Την τοποθέτηση του Στιβ Γιατζόγλου μέσω της χθεσινής συνέντευξής του στον ΣΠΟΡ FM ακολούθησαν δεκάδες τοποθετήσεις και χιλιάδες σχόλια μέσω των οποίων έγινε ακόμη πιο ξεκάθαρο το σε πόσο λάθος βάση συζητείται ένα θέμα όπως αυτό της Χρυσής Αυγής και του τρόπου με τον οποίο η ρητορική της καθίσταται σαγηνευτική σε ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικά ενεργού πληθυσμού της χώρας.
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Ο Γιατζόγλου έκανε μια πολιτική επιλογή ως ψηφοφόρος και στη βάση των ελευθεριών που μοιράζει απλόχερα η Δημοκρατία, το έπραξε ανοιχτά και φανερά με αποτέλεσμα να βρεθεί στην περιδίνηση που δημιούργησε η αντίδραση για τη στάση του και ακόμη περισσότερο για το γεγονός πως μερικές ώρες αργότερα μιλώντας στον αέρα, δεν έδειξε καμία διάθεση μετάνοιας ή υποχώρησης.
Σε αυτό το τελευταίο σημείο, εγείρονται και οι όποιες ενστάσεις για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου σαν και εκείνο που εκφράζει η Χρυσή Αυγή. Σε κάθε περίπτωση επιμένουμε να το προσεγγίζουμε με όρους με τους οποίους δεν παίζεται το συγκεκριμένο παιχνίδι. Με αναφορές δηλαδή σε ένα μακρινό -ή όχι και τόσο- παρελθόν γεμάτο Χίτλερ, Άουσβιτς, σβάστικες, αγκυλωτούς σταυρούς και φωτογραφίες Polaroid των χθεσινών θιασωτών των ναζιστικών ιδεοληψιών και σημερινών πρωταγωνιστών της πολιτικής σκηνής. Και το πράττουμε μονομερώς, αγνοώντας εκείνο το δεύτερο σκέλος της υπόστασης του φασιστικού ή εθνικιστικού κινήματος. Το ότι παραμένει σταθερά ένας πολύ σημαντικός παίκτης που ασκεί γοητεία σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.
Έχοντας ακούσει μπόλικες φορές τα λεγόμενα του Γιατζόγλου, συμπεραίνω (χωρίς να διεκδικώ κάποιο αλάθητο) πως το μυστικό δεν βρίσκεται σε όσα εμείς καταλογίζουμε σε ανθρώπους όπως ο πρώην μπασκετμπολίστας και νυν τεχνικός, αλλά σε όσα έχουν εκείνοι να πουν. Είναι τόσο ξεκάθαρο πως δεν τους ενδιαφέρει το παρελθόν για το οποίο εμείς τους κατηγορούμε. Κάθε φορά που η κουβέντα πάει εκεί, πετούν την μπάλα στα μνήματα. Όχι στα εκατομμύρια που άφησε πίσω του ο ναζισμός, αλλά σε εκείνα της σύγχρονης πολιτικής ατζέντας. Και από το πουθενά, θα το έχετε αντιληφθεί μετά από τόσες θέσεις και τοποθετήσεις των Χρυσαυγιτών, είναι εκείνοι που θέτουν τα ερωτήματα αντί να δίνουν απαντήσεις εκμεταλλευόμενοι τις αγκυλώσεις και τα ταμπού τα δικά μας. Πατώντας στο ότι ως λαός, έθνος ή απλά κάτοικοι μιας χώρας που περικλείονται από τα σύνορα της Ελλάδας, έχουμε επιλέξει τον εύκολο δρόμο της απόλυτης κατακραυγής σε συμπεριφορές όπως εκείνη του Γιατζόγλου, αλλά δεν φροντίσαμε σχεδόν ποτέ να αντιτάξουμε κάτι πρακτικό και εφαρμόσιμο στις δικές τους ενστάσεις.
Όταν για παράδειγμα λένε «μα δεν βλέπεις πως υπάρχουν τόσοι Έλληνες που τρώνε από τα σκουπίδια;» ή «δηλαδή εσύ πιστεύεις πως η κυβέρνηση δεν είναι ακραία οργάνωση που έκοψε τις συντάξεις;», σε αναγκάζουν να βρεθείς εσύ στριμωγμένος στα σκοινιά τη στιγμή που πίστευες πως με τόσο αιματοβαμμένο ιδεολογικό ιστορικό του φασισμού βρισκόσουν μια ανάσα από το πιο εύκολο νοκ άουτ της ζωής σου. Λες και οφείλεις εσύ να υπερασπιστείς οτιδήποτε και όχι εκείνοι να λογοδοτήσουν για την ανόητη και ρατσιστικά ελληνοκεντρική προσέγγιση της πείνας που αφήνει πίσω του ο καπιταλισμός.
«Δεν ξέρω τι έγινε παλιά. Δεν με ενδιαφέρει»! Με αυτές τις λίγες λέξεις ο Γιατζόγλου περιέγραψε τα πάντα… Μας άνοιξε τα μάτια σχετικά με το χρυσαυγίτικο φαινόμενο, μα εμείς επιλέγουμε να τα κρατάμε ερμητικά κλειστά και να προσπαθούμε μάταια να τους φέρουμε στον ίσιο δρόμο. Μιλάμε για ένα λαό που συγχώρεσε την αποστασία του Μητσοτάκη και τον έκανε πρωθυπουργό ή που χρειάστηκε μόλις τρία χρόνια για να επαναφέρει στην εξουσία τον θαμμένο κάτω από τόνους σκανδάλων Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτοί είμαστε… Η λησμονιά ήταν πάντα σύντροφος και καθοδηγητής των επιλογών μας. Στεκόμαστε πεισματικά απέναντί τους, τους ξεσκίζουμε στα σόσιαλ μίντια επιδεικνύοντας τη δική μας ανωτερότητα στη βάση της παιδείας μας, του ορθολογισμού ή της κοινής λογικής μας, θεωρώντας πως έτσι όλος ο κόσμος θα γίνει μάρτυρας της υπεροχής μας και εκείνοι -σαν από θαύμα- θα λογικευτούν και θα αποκηρύξουν τις επιλογές τους. Για την ταμπακιέρα, όμως, κουβέντα… Αφού πρώτα βρεθήκαμε στην παγίδα να πρέπει να αποκριθούμε σε ερωτήματα που δεν θα έπρεπε να έχουν διατυπωθεί ποτέ και μας κάνουν να φαινόμαστε μη αλληλέγγυοι στο γείτονα ή τον διπλανό μας, δεν είμαστε καν διατεθειμένοι να παραδεχτούμε το μέγιστο των λαθών μας. Το ότι τους αφήσαμε, όπως κάνουν συνήθως, να οικειοποιηθούν πράγματα που μας ανήκουν. Όχι ως Έλληνες, αλλά ως άνθρωποι. Ο δικός μας φόβος μήπως μας περάσουν για φασίστες είναι που γεννά τέτοιους.
Οσο εμεις οι "κανονικοί" δεν μιλάμε για αυτά που απασχολούν εκεινους που τρέχουν στη φιλόξενη αγκαλιά του μορφώματος, αυτό δεν χάνει την παραμικρή ευκαιρία να σφετεριστεί όσα το πολιτικό σύστημα δεν αγγίζει, το οποιο έχοντας περιορίσει την λαϊκότητά του στο επίπεδο του ρουσφετιού, παραμένει αποκομμένο από τον Έλληνα. Φυσικά υπάρχει μια τάξη μεγέθους που καθορίζει τη σημασία κάθε προβλήματος και στην κορυφή πάντα οφείλει να βρίσκεται η ανθρωπιστική προέκταση μιας τραγωδίας όπως αυτής που οδηγεί στην προσφυγιά. Αλλά… Οφείλεις να έχεις ένα σχέδιο αδερφέ και να το κάνεις πενηνταράκια για το καλό κι εκείνου που θέλεις να σώσεις κι όσων φοβούνται (δικαίως ή αδίκως) για το επιμύθιο των προθέσεών σου. Όταν κάποιος ρώτησε την -τότε- υπεύθυνη μεταναστευτικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ τι γίνεται με όσους έρχονται, εισέπραξε το αμίμητο «λιάζονται και εξαφανίζονται». Αυτά ήταν λόγια που ειπώθηκαν από επίσημα χείλη κυβερνητικού στελέχους. Μιας κυβέρνησης που θεώρησε πως θα μείνει πιστή στις αρχές της σώζοντας (και πολύ καλά έκανε) τους μετανάστες και παράλληλα πως θα μετακυλήσει το «πρόβλημα» στους ηλίθιους Ευρωπαίους ανοίγοντας τα σύνορα.
Μιας κυβέρνησης που ακούει τον ένα γείτονα να αμφισβητεί ανοιχτά τη Συνθήκη της Λωζάννης και τον άλλο να μιλά για «δίωξη των Τσάμηδων», αλλά περιχαρακωμένη από αυτό που θεωρεί ορθό με βάση τις θέσεις της δεν αντιλαμβάνεται τον ανακλαστικό αντίχτυπο που έχουν τέτοια πράγματα στην κοινωνία. Λες και δεν συνειδητοποιεί τη θέση της χώρας στον κόσμο ή ότι η δική της αδυναμία να αντιμετωπίσει καυτά ζητήματα θα ωθήσει εκείνους που τους απασχολούν τέτοια σε άλλα λιμάνια, διατεθειμένα να πουν οτιδήποτε προκειμένου να τους προσελκύσουν.
Γιατί όταν θέσεις όπως οι παραπάνω διατυπώνονται όχι από κάνα μπλογκ της κακής ώρας ή γραφικούς εθνοσωτήρες, αλλά από ξένους ηγέτες, δεν είναι αντικείμενα συζήτησης που περιορίζονται στον «ψεκασμένο ψηφοφόρο των ΑΝΕΛ» ή «τον φασίστα της Χρυσής Αυγής». Είναι κάτι που μας αφορά όλους. Κι αν αυτό το σύνολο, αυτό το «όλο» σπάσει σε μικρά ευάλωτα κομμάτια, σίγουρα θα βρεθούν εκείνα που θα προσκολλήσουν στα άκρα, αδιαφορώντας ΑΚΟΜΗ και για το ρατσιστικό παραλήρημά τους ή την απόδοση μιας δολοφονίας σαν του Φύσσα στην «κακή στιγμή»...
Πριν από κάμποσα χρόνια επινοήθηκε η «θεωρία του μεσαίου χώρου», νομίζω από τη Νέα Δημοκρατία, όταν προσπαθούσε ξανά να επανασυνδεθεί με τη βάση της ισορροπώντας μεταξύ λαϊκής δεξιάς και φιλελευθερισμού. Μια θεωρία που έλεγε πως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μόνο δεξιοί και αριστεροί, αλλά και παράλληλα μια κρίσιμη μάζα πάνω από αυτές τις διαχωριστικές γραμμές που η εκάστοτε μετατόπισή της καθορίζει τους νικητές των εκλογών που θα ακολουθήσουν. Έχοντας κατά νου τις… επιτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ που βαδίζει πάνω στις… δάφνες των προηγούμενων εξίσου «επιτυχημένων» κυβερνήσεων που προηγήθηκαν, δεν μοιάζει καθόλου παράξενο που ένα συμπαγές και σημαντικό μέρος αυτού του χώρου, πλανεμένο από τους αυτόκλητους υπερασπιστές του αποφάσισε να στρίψει το τιμόνι. Πρέπει, λοιπόν, πέρα από την καταδίκη τους, να αναλογιστούμε πως ένας βασικός πυλώνας του δικού μας αξιακού συστήματος είναι ο σωφρονισμός και όχι απλά η τιμωρία αυτή καθαυτή και να πράξουμε ανάλογα στις προσεγγίσεις μας.