Έχουν περάσει κάτι δεκαετίες από τότε που ακούστηκε για πρώτη φορά το σύνθημα «Βρυξέλλες, Βρυξέλλες έρχονται οι βαζέλες». Τότε, για τις ανάγκες της ομοιοκαταληξίας, οι «πράσινοι» ποιητές της εξέδρας είχαν βάλει στην άκρη το γεγονός ότι ο όρος «βαζέλες» δεν υπήρξε ποτέ αποδεκτός και προειδοποιούσαν την επερχόμενη άνοδό τους στην πρωτεύουσα του Βελγίου με αφορμή κάποιο παιχνίδι του Παναθηναϊκού.
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Κάπου εδώ μπαίνει ένα τέλος στην όποια σύνδεση όσων συμβαίνουν στην καρδιά της Ευρώπης με τον αθλητισμό. Ακόμη και ως σκέψη πιθανότατα να ήταν μια εξαιρετικά ατυχής επιλογή έτσι κι αλλιώς, όμως η αλήθεια είναι πως το μυαλό παίζει παράξενα παιχνίδια όταν καλείται να διαχειριστεί εικόνες και μαντάτα σαν εκείνα που φτάνουν από το πρωί στα μάτια μας.
Πριν από όχι πολλά χρόνια κάτι ανάλογο φάνταζε ανήκουστο. Μετά ακολούθησαν διαδοχικές «εκπτώσεις» στις αντιδράσεις μας και τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούμε. Το απίθανο μετατράπηκε σε πρωτόγνωρο και σταδιακά φτάσαμε σχεδόν στην παραδοχή πως τέτοια γεγονότα μετατρέπονται σε κομμάτι της καθημερινότητας του μέσου Ευρωπαίου.
Ακόμη και τα «χτυπήματα» από τα τρομοκρατικά χτυπήματα αυτό φανερώνουν. Όσο κυνικό κι αν φανεί, υπάρχει ένα στοιχείο που μαρτυρά την ανησυχητική οικειότητα που αποκτάμε με εικόνες φρίκης. Η σύγκριση της επισκεψιμότητας στο σάιτ εξαιτίας όσων συνέβησαν στο Βέλγιο με εκείνη μετά το Σαρλί ή το Μπατακλάν προκαλεί θλίψη. Φυσικά, όχι για το sportfm αλλά για τα αντανακλαστικά μας. Τα πεσμένα «νούμερα» δείχνουν έναν εντυπωσιακό, σχεδόν ανεξήγητο συμβιβασμό που λογικά θα εκφραστεί και με άλλους όρους στη συνέχεια.
Ο μέσος πολίτης αποκτά «αντισώματα» στη φρίκη και συνηθίζει στην ιδέα πως ο κόσμος του θα μοιάζει ολοένα περισσότερα με έναν εφιάλτη τον οποίο δεν μπορεί να αποτρέψει όσο παραμένει σε κατάσταση ύπνωσης. Όσο η κατάσταση θα μοιάζει ολοένα και πιο αναπόφευκτη, τόσο και οι λύσεις που θα προτείνονται θα φαντάζουν πιο αναγκαίες και οι θυσίες αναπόφευκτες.
Ακόμη χειρότερο είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εκεί που το «κέντρο» απουσιάζει ή αδυνατεί να εκφραστεί, τα άκρα στήνουν γιορτή και διεκδικούν τα κομμάτια τους. Η απάθειά μας μετατρέπεται σταθερά στο καλύτερο λίπασμα γι’ αυτούς που συστηματικά καλύπτουν τέτοιου τύπου κενά.
Δεν είναι η Ευρώπη που έρχεται αντιμέτωπη με έναν καινούριο τύπο «μαύρης πανώλης», αιώνες μετά από εκείνον που αφάνισε το 1/3 του πληθυσμού της. Είναι ολόκληρος ο κόσμος όπως τον ξέραμε. Πλέον και η τελευταία γειτονιά του, η δική μας, φαίνεται να είναι ένα απαίσιο μέρος για να ζει κανείς.
Στο τέλος, θα πεθάνουμε όλοι. Αυτό είναι σίγουρο. Μέχρι να συμβεί αυτό, όμως –και αφού μετατράπηκαν σε κόλαση οι ζωές τόσων άλλων- οι πολιτισμένοι θα συνεχίσουν να κυνηγούν φαντάσματα-δράστες επιθέσεων όπως εκείνες στις Βρυξέλλες και να δημιουργούν ήρωες στα μάτια πολλών άλλων που πρόθυμα θα σπεύσουν να πάρουν τη θέση εκείνων που θυσιάστηκαν ή συνελήφθησαν από τις Αρχές. Αυτός ο πόλεμος, όσο παραμένει πόλεμος, δεν θα έχει τέλος γιατί τη Λερναία Ύδρα δεν μπορείς να τη νικήσεις όσο απλά της κόβεις το ένα κεφάλι πίσω από το άλλο.
Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο επετράπη στο τέρας της τρομοκρατίας με αυτή του τη μορφή να θεριέψει. Για να τελειώσουμε με δαύτο θα χρειαστεί κάτι εξίσου εντυπωσιακό. Για να συμβεί αυτό ίσως ο καθένας από εμάς οφείλει να προβεί σε μια μικρή αυτοχειρία. Να «σκοτώσει», δηλαδή, εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που είτε ψάχνει να βρει καταφύγιο σε ρητορικές και πρακτικές μίσους απέναντι σε δύστυχους συνανθρώπους μας που απλά προσπαθούν να ζήσουν αλλά και αυτό το αφελές μέρος μας το οποίο επιμένει να αγνοεί πως σε ζητήματα τεράστιων γεωπολιτικών διαστάσεων καλό θα ήταν να είμαστε περισσότερο ρεαλιστές και υποψιασμένοι.
Η αλήθεια, εκτός από τους Sex Pistols, συνήθως είναι κάπου στη μέση. Και η Ελλάδα, ατυχώς, επίσης. Το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε έχει ήδη φτάσει. Ο καινούριος που ξημερώνει θα είναι τίγκα στο μίσος, τη μισαλλοδοξία και οι ατομικές ελευθερίες θα αποτελούν κατάλοιπο του παρελθόντος που θα ‘χει θέση μόνο στα βιβλία ιστορίας.