Ξεχωριστή παραμένει για τον Ζήση Σαρικόπουλο η συνάντησή του με τον Μάικλ Τζόρνταν στο «Jordan Brand All American Classic» το 2007.
Όπως δήλωσε ο σέντερ του ΠΑΟΚ στον ΣΠΟΡ FM 94,6: «Δεν τίθεται ερώτημα ποιος είναι καλύτερος όλων των εποχών», ενώ υπογράμμισε για εκείνη την εμπειρία του: «Θα είναι μία στιγμή που πάντα την κρατάω μέσα μου και είναι μοναδική εμπειρία … Μου έκανε εντύπωση η χειραψία του, πόσο στιβαρή ήταν».
Από εκεί και πέρα, ο Έλληνας άσος μίλησε για τις συνέπειες του κορωνοϊού στο μπάσκετ, υποστηρίζοντας ότι είναι μία ευκαιρία να μπορέσει να μπει σε νέες βάσεις το άθλημα στην Ελλάδα.
«Με τις ασκήσεις στο σπίτι δεν μπορείς να βελτιωθείς. Απλά δεν αφήνεσαι και είναι ντόμινό, ώστε να μην γίνει πιο δύσκολη η επάνοδος», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο Ζήσης Σαρικόπουλος στην εκπομπή «Οι μπάσχετοι» με τον Χρήστο Ρομπόλη
Για τη ζωή του μακριά από τα γήπεδα λόγω του κορωνοϊού: «Στην… ζούλα έχω παίξει μπάσκετ. Σε μία ώρα και μέρα που ήξερα ότι δεν θα έχει κόσμο. Η τελευταία προπόνηση που είχα κάνει ήταν στις 11 Μαρτίου. Μιλάμε για δύο μήνες. Είναι πρωτόγνωρο για εμένα. Ούτε τα καλοκαίρια δεν μέναμε χωρίς μπάλα. Είναι δυστυχώς αρκετά μονότονη. Με τις ασκήσεις στο σπίτι δεν μπορείς να βελτιωθείς. Απλά δεν αφήνεσαι και είναι ντόμινο, ώστε να μην γίνει πιο δύσκολη η επάνοδος. Για να διατηρηθούν στα επιθυμητά επίπεδα οι αθλητές είναι δύσκολο στο σπίτι».
Για οριστική διακοπή του πρωταθλήματος: «Με βρίσκει σύμφωνο προσωπικά. Πέρα από το ότι ο αθλητισμός έρχεται σε δεύτερη μοίρα, το μόνο που βάζω ως αστερίσκο ο άλλος με τον εγκλεισμό είναι πως το γήπεδο είναι μία διέξοδος για να ξεσκάσει. Επομένως δεν είναι safe και είναι πρωτόγνωρη η όλη κατάσταση, δεν μπορείς να πεις θα αρχίσουμε σιγά-σιγά ή θα κάνουμε προπονήσεις σε γκρουπ. Στη Γερμανία άνοιξαν ορισμένα πράγματα και το πήγαν πίσω. Εμείς δόξα τω Θεώ το περάσαμε αρκετά καλά και προλάβαμε τα πολύ χειρότερα. Είναι χαζό να ξεκινήσεις τον ομαδικό αθλητισμό ή ένα άθλημα που έχει επαφή, σε κλειστό χώρο. Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Θα πρέπει εγώ να πάω στο γήπεδο και να προσέχω όλες μου τις κινήσεις για το διάστημα που θα είμαι εκεί. Είναι αναπόφευκτο να μην ξεκινήσει. Όλοι οι ξένοι, κυρίως οι Αμερικανοί, κανείς δεν νιώθει ασφαλής να γυρίσει στην Ελλάδα. Είναι πάρα πολλοί οι παράμετροι και δεν μπορείς να πάμε να παίξουμε όσοι είμαστε εδώ ή μόνο Έλληνες».
Για την κατάσταση στον ΠΑΟΚ: «Προσωπικά δεν μου αρέσει που η χρονιά τελειώνει έτσι και με βρίσκει στην τελευταία θέση. Όλα ήταν πιθανά και δεν πίστευα ότι η ομάδα θα πέσει. Στα λόγια όλοι καλοί είμαστε, αλλά επειδή δεν υπάρχουν αποδείξεις, όλα είναι θεωρίες. Και δεν μου αρέσει αυτό, επειδή νιώθω ότι έχω αφήσει αρκετά πράγματα στη μέση και με τρώει που μας άφησε εκεί η χρονιά.
Φταίνε αρκετά πράγματα από λίγο. Η ομάδα μαζεύτηκε ξαφνικά το καλοκαίρι. Η διοίκηση και ο προπονητής αποφάσιζαν παίκτες μέσα σε μία εβδομάδα. Δεύτερον η Ευρώπη, παρότι είναι δέλεαρ, μας αποπροσανατόλισε σε έναν βαθμό. Πέρα από το γεγονός ότι κάποια παιδιά δεν είχαν την απαραίτητη εμπειρία, σε αγωνιστικό και πνευματικό επίπεδο, και μας έβγαλε από το στόχο μας στο πρωτάθλημα. Θα είχαμε κάνει κάποιες νίκες και θα είχαμε αποφύγει τα χειρότερα. Η Ευρώπη δεν μας βοήθησε, παρότι παίξαμε καλά απέναντι σε καλούς αντιπάλους. Δεν είχαμε γενικότερα διάρκεια. Όταν τελειώνει ένα παιχνίδι και παίζεις σε δύο μέρες, ουσιαστικά προετοιμάζεσαι για το επόμενο και δεν υπάρχει χρόνος για να αναλύσεις τα λάθη σου στο προηγούμενο».
Για το μέλλον: «Δεν μου αρέσει η καταστροφολογία. Όταν ακούγονται τόσα πράγματα, φιλτράρω ορισμένα πράγματα. Όταν ένας άνθρωπος έχει κλείσει την επιχείρησή του και δεν ξέρει τι θα κάνει, δεν υπάρχει μπάσκετ. Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, είναι μία καλή ευκαιρία να γίνει η Α1 το πρωτάθλημα που αξίζει να γίνει. Οι υπεύθυνοι πρέπει να κάτσουν να δουν πώς θα γίνει το πρωτάθλημα, να υπάρχουν περισσότεροι Έλληνες σίγουρα. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να μειωθεί ο αριθμός των ξένων. Γενικά να βγει το προϊόν πιο καλό και πιο ποιοτικό, επειδή το ελληνικό πρωτάθλημα μπορεί να αποκτήσει καλύτερες βάσεις. Ο ΠΣΑΚ είναι σε επαφή με τον ΕΣΑΚΕ και τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως έχει φωνή. Οι Έλληνες παίκτες έχουν φωνή και οι Έλληνες αποτελούν το βασικό προϊόν. Τα παιδιά του ΠΣΑΚ κάνουν μία προσπάθεια, επειδή τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα του χρόνου. Δεν μπορεί να ρίχνει μόνο ένας νερό στο κρασί του. Θα πρέπει και οι ομάδες να καταλάβουν πόσο σημαντικοί είναι οι Έλληνες παίκτες, ώστε να δυναμώσουμε και την Εθνική μας. Πρέπει να δοθούν ευκαιρίες και σε Έλληνες. Κάναμε το λάθος εδώ, ένα παιδί 20-21 ετών, να το θεωρούμε ακόμα ταλέντο και όχι έτοιμο παίκτη. Η φουρνιά των ενενηντάρηδων, μέσα από τις επιτυχίες που είχαμε στην Εθνική, βρήκαμε τις ευκαιρίες που θέλαμε και ψάχνουμε για να προβάλουμε αυτό που μπορούμε. Ο παίκτης θέλει να παίζει και το λέει η δουλειά του. Δεν υπάρχει παίκτης να πληρώνεται και να κάθεται. Μακάρι να βελτιωθούν τα πράγματα. Βγάζουμε παίκτες και μπορούμε να τους προστατεύσουμε ως προϊόν».
Για το Last Dance και τη γνωριμία του με τον Μάικλ Τζόρνταν: «Ήμουν 16 στα 17. Βρεθήκαμε και στα 17. Εννοείται ότι θα το παρακολουθούσα, αφού με ενδιαφέρουν όλα τα ντοκιμαντέρ που δείχνουν ανέκδοτες ιστορίες και είναι μία άλλη εποχή και το βλέπουμε με το ρομαντισμό. Το συνειδητοποιείς όσο το συνειδητοποιείς όσο ένα παιδί 16 ετών. Ήταν ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Παρότι ήμουν 16 ετών, είχα δει και γνώριζα ποιος είναι. Για εμένα δεν τίθεται ερώτημα ποιος είναι καλύτερος όλων των εποχών. Μιλάς μαζί του και είναι ένας άνθρωπος και επικοινωνείς μαζί του. Είναι πάρα πολύ ωραίο το συναίσθημα. Και όσο αν το περιγράφεις, χάνει από λόγια. Θα είναι μία στιγμή που πάντα την κρατάω μέσα μου και είναι μοναδική εμπειρία. Ο κάθε παίκτης, που ήμασταν στο Μιλάνο, είχε ένα δεκάλεπτο τετ-α-τετ μαζί του και με ρώτησε πού παίζω, ποιοι είναι οι αγαπημένοι μου παίκτες από το NBA, ποιος αντιγράφω στις κινήσεις και συζητήσαμε κάποια πράγματα και μετά ανανεώσαμε το ραντεβού μας στη Νέα Υόρκη. Ήταν πολύ προσιτός, πολύ κουλ και χάρηκε εκείνο το event. Μου έκανε εντύπωση η χειραψία του, πόσο στιβαρή ήταν και ένιωθες να σε διαπερνάει κάτι».
Γιατί δεν δοκίμασε την τύχη του στο NBA: «Μπήκα στη διαδικασία να σπουδάσω στην Αμερική, να δω τις δυνάμεις μου εκεί και να μπω στη διαδικασία με βοήθησε το καμπ του Τζόρνταν. Με ενδιέφερε και εμένα και την οικογένειά μου, να σπουδάσω κάτι παράλληλα με το μπάσκετ, αφού έχει ημερομηνία λήξης. Μπαίνοντας στη διαδικασία αυτή, λοιπόν, είδα ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο και παράλληλα πολύ ωραίο. Υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός για να πετύχει κάποιος στο NBA. Εκείνο που μπορώ να σου πω είναι ότι δούλεψα πάρα πολύ και προσπάθησα να δουλέψω διαφορετικά με παίκτες πιο αθλητικούς από εμένα. Είχα κάποιος τραυματισμούς που με πήγαν πίσω. Ακόμα και σήμερα, προσωπικά μου αρέσει περισσότερο το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Μου αρέσει η τακτική, το διάβασμα μέσα στο παιχνίδι. Το μπάσκετ έχει πάει στα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε παίκτη και για εμένα το NBA μου αρέσει μετά τα πλέι οφ, που σοβαρεύουν τα πράγματα. Προτιμώ να δω Ευρωλίγκα όλη τη σεζόν, με Αμερικανούς παίκτες που ξεχωρίζουν και φιλοδοξώ να παίξω σε αυτό το επίπεδο. Το ΝΒΑ είναι πιο ρομαντικό και με ό,τι αυτό συνεπάγεται».