεμιράλ κυρίως να είναι το κεντρικό) ανεβαίνει αρκετές φορές ανάμεσα στα χαφ και στα φουλ-μπακ, δημιουργώντας υπεραριθμίες στον άξονα και βοηθώντας στην ανάπτυξη.
*η πρώτη ζώνη άμυνα της Φιορεντίνα στο κέντρο του γηπέδου, προσπαθώντας να περιορίσει το κάθετο ποδόσφαιρο της Αταλάντα
Ο Ολυμπιακός και κάθε αντίπαλος της Αταλάντα, όταν θέλει να περιορίσει το build-up καλείται να παίξει με τον πρώτο του ποδοσφαιριστή δηλαδή τον επιθετικό στα 2/3 του γηπέδου. Κοντά δηλαδή στο ημικύκλιο της σέντρας, προσπαθώντας να βρεθεί ανάμεσα στα στόπερ και στα χαφ για να προσπαθήσει να κλείσει τις πρώτες κάθετες πάσες που περνάνε προς τους κεντρικούς μέσους. Παράλληλα, η Αταλάντα χάνει δημιουργικά αρκετές φορές όταν ο αντίπαλος καταφέρει να κλείσει τους διαδρόμους προς τον Μαλινόφσκι και οδηγήσει την μπάλα περισσότερο στον Ντε Ρόουν και λιγότερο στον Φρόιλερ, με τον δεύτερο να είναι ένας ποδοσφαιριστής που βλέπει γήπεδο, παίρνει μέτρα σε αυτό και ορισμένες φορές απειλεί τρυπώνοντας πίσω από τους δύο επιθετικούς.
Ο αθόρυβος αλλά επικίνδυνος Τζαπακόστα και οι deep lying playmakers
Η Αταλάντα έχασε ποδοσφαιριστές το καλοκαίρι και τον Γενάρη, αλλά αναπλήρωσε τα κενά τους με έξυπνες βόμβες. Το κενό που άφησε ο Ρόμπιν Γκόζενς τον Γενάρη μπορει να χαρακτηριστεί μεγάλο, αλλά ο Γερμανός μετά το Euro είχε λιγοστές συμμετοχές και δεν βοήθησε φέτος σε σχέση με τα περασμένα χρόνια όταν και είχε κομβικό ρόλο στην εξαιρετική ομάδα του Τζαν Πιέρο Γκασπερίνι. Τη θέση του έχει πάρει ο Νταβίντε Τζαπακόστα ο οποίος επέστρεψε στο Μπέργκαμο και κάνει... θραύση. Ένας ποδοσφαιριστής που παρότι δεν είναι φαντεζί, ούτε στο επίπεδο του Γκόζενς, αλλά έχει καταφέρει να κρατήσει στον πάγκο τον Γιόακιμ Μέλε, παίζοντας συχνά ως αριστερός φουλ-μπακ, με τον Χάτεμπερ να είναι στα δεξιά.
Ο Τζαπακόστα είναι ένας τρομερά επιθετικογενής ποδοσφαιριστής που του αρέσει να παίζει στο δεύτερο μισό του γηπέδου. Σταθερά ψηλά στο γήπεδο, ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο του γηπέδου, συμμετέχει ενεργά στην επιθετική λειτουργία και στη δημιουργία φάσεων. Έχει εξαιρετικά πόδια και φτιάχνει φάσεις για τους συμπαίκτες του, ενώ έχει στο ρεπερτόριό του την κίνηση σαν φορ μέσα στην περιοχή στο ύψος του δευτέρου δοκαριού (και διαγώνια πίσω) για να απειλήσει ή και να σκοράρει. Αμυντικά είναι καλός, βάζοντας αρκετή δύναμη στο παιχνίδι του.
*στο 0:50 το γκολ του Τζαπακόστα
Σημαντική συμβολή στο παιχνίδι της Αταλάντα έχουν και οι δύο χαφ, συνήθως είναι οι Ντε Ρόουν, Φρόιλερ αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί και η συμμετοχή του Κουπμάινερς (ακόμη και ως στόπερ τον έχει χρησιμοποιήσει φέτος ο Γκασπερίνι για να βοηθάει να βγαίνει σωστά η μπάλα από την άμυνα). Δύο ποδοσφαιριστές που είναι περισσότερο οκτάρια και box-to-box μέσοι και λιγότερο εξάρια. Για την ακρίβεια οι μέσοι στην ομάδα του Γκασπερίνι έχουν ακριβώς τον ρόλο του deep lying playmakers. Πρόκειται για τους μέσους που χαμηλώνουν στο γήπεδο για να βοηθήσουν στην κυκλοφορία της μπάλας και να γίνουν κάτοχοί της, προσπαθώντας να την μεταφέρουν με ορθολογικό τρόπο στους συμπαίκτες τους που παίζουν από το γήπεδο και μπροστά. Ποδοσφαιριστές που ουσιαστικά λειτουργούν σε δύο νοητές ευθείες, κάνοντας διαρκώς την κίνηση μπρος-πίσω, πλησιάζοντας τα στόπερ αρχικά και στη συνέχεια τον μεσοεπιθετικό και τα δύο φορ.
Ομάδα που... γεννά πρωταγωνιστές
Κοιτάζοντας τα στατιστικά της Αταλάντα, θα διακρίνει κανείς πως φέτος έχουν σκοράρει 17 διαφορετικοί ποδοσφαιριστές. Ο Ντουβάν Ζαπάτα που πάντα αποτελούσε τον killer της ομάδας έχει 9 τέρματα και είναι πρώτος σκόρερ, αλλά είναι ανενεργός λόγω τραυματισμού. Ο Πάσαλιτς ακολουθεί με 8, ο Μαλινόφσκι με 6 και βρίσκουμε μόλις στα 4 τον Μουριέλ. Ο Ίλιτσιτς των 3 τερμάτων είναι επίσης εκτός λόγω ζητημάτων με την ψυχική του υγεία, ενώ ο Κουπμάινερς με τα εξαιρετικά χτυπήματά του στην μπάλα έχει 2. Από ένα έχουν οι Παλομίνο (βασικός στόπερ, αλλά τραυματίας), Φρόιλερ, Τζαπακόστα, Μίραντσουκ, Ντεμιράλ, Μέλε, Πίκολι, Πεσίνα, Ντε Ρόουν, Τολόι και Γκόζενς. Επιθετικός πλουραλισμός για μια ομάδα που γεννά πρωταγωνιστές μέσα από τα παιχνίδια της.
Οι Πάσαλιτς και Πεσίνα είναι δύο ποδοσφαιριστές που έρχονται συχνά από τον πάγκο και μπορούν να βρουν δίχτυα, ενώ ο Μουριέλ που αποτελούσε πέρυσι την... super sub του Γκασπερίνι (όντας ο παίκτης στην Ευρώπη με τα περισσότερα γκολ ως αλλαγή) έχει φέτος μικρότερη συμμετοχή στο σκοράρισμα. Αν μη τι άλλο, όμως, είναι μια ομάδα που ο κάθε ποδοσφαιριστής, χωρίς υπερβολή, της μπορεί να βρει δίχτυα.
Ο Γκασπερίνι έχει καταφέρει να φτιάξει μια ομάδα με αρκετούς game changers, αφού όταν κοιτάζει τον πάγκο μπορεί να βρει ποιοτικούς ποδοσφαιριστές που μπορούν να φανούν επιδραστικοί με τη συμμετοχή τους στο ματς. Ο Μέλε για παράδειγμα είναι ένα μπακ που μπορεί να μπει και να αλλάξει το ρου του παιχνιδιού. Προσέξτε, μιλάμε απλά για έναν φουλ-μπακ. Το ρόστερ φέτος είναι πιο μικρό, πάντως, από περασμένες χρονιές και με τα προβλήματα που έχει ο Ιταλός τεχνικός, θα πρέπει να βρει νέους game changers και αν του στραβώσει το παιχνίδι, όπως έχει συμβεί φέτος αρκετές φορές στο Μπέργκαμο, να πειραματιστεί. Διότι επιθετικά, έχει αυτή τη στιγμή έναν καθαρό φορ και μόνο περιφερειακούς όπως οι Μπογκά, Πεσίνα, αλλά και οι Μαλινόφσκι, Πάσαλιτς που υπό προϋποθέσεις μπορούν να αγωνιστούν στο πλάι του Μουριέλ.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.