Την απόφαση του να σταματήσει την καριέρα του ανακοίνωσε ο Διονύσης Χιώτης στον ΣΠΟΡ FM 94,6 και την εκπομπή των Γιάννη Κυφωνίδη και Μάκη Διόγου στην οποία είναι καλεσμένος.
«Μετά από 28 χρόνια στο ποδόσφαιρο, κάποια στιγμή πρέπει να γίνει και αυτό. Έκατσα σκέφτηκα πολλά, είδα ότι πλέον ήρθε… Είχα πει ότι όταν καταλάβω ότι δεν διψάω για το ποδόσφαιρο θα σταματήσω. Κατάλαβα στον εαυτό μου σε κάποια παιχνίδια πέρυσι όταν δεν ανυπομονούσα τόσο πολύ να ξεκινήσουν μερικά παιχνίδια. Εκεί κατάλαβα ότι όλο αυτό τελειώνει. Έτσι όπως ήρθε, με ένα πρωτάθλημα και ας είναι Β΄ Εθνικής, είπα ότι ως εδώ ήταν», ανέφερε αρχικά.
Ο διεθνής τερματοφύλακας μίλησε και για το μέλλον του: «Όταν τελειώνεις το ποδόσφαιρο δεν μπορείς να μείνεις μακριά, ειδικά όταν το έχεις αγαπήσει και είναι όλη σου η ζωή. Το επόμενο βήμα έχει γίνει ήδη. Τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου, ξεκινάει μια δική μου ακαδημία. Θα είναι καθαρά βασισμένη στο θέμα του τερματοφύλακα».
Αναλυτικά, όσα είπε:
Για την περίοδο στον Απόλλωνα Σμύρνης: «Από τη στιγμή που δεν θα υπήρχε ένα έξτρα κίνητρο, δηλαδή να παίξω στην σούπερ λίγκα. Μιλήσαμε με τον Απόλλωνα και δεν θα συνέχιζα, το είχα καταλάβει κιόλας. Σε καμία περίπτωση δεν θα παρατούσα τον στόχο, να ανεβούμε στην Σούπερ Λίγκα. Ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν είχα καταφέρει. Έχω πάρει πρωταθλήματα, κύπελλα, έχω παίξει Ευρώπη. Γυρνώντας από την Κύπρο πήγα στην Ελευσίνα κ μετά στα Τρίκαλα. Δεν καταφέραμε με τα Τρίκαλα να ανεβούμε και μετά πήγα σε μια ομάδα που είχε τον ίδιο στόχο και τελικά τα καταφέραμε».
Για την κλήση του στην Εθνική επί Σάντος: «Ναι με είχαν καλέσει πριν το Εuro. Ήταν την χρονιά που φτάσαμε στους “8” με τον ΑΠΟΕΛ. Με κάλεσε ο κύριος Σάντος στα δύο τελευταία ματς με Κροατία και Γεωργία. Μετά είχα έναν τραυματισμό σε ένα ματς με την Πόρτο. Έχασα μέχρι τον Φλεβάρη την θέση μου και μετά έγινε αυτό που έγινε».
Για το αν έφταιγε ο Φερούζεμ ή εκείνος στο ματς με τον Ολυμπιακό που ουσιαστικά κόστισε το πρωτάθλημα του 2002 στην ΑΕΚ: «Είχαμε χάσει και στο πρώτο ματς με 3-2. Όλοι λένε για εκείνο το γκολ, εγώ νομίζω όμως πως είχα κάνει λάθος στο δεύτερο γκολ με τον Πατσατζόγλου. Θυμάμαι ότι είχα βγει και φώναξα, εκείνος πάνω στην ένταση μάλλον δεν με άκουσε. Γίνονται τέτοια λάθη στο ποδόσφαιρο».
Για τον τελικό με τον Ολυμπιακό μία εβδομάδα μετά την ήττα με 4-3 και την κατάκτηση του Κυπέλλου: «Είχαμε παίκτες με εγωισμό και προσωπικότητα τότε, αυτή η ήττα όπως ήρθε και όσα ειπώθηκαν μετά μας πείσμωσαν. Τότε είχε πει ο Ψωμιάδης λίγο πριν τον τελικό πως είμαστε loosers. Τσίγκλησε τον εγωισμό μας αυτό. Θα σας εκμυστηρευτώ και κάτι. Είχα μια πολύ δύσκολη εβδομάδα μετά το 4-3. Υπήρχε τότε μια ίωση, ο κοξάκης, που χτύπαγε στην καρδιά. Τρίτη και Τετάρτη ήμουν άρρωστος και είχα χάσει τις προπονήσεις. ήταν να παίξει ο Ατματσίδης αλλά είχε έναν τραυματισμό τότε. Τελικά μπήκα για προπόνηση δύο μέρες πριν τον τελικό, την Πέμπτη. Καταπονήθηκα λίγο παραπάνω και την παραμονή του αγώνα είχα δύσπνοια. Όλοι νόμιζαν πως είχα αυτή την ίωση. Φύγαμε για να πάμε νοσοκομείο, έκανα εξετάσεις αλλά ευτυχώς δεν ήταν τίποτα. Μάλλον είχα πολύ άγχος. Τελικά κατάφερα και έπαιξα. Σε ένα σημείο στο παιχνίδι ήμουν τόσο εξαντλημένος που έλεγα αν πάει παράταση δεν θα αντέξω, θα βγω. Ευτυχώς που έβαλε το γκολ ο Ίλια (σσ. Ίβις) και γλιτώσαμε».
Για την πίεση του πρωταθλητισμού: «Είναι τρόπος ζωής η πίεση. Αν δεν έχεις πίεση κάτι συμβαίνει, πρέπει να το ψάξεις. Έχω συναντήσει τέτοιους παίκτες αλλά δεν πήγανε πολύ ψηλά. Το άγχος και η πίεση είναι τρόπος ζωής, αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις πρωταθλητισμό. Έβλεπα με τους γιους μου την ταινία του Κριστιάνο Ρονάλντο. Στην τελευταία σκηνή ήταν όλα τα λεφτά και ήταν η πραγματικότητα. Είχε πει ότι άμα σταματήσω να έχω άγχος και πίεση, θα σταματήσω το ποδόσφαιρο».
Για τους τρεις καλύτερους ποδοσφαιριστές που έχει αντιμετωπίσει: «Είμαι ευτυχισμένος που με αξίωσε ο Θεός να τα ζήσω αυτά, να παίξω αντίπαλος με μεγάλους παίκτες. Ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει τι έχω κάνει στην καριέρα μου. Ακόμη και ότι παίξαμε στους “8” με τον ΑΠΟΕΛ, δεν έχω καταλάβει ακόμη τι πετύχαμε. Όσο για τους τρεις καλύτερους… Θα πω τον Ζιντάν, που ήταν ο κορυφαίος, τον Κριστιάνο και τον Ρονάλντο».
Για την ακαδημία των τερματοφυλάκων που φτιάχνει: «Είναι μια ακαδημία τερματοφυλάκων για όλες τις ηλικίες. Από 8 χρονών μέχρι 15-16. Από εκεί και πάνω ξεκινάει το personal training, η βελτίωση του τερματοφύλακα. Βρίσκομαι σε συζητήσεις για τρεις χώρους, Νίκαια, Ρέντη ή εκεί τριγύρω. Φτιάχνεται και σελίδα της ακαδημίας στο facebook, το twitter και το instagram (σσ. DC22) και από εκεί θα μπορεί να ενημερωθεί ο κόσμος».
Εκείνη την ώρα, παρέμβαση στην εκπομπή έκανε ένας πρώην συμπαίκτης του Διονύση Χιώτη στον ΑΠΟΕΛ, ο Νεκτάριος Αλεξάνδρου. «Αυτά που έχει κάνει ο Σάκης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, είναι μια πορεία που πρέπει να την έχουν ως παράδειγμα πολλοί.
Είναι ένα παιδί που δούλευε καθημερινά, που δεν έχανε προπόνηση, δεν ήθελε να φάει γκολ. Έξω από το γήπεδο ήταν όλο χαμόγελο και χαρά, είχε διάθεση να κάνει πλάκα με συμπαίκτες για να περάσει καλά. Ένα παιδί που ότι και να γινόταν είχε το χαμόγελο στα χείλη. Όταν δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα ήταν αυτός που μας βοηθούσε. Η καθοδήγησή του ήταν όπως θα έπρεπε να είναι για να κάνουμε σωστά τα πράγματα».
Για την επέτειο του πραξικοπήματος του 1974 στην Κύπρο, που είναι σαν σήμερα: «Την συγκεκριμένη ημέρα την έχω νιώσει όσο έπαιζα στην Κύπρο. Το πρωί με το που χαράζει, ακούς τις σειρήνες και τρομάζεις και ας μην συμβαίνει τίποτα. Μόνο και μόνο με τη σκέψη για το τι έγινε τότε τρομάζεις».
Για τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς: «Τον κύριο Γιοβάνοβιτς τον θεωρώ πατέρα. Τον συμβουλεύτηκα πολλές φορές. Όταν έφυγα από τον ΑΠΟΕΛ βγήκαμε για φαγητό με όλο το team μαζί και τον ρώτησα αν είναι να σταματήσω ή να συνεχίσω. Είναι ο καλύτερος προπονητής που έχω δουλέψει».
Για το αν βγάζει η Ελλάδα καλούς τερματοφύλακες: «Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Είναι και η νοοτροπία του κόσμου. Πιο εύκολα θα συγχωρήσουν το λάθος ενός ξένου τερματοφύλακα παρά ενός Έλληνα».
Την γνώμη του για τον Βάντσικ: «Ο Βάντσικ ήταν βουνό. Από τους καλύτερους τερματοφύλακες που έχουν παίξει στην Ελλάδα και από τους καλύτερους ανθρώπους που γνώρισα όταν πήγα στα Τρίκαλα. Κάναμε πολύ παρέα, στα περισσότερα ταξίδια ήμασταν μαζί. Πραγματικά είναι από τους καλύτερους ανθρώπους, πολύ καλό παιδί και πολύ καλός στη δουλειά του. Τον ευχαριστώ για όλα».
Για το 3-3 με την Ρεάλ και αν υπήρχε στο τέλος απογοήτευση ή ικανοποίηση: «Ήταν ένα πολύ περίεργο ματς έτσι όπως έγινε. Έχω μια ιστορία γι’ αυτό. Η μητέρα μου ζούσε πολύ έντονα τα παιχνίδια, είχε πολύ άγχος και… χαπακωνόταν. Σε εκείνο το ματς της είχα πει εντάξει ρε μάνα και πέντε να φάμε με την Ρεάλ παίζουμε, δεν θα μας πουν και τίποτα. Ξεκινάει το παιχνίδι. Με το που έγινε το 3-1 έπιασα τον εαυτό μου και έλεγα τι γίνεται εδώ.
Έτσι όπως εξελίχθηκε το ματς μπορείς να πεις ότι έχεις και απογοήτευση. Θα μπορούσαμε να το κλέψουμε το ματς. Υπήρχε απογοήτευση αλλά και ένα 3-3 με τη Ρεάλ δεν είναι λίγο… Είχε γίνει και εκείνο το αξιοσημείωτο, που ο Μπάγεβιτς είχε βγάλει Ντέμη και Τσιάρτα και ο προπονητής της Ρεάλ λέει εντάξει δεν το υπολογίζει το ματς. Είχε κάνει τρεις μαζεμένες αλλαγές και η Ρεάλ, νομίζω κάποια ονόματα είχε βγάλει ο προπονητής τους. Πριν γίνει το 2-1 ακόμα, είχαμε χάσει κάποιες κλασσικές ευκαιρίες, είχε γυρίσει το ματς και χάναμε εμείς τις ευκαιρίες».
Για το ματς της ΑΕΚ με την Ρεάλ φιλοξενήθηκε στον αέρα του ΣΠΟΡ FM εκείνη τη στιγμή και ο υπεύθυνος επικοινωνίας των «κιτρινόμαυρων», Ανδρέας Δημάτος, ο οποίος θυμήθηκε μερικά πράγματα από τότε. «Πέρα από το επίπεδο της ΑΕΚ, μπορείτε να μετρήσετε και πόσους Έλληνες ποδοσφαιριστές είχε η ομάδα. Επίσης, ο Χιώτης ήταν ένα μεγάλο ταλέντο που ήρθε στις ακαδημίες της ΑΕΚ για να διεκδικήσει τη θέση του στην πρώτο ομάδα, αλλά τότε ήταν πολύ δύσκολο για μια ομάδα να εμπιστευτεί έναν τερματοφύλακα που προερχόταν από τις ακαδημίες. Αυτά τα ματς, ήταν για τον ίδιο μια δικαίωση ότι η ΑΕΚ θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί νωρίτερα. Η υπομονή του επιβραβεύτηκε, τελικά. Όσο για το 3-3 στη Φιλαδέλφεια, μπορεί να είναι σαν μεμονωμένο παιχνίδι το κορυφαίο παιχνίδι στην ιστορία της ΑΕΚ. Μιλάμε για μια Ρεάλ που πάλεψε να αποφύγει την ήττα. Θυμάμαι τον Ζιντάν στο 3-1, σε μια υπερβολική προσπάθεια, να σκυλιάζει καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο να φύγει ηττημένη η Ρεάλ. Έτρεχε να πάει να εκτελέσει τα κόρνερ ο Ζιντάν», ανέφερε ο Ανδρέας Δημάτος.
Για τον Ντούσαν Μπάγεβιτς: «Ήταν πολύ αυστηρός, δεν κουνιόταν τίποτα. Ντρεπόμουν να τον κοιτάξω. Όταν κάναμε λίγο χαβαλέ λίγο φασαρία, βλέπαμε τον Μπάγεβιτς και κάναμε ησυχία, νέκρα. Ήμουν ψαρωμένος να σου πω την αλήθεια, είχα παίκτες δίπλα μου… Όταν πρωτομπήκα στα αποδυτήρια ήταν οι Μανωλάς, Ατματσίδης, Κασάπης, Κετσπάγια, Κωστής, Τσιάρτας, Μπατίστα. Τι να πεις! Μπήκα μέσα στα αποδυτήρια και ήμουν με το κεφάλι κάτω».
Για τον ποιον παίκτη δεν μπορούσε να πλησιάσει εύκολα: «Ο πιο απρόσιτος, από θέμα σεβασμού, ήταν ο Στέλιος Μανωλάς. Δεν μπορείς να πας εκεί, δεν πλησίαζες. Εγώ τότε ήμουν θρασύς, είχα τσαμπουκά. Μου είχε πει κάτι σε μια προπόνηση ο Στέλιος, κάτι του είπα και εγώ και μετά την προπόνηση ο Στέλιος είπε σε κάποιον “αυτός θα παίξει μπάλα, έχει θράσος”. Μου έχει μείνει αυτό. Με το που έμπαινες στα αποδυτήρια σε έπιανε σοκ και δέος».
Για τον Φερνάντο Σάντος: «Ήταν ο προπονητής που με καθιέρωσε στην ΑΕΚ. Θυμάμαι παίζαμε με την Χιμπέρνιαν. Στο πρώτο παιχνίδι έπαιξε ο Ηλίας και τραυματίστηκε Ξεκινούσαμε το πρωτάθλημα, παίζαμε με τον Ιωνικό και μετά την ρεβάνς με την Χιμπερνιαν. Μου λέει ο Σάντος θα παίξει εσύ με τον Ιωνικό και μετά με Χιμπέρνιαν. Μου έδειξε τρομερή εμπιστοσύνη σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Με βοήθησε πάρα πολύ αυτό. Πήραμε την πρόκριση στη Σκοτία στην παράταση. Ήταν πολύ εχθρικό το κλίμα στη Σκοτία. Σε κάποια φάση, θυμάμαι, μας πιέζανε πολύ. Ήταν μόνος του ο Κασάπης, του φώναζα ότι είναι μόνος και αυτός πέταξε την μπάλα κόρνερ».
Για το κυπριακό ποδόσφαιρο: «Η καλύτερη περίοδος ήταν προ κρίσης στην Κύπρο. Υπήρχαν χρήματα στο ποδόσφαιρο, έβαζαν αρκετά χρήματα και είχαν φτιάξει καλές ομάδες. Παίζαμε με την Άλκη, μια μικρομεσαία ομάδα και χάναμε. Αν δεν παίζαμε καλά, χάναμε. Οι μικρές ομάδες είχαν υψηλά συμβόλαια. Μετά την κρίση ο ΑΠΟΕΛ βρέθηκε να έχει την οικονομική δυνατότητα λόγω Champions League, ενώ οι υπόλοιπες ομάδες δεν το είχαν αυτό. Και γι αυτό πλέον υπάρχει αυτή η διαφορά τώρα».
Για τους Καπίνο, Καρνέζη: «Ο Καρνέζης έχει περισσότερες εμπειρίες, έχει αγωνιστεί και στο εξωτερικό. Ο Καπίνο μέσα από τη δουλειά μπορεί να φτάσει ψηλά».
Για τον χειρότερο προπονητή που είχε: «Για μένα ο χειρότερος που έχω ζήσει στην ΑΕΚ ήταν ο Στεπάνοβιτς. Ήταν πολύ απόμακρος. Είχε φέρει έναν Γερμανό γυμναστή και οι Έλληνες δεν είμαστε πολύ του Γερμανού προπονητή. Κάναμε τριπλές προπονήσεις στην προετοιμασία. Κάναμε 40λεπτες προπονήσεις και φουλ τρέξιμο, μαραθωνοδρόμοι. Επίσης, και ο Φερέρ λόγω χαρακτήρα. Ήταν πολύ αλαζονικός, έβριζε συνέχεια στα ισπανικά. Θυμάμαι πολλά επεισόδια με ποδοσφαιριστές».
Για το ρόλο του προπονητή: «Είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν του ποδοσφαιριστή. Ο παίκτης θα κάνει την προπόνησή του, την αποθεραπεία και θα φύγει. Θα κοιτάξει ουσιαστικά την πάρτη του. Είναι η φυσιολογική ζωή του αυτή. Ο προπονητής πρέπει να φτιάξει το πρόγραμμα των προπονήσεων, να διαχειριστεί τόσους διαφορετικούς χαρακτήρες, να τα έχει καλά με όλους και να κοιτάξει και την ομάδα. Έχει πολύ πιο δύσκολο έργο, πιο πολύπλοκο».
Για τον προπονητή τερματοφυλάκων: «Το ίδιο ισχύει και για αυτόν, αλλά σε πιο μικρό βαθμό. Έχει να διαχειριστεί 3-4 άτομα, να φτιάξει πρόγραμμα βάσει αυτού που έβγαλε ο προπονητής, για ένα μεγάλο διάστημα. Πρέπει να ξέρει πότε να πιέσει και πότε να κόψει. το βλέπω και τώρα. Έχω φτιάξει το πρόγραμμα προετοιμασίας για έναν μήνα. Αν πάω σε μια ομάδα είμαι έτοιμος. Έχω φτιάξει πρόγραμμα για κάθε ηλικία ακαδημίας, τι προπόνηση πρέπει να γίνει. Είμαι σε ένα λάπτοπ κάθε μέρα για πολλές ώρες και φτιάχνω πρόγραμμα. Από εκεί που ήμουν κλασικός ποδοσφαιριστής, έφτασα στην αντίπερα όχθη».
Για την απόκρουση που θυμάται πιο έντονα: «Εκτός των δύο πέναλτι κόντρα στη Λιόν και την απόκρουση στον τελικό με τον Τζιοβάνι, είναι άλλη που θέλω να ξεχωρίσω. Το σουτ του Φορλάν μέσα στην Ατλέτικο, στο 93’. Ήταν το πρώτο μας παιχνίδι στο Champions league, μέσα στη Μαδρίτη, τη χρονιά που η Ατλέτικο είχε αποκλείσει τον Παναθηναϊκό. Κάναμε μια “κλοπή” με την ισοπαλία. Στο δεύτερο ημίχρονο μας έπαιζαν μονότερμα, είχα αρκετή δουλειά. Βάσει του αποτελέσματος, την έφερα εις πέρας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το παιχνίδι με την Κοπεγχάγη, τη ρεβάνς στο ΓΣΠ. Στο δεύτερο ημίχρονο είχαμε σκορ πρόκρισης, αλλά είχαμε απειρία και κλειστήκαμε πίσω. Η Κοπεγχάχη είχε καλή ομάδα με δυνατά ονόματα. Περάσαμε τα πάνδεινα, κρατήσαμε το σκορ και περάσαμε στο Champions League».