Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο παθολόγος – ογκολόγος Χρήστος Χριστοδούλου εργαζόταν ως επιμελητής σε δημόσιο νοσοκομείο της Μεγάλης Βρετανίας.

«Σε μια εφημερία ήρθε στα εξωτερικά ιατρεία ένας άνδρας με προχωρημένο καρκίνο του νεφρού. Ο συνάδελφος που τον παρακολουθούσε τον ενημέρωσε ότι, δυστυχώς, οι εξετάσεις του έδειχναν ραγδαία επιδείνωση της νόσου και ότι δεν υπήρχε άλλο θεραπευτικό “όπλο” να χρησιμοποιήσουν. Ο ασθενής ρώτησε πόσος χρόνος του έμενε. Η απάντηση ήταν: περίπου τρεις μήνες. “Τότε πρέπει να κανονίσω την κηδεία μου, μια και ζω μόνος”, είπε ο άνδρας. Την ίδια κιόλας στιγμή κλήθηκαν στο δωμάτιό του ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός για να τον στηρίξουν και να του παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια στα διαδικαστικά», λέει ο κ. Χριστοδούλου, διευθυντής σήμερα της Β΄ Ογκολογικής Κλινικής στο νοσοκομείο Metropolitan.

«Εκείνη την ημέρα συνειδητοποίησα πόσα βήματα έπρεπε να κάνουμε ως κοινωνία και ως σύστημα υγείας στην Ελλάδα: δεν ήμασταν –ούτε είμαστε– έτοιμοι να μιλήσουμε σοβαρά και ψύχραιμα για τον καρκίνο, να σταθούμε ουσιαστικά στο πλευρό των νοσούντων και των φροντιστών τους. Και μολονότι πολλά έχουν βελτιωθεί από τότε, ακόμη ωραιοποιούμε τα πράγματα, ακόμη δεν λέμε την πλήρη αλήθεια στους καρκινοπαθείς και, το κυριότερο, ακόμη δεν έχουμε καταρτίσει εθνική στρατηγική για τον καρκίνο. Κάτι προαναγγέλθηκε πριν από μερικούς μήνες, αλλά η τύχη του αγνοείται…».

Πράγματι, τον περασμένο Φεβρουάριο ο υπουργός Υγείας Αδωνις Γεωργιάδης ανακοίνωσε ότι το υπουργείο είναι σε διαδικασία σύνταξης Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την καταπολέμηση του καρκίνου, το οποίο θα στηρίζεται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: πρόληψη, έγκαιρη ανίχνευση, διάγνωση και θεραπεία, αλλά και ποιότητα ζωής ασθενών και επιβιωσάντων.

Από τότε ουδέν νεώτερον. «Ουσιαστικά δεν διαθέτουμε καν Εθνικό Μητρώο Νεοπλασιών», συνεχίζει ο κ. Χριστοδούλου. «Ναι μεν το σύστημα καταγραφής τους έγινε λιγότερο πολύπλοκο από τον αρχικό σχεδιασμό του, όμως και πάλι απαιτεί πάρα πολλά στοιχεία, και μάλιστα από διάφορες ειδικότητες, οπότε στην πράξη σπάνια ενημερώνεται. Ο όγκος δουλειάς των γιατρών είναι τεράστιος και η γραφειοκρατία εξουθενωτική. Ποιος θα αφιερώσει μία ή δύο ώρες για να συμπληρώσει την καρτέλα κάθε ασθενούς αν δεν οριστούν “επισήμως” καταγραφείς;».

Τι θα μπορούσε να γίνει; «Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα: όποτε μια βιοψία βγαίνει θετική για κακοήθεια, ο παθολογοανατόμος να την περνάει στο σύστημα με τον ΑΜΚΑ του ατόμου. Ετσι θα γνωρίζουμε τουλάχιστον πόσες είναι οι νέες διαγνώσεις, και με τα πιστοποιητικά θανάτου τις απώλειες. Θα είναι μια αρχή. Στην Ευρώπη υπάρχουν αντίστοιχα μοντέλα πολύ επιτυχημένα, τα οποία μπορούμε να αντιγράψουμε. Ομως στην Ελλάδα προσπαθούμε πάντα να πρωτοτυπήσουμε, να ανακαλύψουμε τον τροχό. Και τελικά δεν κάνουμε τίποτα».

Αύξηση 77%
Ενας στους δύο ή ένας στους τρεις από εμάς θα διαγνωστεί με καρκίνο και πολύ περισσότεροι θα χρειαστεί να υποστηρίξουμε άτομα που είναι κοντά μας και έχουν διαγνωστεί με κάποια μορφή της νόσου. Σύμφωνα με πρόβλεψη του Διεθνούς Οργανισμού Ερευνών για τον Καρκίνο, τμήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, βασισμένη σε στοιχεία από 185 χώρες, μέχρι το 2050 τα περιστατικά θα έχουν αυξηθεί κατά 77%, θα αγγίζουν τα 35 εκατ. ετησίως και οι θάνατοι τα 18 εκατ. Απέναντι σε αυτή την επιδημία η χώρα μας χρειάζεται ένα σύγχρονο σχέδιο δράσης. Τι θα έπρεπε να περιλαμβάνει; Ποιες θεσμικές αλλαγές θα απαιτούσε;

H «Κ» ζήτησε τις προτάσεις άλλων τεσσάρων ειδικών: της Ευανθίας Γαλάνη, καθηγήτριας Ογκολογίας, Γονιδιακής Θεραπείας και Μοριακής Ιατρικής στη Mayo Clinic των ΗΠΑ? του Θάνου Δημόπουλου, τ. πρύτανη ΕΚΠΑ, καθηγητή Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας και διευθυντή Θεραπευτικής Κλινικής στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα»? του Κωνσταντίνου Τσιλίδη, καθηγητή Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και αναπληρωτή καθηγητή Επιδημιολογίας Καρκίνου και Πρόληψης στο Imperial College του Λονδίνου? και του Κώστα Αθανασάκη, επίκουρου καθηγητή Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

Από την ανάπτυξη και την καθολική λειτουργία του Εθνικού Μητρώου Νεοπλασιών πιάνει το νήμα και ο Κωνσταντίνος Τσιλίδης. «Χωρίς αυτό, δηλαδή χωρίς να γνωρίζουμε τη συχνότητα των διαφορετικών καρκίνων στον ελληνικό πληθυσμό και πώς αυτή αλλάζει με τον χρόνο και ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τη γεωγραφική εντόπιση, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση και άλλα χαρακτηριστικά, θα είναι δύσκολο να σχεδιάσουμε οποιεσδήποτε στοχευμένες δράσεις για την αντιμετώπιση του καρκίνου. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση που δεν διαθέτει αξιόπιστο αρχείο νεοπλασιών», επισημαίνει.



«Από εκεί και πέρα, πυλώνας ενός τέτοιου σχεδίου πρέπει να είναι η πρόληψη απέναντι στους πιο συχνούς παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο: κάπνισμα, παχυσαρκία, χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Απαιτείται μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας αλλά και πιο στοχευμένες δράσεις για καθέναν από αυτούς τους παράγοντες. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, έχει θέσει στόχο να εξαλείψει το κάπνισμα μέχρι το 2030? δωρεάν υπηρεσίες υποβοήθησης της διακοπής του προσφέρονται σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού. Χρειάζεται επίσης μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση για τα οφέλη του εμβολιασμού αγοριών και κοριτσιών έναντι του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων», συνεχίζει ο καθηγητής Επιδημιολογίας Καρκίνου και Πρόληψης στο Imperial College.

«Η πρώιμη διάγνωση είναι επίσης καθοριστική. Η αύξηση του ποσοστού των ατόμων που διαγιγνώσκονται με καρκίνο στα πρώιμα στάδια της νόσου εξασφαλίζει καλύτερη αποτελεσματικότητα των θεραπειών και αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα πλήρους ίασης. Πρέπει να πειστούν όσο το δυνατόν πιο πολλοί συμπολίτες μας για τα οφέλη της συμμετοχής στα προγράμματα πρώιμης διάγνωσης για τον καρκίνο του μαστού, του παχέος εντέρου, του τραχήλου της μήτρας και των πνευμόνων. Με την προϋπόθεση, βέβαια, της άρσης των ανισοτήτων που υπάρχουν. Γιατί, δυστυχώς, δεν έχουν όλοι οι Ελληνες αυτή τη δυνατότητα». Για να είναι δυνατές τέτοιες αλλαγές, όπως επισημαίνει ο κ. Τσιλίδης, χρειάζονται συνεχής εκπαίδευση και υποστήριξη του προσωπικού, ανάπτυξη νέων ρόλων που να επάγουν την ολιστική φροντίδα υγείας του ασθενούς, ευελιξία και καλύτερη αξιοποίηση του εξειδικευμένου προσωπικού, επένδυση σε νέα τεχνολογία.

Ο καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας του ΕΚΠΑ Θάνος Δημόπουλος συμφωνεί. «Η πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας θεραπευτικές υπηρεσίες και η ολοκληρωμένη υποστήριξη των ασθενών είναι απαραίτητες για την επιτυχή αντιμετώπιση του καρκίνου. Το σύγχρονο πρότυπο διαχείρισης του ογκολογικού ασθενούς πρέπει να στηρίζεται σε ένα ολιστικό μοντέλο φροντίδας και υποστήριξης του νοσούντος, που μπορεί να απαιτεί τη συνεργασία πολλών ειδικοτήτων και εξειδικεύσεων. Η διασφάλιση της καθολικής και έγκαιρης πρόσβασης σε νέες, καινοτόμες θεραπείες και φάρμακα είναι κρίσιμη». Για τον κ. Δημόπουλο είναι απαραίτητη η ενίσχυση κέντρων αριστείας που εξειδικεύονται σε συγκεκριμένες κακοήθειες, έχουν διεθνή αναγνώριση και δυνατότητα πραγματοποίησης κλινικών μελετών. «Η διευκόλυνση της διεξαγωγής κλινικών μελετών με τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και την επιτάχυνση των διαδικασιών έχει οφέλη σε πολλαπλά επίπεδα. Επίσης, η συνεχής αναθεώρηση των θεραπευτικών πρωτοκόλλων για τον καρκίνο έχει καίρια σημασία, καθώς καινούργια δεδομένα έρχονται συνεχώς στο προσκήνιο και αλλάζουν τις βέλτιστες θεραπευτικές στρατηγικές».

«Αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο βάρος σηκώνει η οικογένεια»
Κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω παραμένει η πρόληψη, κατά τον Θάνο Δημόπουλο. «Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ενός εθνικού σχεδίου για τον καρκίνο. Η έμφαση πρέπει να δοθεί σε προληπτικές δράσεις που στοχεύουν στη μείωση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με την εμφάνιση του καρκίνου, όπως το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η ανθυγιεινή διατροφή, η έλλειψη άσκησης, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και η έκθεση σε καρκινογόνες ουσίες – όλα αυτά που φαίνεται ότι σχετίζονται με την εμφάνιση κακοήθειας και σε μικρότερες ηλικίες. Η εκπαίδευση για την υγεία πρέπει να ενσωματωθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα, με μαθήματα που θα προωθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής και θα παρέχουν γνώσεις για την πρόληψη της νόσου», λέει στην «Κ».

Ο καρκίνος αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα για κάθε σύστημα υγείας: συνεπάγεται ολοένα και πιο υψηλό νοσολογικό και οικονομικό φορτίο, απαιτεί πολιτικές που να εκτείνονται σε πολλαπλά επίπεδα δράσης –από την πρόληψη και τον προσυμπτωματικό έλεγχο έως τη φροντίδα μετά τη θεραπεία– και παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων, οι οποίες πρέπει κάθε φορά να τεκμηριώνονται ως προς την κλινική αποτελεσματικότητα αλλά και την οικονομική αποδοτικότητά τους. «Και όλα αυτά με τον πήχυ της δυσκολίας να βρίσκεται πιο ψηλά στη χώρα μας? σε ένα περιβάλλον οικονομικής στενότητας για το δημόσιο σύστημα υγείας, δημογραφικών πιέσεων για την οικονομία και σημαντικής ιδιωτικής δαπάνης για τους πολίτες», δίνει μια άλλη διάσταση στο θέμα ο Κώστας Αθανασάκης, επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. «Η ορθή διαχείριση της χρόνιας νοσηρότητας αποτελεί τη βάση για ένα βιώσιμο και ανθεκτικό σύστημα υγείας. Ενα εθνικό στρατηγικό σχέδιο δράσης, λοιπόν, πρέπει να καταρτιστεί με όρους πολιτικής, οράματος, δράσεων αλλά και πόρων για την ολιστική διαχείριση του καρκίνου. Και, φυσικά, όσο καλές κι αν είναι τελικά οι αλλαγές που θα θεσμοθετηθούν, δύσκολα θα επιφέρουν σημαντικές και μετρήσιμες αλλαγές στη ζωή των πολιτών, αν δεν γίνουν με συστηματικό τρόπο. Σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η διαχρονικά τεράστια απόσταση μεταξύ του γραπτού κειμένου των μεταρρυθμίσεων και της υλοποίησής τους. Πιθανότατα αυτό συμβαίνει γιατί δεν υφίσταται ένας μηχανισμός που θα καταλογίζει ρητά την ευθύνη της εφαρμογής τους», εξηγεί ο κ. Αθανασάκης.

Στις ΗΠΑ
Η Ευανθία Γαλάνη μεταφέρει την εμπειρία της από την απέναντι όχθη του Ατλαντικού. «Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μολονότι το πρώτο πρόγραμμα κατά του καρκίνου καταρτίστηκε και υπεγράφη από τον πρόεδρο Νίξον το 1971, πρόσφατα, το 2023, ανακοινώθηκε το εθνικό σχέδιο κατά του καρκίνου (National Cancer Plan) με στόχο “to end cancer as we know it». Πέρα από το βάρος που πρέπει να δίνει στην πρόληψη, μια τέτοια στρατηγική, σε χώρες όπως η Ελλάδα, προϋποθέτει την ύπαρξη ή ανάπτυξη υποδομών, κοινωνικών πολιτικών και πολιτικών υγείας, καθώς και εκπαίδευση και επίγνωση του τι σημαίνει καρκίνος σε επίπεδο ατομικό και συλλογικό. Η ταχύτατη ανάπτυξη μεθόδων μοριακού χαρακτηρισμού των όγκων και της γενετικής προδιάθεσης, για παράδειγμα, μπορεί να επιφέρει επανάσταση στην πρόληψη του καρκίνου και στην εφαρμογή αποτελεσματικών θεραπειών, εφόσον η ασφαλιστική κάλυψη επιτρέπει την ευρεία χρήση τους. Υπάρχει, βέβαια, και η τεχνητή νοημοσύνη, που παρέχει ιδιαίτερα σημαντικές δυνατότητες δημιουργίας καινούργιας γνώσης και εξατομίκευσης της θεραπείας, αλλά για να εφαρμοστεί αποτελεσματικά απαιτεί έγκυρες βάσεις δεδομένων (κλινικών, εργαστηριακών, μοριακών, απεικονιστικών, μητρώων νεοπλασιών κ.λπ.)», τονίζει η καθηγήτρια Ογκολογίας, Γονιδιακής Θεραπείας και Μοριακής Ιατρικής της Mayo Clinic. «Και φυσικά ας μην ξεχνάμε ότι προϋπόθεση για την επιτυχία ενός εθνικού σχεδίου για τον καρκίνο είναι και η εκπαίδευση και η ευαισθητοποίηση των πολιτών: ο καρκίνος είναι μια νόσος όπως όλες οι άλλες, και όχι “η επάρατος”…».

«Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας: δεν διαθέτουμε το κοινωνικό κράτος άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο βάρος σε περιστατικά καρκίνου το σηκώνει η οικογένεια», κλείνει τον κύκλο της συζήτησης ο Χρήστος Χριστοδούλου. «Στους ασθενείς τελικού σταδίου δεν υπάρχει καμία ουσιαστική στήριξη. Και ναι μεν πανάκριβες αντικαρκινικές θεραπείες χορηγούνται πολύ έγκαιρα στην Ελλάδα, αλλά πάσχουμε σε πολλά άλλα, σαφώς φθηνότερα. Γιατί; Λόγω κακής οργάνωσης, τόσο απλά».

Πηγή: Καθημερινή

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube