Τον γνωρίσαμε στον Παναθηναϊκό. Από τα «σπλάχνα» του συλλόγου, μέχρι την προώθηση στην πρώτη ομάδα, ο Αλέξανδρος Ταμπάκης μπήκε δειλά δειλά στη συνείδηση των Ελλήνων φιλάθλων, μέχρις ότου να χαθεί από το εγχώριο προσκήνιο. Ο λόγος προφανής, μιας και ο «Άλεξ» επέλεξε πολύ σύντομα κι αθόρυβα την «μετανάστευση» στο εξωτερικό, μόλις στα 23 του χρόνια, έχοντας πλέον καθιερωθεί στο αμερικανικό ποδοσφαιρικό στερέωμα. Ως παίκτης της North Carolina FC, ομάδας της USL Championship (σ.σ. β’ κατηγορίας), ο γεννηθείς στις 8 Δεκεμβρίου του 1992 τερματοφύλακας, βρήκε μετά από αρκετές περιπέτειες το ιδανικό περιβάλλον για να «χτίσει» με διάρκεια το αγωνιστικό του προφίλ, να θέσει τις βάσεις για μια μακρά ποδοσφαιρική καριέρα. Για να εισέλθει όμως σε μια τέτοια διαδικασία, χρειάστηκαν θυσίες κι ακόμη περισσότερη υπομονή.
Το 2011 αποτέλεσε ορόσημο για τον ίδιο, υπογράφοντας το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό. Στο τέλος εκείνης της σεζόν, έλαβε και το βάπτισμα του πυρός, παίρνοντας τα πρώτα του επίσημα λεπτά συμμετοχής, σε εκείνο το 4-0 των «πρασίνων» επί του Παναιτωλικού στο ΟΑΚΑ τον Απρίλη του 2012, αντικαθιστώντας στο 85’ της αναμέτρησης τον Στέφανο Κοτσόλη. Η μεταβατική περίοδος που ακολούθησε για το «Τριφύλλι» αντί να διευκολύνει, «έμπλεξε» περισσότερο το μέλλον του Αλέξανδρου Ταμπάκη, ο οποίος χρειάστηκε να περιμένει μέχρι τη σεζόν 2014/15 για να παρουσιάσει και πάλι δείγματα γραφής και μάλιστα ως δανεικός, πρώτα στη Νίκη Βόλου όπου κατέγραψε τέσσερις πολύ θετικές εμφανίσεις κι έπειτα στην ολλανδική Φένλο, χωρίς να πάρει κάποια ευκαιρία.
Αυτό ήταν άλλωστε που αποζητούσε εναγωνίως ως φέρελπις τερματοφύλακας για το ελληνικό ποδόσφαιρο: Τις ευκαιρίες. Για να τις κατακτήσει, πήρε την απόφαση τον Ιανουάριο του 2016 να εγκαταλείψει την πρώτη του πατρίδα, για να δοκιμάσει την τύχη του στην δεύτερη, τις ΗΠΑ, από όπου κατάγεται η μητέρα του. Τριάμισι χρόνια αργότερα, αποδείχθηκε πως ήταν θέμα χρόνου και θάρρους να επέλθει η δικαίωση.
Μετά το άγονο διετές διάστημα στην Ατλάντα Γιουνάιτεντ, πρωταθλήτρια του MLS την περασμένη σεζόν, και τους αλλεπάλληλους δανεισμούς ενδιάμεσα στην Τσάρλεστον Μπάτερι, ο Άλεξ Ταμπάκης βρήκε αυτό που έψαχνε στην Βόρεια Καρολίνα, όπου από τον Μάρτιο του 2018 ως σήμερα μετρά 47 συμμετοχές. Το φετινό ξεκίνημα μάλιστα, βρίσκει την ομάδα του «Άλεξ» αλλά και του Ελληνοολλανδού Μάριου Λόμη στην 5η θέση του βαθμολογικού πίνακα, με τον Ταμπάκη να έχει καταγράψει 12 συμμετοχές ως βασικός στις 14 πρώτες αγωνιστικές, διατηρώντας ανέπαφη την εστία του σε τέσσερις αναμετρήσεις.
Κι αφού μπήκε το νερό στο αυλάκι, ο 26χρονος Έλληνας γκολκίπερ κοιτάζει πλέον ακόμα πιο ψηλά, επιζητώντας να κάνει το βήμα παραπάνω στην καριέρα του. Ο Αλέξανδρος Ταμπάκης μίλησε αποκλειστικά στο sport-fm.gr για το μέλλον αλλά και το παρελθόν του, ανασύροντας μνήμες από τις εν Ελλάδι εμπειρίες αλλά και τις περιπέτειες του στο εξωτερικό του, εξέφρασε την επιθυμία του να επιστρέψει κάποια στιγμή στον Παναθηναϊκό ενώ σχολίασε μέχρι και τη φετινή σεζόν του Άλισον Μπέκερ, ενός εκ των τριών αγαπημένων τερματοφυλάκων του.
3,5 χρόνια στις ΗΠΑ πλέον, έχεις προσαρμοστεί πλήρως στο περιβάλλον σου;
«Εντάξει εγώ γενικά ποτέ δεν είχα πρόβλημα στο να προσαρμοστώ κάπου, είμαι καλός σε αυτό. Και ειδικά στην Αμερική, που είμαι και μισός Αμερικάνος γιατί η μητέρα μου είναι από την Αμερική. Μιλάω τη γλώσσα οπότε είναι πολύ εύκολο να προσαρμοστώ».
Άρα την επιλογή των ΗΠΑ ως νέο σταθμό στην καριέρα σου την είχες υποδεχθεί φυσιολογικά με δεδομένο ότι είχες σύνδεση με τη χώρα;
«Ναι ήταν πολύ φυσιολογικό, για μένα δεν ήταν δύσκολο, εφόσον μιλάω και τη γλώσσα. Όλα τα άλλα είναι εύκολα, στο γήπεδο μέσα έτσι κι αλλιώς πρέπει να αποδείξεις πόσο καλός είσαι».
Όντας δύο χρόνια στη North Carolina, χωρίς μετακινήσεις και δανεισμούς, αισθάνεσαι σαν να έχεις βρει το ποδοσφαιρικό σου «σπίτι»;
«Σίγουρα ήταν μια ευκαιρία να παίξω πολλά παιχνίδια. Ο κόσμος με συμπαθεί πάρα πολύ, ο προπονητής, όλοι οι παίκτες. Έχουμε πάρα πολύ καλό κλίμα στα αποδυτήρια και βοηθάει πολύ αυτό. Έχω περάσει πολύ καλά σε αυτή την ομάδα. Αλλά πάντα το βήμα παραπάνω είναι αυτό που θέλω και αυτό που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να πάω κάπου στην Ευρώπη, ή να επιστρέψω στο MLS. Αυτή τη στιγμή όμως κοιτάω τη North Carolina FC, να μπούμε στα πλέι-οφ και να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε και θα δούμε τι θα γίνει».
Τι θα προτιμούσες περισσότερο; Major League ή κάποιο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα;
«Όπου είναι καλύτερα για εμένα και την οικογένεια μου, δεν έχω πρόβλημα πραγματικά. Όποιος με θέλει πιο πολύ και όπου είναι καλά για την οικογένεια μου, εκεί θα πάω».
Με αφορμή το MLS, η Ατλάντα Γιουνάιτεντ επένδυσε πριν μερικά χρόνια στο ταλέντο σου, αλλά φάνηκε να μη σε εμπιστεύεται στην πορεία, αφού σε παραχώρησε δανεικό δύο φορές πριν δώσει τα δικαιώματα σου στο Κάνσας. Πιστεύεις ότι άξιζες μια θέση στο ρόστερ της μετέπειτα πρωταθλήτριας της Major League;
«Έτσι είναι το ποδόσφαιρο, δεν μου έδωσαν ποτέ μία ευκαιρία κι έτσι έφυγα. Αν μου έδιναν την ευκαιρία σίγουρα θα έβλεπαν ότι αξίζω να είμαι εκεί αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο, τι να κάνουμε. Όποια ομάδα με έχει πιστέψει και μου έχει δώσει ευκαιρία, έχω πάει πολύ καλά. Αν σε πιστεύει μια ομάδα και στο δείχνει, ο κάθε ποδοσφαιριστής θα νιώσει πολύ άνετα και θα παίζει το καλύτερο του ποδόσφαιρο, έτσι είναι».
Να σε γυρίσω πίσω στα χρόνια της Ελλάδας. Όλα ξεκίνησαν στον Παναθηναϊκό. Πώς θυμάσαι την χρονιά όπου προωθήθηκες στην πρώτη ομάδα του τριφυλλιού, το 2011; Τι αναμνήσεις έχεις γενικά από τα πρώτα σου χρόνια στο ελληνικό πρωτάθλημα;
«Στον Παναθηναϊκό πέρασα απίστευτα χρόνια από τις ακαδημίες μέχρι την πρώτη ομάδα, ήταν όνειρο να βρεθώ στην πρώτη ομάδα, τα κατάφερα, είχα συμπαίκτες τρομερούς ποδοσφαιριστές που έχουν παίξει στο υψηλότερο επίπεδο, είχα προπονητές πάρα πολύ καλούς που με βοήθησαν. Είμαι πολύ τυχερός που πήρα αυτές τις εμπειρίες».
Η ομάδα είχε οικονομικά προβλήματα στη συνέχεια, αλλά εσύ έφτασες να είσαι μέλος στην τριάδα των τερματοφυλάκων στο νέο ξεκίνημα με τον Γιάννη Αναστασίου στο τιμόνι. Στην πρώτη χρονιά μάλιστα ήρθε κι ένα κύπελλο. Θεωρείς ότι ήταν μία από τις σημαντικότερες στιγμές σου;
«Σίγουρα ήταν μία δύσκολη χρονιά με πολλά προβλήματα, είχαμε πολύ ταλέντο στην ομάδα. Καταφέραμε και πήραμε το Κύπελλο, παίξαμε πολύ καλό ποδόσφαιρο εκείνη τη χρονιά και ναι, είναι μία από τις σημαντικότερες στιγμές μου η κατάκτηση του Κυπέλλου. Πάντα θα τη θυμάμαι».
Πιστεύεις ότι έγινε λανθασμένη διαχείριση στους νέους Έλληνες παίκτες που βγήκαν τότε από τις ακαδημίες του Παναθηναϊκού; Κανείς δεν στέριωσε τελικά τα επόμενα χρόνια…
«Πιστεύω ότι έγινε λανθασμένη διαχείριση. Αλλάξαμε τον τρόπο που ήθελε η ομάδα να έχει Έλληνες παίκτες, αποκτήθηκαν πολλοί ξένοι και σιγά-σιγά οι Έλληνες έμειναν έξω. Μπορεί να τα πηγαίναμε πολύ καλύτερα στη συνέχεια, μπορεί και όχι, δεν το ξέρουμε αυτό, αλλά η πρώτη χρονιά έδειξε ότι θα γίνουν καλά πράγματα στη συνέχεια. Γενικά πήγε πολύ καλά η πρώτη χρονιά, εάν στήριζαν το εγχείρημα με του Έλληνες παίκτες και τα επόμενα χρόνια ίσως να βλέπαμε κάτι πάρα πολύ καλό για τον Παναθηναϊκό».
Πώς θα χαρακτήριζες την άτυπη «τριανδρία» του Παναθηναϊκού (σ.σ. Αναστασίου, Νταμπίζας, Αλαφούζος) εκείνη την περίοδο, τόσο μεμονωμένα όσο και ως σύνολο;
«Την πρώτη χρονιά πήγαν πάρα πολύ καλά και το πλάνο που είχαν δούλεψε τέλεια. Απλά πιστεύω αργότερα χάθηκε αυτό το πλάνο, δεν ξέρω για ποιον λόγο και έκαναν πολλά λάθη. Τώρα ξεχωριστά δεν έχω να πω κάτι, σαν σύνολο πάντως την πρώτη χρονιά τα πήγαν πολύ καλά και μετά έγιναν τα λάθη και δεν μπόρεσε η ομάδα να γίνει καλύτερη».
Και φτάνουμε στο σήμερα, όπου εκείνα τα λάθη ουσιαστικά έφεραν αυτή τη στιγμή τον Παναθηναϊκό στην δυσκολότερη ίσως περίοδο της ιστορίας του. Πώς πιστεύεις ότι μπορεί να επανέλθει στο κορυφαίο επίπεδο;
«Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολα τα πράγματα, δεν υπάρχουν λεφτά και χωρίς λεφτά δεν είναι εύκολα. Η ομάδα αποτελείται από παίκτες που προήλθαν από τις ακαδημίες, είδαμε φέτος έναν πολύ καλύτερο Παναθηναϊκό από αυτόν που περίμενε ο καθένας. Είχε ένα πλάνο και με αυτό το πλάνο θα πρέπει να προχωρήσει. Πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη από όλους. Όλοι να δουλεύουν σκληρά για το καλό του Παναθηναϊκού».
Θεωρείς ότι η πόρτα του Παναθηναϊκού έχει μείνει ανοιχτή για σένα; Αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις να ξαναγυρίσεις, θα το έβλεπες θετικά;
«Ναι, θα ήθελα να ξαναγυρίσω στον Παναθηναϊκό κάποια στιγμή, σίγουρα θα το ήθελα. Και όταν έφυγα άλλωστε, είχα πει ότι κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσω».
Γενικά η Super League θα ήταν ένας ιδανικός προορισμός αν έπαιρνες την απόφαση να επιστρέψεις στην Ευρώπη;
«Ιδανικός προορισμός θα ήταν το εξωτερικό, αλλά εάν τα πράγματα είναι καλά για εμένα και την οικογένεια μου δεν θα έλεγα όχι. Αλλά σίγουρα το εξωτερικό είναι για μένα ο ιδανικός προορισμός».
Σε βοήθησαν ως εμπειρίες τα σύντομα περάσματα σου από τη Νίκη Βόλου και μετέπειτα από τη Φένλο;
«Ναι με βοήθησαν πάρα πολύ, όλες οι εμπειρίες είναι σημαντικές, είτε καλές, είτε κακές. Στη Νίκη Βόλου έπαιξα κάποια παιχνίδια πριν τραυματιστώ, όπως με τον Ολυμπιακό, με τον ΠΑΟΚ, με τον Ατρόμητο. Έπαιξα κάποια πολύ καλά παιχνίδια, πήρα πολλές εμπειρίες. Δυστυχώς τα πράγματα δεν ήταν καλά αργότερα και η ομάδα υποβιβάσθηκε. Μετά πήγα στη Φένλο στη μέση της χρονιάς οπότε ήταν δύσκολο για μένα να παίξω εκεί, εάν πήγαινα από την αρχή της χρονιάς τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Πήρα όμως εμπειρίες και τώρα είμαι στην Αμερική».
Με την πρόταση που σου ήρθε από τις ΗΠΑ τότε, στις αρχές του 2016, αισθάνθηκες ίσως την ανάγκη να «δραπετεύσεις» για το καλό της καριέρας σου;
«Ναι, σίγουρα, το αισθάνθηκα αυτό, ήταν μία ευκαιρία να φύγω, να αλλάξω παραστάσεις και να ξεκινήσω μία καινούρια αρχή στο εξωτερικό, κάτι που ήθελα πολύ».
Πίσω στα της Βόρειας Καρολίνας, πώς αντέδρασες όταν διαπίστωσες πως υπάρχει στην ομάδα ένας παίκτης με ελληνικές ρίζες; Αναφέρομαι φυσικά στον Μάριο Λόμη.
«Δεν το περίμενα. Η αλήθεια είναι ότι όταν πήγα εκεί πέρα πήγα για την πρώτη μου προπόνηση, ήμουν η τελευταία μεταγραφή έτσι κι αλλιώς, κι έτσι όπως ήμουν στο τέρμα άρχισε και μου έλεγε κάτι στα Ελληνικά εκείνος και του λέω ‘’Έλληνας είσαι;’’, είχε πολύ πλάκα εκείνη τη στιγμή. Γενικά ο Μάριος είναι ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής, πολύ καλός άνθρωπος και σίγουρα θα φτάσει ψηλά, το πιστεύω, έχει υψηλή ποιότητα στο παιχνίδι του. Κάνουμε πολλή παρέα, συνέχεια μαζί είμαστε και έχουμε αποκτήσει μια πολύ δυνατή φιλία».
Γενικά κρατάς ακόμη επαφή με παλιούς συμπαίκτες από το ελληνικό πρωτάθλημα;
«Ναι φυσικά, έχω ακόμα επαφές με πολλούς παλιούς συμπαίκτες μου».
Σε ποιον θα έδινες τον άτυπο τίτλο του «Καλύτερου Συμπαίκτη»;
«Δύσκολη ερώτηση αυτή, θα τη δώσω στο Μάριο (γέλια)».
Από προπονητές, ποιος σε έχει σημαδέψει περισσότερο ως τερματοφύλακα και παίκτη όλα αυτά τα χρόνια;
«Είναι πολλοί, και πρώτοι προπονητές και τερματοφυλάκων. Από προπονητές τερματοφυλάκων σίγουρα θα πω τον κύριο Τάκη Οικονομόπουλο ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε πάρα πολύ, μου έμαθε τα πάντα από μικρή ηλικία που είχα ξεκινήσει μαζί του, ήταν ο άνθρωπος που με πήγε στον Παναθηναϊκό. Είναι απίστευτος άνθρωπος και εξαιρετικός προπονητής, έχω πάρει πάρα πολλά από εκείνον, ήταν γενικά ο μέντορας μου, σαν πατέρας για μένα στο ποδόσφαιρο. Ο επόμενος είναι ο κύριος Παναγιώτης Αγριογιάννης, ο οποίος έκανε καταπληκτική προπόνηση, δέθηκα μαζί του, μου έμαθε κι εκείνος πολλά και είναι από τους κορυφαίους προπονητές τερματοφυλάκων για μένα αυτή τη στιγμή, δουλέψαμε αρκετά χρόνια μαζί από την Ακαδημία του Παναθηναϊκού μέχρι την πρώτη ομάδα και πήρα επίσης πάρα πολλά.
Θέλω να πω επίσης τον κύριο Φερέιρα (σ.σ. Ζεσουάλντο), ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που με έβαλε να παίξω, να κάνω το ντεμπούτο μου εναντίον του Παναιτωλικού στο ΟΑΚΑ. Μου είχε πει από πριν ότι αν όλα τα πράγματα πάνε καλά στο παιχνίδι θα με βάλει, και με έβαλε. Ήταν για μένα μια πολύ σημαντική στιγμή διότι πάντα με πίστευε και γενικά ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος που έδινε ευκαιρίες. Ο τελευταίος που θα πω είναι ο προπονητής που έχω αυτή τη στιγμή στη North Carolina, o κόουτς Σάραχαν, είναι ένας καταπληκτικός προπονητής, μας έχει βοηθήσει πάρα πολύ όλη την ομάδα αλλά και εμένα προσωπικά. Μπορεί να μην είμαι πολύ καιρό μαζί του αλλά έτσι το νιώθω, με πιστεύει πάρα πολύ και είναι κάτι πολύ σημαντικό για έναν ποδοσφαιριστή».
Ποια θεωρείς την μεγαλύτερη πρόκληση που έχεις αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής στην καριέρα σου;
«Το να πάω στο εξωτερικό ήταν μια πρόκληση, γενικά ότι είναι καινούριο για μένα είναι μία πρόκληση».
Αν μπορούσες να «σβήσεις» μία από τις αποφάσεις που πήρες στην καριέρα σου, ποια θα ήταν αυτή;
«Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα, η αλήθεια είναι. Όλα για κάποιο λόγο γίνονται, είτε καλό είτε κακό, οπότε δεν έχω μετανιώσει για κάτι».
Παρακολουθείς διεθνές ποδόσφαιρο. Ποιον τερματοφύλακα ξεχωρίζεις από το ευρωπαϊκό στερέωμα;
«Γενικά πάντα θαύμαζα τον Ίκερ Κασίγιας, ήταν ο αγαπημένος μου από παλιά. Αυτή τη στιγμή ο Έντερσον της Σίτι μου αρέσει πάρα πολύ, ο Άλισον Μπέκερ της Λίβερπουλ και ο Τερ Στέγκεν της Μπαρτσελόνα, αυτούς ξεχωρίζω».
Τελευταία φορά που είδαμε τερματοφύλακα στις τρεις υποψηφιότητες για τη Χρυσή Μπάλα, ήταν το 2014 με τον Μάνουελ Νόιερ. Πιστεύεις ότι μπορεί να το ξαναδούμε αυτό φέτος με τον Άλισον υποψήφιο;
«Πολύ δύσκολο, διότι για να βγει τερματοφύλακας πρέπει να κάνει απίστευτα πράγματα και ο Νόιερ το είχε καταφέρει αυτό. Πιστεύω ότι και ο Άλισον πήγε πάρα πολύ καλά, απλά γενικά για έναν τερματοφύλακα είναι πολύ δύσκολο να μπει στην τριάδα και είναι πολλοί παίκτες υποψήφιοι για να μπουν στην τριάδα παρά ένας τερματοφύλακας αλλά ποτέ δεν ξέρεις».
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Κωλαΐτης ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube