Με αφορμή τις «ομορφιές» στο «Nick Galis Hall», δυο-τρεις κουβέντες…
Η περιγραφή ενός γεγονότος από μόνη της δεν αρκεί, ωστόσο συνήθως αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση κάποιου φαινομένου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, βέβαια, δεν ακολουθείται από κανένα άλλο επειδή είναι δύσκολο να αποχωριστεί κανείς τη βολική θέση του κριτή των υπολοίπων και να προχωρήσει σε κάτι πραγματικά ρηξικέλευθο και καθοριστικό. Ειδικά εάν αυτή η στάση μας υποκρύπτει και μια γερή δόση υποκρισίας που σχετίζεται άμεσα με δικές μας συμπεριφορές που ξεφεύγουν από τα φώτα της δημοσιότητας και αφορούν μικρά στοιχεία ενδεικτικά της προσωπικότητας αλλά και των διαδρομών που ακολούθησε ο καθένας μέχρι να φτάσει εδώ…
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Αυτές οι μανάδες ήταν πάντα τόσο εύκολη λύση για όλους μας. Στέκονται σε κάποιο μέρος του μυαλού μας, πάντα… προκλητικές και πάντα έτοιμες να τις πιάσουμε στο στόμα μας στην πρώτη ευκαιρία. Για να βρίσεις μια μάνα δεν χρειάζεται να έρχεται 15 χρόνια ο κάθε Διαμαντίδης στο κάθε γήπεδο και να σου κλείνει με την απόδοσή του το «σπίτι» ώστε να τον «μισήσεις» και να χρειαστεί να βρεις καταφύγιο στο γενεαλογικό του δέντρο προκειμένου να του «απαντήσεις» με τον δικό σου τρόπο.
Η επίδειξη χυδαιότητας ανέκαθεν αποτελούσε καταφύγιο των απαίδευτων και σαν τα σνακ στις διαφημίσεις, μπορεί να μας ακολουθήσει παντού. Στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στην ουρά ή το γκισέ μιας δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό το «γ…ώ το μ….ί της μάνας σου» είναι μια προσφιλής αντίδραση για πολύ κόσμο. Το πετάμε στον γελοίο που μας έκλεισε στο πάρκινγκ, στον τύπο που μας κόρναρε στο φανάρι ή μπορεί να μας χαμογέλασε χωρίς προφανή λόγο. Δεν χρειάζεται καν προσωποποίηση του αντικείμενου-αποδέκτη της οργής μας. Θα το εκστομίσουμε για έναν φανταστικό ήρωα ενώ παίζουμε ένα video-game ή στο συνομιλητή μας τη στιγμή που θα κατεβάσουμε το ακουστικό.
Θα το κάνουμε δίχως αιτία, μα με την παραμικρή αφορμή. Και μετά -αν χρειαστεί- θα ξεθάψουμε στην πορεία κάποια υπαρκτή ή εξωφρενική δικαιολογία για να αιτιολογήσει τις πράξεις μας. Στην τελική, αυτό το τελευταίο δεν είναι καν αναγκαίο, αλλά απλά ένας τρόπος να καθησυχάσουμε τη συνείδησή μας, στην… απευκταία περίπτωση που υπάρχει τέτοια και τολμήσει να λειτουργήσει ως φρένο της ελευθεριότητας της γλώσσας μας.
Εγκλωβισμένοι στη θλιβερότητα της ύπαρξής μας και στα αδιέξοδα που δημιουργεί το ελλειμματικό ισοζύγιο παιδείας μας καταδικάζουμε οποιονδήποτε βρεθεί στο διάβα μας με τη μέγιστη ποινή που μπορούμε ως δικαστές να του επιβάλουμε. Του βρίζουμε την μάνα… Έτσι απλά. Ξεστομίζουμε κατάρες, καρκίνους, AIDS, ηπατίτιδες, λευχαιμίες και ό,τι άλλο μπορούμε να ανασύρουμε έτσι πρόχειρα από το βόθρο της ψυχής μας. Δεν μας σταματάει ούτε ο θάνατος. Δεν φοβόμαστε τίποτα. Στην ανωνυμία της εξέδρας ή με το γκάζι πατημένο στη διασταύρωση είμαστε όλοι μάγκες. Βέβαια, έχουμε την απαίτηση αυτοί οι τύποι που πατούν στο παρκέ ή το χορτάρι να σταθούν ένα επίπεδο πιο πάνω από τα μούτρα μας κι επειδή πληρώνονται καλά, να μην αντιδρούν καθόλου στον οχετό μας.
Λες και σκάβουμε οι ίδιοι τον λάκκο της επιχειρηματολογίας μας, καθιστούμε την ανθρώπινη συμπεριφορά συνάρτηση των χρημάτων. Εσύ που παίρνεις ένα κάρο λεφτά για να σκας την μπάλα, οφείλεις να λειτουργείς με το κρύο αίμα επαγγελματία δολοφόνου. Εγώ που είμαι ένας κακομοίρης, ένα συνηθισμένο ανθρωπάκι που χάρη σε κάποιον σαν εσένα (με διαφορετικού χρώματος φανέλα) αγγίζω τα όνειρά μου, έχω το δικαίωμα να σου βρίζω την μάνα ή οτιδήποτε άλλο γουστάρω (και να την γλιτώνω στη συνέχεια μ’ αυτό).
Όσο για τους ποιητές της εξέδρας (που δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από μια αντανάκλαση ενός μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας), που κάθονται και σκαρώσουν στιχάκια είτε στα σκαλάκια είτε στα δωματιάκια, μόνο μια κουβέντα. Στο πέρασμα του χρόνου κατά καιρούς κάποιοι από αυτούς έχουν επιδείξει τρομερά αντανακλαστικά και παρουσίασαν εξαιρετικά ευφυή αποτελέσματα της δουλειάς τους. Εδώ και καιρό, πάντως, φαίνεται πως η ανατομία των συγγενικών προσώπων αθλητών, οι προτροπές σε σεξουαλικού χαρακτήρα δράσεις και οι ντρόγκες αποτελούν τις μόνιμες Μούσες τους… Έχουν αποδείξει πως μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα.