Ο τρόμος και ο φόβος κυριαρχούν στη Βικτόρια που απήχθη ο Άλαν Πουλίδο, όπως δήλωσε στον ΣΠΟΡ FM 94,6 ο Κρις Χουγκάζ.
Ο Έλληνας προπονητής, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι στην Αυστρία και την Όμπερβαρτ, είχε εργαστεί για πέντε μήνες στη μεξικανική πόλη, όπου ανέφερε πως εκεί δρουν δύο συμμορίες που εμπλέκονται με καρτέλ ναρκωτικών, ενώ σχεδόν κάθε πρωί αντίκριζε ανατριχιαστικές εικόνες με κατακρεουργημένα πτώματα…
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο Κρις Χουγκάζ στην εκπομπή «Αποκάλυψη Τώρα»:
Για την εμπειρία του στο Μεξικό: «Δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση αυτό που έγινε στη Βικτόρια. Ήμουν στην ομάδα εκεί. Αρχικά, ήθελα να πάω γιατί μου αρέσει να δουλεύω στο εξωτερικό. Και γι’ αυτό πήγα στο Μεξικό. Η Βικτόρια είναι μία πόλη 200.000 κατοίκων με μεγάλη εγκληματικότητα, λόγω των καρτέλ ναρκωτικών και των δύο συμμοριών που δρουν εκεί. Είναι πόλη κοντά στα σύνορα με τις ΗΠΑ και τα πάντα περνούν από εκεί. Οι συνθήκες δεν είναι ιδανικότητες και υπάρχει ο φόβος που θέλουν να τον διατηρούν. Ο τρόμος αυτός τους κάνει να μην ζουν όπως θα ήθελαν. Οι Μεξικάνοι κάθε πρωί προσεύχονται να γυρίσουν σώοι στο σπίτι τους το βράδυ. Την ημέρα η ζωή είναι νορμάλ, αλλά το βράδυ όλοι είναι μέσα γιατί δρουν οι συμμορίες με τις μάχες που δίνουν με την αστυνομία και τον στρατό. Μόνο με συνοδεία κυκλοφορείς εκεί. Εγώ είχα οδηγό και φύλακα. Γίνονται συνεχώς εκεί απαγωγές κυρίως σε ανθρώπους που ασχολούνται με τον αθλητισμό. Όμως αυτό δεν έχει να κάνει με τους Μεξικάνους. Είναι καλοί άνθρωποι και έχουν σχεδόν ίδιο ταπεραμέντο με το δικό μας. Στη συγκεκριμένη πόλη δεν θα πήγαινα ξανά. Σε άλλες πόλεις είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα. Σήμερα που έμαθα τι συνέβη με τον Πουλίδο μου άνθρωποι από την ομάδα που ήμουν εκεί, πως τα πράγματα δεν είναι καλά. Λόγω των δύο συμμοριών. Το θέμα, όμως, έχει και πολιτικές προεκτάσεις. Νιώθεις συνέχεια τρόμο εκεί. Υπήρχαν βράδια που άκουγα πυροβολισμούς και το πρωί μαθαίναμε τι γινόταν από τις ειδήσεις. Μαζικοί σκοτωμοί, όπου κατακρεουργούσαν τα θύματα, με πτώματα κομματιασμένα στους δρόμους που τα μάζευαν τα συνεργία. Ήταν από τους λόγους που δεν ήθελα να μείνω και έφυγα πριν το τέλος της σεζόν. Άντεξα εκεί πέντε μήνες. Ήμουν αφοσιωμένος στην ομάδα και ο αθλητισμός φυσικά δεν έχει σχέση με όλα αυτά. Ο κόσμος αγαπάει τις ομάδες του και στο μπάσκετ και στο ποδόσφαιρο. Αυτό αφορά το τι συμβαίνει κυρίως στα βράδια. Δεν έβγαινα ποτέ έξω, παρά μόνο με την ομάδα».
Για το μπάσκετ της Αυστρίας: «Είναι ένα πρωτάθλημα αναπτυσσόμενο. Οι άνθρωποι είναι οργανωμένοι και ο προγραμματισμός για τα πάντα είναι αυτός τους βοηθάει να εξελίσσονται. Το επίπεδο δεν είναι το ίδιο με των Ελλήνων, αλλά είναι βελτιωμένοι, όπως και η εθνική τους ομάδα. Το πιο σημαντικό είναι πέρα από το επίπεδο των παικτών, είναι η οργάνωση που είναι πιο μπροστά από το ελληνικό πρωτάθλημα».
Για τη ζωή στο Όμπερβαρτ: «Είναι ήρεμη η ζωή. Το Όμπερβαρτ είναι μία πόλη 7.000 κατοίκων και έχει ένα γήπεδο 2.500 που γεμίζει συνεχώς. Με βοηθητικά γήπεδα, δικό μας πούλμαν, κόσμος που ακολουθεί την ομάδα παντού. Ούτε εμείς περιμέναμε φέτος αυτό που έχουμε κάνει. Έχουμε ένα τριετές πλάνο. Την πρώτη χρονιά περιμέναμε να χτίσουμε μία νέα ομάδα και γι’ αυτό έχουμε το μικρότερο μέσο όρο ηλικίας. Θέλαμε να κάνουμε μία βάση και από την επόμενη σεζόν να κάνουμε το κάτι παραπάνω. Αλλά ευτυχώς μέχρι στιγμής όλα πάνε καλά. Έχουμε κατακτήσει ήδη το Κύπελλο και τώρα είμαστε στο 2-0 στους τελικούς».