Ένα διόλου κολακευτικό αφιέρωμα 1.600 και πλέον λέξεων για το πώς το ελληνικό ποδόσφαιρο έφτασε στην πλήρη απαξίωση παρουσιάζει το ιταλικό περιοδικό «Undici».

Από το «μικροσκόπιο» του Ιταλού δημοσιογράφου, Κριστόφορο Σπινέλα, περνά η θητεία του Τζενάρο Γκατούζο στον πάγκο του ΟΦΗ και η απόφαση ομάδων όπως η Νίκη Βόλου να αποχωρήσουν από το πρωτάθλημα μεσούσης της περιόδου μέχρι και τις ενδείξεις για τη διαφθορά που ταλανίζουν το ποδόσφαιρο, μιλώντας συγκεκριμένα με τα ονόματα του πρώην προέδρου της ΕΠΟ, Γιώργου Σαρρή, αλλά και του προέδρου του Ολυμπιακού, Βαγγέλη Μαρινάκη που ερευνώνται από τη δικαιοσύνη.

Αναφορά, φυσικά δεν θα μπορούσε να μην γίνει στην κατακόρυφη πτώση της εθνικής ομάδας από την εποχή του Euro 2004, μέχρι και σήμερα που προέκυψαν δύο ήττες από τα Νησιά Φερόε.

Διαβάστε αναλυτικά το αφιέρωμα του Ιταλού δημοσιογράφου, Κριστόφορο Σπινέλα στο περιοδικό «Undici»:

Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι στην δίνη μιας αβύσσου: απάτη, βία, αποτυχίες, ανύπαρκτοι θεατές, κρίση στην εθνική ομάδα, αναβολή κυπέλλου. Πώς φτάσαμε έως εδώ;

«Ένας χρόνος εδώ, ισούται με 10 σε κάποια άλλη ομάδα», γρυλίζει με τα κακοποιημένα του αγγλικά ο Τζενάρο Γκατούζο ο οποίος διευκρινίζει: «100% μ…α! Όλα σ…ά!». Οι πρώτες φήμες περί αποχώρησης του από τον ευρισκόμενο σε ελεύθερη πτώση ΟΦΗ Κρήτης είχαν ήδη εμφανιστεί στις εφημερίδες, για μία ομάδα που δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους μισθούς σε παίκτες και προπονητικό επιτελείο.

Εκατό μέρες μετά από αυτή την επώδυνη συνέντευξη τύπου, στην οποία πρόβλεψε την μοίρα του συλλόγου και σκιαγράφησε όλα τα δεινά του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο παλιός μέσος της Μίλαν έφυγε μόνιμα από τον πάγκο του συλλόγου. Η προβληματική και απογοητευτική του εμπειρία στην Παλέρμο θα πρέπει να του φάνηκε σαν μία ξέγνοιαστη μαθητεία χωρίς σκοτούρες μπροστά σε αυτό. Ακόμα κι ο Τσαμπαρίνι έμοιαζε με ένα συνηθισμένο πρόεδρο.

Ήταν 21 Σεπτεμβρίου 2014 και τότε και οι 18 ομάδες που αγωνίζονταν στην πρώτη κατηγορία του ελληνικού ποδοσφαίρου συνέχιζαν να εμφανίζονται κανονικά στα γήπεδα.

Σταμάτησαν να παίζουν

Ένα μήνα αργότερα η Νίκη Βόλου, μία ομάδα που επέστρεψε στην Α’ κατηγορία μετά από περίπου μισό αιώνα, δεν ήταν σε θέση ούτε καν να ξεκινήσει ένα παιχνίδι του ελληνικού κυπέλλου απέναντι στην Ζάκυνθο, επειδή ήταν ανήμπορη να πληρώσει τους διαιτητές: 3.600 ευρώ. Η δυσωδία της αποτυχίας για την ομάδα και το ελληνικό ποδόσφαιρο αρχίζει να γίνεται εντονότερη.

Κοιτώντας γύρω διαπιστώνεις ότι το πρόβλημα δεν είναι ισορροπημένο και δεν περιορίζεται μόνο στις μικρές ομάδες. Ο ιός επωάστηκε για καιρό και η ασθένεια εξαπλώθηκε, όταν η οικονομική κρίση χτυπά την πραγματική οικονομία της χώρας. Πολύ πριν από τον Τσίπρα, τουλάχιστον μερικά χρόνια πιο πριν, το ελληνικό ποδόσφαιρο έδειξε ότι έχει αρχίζει να έχει μολυσμένες πληγές.

Τα πάντα ήταν ήδη γραμμένα κάτι που φάνηκε με την περίπτωση της ΑΕΚ, της τρίτης μεγαλύτερης ομάδας στην πρωτεύουσα, που υποβιβάστηκε το 2013 λόγω χρεών τα οποία -όπως ανέφερε ο ελληνικός τύπος- ανέρχονταν περίπου σε 170 εκατομμύρια ευρώ σε απλήρωτους φόρους. Πολύ απλά, το κράτος δεν μπορούσε πλέον να κλείσει τα μάτια του και να ανοίξει τα ταμεία του για να επιδοτήσει ξανά -όπως γινόταν μέχρι τότε οπουδήποτε στην Ευρώπη- αυτόν τον άρρωστο κόσμο.

Σήμερα, η ΑΕΚ κατάφερε να σκαρφαλώσει στην μεγάλη κατηγορία, που από τότε όμως έχασε δύο ομάδες στην πορεία, χωρίς να μπορέσει να τις αντικαταστήσει. Την Νίκη Βόλου -η οποία την περασμένη σεζόν έχασε τα τελευταία 20 παιχνίδια διότι δεν κατέβηκε στο γήπεδο επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει τους μισθούς και τα λειτουργικά έξοδα- και τον ΟΦΗ, όπως είχε προβλέψει ο Γκατούζο.

Μετά την αρχική παραίτηση του και τις μετέπειτα σκέψεις για παραμονή («είμαι ο καπετάνιος του πλοίου και δεν θέλω να εγκαταλείψω το σκάφος», όπως είπε ο παλιός παίκτης της Μίλαν) το 2015 ξεκινά με μία αδυναμία της ομάδας να κατέβει στο γήπεδο. Η προσπάθεια να ανασυνταχθεί την άνοιξη ο σύλλογος μετά την αποχώρηση 20 παικτών που βαρέθηκαν να μην εισπράττουν τους μισθούς τους, απέβη μάταια. Μόλις 6 μέρες μετά το τέλος του πρωταθλήματος, ο ΟΦΗ ουσιαστικά αποχωρεί και καταδικάζεται να εκκινήσει ξανά από την τρίτη κατηγορία.

Ο Γκατούζο διαβεβαίωσε από την αρχή τους Έλληνες δημοσιογράφους, ότι: «θέλω οι παίκτες μου να παίζουν με αρχ…α», χωρίς να κλαψουρίζει για τις μεταγραφές που δεν θα έρθουν ποτέ. Η αποφασιστικότητα του δεν ήταν αρκετή: «είμαστε τα θύματα ενός συστήματος. Βουλιάζουμε ούτως ώστε να επιτρέψουμε σε κάποιους άλλους να μείνουν ζωντανοί», λέει και αποφασίζει να φύγει αφότου ο Νίκος Μαχλάς παλιός επιθετικός του Άγιαξ και σημαία του συλλόγου αποφασίζει τον υποβιβασμό μέσω της πτώχευσης.

Τα περίπου 10 εκατομμύρια από επιβεβαιωμένα χρέη, για μία ομάδα τέτοιου μεγέθους, δεν άφησαν περιθώριο για ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, προέκυψε ένας άλλος πονοκέφαλος. Όχι αυτός του υποβιβασμού του ΟΦΗ ή του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αυτός της Ελλάδας.

Έχοντας χάσει δύο ομάδες στον δρόμο, η ποδοσφαιρική λίγκα της… Αθήνας αποφασίζει να μείνει με 16 ομάδες, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσει την βιωσιμότητα του. Τι σημασία έχει αν στα μέσα Απριλίου το πρωτάθλημα θα έχει ολοκληρωθεί; Εδώ καλά-καλά θα μπορούσε να μην είχε ξεκινήσει! Το παράδοξο; Στις θερμές μέρες του Ιουλίου, αυτές του δημοψηφίσματος, όπου κάποιοι επέλεγαν μία άλλη Ελλάδα- έρχεται αντιμέτωπη η πλειοψηφία απέναντι στους κάπως πιο μετριοπαθείς.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο κόσμος του ποδοσφαίρου, όπως όλοι στην Ελλάδα είχε διχαστεί με σαφή όρια: από τη μία πλευρά οι μεγιστάνες κι από την άλλη (κυρίως) οι οπαδοί. Διάφορες πρωτοβουλίες υπέρ του «όχι» είχαν ξεκινήσει από τους οργανωμένους οπαδούς της ΑΕΚ του ΠΑΟΚ, αλλά και από αυτούς του Παναθηναϊκού με πανό στα γήπεδα. Μετά από αυτό το «όχι» επικράτησε στο δημοψήφισμα, αλλά αναιρέθηκε μετά και στην ουσία το ελληνικό ποδόσφαιρο διαιρέθηκε και έμεινε εκεί που ήταν αρχικά. Με λιγότερα χρήματα, αλλά βασικά τα ίδια προβλήματα και σε εκείνη την εποχή με ελάχιστη προοπτική να διορθωθεί.

Άδειες τσέπες - άδεια γήπεδα

Ανάμεσα στις ομάδες που το ελληνικό ποδόσφαιρο έχασε στον δρόμο ήταν και ο Άρης Θεσσαλονίκης, η πιο επιτυχημένη ομάδα εκτός Αθήνας, που αναγκάστηκε να γιορτάσει τα 100 του χρόνια στην τρίτη κατηγορία μετά τον υποβιβασμό του 2014. Εκεί, όπως και σε πολλές άλλες ομάδες, το μοντέλο της συμμετοχής των οπαδών στην ιδιοκτησία εξασφάλισε μέλη, αλλά όχι -τουλάχιστον τώρα- ρευστότητα. Χωρίς κόσμο στα γήπεδα ή στις πολυθρόνες για να δουν τα ματς μέσω Pay TV επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν υπάρχει.

Η επιβίωση του ελληνικού πρωταθλήματος εξαρτάται από αυτό. Οι περισσότερες ενέργειες έγιναν για να μην αναγκαστεί ο κόσμος να το εγκαταλείψει. Κάπως έτσι, ο Ολυμπιακός, ο γίγαντας της Ελλάδας, λάνσαρε αυτή τη χρονιά εισιτήρια διαρκείας με μειωμένες κατά 50% τις τιμές τους, ενώ άλλες ομάδες προσέφεραν την δυνατότητα πληρωμών με δόσεις, εκπτώσεις σε ανέργους, ελεύθερη είσοδο σε παιδιά και παντός είδους διευκολύνσεις. Όλα αυτά γιατί η κατάρρευση της προσέλευσης στα γήπεδα είναι κάθετη και οι ομάδες φοβήθηκαν ότι με τα νέα μέτρα λιτότητας αυτή θα μπορούσε να κορυφωθεί.

Κατά την διάρκεια της σεζόν μετά την κατάκτηση του Euro 2004 με την ευφορία στις φλέβες και την ώθηση που έδωσε αυτό το κίνημα, ο μέσος όρος αυτών που γέμιζαν τα γήπεδα κάθε Κυριακή ήταν περίπου 6.000. Μία τάση που ανέβηκε στους 7.622 οπαδούς κατά μέσο όρο το 2009. Σήμερα, το νούμερο έχει καταρρεύσει και έχει γίνει λιγότερο από το μισό, πέφτοντας πίσω στα επίπεδα πριν από αυτή την επιτυχία στην Πορτογαλία. Αν εξαιρέσει κανείς τις μεγάλες ομάδες, ο μέσος όρος είναι ακόμα χειρότερος: 12 από τις 18 ομάδες την περασμένη σεζόν δεν είχαν κατά μέσο όρο πάνω από 1.500 εισιτήρια κατά μέσο όρο στα παιχνίδια τους!

Για να καταλάβετε, πολύ πιο κάτω κι από τις μικρές ομάδες της ιταλικής Serie B. Οι εξέδρες γεμίζουν τώρα μόνο στα μεγάλα ντέρμπι. Αλλά όχι σπάνια αυτά καταλήγουν όπως το Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός του Νοεμβρίου, το οποίο ματαιώθηκε όταν ένας παίκτης των φιλοξενουμένων χτυπήθηκε από ένα καπνογόνο κατά την διάρκεια της προθέρμανσης και κατέληξε σε μία μάχη ανάμεσα στους «ultras» και την αστυνομία. Η οργή εξερράγη στο Κύπελλο κατά την διάρκεια του αγώνα ΠΑΟΚ - Ολυμπιακός στις 2 Μαρτίου και ανάγκασε τον υπουργό Αθλητισμού να διακόψει την διοργάνωση.

Ένα στημένο παιχνίδι

Πολλοί από αυτούς που θα πήγαιναν σήμερα στα γήπεδα δεν έχουν πια τα χρήματα για να το κάνουν. Αλλά το βασικό συναίσθημα που υπάρχει σε τόσο πολύ κόσμο πια -τόσο σε ειδικούς, όσο και σε απλούς οπαδούς- είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα. Με άλλα λόγια, το ότι η ιδέα πίσω από όλα αυτά είναι μία φάρσα. Από τα τελευταία 20 πρωταθλήματα ο Ολυμπιακός έχει κερδίσει τα 17. Σε ό,τι αφορά το Κύπελλο έχει κατακτήσει 6 από τα τελευταία 10.

Το γεγονός ότι είναι η καλύτερη ομάδα στην Ελλάδα δεν αμφισβητείται. Μιλούν για αυτό οι αριθμοί. Στον πρώτο γύρο, έκανε 15 νίκες σε 15 ματς και είχε τον τίτλο στην τσέπη του. Η ερώτηση για πολλούς είναι πως ο Ολυμπιακός έχει φτάσει σε αυτή την υπερβολική δύναμη; Ειδικά στα τελευταία χρόνια.

Ο εφοπλιστής Ευάγγελος Μαρινάκης, ο οποίος αγόρασε την ομάδα το 2010, τελεί υπό έρευνα με τις κατηγορίες να ποικίλλουν από απάτη, μέχρι τη διαφθορά της ομοσπονδίας μέσω εγκληματικής οργάνωσης. Για τους δικαστές που ερευνούν την υπόθεση, ένα χρόνο μετά την προσγείωση του στον Πειραιά, αυτός είναι μία από τις βασικές φιγούρες του ελληνικού Calciopoli.

Ένα σκάνδαλο το οποίο τόσο πολύ μοιάζει με αυτά που τα τελευταία χρόνια έχουν επηρεάσει τα πρωταθλήματα και σε άλλες μεσογειακές χώρες -από την Ιταλία έως την Τουρκία- με τις οποίες η Ελλάδα μοιράζεται την απουσία αντισωμάτων, αλλά ίσως και τους πόρους για να το διευθετήσει.

Διαιτητές, ομάδες και η ίδια η λίγκα έχουν διερευνηθεί για εμπλοκή σε στημένα παιχνίδια, ο πρώην πρόεδρος της ΕΠΟ, Γιώργος Σαρρής ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Δεκέμβριο του 2014 και τώρα δεν μπορεί καν να βγει από την χώρα, μία γενικά διάσπαρτη αίσθηση ότι πρόκειται για ένα… αμπάρι φορτωμένο.

Σε αυτό το κλίμα ο Ολυμπιακός έχτισε ακόμα μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και τους άλλους που -όπως γίνεται στην περίπτωση του Παναθηναϊκού- μιλούν χωρίς περιστροφές για ένα σύστημα διεφθαρμένο.

Ωστόσο, δεν ήταν πάντα έτσι. Πριν από 20 χρόνια ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός είχαν τα ίδια πρωταθλήματα και μόλις ένα περισσότερο από μία άλλη ιστορική ομάδα την ΑΕΚ, που δεν έχει κερδίσει κάποιο από το 1994. Εν ολίγοις, ήταν μία πιο ισορροπημένη διοργάνωση, πιο εντυπωσιακή για τον κόσμο και πιο πιστευτή για το κοινό.

Εκτός Ευρώπης

Σε ένα σκηνικό που ολοένα και ξηλώνεται αυτό δεν άφησε ανεπηρέαστη την ανταγωνιστικότητα των ομάδων, εκτός του ελληνικού πρωταθλήματος. Τη χρονιά του Euro 2004, υπήρχαν τρεις ελληνικές ομάδες στους ομίλους του Champions League και μία στα προημιτελικά. Τώρα το πρωτάθλημα έχει βυθιστεί στην 14η θέση στην βαθμολογία της ΟΥΕΦΑ και όλο και λιγότερε ομάδες -χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη αναστροφής- δείχνουν προορισμένες να παίξουν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.

Είναι σαν να πήγε το ελληνικό ποδόσφαιρο 20 χρόνια πίσω. Το 2008-09 πριν από την κρίση, η ελληνική πρώτη κατηγορία ήταν 11η σε επενδύσεις σε όλο τον κόσμο, με περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ να ξοδεύονται στο μεταγραφικό παζάρι. Τώρα είναι στην 20η θέση πίσω από τις ομάδες της ιταλικής Serie B και 20η στους μισθούς που δίνουν στους παίκτες.

Η μεγάλη κρίση (των αποτελεσμάτων)

Η κορωνίδα της κρίσης είναι τα γκολ του Χάλουρ Χάνσον και του Μπράντουρ Όλσεν. Έχοντας κερδίσει ήδη το πρώτο ματς εκτός έδρας τον Ιούνιο του 2015, τα Νησιά Φερόε κέρδισαν την Ελλάδα και στο δεύτερο παιχνίδι της προκριματικής φάσης για το Euro 2016.

Δύο ήττες σε δύο παιχνίδια, σε μία καταστροφική φάση, όπου τα καυτά δάκρυα χαράς για την νίκη επί του Φίγκο και της παρέας του το 2004 μετατράπηκαν σε δάκρυα που πάγωσαν από το κρύο.

Δύο προπονητές από το 2001 ως το 2014, τέσσερις στα τελευταία δύο χρόνια! Η Ελλάδα ήταν στην 11η θέση στην βαθμολογία της FIFA το 2012 και τώρα κατέχει την 41η θέση. Αν και υπάρχει κάποιο ταλέντο εκεί γύρω, αυτό που κυρίως λείπει είναι η πυξίδα. Και 12 χρόνια μετά το θρίαμβο στην Πορτογαλία, η διαδοχή της γενιάς του Καραγκούνη, του Κατσουράνη, του Χαριστέα δεν είναι παρά μόνο μία ελπίδα…

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube