Κολλημένος με την πορτοκαλί μπάλα από μικρός ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, ήταν εκείνος που μεσουράνησε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, κατακτώντας σχεδόν τα πάντα σε μια υπέρλαμπρη καριέρα.
Ο Λιθουανός γκαρντ πήρε από το χεράκι την εθνική ομάδα της χώρας του και την οδήγησε στο τρόπαιο του Ευρωμπάσκετ το 2003, που ήταν και το πρώτο της χρυσό μετάλλιο (ως ανεξάρτητο έθνος) από το 1939.
Δεκαετία κυριαρχίας
Ο Σάρας έκανε τα πρώτα επαγγελματικά βήματα στη Λιέτουβος Ρίτας, ενώ ακολούθησε η Ολίμπια Λιουμπλιάνας. Το 2000 μετακόμισε στην Μπαρτσελόνα και κάπου εκεί ξεκίνησε μια δεκαετία κυριαρχίας του στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Στους Καταλανούς παρέμεινε μια τριετία, η οποία ολοκληρώθηκε με την (ιστορική) κατάκτηση της Ευρωλίγκας του 2003. Φυσικά ακολούθησαν μια γεμάτη… χρυσάφι διετία στη Μακάμπι Τελ Αβίβ (2003-05), μια μετριότατη παρουσία στο ΝΒΑ (2005-07) και η επιστροφή στην Ευρώπη για λογαριασμό του Παναθηναϊκού (2007-10), όπου αγαπήθηκε όσο λίγοι. Με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του συμμετείχε για πρώτη φορά σε μεγάλη διοργάνωση στο Ευρωμπάσκετ του 1997 κι ενώ είχε δείξει το ταλέντο του από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με τις μικρές εθνικές: χρυσά μετάλλια με Under-20 και Under-18 στα Ευρωπαϊκά του 1996 και του 1994 αντίστοιχα.
Μαέστρος μιας «χρυσής» φουρνιάς
Για καλή του τύχη, ο Γιασικεβίτσιους είχε δίπλα του μια «χρυσή» φουρνιά παικτών στην εθνική ομάδα σε μια χώρα που ζει και αναπνέει για το μπάσκετ. Σισκάουσκας, Ματσιγιάουσκας, Σονγκάιλα, Εουρέλιους Ζουκάουσκας και Στομπέργκας ήταν μόνο μερικοί από αυτούς που στάθηκαν άξια δίπλα του και αποδείχθηκαν άξιοι συνεχιστές των Σαμπόνις, Μαρτσουλιόνις και λοιπών. Η μαεστρική φιγούρα του πόιντ γκαρντ από το Κάουνας ήταν όμως αυτό που έδινε το κάτι ξεχωριστό. Το κάτι παραπάνω, σε μια ομάδα που κατέθεσε τα πρώτα διαπιστευτήρια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000, όπου κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Ακολούθησε η αποτυχία του 2001, όπου οι Λιθουανοί αποκλείστηκαν (πρόωρα) στην πρώτη φάση των νοκ άουτ από τη Λετονία.
Κάθε αρχή και δύσκολη
Στο Ευρωμπάσκετ του 2003, που διεξήχθη στη Σουηδία, οι Λιθουανοί μπήκαν ως αουτσάιντερ, αλλά με την κρυφή ελπίδα ότι μπορούν να επιστρέψουν στο βάθρο. Η πρεμιέρα τους στη διοργάνωση ήταν αγχωτική και συνοδεύτηκε από δραματική νίκη επί της Λετονίας (92-91 στην παράταση). Ο Σάρας ήταν αυτός που διαμόρφωσε το τελικό σκορ με δύο βολές στα 3,8 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος του έξτρα πεντάλεπτου. Από ‘κει και πέρα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους με το συγκρότημα του Σιρέικα να συντρίβει Ισραήλ και Γερμανία στη φάση των ομίλων. Στους «8» οι Λιθουανοί ατύχησαν, αφού έπεσαν πάνω στην κάτοχο του τροπαίου (Σερβία και Μαυροβούνιο). Παρ’ όλα αυτά, ο Γιασικεβίτσιους έπιασαν υψηλά στάνταρ απόδοσης και αποκαθήλωσαν τους πρωταθλητές Ευρώπης με το επιβλητικό 98-82.
Ηγέτης στα δύσκολα
Στα ημιτελικά, οι Λιθουανοί επικράτησαν 74-70 της Γαλλίας σε μια συγκλονιστική αναμέτρηση, με τον 27χρονο γκαρντ να αγγίζει το τριπλ-νταμπλ (14 πόντους, 10 ριμπάουντ, 7 ασίστ) σε μια πληθωρική και ηγετική εμφάνιση. Στον τελικό, οι παίκτες του Σιρέικα βρήκαν απέναντί τους την Ισπανία του απίθανου Πάου Γκασόλ, ο οποίος ήταν ασταμάτητος (36 πόντοι, 12 ριμπάουντ). Παρ’ όλα αυτά, η «φούρια ρόχα» δεν είχε πολλές λύσεις και υποτάχθηκε στους Λιθουανούς, που επιβλήθηκαν 93-84 κι έφτασαν στο πρώτο τους χρυσό μετάλλιο σε Ευρωμπάσκετ από το 1939. Ο Γιασικεβίτσιους ήταν άστοχος στο ματς που έκρινε τον τίτλο (10 πόντοι με 2/8 εντός παιδιάς), αλλά μοίρασε 9 ασίστ και καθοδήγησε μαεστρικά την ομάδα του.
Πολυτιμότερος παίκτης και «αντίο»
Στα 27 του τότε, ο Σάρας κατέκτησε έναν ακόμα ατομικό τίτλο, αφού αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης έχοντας 14 πόντους και 8,2 ασίστ μέσο όρο! Από ‘κει και πέρα, ο Γιασικεβίτσιους οδήγησε το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του στο χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 2007, ενώ αποσύρθηκε από την εθνική ομάδα το 2012 με μια ιστορική επίδοση: ήταν ο μοναδικός Λιθουανός μπασκετμπολίστας που αγωνίστηκε σε 4 συνεχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες!