Το Euro ξεκίνησε. Το Copa America προχωράει παράλληλα.

Η μεγαλύτερη ανδρική φαντασίωση εξαιρουμένης του να σε κάνουν σάντουιτς η Μέγκαν Φοξ και η Βέρα Φαρμίγκα (τι, δεν ξέρεις τη Βέρα Φαρμίγκα; Βγες μόνο σου από το κείμενο ως ελάχιστη ένδειξη τσίπας) βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Ανάμεσα ωστόσο στις γκολάρες, τις πίτσες, τα μπυρόνια -και τις εκδόσεις διαζυγίων που έχουν αρχίσει να δρομολογούνται από απελπισμένες συζύγους- πέρασε και μια μεγάλη επέτειος. Τα 54α γενέθλια του ματς που (κακά τα ψέματα) όλοι μας θα θέλαμε να έχουμε δει: Της περίφημης «μάχης του Σαντιάγκο».

Γράφει ο Γιώργος Μαραθιανός

Με περισσότερο από μισό αιώνα να έχει περάσει, το παιχνίδι του Μουντιάλ του 1962 ανάμεσα στη Χιλή και την Ιταλία εξακολουθεί να θεωρείται ως το πιο «βρώμικο» στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Και όποιος ξέρει την ιστορία του -ή τη μάθει στις γραμμές που ακολουθούν- θα καταλάβει εύκολα το γιατί.



Όλα ξεκίνησαν πριν καν την έναρξη του Μουντιάλ. Από τη διεκδίκηση κιόλας της διοργάνωσης. Τρεις χώρες, λοιπόν, μάχονταν για να τη φιλοξενήσουν: Η Δυτική Γερμανία, η Αργεντινή και η Χιλή. Η πρώτη υποψηφιότητα απορρίφθηκε (αφού τα δύο προηγούμενα Παγκόσμια Κύπελλα είχαν γίνει επίσης σε ευρωπαϊκές χώρες) και απέμειναν οι άλλες δυο.

Παρόλο λοιπόν που η Αργεντινή διέθετε όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου ήταν η μόνη που δεν είχε φιλοξενήσει Μουντιάλ, η διοργάνωση ανατέθηκε στη Χιλή. Κάτι που θεωρήθηκε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, αν σκεφτεί κανείς ότι πριν από δυο μόλις χρόνια η χώρα είχε πληγεί από τον μεγαλύτερο σεισμό που έχει ποτέ καταγραφεί στα χρονικά. Τότε που περίπου 9,5 ρίχτερ είχαν ρημάξει τα πάντα και είχαν σκοτώσει πάνω από 6.000 ανθρώπους.

Μπορεί να μην είχαν λοιπόν τις υποδομές, αλλά οι ίδιοι οι Χιλιανοί ήθελαν να πάρουν τη διοργάνωση. Πίστευαν πως αυτό θα βοηθούσε την οικονομική ανόρθωση της χώρας μετά τον σεισμό. Και τελικά (χωρίς να έχει αποδειχθεί αν αυτό έγινε και με πλάγια μέσα) τα κατάφεραν. Μόνο που οι αντιδράσεις -ειδικά από την πλευρά της Ιταλίας- δεν αποφεύχθηκαν.

Την πρώτη «σπίθα» λοιπόν στις σχέσεις των δυο χωρών έβαλε το αίτημα της ιταλικής ομοσπονδίας να αφαιρεθεί η διοργάνωση (λόγω του σεισμού) από τη Χιλή. Είναι χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα εφημερίδων όπως η «La Nazione» και η «Corriere della Sera», που έγραφαν ότι είναι «γνήσια τρέλα» να αφήσουν τους Χιλιανούς να φιλοξενήσουν τη διοργάνωση. Ενώ λοιπόν όλα αυτά γνωστοποιούνταν στη Χιλή και άρχιζαν να… κουρδίζουν τον κόσμο, ήρθαν δυο Ιταλοί δημοσιογράφοι να ανάψουν το φιτίλι που θα οδηγούσε στην έκρηξη.

Σε αναλυτικό ρεπορτάζ τους λοιπόν (το περιεχόμενο του οποίου δεν κολάκευε ακριβώς τη διοργανώτρια χώρα) οι Αντόνιο Τζιρέλι και Κοράντο Πιτσινέλι έγραψαν ανάμεσα σε άλλα: «Ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται από υποσιτισμό, αναλφαβητισμό, αλκοολισμό και ανέχεια. Η Χιλή είναι μια μικρή, περήφανη και φτωχή χώρα. Η πρωτεύουσα διαθέτει 700 κρεβάτια ξενοδοχείων. Τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν, τα ταξί είναι τόσο σπάνια όσο οι πιστοί σύζυγοι (!), μια σύνδεση με την Ευρώπη κοστίζει όσο ένα χέρι κι ένα πόδι και ένα γράμμα κάνει πέντε μέρες να εμφανιστεί».

Δεν παρέλειψαν δε -σε μια ακόμα επίδειξη ευφυΐας- να αναφερθούν και στις γυναίκες των Χιλιανών: «Ολόκληρες γειτονιές έχουν παραδοθεί στην ξεδιάντροπη πορνεία. Αυτή η χώρα και οι άνθρωποί της είναι περήφανα άθλιοι και οπισθοδρομικοί».

Υπέροχα λόγια, αν μη τι άλλο, που για κάποιο λόγο δεν εκτιμήθηκαν ακριβώς από τους ντόπιους. Σε τέτοιο σημείο που ο Τύπος της χώρας να περάσει στην αντεπίθεση και να αρχίσει να περιγράφει τους Ιταλούς ως «μαφιόζους», «φασίστες» και… «πολυγαμικούς». Υπήρξαν μάλιστα δημοσιεύματα που εξαιτίας της εμπλοκής κάποιων παικτών της Ίντερ σε σκάνδαλο ντόπινγκ, τους αποκαλούσαν και «ναρκομανείς».

Ήταν τέτοιο το μπαρούτι που μύριζε, που η αγγλική «Daily Express» έγραφε προειδοποιητικά: «Η διοργάνωση έχει όλους τους οιωνούς για να εξελιχθεί σε ένα βίαιο λουτρό αίματος. Τα ρεπορτάζ μοιάζουν με διαγγέλματα για το πεδίο της μάχης». Κι όλα αυτά ενώ οι δυο Ιταλοί ρεπόρτερ αναγκάστηκαν να επιστρέψουν άρον-άρον στην πατρίδα τους και ένας άτυχος Αργεντινός -που τον πέρασαν για Ιταλό δημοσιογράφο σε μπαρ του Σαντιάγκο- μάζεψε της χρονιάς του και στον έστειλαν στο νοσοκομείο!

Μέσα σ’ αυτή την… ωραία ατμόσφαιρα λοιπόν, έφτασε η ώρα για το παιχνίδι των δυο ομάδων. Στις 3 το μεσημέρι της 2ας Ιουνίου του 1962 η Χιλή και η Ιταλία τέθηκαν αντιμέτωπες μπροστά σε 66.000 κόσμο που είχε βουλιάξει τις εξέδρες του Εθνικού Σταδίου του Σαντιάγκο. Κι ενδεικτική της ψυχολογίας των γηπεδούχων ήταν η κίνησή τους να σκορπιστούν στα τέσσερα κόρνερ πριν την έναρξη του αγώνα και να μοιράσουν μπουκέτα με λουλούδια στις γυναίκες (τις οποίες είχε θεωρηθεί ότι προσέβαλαν οι Ιταλοί).



Ε, λίγο αργότερα θα μοίραζαν κι άλλα… μπουκέτα. Γιατί πριν τα παιχνίδια τους οι Χιλιανοί ακολουθούσαν μια ασυνήθιστη τακτική: Έτρωγαν ή έπιναν αυτό που θεωρούνταν εθνικό προϊόν του αντιπάλου. Για παράδειγμα, πριν την αναμέτρηση με την Ελβετία έφαγαν τυρί. Πριν το ματς με τη Σοβιετική Ένωση ήπιαν βότκα. Πριν τον ημιτελικό με τη Βραζιλία στη συνέχεια της διοργάνωσης ήπιαν καφέ. Όπως αποδείχθηκε ωστόσο, πριν το παιχνίδι με την Ιταλία δεν θα έπρεπε να έχουν φάει μακαρόνια, αλλά… ξύλο. Σαν αυτό που έφαγαν (και έδωσαν βεβαίως-βεβαίως) στον αγωνιστικό χώρο.



Για να συλλάβει κανείς το μέγεθος της… ωμότητας αρκεί να μάθει ότι το πρώτο φάουλ έγινε στα 12 δευτερόλεπτα. Και ότι πριν συμπληρωθούν ισάριθμα λεπτά, είχε ήδη αποβληθεί ο πρώτος παίκτης! Ήταν ο Τζιόρτζιο Φερίνι, που κλώτσησε εν ψυχρώ τον Ονορίνο Λάντα, αλλά δεν το θεώρησε αρκετό λόγο για να φύγει από το ματς. Χρειάστηκε, έτσι, η είσοδος αστυνομικών για να εφαρμοστεί η απόφαση του διαιτητή Κεν Άστον και να περάσει έξω από το γήπεδο.



Ο Λάντα, από την πλευρά του, δεν μπορούσε να ξαναπετύχει τον Φερίνι. Ανταπέδωσε όμως με μπουνιά σε άλλον αντίπαλο, χωρίς να αποβληθεί. Όλα τα λεφτά όμως στο επερχόμενο… μακελειό ήταν η «βεντέτα» που άνοιξαν οι Λιονέλ Σάντσες και Μάριο Ντέιβιντ. Πρώτα λοιπόν ο Ιταλός δικαιολόγησε τις αργεντίνικες ρίζες του κλωτσώντας τον αντίπαλό του ενώ ήταν πεσμένος. Κι έπειτα ο Χιλιανός δικαιολόγησε τις δικές του ρίζες (αφού ο πατέρας του ήταν γνωστός μποξέρ) και με ένα άπερκατ που θα ζήλευε κι ο συγχωρεμένος ο Μοχάμεντ Άλι, ξάπλωσε τον Ντέιβιντ.



Όλως παραδόξως ο διαιτητής δεν απέβαλε τον Σάντσες, αλλά αυτό δεν αποδείχθηκε και τόσο… ανακουφιστικό για τον Χιλιανό. Διότι ο Ντέιβιντ περίμενε την ευκαιρία του για εκδίκηση. Και όταν τη βρήκε, δημιούργησε τον ορισμό αυτού που μάθαμε στο πέρασμα των χρόνων ως «τάκλιν στην καρωτίδα»: Με μια καρατιά, λοιπόν, που άφησε το σημάδι από τις τάπες του στο πρόσωπο του Σάντσες, ανάγκασε τον διαιτητή να του δείξει επίσης τον δρόμο για τ’ αποδυτήρια.



Όχι ότι τον ακολούθησε βέβαια. Διότι έκανε αρχικά το… κορόιδο και προσπάθησε να μείνει στον αγωνιστικό χώρο. Με τα πολλά ωστόσο (κι έπειτα από νέα επέμβαση των αστυνομικών) πέρασε έξω. Κι ένα ημίχρονο που διήρκεσε… 57 λεπτά τελείωσε επεισοδιακά.

Έτσι ακριβώς όπως άρχισε και συνεχίστηκε το δεύτερο. Με το ρεπερτόριο της βρωμιάς να εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο. Γιατί πέρα από τις συνεχείς «σκαριές» και τις… χλέπες που σφύριζαν στην ατμόσφαιρα, ο Σάντσες εξάσκησε ξανά τις συμβουλές του μποξέρ πατέρα του, σπάζοντας τη μύτη (!) του Ουμπέρτο Μάτσιο! Κάτι που έκανε τόσο έξαλλο τον Ιταλό (σε συνδυασμό με το ότι ο Σάντσες ούτε αυτή τη φορά αποβλήθηκε) που έκλεισε όπως της άρμοζε αυτή την… ωδή στην ποδοσφαιρική βαρβαρότητα.



Αφού λοιπόν οι Χιλιανοί είχαν καταφέρει ενδιάμεσα να εκμεταλλευτούν το αριθμητικό τους πλεονέκτημα και να πάρουν τη νίκη 2-0 (με σκόρερ τους Ραμίρες στο 73’ και Τόρο στο 87’), ο διαιτητής εκμεταλλεύτηκε έναν ακόμα καυγά του Μάτσιο και έληξε πρόωρα το παιχνίδι. Όταν λοιπόν ο Λάντα πήγε να… δώσει το χέρι στον Ιταλό, εκείνος αντέτεινε το δικό του. Απλά με λίγο περισσότερη δύναμη και απευθείας στο πρόσωπο του Χιλιανού!



Ήταν η λήξη του μεγαλύτερου ποδοσφαιρικού πολέμου. Ενός γνήσιου «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» που όταν ερωτήθηκε έπειτα από χρόνια ο Κεν Άστον γιατί δεν τον διέκοψε νωρίτερα, απάντησε: «Φοβήθηκα τα χειρότερα και προτίμησα να το συνεχίσω». Θεωρείται, δε, ως πιθανότατη αφορμή για την εφεύρεση από τον ίδιο τον Άγγλο ρέφερι της κίτρινης και της κόκκινης κάρτας (που εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στο επόμενο Μουντιάλ του 1966).



Όσο λοιπόν κι αν τα λόγια μοιάζουν φτωχά για να περιγράψουν τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μεσημέρι του 1962, το σχόλιο του γνωστού ρεπόρτερ, Ντέιβιντ Κόουλμαν, με το οποίο προλόγισε την προβολή των στιγμιοτύπων στο BBC αποδίδει στη «μάχη του Σαντιάγκο» τις πραγματικές τις διαστάσεις: «Πρόκειται για την πιο ηλίθια, τρομακτική, αηδιαστική και ντροπιαστική παράσταση ποδοσφαίρου πιθανότατα σε ολόκληρη την ιστορία του παιχνιδιού».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube